Συν πάσι τοις Αγίοις (μέρος α)

21 Ιουνίου 2011

Πριν από τον ερχομό του Σωτήρα Χριστού στον επίγειό κόσμο μας, εμείς οι άνθρωποι ξέραμε μόνο τον θάνατο και ο θάνατος εμάς. Κάθε τι το ανθρώπινο ήταν διαποτισμένο με το θάνατο, αιχμαλωτισμένο και κατανικημένο απ᾽ αυτόν. Ο θάνατος ήταν πιο κοντά και από τον εαυτό μας και περισσότερο πραγματικός από εμάς τους ίδιους· δυνατότερος, ασυγκρίτως δυνατότερος, από κάθε άνθρωπο χωριστά και από όλους τους ανθρώπους μαζί. Η γη ήταν μία φρικαλέα φυλακή του θανάτου και εμείς ανίσχυροι δέσμιοι και δούλοι του (πρβλ. Εβρ. 2, 14-15). Μόνο με την έλευση του Θεανθρώπου Χριστού «η ζωή εφανερώθη»· φανερώθηκε «η ζωή η αιώνιος» σε εμάς τους απελπισμένους θνητούς, τους άθλιους δούλους του θανάτου (πρβλ. 1 Ιωάνν. 1, 2).

Αυτή τη «ζωήν αιώνιον» «εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών και αι χείρες ημών εψηλάφησαν»· αυτήν εμείς οι χριστιανοί «μαρτυρούμεν καί απαγγέλλομεν» προς όλους (1 Ιωάνν. 1, 1-2). Διότι ζώντες «εν κοινωνία» με το Σωτήρα Χριστό, ζούμε ήδη εδώ στη γη την αιωνία ζωή (πρβλ. 1 Ιωάνν. 1, 3). Από προσωπική μας εμπειρία το γνωρίζουμε: Ο Ιησούς Χριστός είναι «ο αληθινός Θεός καί ζωή αιώνιος». Γι αυτό και ήλθε Αυτός στον κόσμο: για να μας δείξει τον αληθινό Θεό και «εν Αυτώ» την αιωνία ζωή (1 Ιωάνν. 5, 11). Σ’ αυτό και μόνο υπάρχει η αληθινή, η πραγματική φιλανθρωπία: «ότι τον Υιόν αυτού τον Μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι᾽ Αυτού» (1 Ιωάνν. 4, 9) και εν Αυτώ την αιωνία ζωή. Γι᾽ αυτό «ο έχων τον Υιόν έχει την ζωήν· ο μη έχων τον Υιόν του Θεού την ζωήν ουκ έχει» (1 Ιωάνν. 5, 12), αλλά βρίσκεται όλος μέσα στο θάνατο. Η μόνη αληθινή ζωή μας, είναι η ζωή στον μόνο αληθινό Θεό και Κύριον Ιησού Χριστό, επειδή είναι ολοκληρωτικά αιωνία και ισχυρότερη από το θάνατο. Διότι, πως μπορεί να ονομασθεί ζωή εκείνη, που είναι μολυσμένη από τον θάνατο και τελειώνει σ’ αυτόν; Όπως το μέλι, όταν το ανακατέψουμε με το δηλητήριο δεν είναι πλέον μέλι, διότι μεταβάλλεται όλο σε δηλητήριο, έτσι και η ζωή, η οποία τελειώνει με τον θάνατο, δεν είναι πλέον ζωή.

Η φιλανθρωπία του Θεανθρώπου Χριστού δεν έχει όρια και τέλος. Διότι, για να αποκτήσουμε εμείς οι άνθρωποι την αιωνία ζωή, την εν Αυτώ και να τη ζήσουμε, δεν μας ζητείται ούτε μόρφωση, ούτε δόξα, ούτε πλούτος, ούτε τίποτε από εκείνα τα οποία μπορεί κάποιος από μας να μην έχει, αλλ᾽ απαιτείται εκείνο μόνο, το οποίον μπορεί καθένας μας να έχει: η πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό. Για τούτο Αυτός – ο Μόνος Φιλάνθρωπος – ανήγγειλε στο ανθρώπινο γένος το θαυμαστό ευαγγέλιο: «Ούτω ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον Μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ᾽ έχη ζωήν αιώνιον… Ο πιστεύων εις τον Υιόν έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάνν. 3, 16, 36). Από ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, μόνος ο Χριστός, ως μόνος αληθινός Θεός, που δίνει στον άνθρωπο εκείνο που κανένας από τους αγγέλους ή τους ανθρώπους δεν μπορεί να δώσει, Αυτός μόνος είχε την εξουσία και το κύρος να δηλώσει: «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. 6, 47) και «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. 5, 24) ακόμη και σ’ αυτή τη ζωή.

Η πίστη στον Χριστό «ενώνει τον άνθρωπον με τον αιώνιο Κύριο, ο Οποίος κατά το μέτρο της πίστεως του ανθρώπου γεμίζει τη ψυχή του με την αιωνία ζωή και τότε αισθάνεται και κατανοεί τον εαυτόν του ως αιώνιο. Αυτό γίνεται τόσον περισσότερο, όσο ο άνθρωπος ζει κατ᾽ αυτήν την πίστη, η οποία αγιάζει σταδιακά τη ψυχή του, την καρδιά του, τη συνείδησή του, όλη την ύπαρξη του με τις θείες ενέργειες της χάριτος. Ανάλογα προς την πίστη του ανθρώπου αυξάνει και ο αγιασμός της φύσεώς του· καθώς γίνεται αγιότερος ο άνθρωπος, αποκτά όλο και περισσότερο δυνατή, περισσότερο ζωντανή αίσθηση της προσωπικής του αθανασία· αποκτά επίγνωση της δικής του και της αιωνιότητας των πάντων. Πράγματι, η αληθινή ζωή του ανθρώπου αρχίζει με την πίστη του στον Χριστό, η οποία πίστη παραδίδει στον Κύριο όλη τη ψυχή, όλη την καρδιά, όλον τον νουν, όλη τη δύναμή του, – Αυτός δε αγιάζει, μεταμορφώνει και θεώνει όλα αυτά βαθμιαίως. Με αυτό τον αγιασμό, τη μεταμόρφωση και θεώση, διαχέει ο Κύριος στον άνθρωπο τις θείες ενέργειες της χάριτος, οι οποίες του δίνουν την παντοδύναμη αίσθηση και επίγνωση της προσωπικής του αθανασίας και αιωνιότητας. Πραγματικά: Η ζωή μας είναι τόσο ζωή, όσο είναι ζωή εν Χριστώ. Πόσο δε είναι εν τω Χριστώ; Αυτό φανερώνεται από την αγιότητά της· όσον περισσότερο αγία η ζωή, τόσον περισσότερο αθάνατος και αιώνια.

Το αντίθετο προς αυτό συμβαίνει με τον θάνατο. Τι είναι ο θάνατος; Θάνατος είναι η «αποτελεσθείσα» αμαρτία (Ιακ. 1, 15)· η «αποτελεσθείσα» αμαρτία είναι ο χωρισμός από τον Θεό, στον Οποίον και μόνον βρίσκεται η ζωή και η πηγή της ζωής. Ευαγγελική, θεία αλήθεια είναι: Η αγιότητα είναι η ζωή, η αμαρτωλότητα θάνατος· η ευσέβεια είναι ζωή, η ασέβεια θάνατος · η πίστη είναι ζωή, η απιστία θάνατος · ο Θεός είναι ζωή, ο διάβολος είναι θάνατος. Ο θάνατος είναι χωρισμός από τον Θεό, η δε ζωή επιστροφή προς τον Θεό και ζωή εν τω Θεώ. Αυτό ακριβώς είναι η πίστη: η αναζωοποίηση της ψυχής από τη νέκρα, η εκ νεκρών ανάσταση της ψυχής: «νεκρός ην, και ανέζησε» (Λουκ. 15, 24). Αυτήν τήν εκ νεκρών ανάσταση της ψυχής, την έζησε ο άνθρωπος για πρώτη φορά με τον Θεάνθρωπο Χριστό · και τη ζει διαρκώς στην αγίαν Εκκλησία Του, διότι ολόκληρος ο Θεάνθρωπος βρίσκεται σ’ αυτήν, μεταδίδοντας τον Εαυτό του σε όλους τους πιστούς με τα άγια μυστήρια και τις άγιες αρετές. Όπου είναι Αυτός, εκεί πλέον δεν υπάρχει θάνατος, εκεί ο άνθρωπος «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», εκεί ζει ήδη την αιωνία ζωή. Με την ανάσταση του Χριστού εμείς «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άλλης βιοτής τής αιωνίου απαρχήν».

Η αληθινή ζωή στη γη αρχίζει ακριβώς από την ανάσταση του Σωτήρα, διότι είναι ζωή που δεν τελειώνει με τον θάνατο. Χωρίς την ανάσταση του Χριστού η ανθρώπινη ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα αργό ψυχομάχημα, που καταλήγει αναπόφευκτα στον θάνατο. Αλλά αληθινή ζωή είναι εκείνη, η οποία δεν τελειώνει με τον θάνατο. Και μία τέτοια ζωή έγινε δυνατότης πάνω στη γη, μόνον με την ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού. Η ζωή είναι αληθινή ζωή μόνον εν τω Θεώ. Διότι αυτή είναι αγία ζωή και γι’ αυτό αθάνατη ζωή. Όπως μέσα στην αμαρτία βρίσκεται ο θάνατος, έτσι και στην αγιότητα η αθανασία. Μόνον με την πίστη στον Αναστάντα Χριστόν ο άνθρωπος ζει το περισσότερο αποφασιστικό θαύμα της υπάρξεώς του: τη μετάβαση από τον θάνατο στην αθανασία, από το πεπερασμένο στην αιωνιότητα, από τον άδην στον παράδεισο. Μόνον τότε βρίσκει ο άνθρωπος τον εαυτόν του, τον αληθινό, τον αιώνιο εαυτό του: «απολωλώς ην, και ευρέθη», διότι – «νεκρός ην, και ανέζησε» (Λουκ. 15, 24).

Τι είναι οι χριστιανοί; Οι χριστιανοί είναι χριστοφόροι, και επομένως φορείς και κάτοχοι της αιώνιας ζωής· αυτό δε σύμφωνα με το μέτρο της πίστεώς τους και της αγιότητάς τους, η οποία είναι καρπός της πίστεως. Οι άγιοι είναι οι περισσότερο τέλειοι χριστιανοί, διότι έχουν αγιασθεί στον μέγιστο, κατά το δυνατό, βαθμό με την άσκηση της πίστεως στον Αναστάντα και αιωνίως ζώντα Κύριον Ιησούν. Πράγματι, αυτοί είναι οι μοναδικοί και αληθινοί αθάνατοι μέσα στο ανθρώπινο γένος, διότι με όλη την ύπαρξη τους ζουν εν τω Αναστάντι και για τον Αναστάντα Χριστόν, και ο θάνατος δεν έχει εξουσία πάνω τους. Η ζωή τους ολόκληρη είναι από τον Χριστό, και γι᾽ αυτό όλη είναι χριστο-ζωή · η σκέψη τους είναι χριστο-σκέψη· η αίσθησή τους χριστο-αίσθηση. Ό,τι είναι δικόν τους είναι πρώτα του Χριστού και μετά δικόν τους. Αν είναι η ψυχή, αυτή είναι πρώτα του Χριστού και μετά δική τους. Σ’ αυτούς δεν είναι αυτοί, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός Κύριος.

