Με τον Ρουν των Ορεινών Ρευμάτων (μέρος Α’)

6 Μαρτίου 2024

Άν η ομορφιά των μεγάλων ποταμών είναι δεδομένη, πως μπορεί κανείς να αγνοήσει την μυστηριώδη γοητεία που πάντα κρύβει η πορεία των μικρών ρεμάτων, που βλέπουμε να ξεπροβάλλουν από δασωμένες ή χλοασμένες πλαγιές ή ακούμε να διαβαίνουν σε απρόσιτα φαράγγια.

Στο περίφημο «Πάντα Βρέχει» τα λόγια είναι περιττά.

Τα ποτάμια στις πεδιάδες κυλούν ήρεμα χωρίς κανείς να φαντάζεται τα ορμητικά ρυάκια των ορεινών περιοχών, απ’ όπου αυτά συχνά προέρχονται.

Τα ποτάμια που περνούν από πόλεις περιορίζουν τα λιγότερο ή περισσότερο ρυπασμένα και θολά νερά τους σε κτισμένες κοίτες και όχθες, χωρίς κανείς να σκέπτεται ότι τροφοδοτούνται από ελεύθερες νεροσυρμές και κρυστάλλινα ορεινά ρέματα που πέφτουν στις αποτομιές ή τρέχουν σε πανέμορφα αλπικά λιβάδια.

Αναρίθμητες πηγές γενούν υδάτινα ρεύματα τα οποία, μετά από μια μικρή ή μεγαλύτερη πορεία, συναντούν άλλα και άλλα για να σχηματισθούν  τελικά υποταγμένα ποτάμια που συναντούν την θάλασσα.

Την Άνοιξη, με το λιώσιμο των χιονιών, τα ορεινά ρέματα τροφοδοτούνται συνεχώς με «νεαρά» νερά που, με την νέα βλάστηση που ανοίγει από παντού, δημιουργούν αξέχαστες εικόνες ομορφιάς για οποιονδήποτε βρεθεί κοντά τους.

Αλλά και τις άλλες εποχές·τον χειμώνα, με τις συνθέσεις του χιονιού και των γυμνών κλαδιών των φυλλοβόλων δένδρων, το φθινόπωρο, με τα ποικίλα χρώματα της βλάστησης και το καλοκαίρι, με τις ολοζώντανες αποχρώσεις του πράσινου, αξίζει κανείς να τα επισκεφθεί και να τα γνωρίσει.

Σε περιπλανήσεις μας στον Ελληνικό ορεινό χώρο είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία να συναντήσουμε ορεινά ποτάμια και να θαυμάσουμε την γαλήνια ή άγρια ομορφιά τους. Ήταν όμως δύσκολο να φαντασθούμε την πολύ μεγαλύτερη ομορφιά που θα ανακαλύπταμε, τις γοητευτικές εικόνες που θα αντικρίζαμε, αν οδοιπορούσαμε κατά μήκος της κοίτης τους, αν ακολουθούσαμε δηλαδή την ροή τους από τις πηγές τους μέχρι εκεί που συμβάλλουν σε μεγαλύτερα ποτάμια.

Η ποικιλότητα των τοπίων και το εύρος των συναισθημάτων που συναντά και βιώνει κανείς στις «ολοπόταμες» πορείες είναι τόσο μεγάλα, που είναι αδύνατο να περιγραφούν.

Πως αλήθεια είναι δυνατόν να αποδώσει με λόγια ο οδοιπόρος την διάσχιση του φαραγγιού της άγριας Φτέρης, του Λαζορέματος της Γκιώνας, του Βαλορέματος της Οίτης, του Ασπρορέματος των Αγράφων και τόσων άλλων ουσιαστικά αναρίθμητων, ορεινών ρεμάτων;

Όπως σε άλλες χώρες έτσι και στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο τουριστικών, αθλητικών (καγιάκ, σχεδίες) ή μουσικών εκδηλώσεων (γιορτές ποταμού) πολλοί, νέοι ιδίως, έρχονται σε επαφή με τα ορεινά ποτάμια ως μια ίσως απαρχή περαιτέρω αναζητήσεών τους στο γενικότερο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον των περιοχών αυτών.

