Το Άγιον Όρος και η υπαρκτική μας συνέχεια (μέρος α)

17 Ιουνίου 2011

…«Κάθε φορά, που με αξιώνει ο Θεός να προσκυνήσω τον αγιορείτικο χώρο, φεύγω με ανανεωμένη τη βεβαιότητα, ότι το Άγιον Όρος, ως καρδιά και παλμός σύνολης της σημερινής Ορθοδοξίας, είναι «Salus Graeciae». Γιατί με το συνεχιζόμενο τρόπο ζωής του αποτελεί τον φυσικό φραγμό σε κάθε αλλοίωση, απ’ όπου και αν προέρχεται, καιμε την αδιάκοπη πατερική πρακτική του προσφέρει το πρότυπο του υπαρκτικού πλαισίου, που μπορεί να διαμορφώσει τον άνθρωπο εκείνο, που θα συναρμόζει στο κοινωνικό χώρο την επιστήμη, την τεχνολογία καιτην οικονομία —τιςαπόλυτες αξίες της εποχής μας—μέσα στην προοπτική της θεώσεως».

Αυτήτη διαπίστωση, θεμελιωμένη τόσο στην προσωπική βεβαιότητα, όσο και στην ίδια την ιστορική συνέχεια του Αγίου Όρους, θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω. Βέβαια, σπεύδω να παρατηρήσω, ότι το να ομιλεί ένας «εμπεπλεγμένος ταις του βίου πραγματείαις» (Β’ Τιμ. 2,4) για το Άγιον Όρος και τη ζωή του, δεν είναι απλώς δύσκολο, αλλ’ αυτόχρημα θρασύ. Διότι, πώς είναι δυνατά άνθρωπος αμαρτωλός, μεακάθαρτη καρδιά και ακαθαρτοτέρα ακόμη γλώσσα, να ομιλήσει για ένα Τόπο, «ου έστησαν —και ίστανται— οιπόδες Κυρίου» και ο οποίος, ως «περιβόλι» της Παναγίας καιΚυρίας Θεοτόκου, αγιάζοντας τους ειςαυτό διαβιούντας, αναδεικνύει αδιακόπως πνευματοφόρους θεωμένους; Συγχωρήσατέ μου το τόλμημα, και δείξτε κατανόηση για όσα δεν θα μπορέσω να διακρίνω με τους άγευστους της θείας αλλοιώσεως σαρκικούς οφθαλμούς μου.

1. Η Ορθοδοξία κοινωνία σωτηρίας

Ορθοδοξία, ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι, σημαίνει θεοκοινωνία και ανθρωποκοινωνία, θεανδρική πραγματικότητα. Είναι ο σταυρικός θεοπαράδοτος τρόπος υπάρξεως, ως κοινωνία Θεού και ανθρώπων εν Χριστώ και των ανθρώπων μεταξύ τους, ως αδελφών και μελών του ιδίου Κυριακού Σώματος. Η σωτηρία των πιστών επιτυγχάνεται, έτσι, όχι μεμονωμένα και αυτόνομα (ατομικά), αλλά μέσα σε συγκεκριμένο πνευματικό και υπαρκτικό (κοινωνικό) πλαίσιο, την ενωμένη ασύγχυτα και αδιαίρετα με τη Θεία φύση Ανθρωπότητα του Ιησού Χριστού. Είναι γνωστή η αρχαία ρήση: Unus Christianus nullus Christianus.Η Εκκλησία έχει τον δικό της τρόπο υπάρξεως, που τη διαφοροποιεί ριζικά από κάθε εγκόσμια συσσωμάτωση – κοινωνία.

Σκοπός της παρουσίας στον κόσμο της εκκλησιαστικής κοινωνίας είναι ι «ολοτελής» (Α’ Θεσσ. 5,23) ένταξη κάθε άνθρωπου στο Σώμα του Χριστού για την εν Αγίω Πνεύματι θεανθρωποποίηση του ανθρώπου με την «μόρφωσιν του Χριστού εν αυτώ» (Γαλ. 4,19). Ο άνθρωπος της ορθοδόξου παραδόσεως μόνο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το οριζόμενο από τις παραμέτρους του «εν Χριστώ ζην», είναι δυνατό να διαμορφωθεί και τελειωθεί. Γιατί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ζωής η προσωπική ευθύνη και προσπάθεια του πιστού εναρμονίζεται και αλληλοπεριχωρείται με την ενδυναμούσα την ανθρώπινη θέληση και πολλαπλασιάζουσα τις ανθρώπινες δυνατότητες Θεία και Σωστική Χάρη. Έξω από την κοινωνία του εκκλησιαστικού σώματος δεν μπορεί να υπάρξει το φυσικό κλίμα, που καθιστά δυνατή την πραγματική αποδοχή του όλου Χριστού, στην καθολικότητα και πληρότητά του, και συνεπώς τη σωτηρία. Γιατί η εν Χριστώ αναγέννηση και τελείωση απαιτεί την εν-Χρίστωση της ζωής σε κάθε διάστασή της, για να γίνει η ζωή μας Ζωή Χριστού – Χριστοζωή. Αυτό σημαίνει ο αποστολικός εκείνος λόγος: «Είτε εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» (Α’ Κορ. 10,31).