Γι᾽ αυτό οι «Βίοι των Αγίων δεν είναι άλλο, παρά η ζωή του Σωτήρος Χριστού, η επαναλαμβανομένη σε κάθε άγιο, λίγο ή πολύ, κατ’ αυτόν ή εκείνον τον τρόπον. Ή ακριβέστερα, είναι η ζωή του Χριστού παρατεινομένη με τους αγίους· η ζωή του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, του Θεανθρώπου Ιησού, ο Οποίος γι᾽ αυτό και έγινε άνθρωπος, για να μας δώσει και μεταδώσει («παραδώσει») ως άνθρωπος την θεία ζωή Του· για να αγιάσει και απαθανατίσει και αιωνοποιήσει με τη ζωήν Του ως Θεός, τη δική μας ανθρώπινη ζωή στη γη. «Ο τε γαρ αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες» (Εβρ. 2, 11). Όλα αυτά τα έκανε δυνατά και πραγματοποιήσιμα για τον ανθρώπινο κόσμο ο Θεάνθρωπος Χριστός, από τότε που έγινε άνθρωπος και «κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος», δηλαδή έγινε κοινωνός της ανθρώπινης φύσεως μας και έτσι αδελφός των ανθρώπων, αδελφός κατά σάρκα και αίμα (πρβλ. Εβρ. 2, 14, 17). Γενόμενος άνθρωπος αλλά παραμένοντας Θεός, ο Θεάνθρωπος ζούσε την αγία, αναμάρτητη, θεανθρώπινη ζωή στη γη και με τη ζωή, το θάνατο και την ανάστασή Του, κατάργησε το διάβολο και το κράτος του θανάτου. Έτσι έδωσε και δίνει συνεχώς σε όλους όσοι πιστεύουν σ’ Αυτόν τις ενέργειες της χάριτος, για να καταργούν και αυτοί το διάβολο και κάθε θάνατο και κάθε πειρασμό (πρβλ. Εβρ. 2, 14, 15, 18). Αυτή η θεανδρική ζωή υπάρχει όλη στο θεανθρώπινο σώμα του Χριστού – την Εκκλησία – και βιούται συνεχώς απ’ αυτήν, και από το επίγειο –επουράνιο πλήρωμά της και από κάθε μέλος της, σύμφωνα με το μέτρο της πίστεώς τους. Η ζωή των αγίων είναι στην πραγματικότητα αυτή η ζωή του θεανθρώπου Χριστού, η οποία διοχετεύεται στους ακολουθούντας Αυτόν και βιούται από αυτούς μέσα στην Εκκλησία Του. Διότι, ακόμη και το κάθε τι αυτής της ζωής έρχεται πάντοτε από τον Χριστό, επειδή Αυτός είναι η ζωή (Ιω. 14, 6. 1, 4), ζωή άπειρη και ατελεύτητη και αιώνια, που με τη θεία δύναμή της ανασταίνει από κάθε θάνατο και νικά όλους τους θανάτους. Όπως ακριβώς λέγει το παναληθές Ευαγγέλιον του Παναληθούς Κυρίου: «Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή» (Ιω. 11, 35). Ο θαυμαστός Κύριος, ο Οποίος είναι όλος «η ανάστασις και η ζωή», κατοικεί με όλη την ύπαρξή Του, ως θεανθρώπινη πραγματικότητα, στην Εκκλησίαν Του. Γι᾽ αυτό και δεν υπάρχει τέλος στη διάρκεια της πραγματικότητας αυτής. Η ζωή Του συνεχίζεται σ’ όλους τους αιώνες· κάθε χριστιανός είναι «σύσσωμος» Χριστού, ένα σώμα με τον Χριστό (Εφ. 3, 6), και γι᾽ αυτό είναι χριστιανός διότι ζει την θεανθρώπινη ζωή αυτού του σώματος του Χριστού, σαν οργανικό κύτταρό του.

Τι είναι ο χριστιανός; Ο χριστιανός είναι άνθρωπος, ο οποίος ζει διά του Χριστού και εν τω Χριστώ. Γι’ αυτό η θεία εντολή του Ευαγγελίου του Χριστού λέει: «Περιπατείτε αξίως του Κυρίου» (Κολ. 1, 10), ζείτε, δηλαδή, αξίως του Θεού, που σαρκώθηκε και παρέμεινε ως Θεάνθρωπος ολόκληρος στην Εκκλησίαν Του, η οποία δι᾽ Αυτού ζει και υπάρχει αιώνια. Τότε ζει κανείς «αξίως τού Θεού», όταν ζει σύμφωνα με το Ευαγγέλιον του Χριστού. Γι’ αυτό είναι αυτονόητο να υπάρχει και η επόμενη ευαγγελική εντολή: «Αξίως του Ευαγγελίου του Χριστού πολιτεύεσθε» (Φιλ. 1, 27).

Η ζωή σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, η αγία ζωή, η θεία ζωή – αυτή είναι η φυσική και κανονική ζωή για τους χριστιανούς. Διότι οι χριστιανοί σύμφωνα με την κλήση τους είναι άγιοι. Αυτή η καλή αγγελία και εντολή ακούεται μέσα από ολόκληρο το Ευαγγέλιο της Καινής Διαθήκης. Το να αγιασθούμε ολόκληροι, και στη ψυχή και στο σώμα, αυτή είναι η κλήση μας (πρβλ. 1 Θεσ. 5, 22-23). Και αυτό δεν αποτελεί θαύμα, αλλά κανόνα, τον κανόνα της πίστεως, τη φύση και τη λογική της ευαγγελικής πίστεως. Είναι φανερή και σαφής η εντολή του θείου Ευαγγελίου: «Κατά τον καλέσαντα υμάς Άγιον και αυτοί άγιοι εν πάση αναστροφή εγενήθητε» (1 Πετρ. 1, 15). Αυτό δε σημαίνει: Κατά τον Χριστόν = τον Άγιον, ο Οποίος σαρκωθείς και ενανθρωπήσας έδειξε στον Εαυτό Του την απολύτως αγία ζωή, και ως τέτοιος δίδει εντολή στους ανθρώπους: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι» (1 Πετρ. 1, 16). Αυτός έχει το δικαίωμα να δίνει εντολή γι’ αυτά, διότι γενόμενος άνθρωπος, δίνει δι᾽ Εαυτού ως Αγίου, όλες τις θείες δυνάμεις («ενέργειες») στους ανθρώπους τις αναγκαίες «προς ζωήν και ευσέβειαν» σ’ αυτόν τον κόσμον (πρβλ. 2 Πετρ. 2, 3). Και οι χριστιανοί, ενούμενοι πνευματικά και κατά χάριν με τη πίστη με τον Άγιον Κύριον Ιησούν, λαμβάνουν από Αυτόν αυτές τις θείες δυνάμεις για να ζήσουν την αγία ζωή.