Και είναι πράγματι αναρίθμητες οι ευκαιρίες που υπάρχουν οι οποίες περιλαμβάνουν και διαδρομές που μπορεί να γίνουν όχι μόνο από νέους αλλά και από άλλους λάτρεις της ορεινής φύσεως. Κάποιες διαδρομές που έχουμε πραγματοποιήσει σε ελληνικά ορεινά ποτάμια αναφέρουμε πιο κάτω.

Το Πέρασμα του Κρικελλοπόταμου

Από τις πηγές που ευρίσκονται στις Νοτιοδυτικές πλαγιές του κατάφυτου βουνού Οξυά αρχίζει να κατηφορίζει ο Κρικελλοπόταμος, ανατολικά του χωριού Κρίκελλου της Ευρυτανίας. Με νότια αρχικά και δυτική αργότερα κατεύθυνση, ο ορεινός αυτός ποταμός ενισχύεται με πολλά μικρότερα ρέματα όπως εκείνα της Δομνίστας, της Ανιάδας (Τσιπιτείκο ρέμα), της Τσεκλίστας (Σκοπού), των Ψιανών, των Δολιανών και τέλος του Προυσιώτικου ρέματος, πριν συμβάλει με τον Καρπενησιώτικο στην τοποθεσία «Διπόταμα». Από εκεί ως Τρικεριώτης ποταμός κυλά ανάμεσα από τα βουνά Χελιδόνα και Παναιτωλικό ως τον Αχελώο (Λίμνη Κρεμαστών).

Στις πλαγιές των βουνών που ατενίζουν την πορεία του (Πλατάνι, Παναιτωλικό, Καλιακούδα, Οξυά, Κοκκινιάς) υπάρχουν  γραφικά χωριά και οικισμοί όπως τα Ψιανά, η Καπανούλα, η Κοντίβα, το Λιναράκι, η Ρωσκά, τα Δολιανά,  των οποίων η πρόσβαση είναι ακόμη και σήμερα αρκετά δύσκολη.

Η γέφυρα που συνδέει το Κρίκελλο με τη Δομνίστα είναι η αφετηρία της διαδρομής μας.

Οι πληροφορίες ότι, στην χαραδρώδη διαδρομή του Κρικελλοπόταμου, υπήρχαν ιδιαίτερα στενά περάσματα που απαιτούσαν κολύμβηση για να τα διαβείς, καθώς και ότι σε ένα σημείο στα πρανή του υπήρχαν μαζεμένοι πολλοί καταρράκτες που έπεφταν (μερικοί από αυτούς) σαν βροχή μέσα στο ποτάμι, μας παρακίνησαν, αρκετά χρόνια πριν, να επιχειρήσουμε την διάσχισή του.

Νωρίς το πρωί καλοκαίρι ξεκινήσαμε από την γέφυρα που συνδέει το χωριό Κρίκελλο με την Δομνίστα.

Γρήγορα βρεθήκαμε να περπατούμε  ανάμεσα από τα ποταμολίθια και την βλάστηση της κοίτης του προσπαθώντας με προσεκτικά βήματα, μάταια όμως τις περισσότερες φορές να αποφύγουμε το κρύο νερό.

Μετά από πορεία 2 ωρών περίπου σταματούμε για να γευθούμε το νερό από πηγή που ξεπηδά δεξιά μας.

Η βλάστηση στις όχθες (πλατάνια, ιτιές, σκλήθρα κ.α.) γίνεται πιο πυκνή και το ποτάμι αρχίζει να στενεύει. Παρατηρούμε ψηλά έναν αητό να κάνει κύκλους και αργότερα να χάνεται πάνω από τις απόκρημνες πλαγιές της χαράδρας.

Αναγκαζόμαστε πλέον να περνούμε τις πιο πολλές φορές μέσα στο νερό ώσπου, ώρες μετά, σε μια στροφή του ποταμού αναγκασθήκαμε να βυθιστούμε έως την μέση μας προκειμένου να περάσουμε μια εκτεταμένη λιμνούλα που σχηματίζουν εκεί τα νερά του ποταμού, λίγο πριν ακούσουμε αριστερά μας να κατεβαίνει ένα μικρότερο ρέμα (το Βαθύρεμα) κρυμμένο μέσα στην βλάστηση. Επισκεφτόμαστε τον μικρό αλλά θορυβώδη καταρράκτη που σχηματίζει το ρέμα αυτό λίγο πριν συμβάλλει με τον Κρικελλοπόταμο. Εκεί κοντά συναντούμε δρόμο που έρχεται αριστερά μας από το χωριό Ρωσκά.

Ο δρόμος αυτός ιδιαίτερα ανηφορικός και δύσκολος συνεχίζει προς τα Δολιανά και συνεχίζει από εκεί μέχρι το διάσελο της Καλλιακούδας και στα χωριά Μεγάλο Χωριό και Ανιάδα.

Η στενή και μεγάλης διάρκειας επαφή με το υγρό στοιχείο είναι απαραίτητη κατά το πέρασμα του Κρικελλοπόταμου.

Η πορεία μας στο ποτάμι συνεχίζεται·το ρέμα δεξιά μας που έρχεται από τα Δολιανά ενισχύει τα νερά του. Η κίνηση μας τώρα μέσα στο νερό δυσκολεύει αρκετά ιδιαίτερα όταν, αργότερα, το ποτάμι αρχίζει να στενεύει απότομα και θεόρατες ορθοπλαγίες, πέτρινοι τοίχοι με περίεργους σχηματισμούς (ρυτιδώματα) και ποικίλα χρώματα, ορθώνονται επάνω μας και μας κρύβουν το φως.

Το νερό κυλά αφρισμένο και τα πόδια μας νιώθουν έντονα την πίεσή του. Τα αναρίθμητα κύματα και τα μικρά κλωθογυρίσματα του νερού προσπαθούν θαρρείς να μας ζαλίσουν και να μας παρασύρουν στην ξέφρενη πορεία τους. Όλα τούτα, μαζί με τον παγερό αέρα του στενού περάσματος και την βουή του φαραγγιού που περνούμε, προκαλούν δέος.

Πράγματι πολλοί επισκέπτες στο σημείο εκείνο σκέπτονται να εγκαταλείψουν την προσπάθεια, να μην συνεχίσουν και να μην δουν έτσι το ονειρικό φυσικό σκηνικό που σε λίγο θα αποκαλυφθεί.

«Πάντα βρέχει»

Είχαμε πλέον πλησιάσει στην περίφημη τοποθεσία «πάντα βρέχει». Ήδη δεξιά μας κατρακυλά ένας καταρράκτης, λίγο μετά ένας άλλος… Στα πρανή δεξιά του ποταμού αρχίζουν να φαίνονται βελούδινες καμπυλωμένες διαμορφώσεις από βρύα και πολυτρίχια που τις σκεπάζουν.

Όλα όμως τούτα δεν είναι τίποτε σε αυτό που σύντομα και αναπάντεχα αντικρίζουμε. Όλη η ορθοπλαγιά δεξιά μας, σε δεκάδες μέτρα ύψος και πολύ περισσότερα μήκος, έχει μετασχηματισθεί σε θαυμάσιο ονειρικό σκηνικό με το πράσινο όλων των αποχρώσεων των βρύων που πλουσιοπάροχα έχουν καλύψει τα πάντα και που αφήνουν τα νερά, πολλά νερά, που έρχονται από ψηλά να παίζουν μαζί τους, να τα διαπερνούν, να τα λούζουν, τα στολίζουν, τα μεταμορφώνουν και να διαμορφώνεται έτσι μια τεράστια ποικιλία σχημάτων, μορφών, βελούδινων προεξοχών και εσοχών που εδώ στάζουν (δακρύζουν) ολόδροσες σταγόνες, ολόλαμπρα υδάτινα διαμάντια, εκεί τρέχουν από παντού λίγο, περισσότερο και πολύ νερό σωστοί καταρράκτες σε μια συνεχή όλων των βαθμών και όλων των εντάσεων βροχή.

Πίσω από τα παραπετάσματα του νερού που πέφτει από ψηλά, πραγματικά αραχνοϋφαντα ή βαριά πέπλα που ακουμπούν, ταράσσουν και ενώνονται με πανέμορφη λίμνη που σχηματίζεται εκεί, υπάρχουν κοιλώματα γεμάτα «βρυσούδια» ντυμένα επίσης με βρύα και πολυτρίχια, σωστές νεραϊδοσπηλιές στον έτσι και αλλιώς παραμυθένιο αυτό τόπο, άντρο θαρρείς και περιοχή ναϊάδων.

Καθηλωμένοι από την ομορφιά αυτή δεν θέλαμε να φύγουμε παρά το κρύο που επικρατούσε εκειδά αναλογιζόμενοι όμως ότι τα δύσκολα περάσματα του ποταμού είναι ακόμη μπροστά μας συντομεύουμε την παραμονή μας στο μοναδικό αυτό μέρος.

Πολύ σύντομα παρατηρούμε δεξιά μας ένα ιδιαίτερα ψηλό βράχο λειασμένο από το νερό που, λιγοστό την εποχή αυτή, γλύφει κυριολεκτικά όλη του την επιφάνεια.

Στην βάση του υπάρχουν αρκετά ανθισμένα φυτά του είδους Pinguicula, μοναδικού σαρκοβόρου φυτού στην Ελλάδα. Η κολλώδης ουσία που παράγεται στα φύλλα του εγκλωβίζει μικρά έντομα από τα οποία, αφού βεβαίως πρώτα αυτά θανατωθούν και αποδομηθούν, προσλαμβάνουν θρεπτικά στοιχεία.

Προς τα Διπόταμα

Αναγκαζόμαστε πλέον να βαδίζουμε έχοντας το αφρισμένο νερό μέχρι την μέση περίπου σύντομα όμως παρατηρούμε ότι το ποτάμι στενεύει πάρα πολύ, θεόρατοι βράχοι, λείοι, ιδιαίτερα στο κάτω μέρος τους, από την δύναμη του νερού, υψώνονται επάνω μας αφήνοντας ένα πέρασμα περίπου 2 μέτρων.

Το βάθος εκεί ήταν απροσδιόριστο και η ροή απατηλά ήρεμη·δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι δεν είχαμε άλλη δυνατότητα να διαβούμε, παρά μόνο αν κολυμπούσαμε.

Το βάρος του σακιδίου με τα απαραίτητα εφόδια και τα ορειβατικά άρβυλα που όλοι σχεδόν είμαστε υποχρεωμένοι να φορούμε, αναμφισβήτητα έκαναν το εγχείρημα δύσκολο και μόνο με ιδιαίτερη προσπάθεια και απόλυτη ψυχραιμία μπορέσαμε να περάσουμε το αρκετών μέτρων στενό πέρασμα.

Δεν προλάβαμε να ηρεμήσουμε από την προσπάθεια αυτή και λίγο μετά διαπιστώσαμε ότι ένα δεύτερο και αμέσως μετά ένα τρίτο παρόμοιο πέρασμα υπήρχε. Βρεγμένοι και σχεδόν εξαντλημένοι από την προσπάθεια συνεχίσαμε την πορεία μας ώσπου τα βαριά σύννεφα, που είχαν από ώρα μαζευτεί, κατέληξαν σε μια σφοδρή καταιγίδα. Πέτρες ακούγαμε να κατρακυλούν από τα κοντινά πρανή λες και τα στοιχεία της φύσεως είχαν θυμώσει με μας τους ασεβείς εισβολείς για την τόλμη που είχαμε να αγγίξουμε τα μυστικά μέρη του ποταμού.

Τέτοιες ξαφνικές νεροποντές δεν είναι ασυνήθιστες στα ορεινά μέρη και χρειάζεται πράγματι ιδιαίτερη προσοχή όταν κανείς κινείται σε στενά ποτάμια. Οι κατεβασιές του νερού μπορεί να παρασύρουν στο διάβα του μαζί με τα ξύλα, τις πέτρες οποιονδήποτε είχε την ατυχία να ευρεθεί εκεί.

Στο μυαλό μου τις στιγμές αυτές έρχονται τα λόγια του τραγουδιού «…και το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο. Σέρνει λιθάρια ριζιμιά δένδρα ξεριζωμένα. Σέρνει και μια γλυκομηλιά τα μήλα φορτωμένη, κι ανάμεσα στους κλώνους της δυο αδέλφια αγκαλιασμένα…»

Θορυβημένοι τρέχουμε για να βρεθούμε σε κάπως πιο ασφαλές μέρος ώσπου με τα περίπου μισή ώρα η δυνατή βροχή και ο δυνατός αέρας έπαυσαν και ο ήλιος ηρέμησε τις ψυχές μας.

Είμαστε από την αρχή της πορείας μας περίπου 8 ώρες στον Κρικελλοπόταμο όταν η ροή του στρέφεται απότομα δεξιά και λίγο αργότερα αριστερά οπότε και αρχίζει πλέον η κοίτη να πλαταίνει.

Μακριά δεξιά μας διακρίνουμε μια μεγάλη  νεροσυρμή, ασημένια κλωστή, να κατρακυλά στις αποτομιές του βουνού Κεραμίδι – Πύργος.

Η διαδρομή πλέον γίνεται σε πιο ήμερο τοπίο και έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τις μικρές βαθιές λιμνούλες, τους «βρούς», που σχηματίζονται συνήθως στις στροφές (κονδέλες) του ποταμού. Η λέξη «βρός» που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι εδώ, είναι ομηρική και δηλώνει το εύρος (πλάτος), το σημείο εκείνο που κρατά πολλά νερά και έχει μεγάλο βάθος.

Κατά πως γνωρίζουν οι ντόπιοι ψαράδες το βρός είναι καλό μέρος για το ψάρεμα το βράδυ, διότι τότε τα ψάρια βγαίνουν από τις κρυψώνες τους κάτω από τους βράχους, κοντά στο βυθό. Καλό μέρος για ψάρεμα είναι και η «γιάρα», το αυλάκι δηλαδή που ενώνει δυο βρούς, διότι εκεί αρέσει να μετακινούνται τα ψάρια.

Συνεχίζοντας την πορεία μας αντικρίζουμε δεξιά μας τον οικισμό «Λιναράκι» με πολλά ερειπωμένα σπίτια και αρκετούς νερόμυλους.

Αργότερα αριστερά μας υπάρχει άλλος οικισμός, η Καστανούλα. Ανταποδίδουμε τους χαιρετισμούς δυο κατοίκων που μας γνέφουν από σπίτι που ευρίσκεται ψηλά στην άκρη του χωριού προς το μέρος που κινούμαστε. Πόσο αλήθεια αυθόρμητα και απλά λειτουργούμε όλοι μακριά από τα αφύσικα μεγάλα αστικά κέντρα αναλογίζομαι…

Συνεχίσουμε να περπατούμε στην πολύ πλατειά πλέον, χαλικώδη κοίτη του ποταμού που τώρα φιλοξενεί μεταξύ άλλων και πολλά αρωματικά φυτά·ρίγανη, αγριομέντα και φασκόμηλο.

Αριστερά μας εκβάλει το Προυσιώτικο ρέμα και τέλος, μετά από συνολική πορεία 11 ωρών στο ποτάμι, φθάνουμε στη γέφυρα του Διπόταμου, στη συμβολή του Κρικελλοπόταμου με τον Καρπενησιώτικο.

Το ρέμα της Ζεστής Κοιλάδας

Κυρίαρχο χαρακτηριστικό του Εθνικού δρυμού της Πίνδου στον πυρήνα του οποίου ευρίσκεται η περίφημη (Ζεστή Κοιλάδα) αποτελεί η ύπαρξη αμέτρητων ρεμάτων τα οποία τροφοδοτούν ένα άλλο περίφημο για το φυσικό του κάλος Αρκουδόρεμα.

Το χωριό Περιβόλι του Ν. Γρεβενών μπορεί να αποτελέσει την εκκίνηση του επισκέπτη προς την κοιλάδα αυτά που συχνά αποκαλείται (στα βλάχικα) Βάλια Κάλντα. Ο οικισμός αυτός ήταν η γενέτειρα των γονιών του Ρήγα Φεραίου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο Βελεστίνο της Μαγνησίας. Οι δεσμοί μεταξύ του Βελεστίνου και του Περιβολίου είναι ακόμα και σήμερα ισχυροί.

Αφήνοντας πίσω μας χωριό κατευθυνόμαστε νότια σε δασικό δρόμο ατενίζοντας τα απέραντα καταπράσινα Περιβολιότικα λιβάδια. Μπροστά μας διακρίνουμε το πυροφυλάκιο του Αυγού (υψ. 2177 μ.) που αποτελεί και το ψηλότερο σημείου του συμπλέγματος των κορυφών του Λύγκου που αγκαλιάζουν και οριοθετούν την ζεστή κοιλάδα.

Φτάνουμε σε τρίστρατο στην θέση Στάνη Τίζα. Δεξιά ο δρόμος οδηγεί στην Βωβούσα, ο ενδιάμεσος κακής βατότητας σε οροπέδιο όπου υπάρχει μικρή λίμνη (Λάκκος Αυγού). Κατηφορίζοντας ακολουθούμε τον αριστερό δρόμο ο οποίος  μας χαρίζει ατελείωτες εικόνες ομορφιάς. Συνεχή πλατώματα εναλλάσσονται με πυκνές συστάδες οξιάς. Οκτώ χιλιόμετρα αργότερα βρισκόμαστε στα όρια του πυρήνα του Δρυμού της Πίνδου στην θέση Σαλατούρα Σταυρού. Σεβόμενοι την αξία του πλούσιου οικοσυστήματος της περιοχής αν έχουμε έρθει με όχημα το αφήνουμε εδώ και συνεχίζουμε στον δεξιό δρόμο με τα πόδια. Θαυμάζουμε το πλούσιο δάσος μαύρης πεύκης (Ρinus nigra), που με την πλούσια κόμης τους και ύψος που πλησιάζουν τα 40 μ θαρρείς ότι ακουμπούν τον ουρανό. Συνεχίζοντας προς το Αρκουδόρεμα περνάμε από την θέση «Κόκκινα Πεύκα» όπου αποτελεί το νοτιότερο σημείο εξάπλωσης της δασικής πεύκης (Ρinus sylvestris). Στην Ευρώπη  περπατώντας πλέον στην καρδία της Ζεστής Κοιλάδας ατελείωτα νερά τρέχουν από παντού.

Τα ρέματα της Σαλατούρας της Φλέγγας των Μνημάτων και του Αρκουδόλακκου είναι μερικά από αυτά. Μετά από περίπου πέντε και μισό χιλιόμετρα σε δασικό δρόμο πεζοπορούμε σε μονοπάτι έχοντας στα αριστερά μας τα κρυστάλλινα νερά του Αρκουδορέματος. Πέντε λεπτά αργότερα το διασχίζουμε περνώντας αριστερά στην θέση που παλαιότερα υπήρχε ένα ξύλινο γεφυράκι το οποίο καταστράφηκε από την χειμωνιάτικη ορμή  του νερού. Φτάνουμε σε διασταύρωση όπου το αριστερό σκέλος οδηγεί μετά από 3 ώρες περίπου στην πανέμορφη δίδυμη λίμνη Φλέγγα. Εμείς όμως συνεχίζουμε δεξιά διασχίζοντας επανειλημμένως το ποτάμι φτάνοντας σε μια ώρα στους καταρράχτες του. Το τοπίο έχει αγριέψει, ο επίμονος ήχος του ορμητικού νερού μας συνοδεύει εδώ και πολύ ώρα, και σίγουρα κάπου εκεί κοντά οι αρκούδες απομακρύνονται έχοντας αντιληφθεί την παρουσία μας. Πλούσια πανίδα επιβιώνει εδώ. Αγριόγατες ζαρκάδια αγριόγιδα βίδρες  είναι μερικά από τα άγρια ζώα ενώ ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν την παρουσία του  λύγκα. Αλλά και η ποικιλία της χλωρίδα μας αποζημιώνει εδώ. Αγριολούλουδα ορχιδέες κρίνοι κάνουν αισθητή την παρουσία τους αργά την άνοιξη προσφέροντας με τα χρώματά τους την αντίθεση στο κυρίαρχο πράσινο της περιοχής. Το σαρκοβόρο φυτό Pinguicola υπάρχει και εδώ. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Αρκουδόρεμα γίνεται αδιάβατο το χειμώνα·ακόμη και τα μικρά ρυάκια του περνούμε,  μετατρέπονται τότε σε ορμητικούς αδιάβατους χείμαρρους.

Συνεχίζοντας στο μονοπάτι που κινείται παράλληλα με το ποτάμι χρειάζεται να ανεβοκατεβούμε αρκετές φορές αποφεύγοντας τα απότομα σημεία. Μετά από 1.1/2 ώρα περίπου τα διασχίζουμε για τελευταία φορά περνώντας δεξιά και ανηφορίζουμε σε αυχένα.

Κατηφορίζουμε και περνούμε ένα παραπόταμο του Αρκουδορέματος, θαυμάζοντας τον μικρό καταρράκτη μπροστά μας. Συνεχίζουμε ανηφορικά περνώντας μια εύκολη σάρα και μπαίνουμε εκ νέου σε ένα πυκνό δάσος μαύρης πεύκης συναντώντας   μια νέα διασταύρωση. Αριστερά κάτω το μονοπάτι οδηγεί στα Σμιξώματα, το σημείο που το Αρκουδόρεμα σβήνει γλυκά τροφοδοτώντας με τα πεντακάθαρα νερά του  τον Αώο. Συνεχίζουμε αριστερά περνώντας μια σειρά από απότομες σάρες. Κατευθυνόμαστε πλέον δυτικά έχοντας αριστερά μας το πανέμορφο  Δάσος του Μούργκου και ψηλά δεξιά μας την κορυφή Τόκα. Συνεχίζουμε και διακρίνουμε στην απέναντι όχθη του Αώου το καταφύγιο. Σε αυτό το σημείο το μονοπάτι έχει πέσει και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.

Διασχίζουμε 3 ρέματα ακόμα και βγαίνοντας από το δάσος περπατούμε σε  μικρά λιβάδια. Τελειώνοντας την πορεία μας πριν κατευθυνθούμε στο χωριό Βωβούσα θαυμάζουμε το μικρό πέτρινο γεφύρι Λα Πουντίκα (βλάχικη ονομασία) από τον οποίο διέρχεται ο παραπόταμος του Αωού Ασπροπόταμος (Αρούου Άλμπου) , ενώ  μέσα στο χωριό υπάρχει το περίφημο γεφύρι που συνδέει τις δυο  συνοικίες του χωριού. Μονότοξο με 22 μ. μήκος και 11 ύψος το γεφύρι αυτό κατασκευασμένο με πέτρα και ξύλο το 1748 αποτελεί παράδειγμα αρμονικής αισθητικής συνύπαρξης κατασκευής με το φυσικό περιβάλλον.

Στο κατάλυμα του χωριού που ξεκουραζόμαστε αναλογιζόμαστε τις στιγμές  που περάσαμε, ώρες πριν, τις στιγμές που περάσαμε σε τόσα ακόμη ορεινά ποτάμια, ποτάμια που υπάρχουν πολύ πριν εμφανισθεί ο άνθρωπος και που οφείλουμε να διατηρήσουμε παρθένα, ζωντανά και πλημμυρισμένα με την μουσική των φωνών των ζωντανών πλασμάτων που απαντούν εκεί, του θροΐσματος των φύλλων, του καλαρίσματος των πηγών και του βουητού των νερών που διαβαίνουν αδιάκοπα τα στενώματα…