Δεν είναι, συνεπώς, δυνατό να τρέφεται πνευματικά ο χριστιανός από τον Χριστό (π.χ. στη πίστη και τη λατρευτική ζωή του), κοινωνικά όμως να περιμένει «σωτηρία» από τις δυνάμεις του κόσμου, ταυτιζόμενος μάλιστα πολλές φορές μαζί τους. Θα επαναλάβουμε δε και εδώ, ότι η μεγαλύτερη τραγικότητα της νεοελληνικής κοινωνίας συνίσταται στο πέρασμα της «πίστεως» μέσα από κομματικά φίλτρα, ώστε να μπορεί να λέγεται και για μας ό,τι διεκήρυτταν οι Βενετοί στα χρόνια της παντοκρατορίας τους: «Primo Veneziani, e poi christiani»(πρώτα Βενετοί και μετά χριστιανοί). Σ’ αντίθεση μ’ αυτή την εκκοσμικευμένη αντίληψη για το Χριστιανισμό, ο Χριστός απαιτεί όλη τη ζωή μας. «Εαυτούς και αλλήλους και π ά σ α ν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».

2. Ο Μοναχισμός κιβωτός του ορθοδόξου τρόπου υπάρξεως

Ο Μοναχισμός, ως μυστικός έρωτας του ανθρώπου για τον Θεό, ανήκει στη φύση κάθε ψυχής. Η ψυχή μας έχει πλασθεί χριστιανική και «χριστοκεντρική», όπως παρατηρεί ο π. Αθανάσιος Γιέφτιτς. Ο Μοναχισμός είναι η εκ βαθέων κραυγή του ανθρώπου προς το Άκτιστο. Είναι η έφεση και αγώνας για γνώση – ένωση με τον «άγνωστο» και «απρόσιτο» Θεό. Ο Χριστιανισμός, ως είσοδος του ίδιου του Ακτίοτου στο κτιστό καιπαρουσία του Υπερχρόνου μέσα στο χρόνο και τηνιστορία, παρέχει αυτή τη δυνατότητα προοεγγίσεως του υπέρ πάσαν αίσθηση και γνώσιν και ενώσεως μαζί Του, στο πρόσωπο του συγκαταβάντος και ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου, Κυρίου δεημών Ιησού Χριστού. Έτσι ο Χριστός γίνεται ο μαγνήτης της ανθρώπινής καρδίας και ο απόλυτος σκοπός της ανθρώπινης υπάρξεως.

Στη ζωή της Εκκλησίας εισέρχεται κανείς, ακριβώς για να ενωθεί μετον Χριστό, να θεωθεί. Αυτόςήταν ο απόλυτος σκοπός των πρώτων Ενοριών – Κοινοτήτων ήδη αμέσωςμετά την Πεντηκοστή. Καιαυτό τον αμετακίνητο στόχο έχει η Εκκλησία σ’ όλους τους αιώνες, όπως μαρτυρείται στη καθημερινή λατρεία της από τα λειτουργικά βιβλία, που διαμορφώνουν και συντηρούν το πατερικά φρόνημα των πιστών της. Ζωή στην Ενορία σημαίνει, έτσι, μύηση στον αγιοπνευματικό τρόπο ζωής με τη βοήθεια του Γέροντος – Πνευματικού, για το άνοιγμα της καρδιάς στην Άκτιστη Θεία Χάρη. Σ’ αυτήτη διαδικασία αποφασιστική είναι η συμβολή του Πνευματικού – Γέροντα, ο οποίος στην Ενορία ταυτίζεται με τον «εφημέριο» – λειτουργό της. Αυτός είναι ο «πνευματικός Πατέρας» κατά τον Απόστολο Παύλο,που οδηγείστην αναγέννηση «εν Χριστώ Ιησού» και «διά του Ευαγγελίου». Ουσιαστικά στοιχεία αυτού του τρόπου υπάρξεως είναι η πνευματικότητα και η κοινή ζωή (πρβλ. «ην αυτοίς πάντα κοινά», Πράξ. 4,32), Πρόκειται δηλ. για αγιασμό όλου του βίου, σε κάθε διάσταση του. Ζωή Χριστού γίνεται σύνολη η ζωή.