Ζώντες εν Χριστώ οι άγιοι κάνουν τα έργα του Χριστού, διότι δι᾽ Αυτού γίνονται όχι μόνο δυνατοί αλλά και παντοδύναμοι: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ» (Φιλ. 4, 13). Κατ᾽ αυτόν τον τρόπο γίνεται πραγματικότητα ο λόγος της Αυτοαληθείας, του Χριστού, ότι οι πιστεύοντες σ’ Αυτόν θα κάνουν τα δικά Του έργα και ακόμη μεγαλύτερα: «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιω. 14, 12). Και πράγματι η σκιά του Απ. Πέτρου θεραπεύει τους αρρώστους· ο άγιος Μάρκος ο Αθηναίος με το λόγον του μετακινεί το όρος και πάλιν το σταματά… Όταν ο Θεός έγινε άνθρωπος, τότε η Θεία Ζωή έγινε και του ανθρώπου ζωή· η Θεία Δύναμη έγινε και δύναμη του ανθρώπου· η Θεία Αλήθεια και του ανθρώπου αλήθεια και η Θεία Δικαιοσύνη και του ανθρώπου δικαιοσύνη· όλα όσα είναι του Θεού, έγιναν και του ανθρώπου.

Τί είναι «Πράξεις των αγίων Αποστόλων»;

Είναι τα έργα του Χριστού, τα οποία κάνουν οι άγιοι Απόστολοι με τη δύναμη του Χριστού, ή μάλλον τα κάνουν διά του Χριστού, ο Οποίος ζει μέσα τους και ενεργεί δι᾽ αυτών.

Και η ζωή των αγίων Αποστόλων τί είναι;

Η βίωση της ζωής του Χριστού, που ζωή μεταδίδεται μέσα στην Εκκλησίαν, σ’ όλους τους πιστούς ακολούθους Του και συνεχίζεται πάντοτε δι᾽ αυτών μέσω των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών.

Οι δε «Βίοι των Αγίων» τί είναι; Τίποτε άλλο παρά ένα είδος συνεχίσεως των «Πράξεων των Αποστόλων». Μέσα σ’ αυτούς τους «Βίους» συναντά κανείς τό ίδιον Ευαγγέλιο, την ιδία ζωή, την ίδια αλήθεια, την ίδια δικαιοσύνη, την ίδια αγάπη, την ίδια πίστη, την ίδια αιωνιότητα, την ίδια «δύναμιν εξ ύψους», τον ίδιον Θεόν και Κύριον. Διότι «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. 13, 8 ): ο ίδιος για όλους τους ανθρώπους όλων των αιώνων, διαμοιράζοντας τα ίδια χαρίσματα και τις ίδιες θείες ενέργειες σ’ όλους τους πιστεύοντες σ’ Αυτόν. Αυτή η συνέχιση όλων των θείων δυνάμεων και ζωοποιών ενεργειών, που παραμένουν και παρατείνονται στην Εκκλησία του Χριστού διά μέσου των αιώνων και από γενιά σε γενιά, αποτελεί ακριβώς τη ζωντανή Ιερά Παράδοση. Η αγία αυτή Παράδοση συνεχίζεται αδιάκοπα ως ζωή χαρισματική σε όλους τους χριστιανούς, μέσα στους οποίους με τα άγια μυστήρια και τις άγιε αρετές ζει με τη χάρη Του ο ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος είναι όλος παρών στην Εκκλησία Του, ούτως ώστε να είναι αυτή το πλήρωμά Του. «Το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου (Εφ. 1, 23). Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι το υπερτέλειο πλήρωμα της Θεότητος: «ότι εν Αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9). Οι δε χριστιανοί πρέπει, με τα άγια μυστήρια και τις άγιες αρετές, να γεμίσουν, να πληρωθούν «εις παν το πλήρωμα του Θεού» (Εφ. 3, 19). Οι «Βίοι των Αγίων» εμφανίζουν ακριβώς αυτά τα πρόσωπα, τα πεπληρωμένα, τα γεμάτα, διά Χριστού του Θεού, πρόσωπα χριστοφόρα, άγια, στα οποία διαφυλάσσεται και με τα οποία μεταδίδεται η αγία παράδοση αυτής της χαριτωμένης ζωής. Διαφυλάσσεται και μεταδίδεται με την ευαγγελική πολιτεία τους. Διότι οι βίοι των αγίων δεν είναι τίποτε άλλο, παρά οι ευαγγελικές θείες αλήθειες που μεταφέρθηκαν στην ανθρώπινη ζωή μας με τη χάρη και τις ασκήσεις. Δεν υπάρχει ευαγγελική αλήθεια, που να μη μπορεί να μεταβληθεί σε ζωή. Όλες αυτές οι αλήθειες δόθηκαν από τον Χριστό για ένα σκοπό: για να γίνουν ζωή μας, πραγματικότητα μας, κτήμα δικό μας, χαρά μας. Και όλοι οι άγιοι ζουν αυτές τις θείες αλήθειες σαν το κέντρο της ζωής τους και σαν την ουσία της ὐπαρξης τους. Ακριβώς, γι᾽ αυτό «οι Βίοι των Αγίων» αποτελούν απόδειξη και μαρτυρία ότι η καταγωγή μας είναι από τον ουρανό · ότι εμείς δεν είμαστε από αυτόν τον κόσμο, αλλά από τον άλλο· ότι ο άνθρωπος είναι αληθινός άνθρωπος μόνον εν τω Θεώ · ότι ζούμε στη γη διά του ουρανού· ότι «ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. 3, 20) και ότι ο σκοπός μας είναι να ουρανώσομε τον εαυτό μας, τρεφόμενοι με τον «ουράνιον άρτον», που κατέβηκε από τον ουρανό στη γη (πρβλ. Ιω. 6, 33, 35, 51). Ο ουράνιος αυτός άρτος κατέβηκε στη γη για να μας τρέφει με την αιώνια Θεία Αλήθεια, με την αιώνια Θεία αγαθότητα, την αιώνια Θεία Δικαιοσύνη, την αιώνια Θεία Αγάπη, την αιώνια Θεία Ζωή, – με τη Θεία Ευχαριστία, με τη ζωή μας στο μόνο αληθινό Θεό και Κύριο Ιησού Χριστό (πρβλ. Ιω. 6, 50-51, 53-57). Με άλλα λόγια, η κλήση μας είναι: να γεμίσουμε με τον Θεάνθρωπο Χριστό, με τις θείες και ζωοποιές ενέργειες Του, να φθάσουμε στην ενχρίστωση και χριστοποίησή μας. Αν εργάζεσαι γι᾽ αυτό, τότε βρίσκεσαι ήδη στον ουρανό, παρ᾽ όλον ότι περπατάς στη γη· είσαι ήδη όλος μέσα στον Θεό, άνκαι η ύπαρξή σου παραμένει στα όρια της ανθρώπινης φύσεως. Ο άνθρωπος χριστοποιούμενος ξεπερνά τον εαυτόν του ως άνθρωπον, τον ξεπερνά με τη βοήθεια του Θεού, με τη βοήθεια του Θεανθρώπου, στον Οποίον δόθηκε ο τέλειος τύπος του αληθινού, του πλήρους, του θεοειδούς πραγματικά ανθρώπου. Σ’ Αυτόν ακόμη δόθηκαν παντοδύναμες θείες ενέργειες με τις οποίες ανυψώνεται ο άνθρωπος πάνω από κάθε αμαρτία, κάθε θάνατο, κάθε κόλαση· και αυτό, μόνο μέσα στην Εκκλησία και με την Εκκλησία, της οποίας «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν» (Ματθ. 16, 18), διότι μέσα σ’ αυτή ζει όλος ο θαυμαστός Θεάνθρωπος Κύριος με όλες Του τις θείες δυνάμεις, τις ενέργειες, τις αλήθειες, τις πραγματικότητες, τις τελειότητες, τις ζωές και τις αιωνιότητες.

Συνέχεια στο μέρος β

πηγή: Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Ο Πρόλογος και ο Επίλογος στους «Βίους των Αγίων»