Οι Απόστολοι οργάνωσαν την Εκκλησία, πνευματικά και κοινωνικά, σύμφωνο με τη θέληση του ιδρυτού της. Η πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων εμφανίσθηκε σε περιβάλλον ιουδαϊκό και ειδωλολατρικό. Σε μια κοινωνία, που κατευθυνόταν και προσδιοριζόταν από νόμους και κανόνες ζωής —από «συστήματα»— που έφτιαξε ο χωρίς Θεό άνθρωπος. Η Εκκλησία όμως δεν ταυτίσθηκε με αυτά,αλλά ακολούθησε το δικό της τρόπο ζωής, τον δικό της τρόπο υπάρξεως στον κόσμο, που περιγράφεται σαφέστατα στις Πράξεις των Αποστόλων και μετά την αποστολική εποχή σε άλλα κείμενα, όπως η «Διδαχή», η «Προς Διόγνητον Επιστολή» κ.α. Ο Διάκονος Στέφανος κατηγορήθηκε, ότι αυτή η νέα κοινωνική ζωή και δομή της Εκκλησίας προσπαθούσε να μεταδώσει στους ομοφύλους του. Η κατηγορία ήταν, πως ήθελε να αλλάζει «τα ήθη» τους (τον τρόπο κοινωνικής ζωής), που, όπως ισχυρίζονταν, τους είχε δώσει ο Μωϋσής.

Η βαθμιαία εκκοσμίκευση μεγάλου μέρους της χριστιανικής κοινωνίας, λόγω των περιπετειών της (π.χ. διωγμοί, αιρέσεις κ.λπ.), διέσπασε αυτή την ατμόσφαιρα και δημιούργησε ποικίλα εμπόδια στην πνευματική ζωή και αύξηση των πιστών. Άμεσο αισθητό αποτέλεσμα ήταν ο περιορισμός των χαρισμάτων —όχι βέβαια λόγω μη αναγκαιότητάς τους, αλλά λόγω απουσίας των εσωτερικών προϋποθέσεων για την απόκτησή τους (κάθαρση της καρδιάς κοντά στον αγιοπνευματικά φωτισμένο Πνευματικό Πατέρα). Ήδη στα τέλη του γ΄ αιώνα εμφανίζονται ομαδικές τάσεις φυγής από τον κόσμο (τιςεν κόσμω κοινωνίες), όπως συνέβαινε άλλωστε και στην Π. Διαθήκη. Έτσι αρχίζει να «πολίζεται» η έρημος, να μεταβάλλεται με την αθρόαπροσέλευση χριστιανών σε πόλη – αντίπολη. Το κοινόβιο της Ενορίας, ως ζωή αδελφοσύνης και αγάπης, δηλαδή ως αδελφότητα, μεταφέρεται στην «έρημο» και γίνεται πόλη της ερήμου και όχι μια απλή θρησκευτική κοινωνία. Αυτή ή«καινή» πόλη είναι ηΜονή. Μια ολόκληρη και καθολική κοινωνία είναι το Μοναστήρι. Κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ «ημονή δεν είναι κοινωνία απλώς θρησκευτική, αλλά μάλλον πλήρης κοινότης, η οποία διεκδικεί και οργανώνει ολόκληρητη ζωή των μελών της». Έτσι απέφευγαν αυτοί οι χριστιανοί τη δική μας τραγικότητα να υπάρχουμε σε «δύο βασίλεια», στο «βασίλειο του Καίσαρος» και στο «Βασίλειο του Χριστού». Ο Μοναχισμός δεν πηγάζει από την άρνηση της ζωής ή του κόσμου, αλλά από την άρνηση της αμαρτίας και την κατάφαση της όντως ζωής, της Χριστοζωής. Ο Μοναχισμός είναι η πεμτουσία;του Χριστιανισμού, πληρέστερη και συνεπέστερη αυτοέκφρασή του.

Συνεπώς, το Μοναστήρι αναδείχθηκε σε κιβωτό σωτηρίας της εν Χριστώ ζωής, της παραδόσεως, ως συνέχειας της ζωής της Εκκλησίας. Δεν ήταν επανάσταση εναντίον της Εκκλησίας ή της Ιεραρχίας της, γιατί αναπτύχθηκε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, ως Εκκλησία της Εκκλησίας, διασώζοντας την καθαρότητα και γνησιότητα της εκκλησιαστικής ζωής. Κατά τον π. Θεόκλητο Διονυσιάτη ο Μοναχισμός «είναι αυτή η Εκκλησία, επιδιώκων με συνέπειαν τους σκοπούς αυτής, οίτινες συνίστανται εις την επικράτησιν του Ευαγγελίου εν τω κόσμω και την σωτηρίαν της ψυχής… Η θεία βιοτή των Μοναχών, ούσα απαύγασμα της κατά κυριολεξίαν εν Χριστώ ζωής και μόρφωμα συνεπούς οικειώοεως της περί τελειότητος χριστιανικής διδασκαλίας, εδημιούργησε και προέβαλε τα στοιχεία εκείνα, άτινα συγκροτούν ό,τι σήμερον καλούμεν ορθόδοξον πνευματικότητα, η οποία αφίκετο άχρις ημών ως πατερική παράδοσις».

πηγή: π. Γεωργίου Μεταληνού, Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Η Εκκλησία μέσα στον κόσμο», σ. 224-231, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος