Μετάβαση στον Χριστιανισμό: Η Τέχνη στην Ύστερη Αρχαιότητα, 3ος-7ος αιώνας μ.Χ.

19 Δεκεμβρίου 2011

Mέχρι τις 14 Μαΐου 2012, θα διαρκέσει η έκθεση Μετάβαση στον Χριστιανισμό: Η Τέχνη στην Ύστερη Αρχαιότητα, 3ος-7ος αιώνας μ.Χ., του Θυγατρικού Ιδρύματος Ωνάση, που φιλοξενείται στο Ωνάσειο Μορφωτικό Κέντρο, στο Μανχάταν. Η έκθεση Μετάβαση προς τον Χριστιανισμό αποκαλύπτει μια περίοδο αξιοσημείωτης και μάλλον απρόσμενης δημιουργικότητας στον ελληνικό κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας.

 Η έκθεση  συγκεντρώνει 170 περίπου εξαιρετικά αντικείμενα που προέρχονται από μουσεία της Ελλάδας, της Κύπρου και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται  σημαντικά έργα τέχνης που δεν έχουν ταξιδέψει ποτέ πέρα από τα ελληνικά σύνορα καθώς και πρόσφατα ανασκαφικά ευρήματα και εκτίθενται για πρώτη φορά παγκοσμίως.  Τα μοναδικά αυτά εκθέματα, κατασκευασμένα από πολλά διαφορετικά υλικά, παρουσιάζουν έμμεσα ποικίλες πτυχές του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Πρόκειται για ψηφιδωτά, εικόνες, γλυπτά, αρχιτεκτονικά μέλη, επιγραφές, νομίσματα, λειτουργικά σκεύη, κοσμήματα και αντικείμενα οικιακής χρήσης. Τα εκθέματα στο σύνολό τους αποκαλύπτουν το μέγεθος της δημιουργικότητας της Ύστερης Αρχαιότητας η οποία με τη σειρά της αποτυπώνει τη σταδιακή μετάβαση σε  μια νέα κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική πραγματικότητα. 

Την έκθεση διοργανώνουν από κοινού το Θυγατρικό Κοινωφελές Ίδρυμα Ωνάση (ΗΠΑ) και το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο με την ακαδημαϊκή υποστήριξη μιας συμβουλευτικής επιτροπής από το Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πρίνστον. Την έκθεση επιμελήθηκαν η Δρ Ευγενία Χαλκιά, διευθύντρια του Βυζαντινού Μουσείου και η Δρ Αναστασία Λαζαρίδου, αναπληρώτρια διευθύντρια με τη συνεργασία μιας ομάδας ειδικών επιστημόνων του Μουσείου. Η επιστημονική συμβουλευτική επιτροπή του Πανεπιστημίου Πρίνστον αποτελείται από τους Peter Brown, Επίτιμο Καθηγητή Ιστορίας, Slobodan Ćurčić, Επίτιμο Καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης και Αρχαιολογίας και επικεφαλής συμβούλου-επιμελητή, και Δημήτρη Γόντικα, Διευθυντή του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών.

 Σύμφωνα με τον Peter Brown, Η Μετάβαση προς τον Χριστιανισμό αντικατοπτρίζει την αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο, τις τελευταίες δεκαετίες,  οι ειδικοί επιστήμονες αντιλαμβάνονται, τους πρώτους χρόνους παρακμής της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: «Υπήρχε ζωή και μετά τον 3ο αιώνα, και αυτή η ζωή ονομάστηκε Ύστερη Αρχαιότητα». Ο Peter Brown αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτή η έκθεση είναι αφιερωμένη, κατά κύριο λόγο, στην ανάδειξη της παράξενης και πολυποίκιλης ζωής μιας εποχής που κάποτε είχε βυθιστεί στο σκοτάδι, μιας εποχής θανάτου και σκότους…  Εδώ υπάρχει μια διαφορετική ιστορία, κάτω από έναν διαφορετικό, πιο ειρηνικό, ανατολικό ουρανό: η εκκόλαψη ενός Βυζαντινού πολιτισμού που θα διαρκούσε για περισσότερο από μία χιλιετία  σε μια ολόκληρη οικουμένη που διοικείτο ακόμη από την Κωνσταντινούπολη, από Ρωμαίους Αυτοκράτορες… Πρόκειται για την τελευταία και πιο εξωστρεφή από τις σημαντικές εποχές της αρχαιότητας… Η έκθεση μπορεί να μας μεταφέρει μόνο αποσπασματικά τη σπουδαία αυτή ιστορία… Αυτά τα δραματικά κομμάτια μιας εποχής από καιρό χαμένης, μας μιλούν απευθείας για το πώς ήταν να ζεις εν μέσω μιας τεράστιας αλλαγής».

Η Μετάβαση προς τον Χριστιανισμό εξιστορείται σε επτά θεματικές ενότητες:

Η πρώτη ενότητα, Το Τέλος της Αρχαιότητας; Πολιτισμικές και Θρησκευτικές Αλληλεπιδράσεις, μαρτυρεί την επιβίωση αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών μορφών λατρείας κατά τον 3ο και 4ο αιώνα και παράλληλα την εξάπλωση του Χριστιανισμού στο πλαίσιο του συγκεκριμένου πολιτισμικού περιβάλλοντος. Αγάλματα προερχόμενα από χώρους λατρείας επιβεβαιώνουν την επιβίωση του παγανισμού ακόμη και στα μέσα του 6ου αιώνα στους κύκλους των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, την ίδια ώρα που ο Χριστιανισμός προσάρμοζε και αφομοίωνε παλαιότερα θεματικά και μορφολογικά πρότυπα  όπως παραδείγματος χάριν, οι απόστολοι που αποδόθηκαν  στον τύπο των φιλοσόφων.       

Η δεύτερη ενότητα, Η Ανάδυση του Χριστιανισμού: Από την Αναγνώριση στην Εξουσία, εξετάζει τον αντίκτυπο που είχε αφενός η ένταξη του Χριστιανισμού ανάμεσα στις αναγνωρισμένες θρησκείες του κράτους από τον αυτοκράτορα Μεγάλο Κωνσταντίνο και αφετέρου η ανέγερση μεγαλοπρεπών ναών στα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας. Οι παραστάσεις και τα πρόσωπα που εικονίζονται στα νομίσματα της εποχής μαρτυρούν πως η χριστιανική εικονογραφία εντάχθηκε στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής ιδεολογίας.

Η τρίτη ενότητα, Αστική Πραγματικότητα, επικεντρώνεται στις σταδιακές αλλαγές που συντελέσθηκαν στη ζωή των πόλεων καθώς προχωρούσε η διαδικασία του εκχριστιανισμού στα μεγάλα κέντρα του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Αρχιτεκτονικές επιγραφές μαρτυρούν την συμμετοχή στο δημόσιο βίο των επισκόπων, οι οποίοι μετείχαν της κλασικής παιδείας και συχνά προέρχονταν από τα υψηλά κοινωνικά στρώματα. Υπατικά δίπτυχα από ελεφαντοστούν δήλωναν την ανάρρηση προσώπων σε αξιώματα και συγχρόνως καλούσαν τους επιφανείς πολίτες στον Ιππόδρομο για αγωνίσματα που διοργανώνονταν από τον νεοδιορισμένο αξιωματούχο. Περίτεχνα αρχιτεκτονικά μέλη, ψηφιδωτά και πορτρέτα αντικατοπτρίζουν την ύπαρξη μιας νέας κοινωνικής τάξης αξιωματούχων και πολιτών. Τα αναρίθμητα νομίσματα και ο περίφημος «θησαυρός»  από την Κράτηγο της Μυτιλήνης μαρτυρούν όχι μόνο τον πλούτο των πόλεων αλλά και την συνεχή απειλή εισβολών και λεηλασιών  κατά την διάρκεια της όψιμης μετάβασης (τέλη 6ου-7ος αι.).

Η τέταρτη ενότητα, Καθημερινή Ζωή, παρουσιάζει αντικείμενα που σχετίζονται με τα αγωνίσματα του Ιπποδρόμου, που αντικατέστησαν τους αθλητικούς αγώνες της Αρχαιότητας, γαμήλια δακτυλίδια, στα οποία διαφαίνεται ο σταδιακός εκχριστιανισμός του θεσμού του γάμου, και στολίδια που μαρτυρούν ότι η επιθυμία για το ωραίο εξακολούθησε να υπάρχει και σε αυτή την εποχή. Μία σειρά από φυλαχτά και αποτροπαϊκά αντικείμενα με μαγικά σύμβολα που αποβλέπουν στην  απομάκρυνση των πονηρών πνευμάτων και την προστασία από το κακό μάτι και τους δαίμονες, μαρτυρεί την επιβίωση παλαιότερων, παγανιστικών κατά κανόνα, λαϊκών δοξασιών και τη συνύπαρξή τους με τα νέα χριστιανικά δεδομένα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το σύμβολο του σταυρού ή η εικόνα του προστάτη αγίου επικρατούσε όλο και περισσότερο ως αντικείμενο προσωπικής προστασίας.

Από τη στιγμή που κυκλοφόρησε το διάταγμα των Μεδιολάνων, το οποίο εξασφάλιζε την ανεξιθρησκεία βάζοντας τέλος στους διωγμούς των Χριστιανών, εκκλησίες χτίζονταν σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Στην πέμπτη ενότητα Πρώιμη Χριστιανική Λατρεία, αρχιτεκτονικά μέλη και εκκλησιαστικά αντικείμενα φανερώνουν την προσαρμογή των παλαιών μορφών λατρείας στις νέες θρησκευτικές ανάγκες. Μαζί με τους παλαιότερους αρχιτεκτονικούς τύπους που τέθηκαν στην υπηρεσία της νέας θρησκείας, όπως η βασιλική (εξέλιξη του ομώνυμου ρωμαϊκού κοσμικού κτηρίου) και η βασιλική μετά τρούλου (μετεξέλιξη των υστερο- ρωμαϊκών μαυσωλείων), τα αντικείμενα που εκτίθενται φανερώνουν στο σύνολό τους τη διαδικασία της μεταλλαγής, την πραγματοποίηση της μετάβασης. 

 

Τμήμα φορητής εγκαυστικής εικόνας του Χριστού, 6ος-7ος αιώνας. Από την Αίγυπτο. Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα

 Η έκτη ενότητα, Θάνατος-Νέα Ζωή, παρουσιάζει τη βαθιά εσωτερική αλλαγή που επέφερε ο Χριστιανισμός όταν οι άνθρωποι άρχισαν να θεωρούν τον επί της γης θάνατο ως αρχή της αιώνιας ζωής στον ουρανό. Τα εκθέματα της συγκεκριμένης ενότητας σχετίζονται αφενός με τις ταφικές συνήθειες της εποχής  κι αφετέρου με τους μάρτυρες, τους αγίους και τις θαυματουργικές ικανότητες που τους αποδίδονταν μετά τον θάνατό τους. Φιαλίδια, λειψανοθήκες και ψηφιδωτά απεικονίζουν τη διάδοση της λατρείας των αγίων, ενώ «ευλογίες» και παντός είδους (κοσμήματα και μικρά σκεύη) που προέρχονται από τους διάφορους τόπους προσκυνήματος των χριστιανών προβάλλουν το φαινόμενο της επίσκεψης προσκυνητών στα ιερά των μαρτύρων.

 

Τέλος, η ενότητα με τίτλο Η Γένεση της Χριστιανικής Τέχνης εξετάζει την τέχνη της Ύστερης Αρχαιότητας η οποία ανιχνεύεται κατά κύριο λόγο στα ταφικά συγκροτήματα των πρώιμων χριστιανικών χρόνων. Μαζί με τα σύμβολα, τα οποία είχαν ιδιαίτερη σημασία για τη νέα θρησκεία, το Χριστόγραμμα, τον ιχθύ, τον σταυρό, χρησιμοποιήθηκαν από τους χριστιανούς και άλλα θέματα από την ελληνορωμαϊκή τέχνη με νέο όμως περιεχόμενο.

 

Η χριστιανική τέχνη δανείστηκε μορφές και τεχνικές από την αρχαία τέχνη. Η τελευταία ενότητα εξετάζει το πώς συγκεκριμένοι εικαστικοί τρόποι της αρχαιότητας αφομοιώθηκαν από την τέχνη των χριστιανών. Μία από τις πλέον διαδεδομένες μορφές τέχνης του ειδωλολατρικού κόσμου, η προσωπογραφία (το πορτρέτο), αντικαταστάθηκε σταδιακά από τη δισδιάστατη χριστιανική εικόνα, η οποία απέδιδε μεταξύ άλλων τον Χριστό,  τους αποστόλους, τους μάρτυρες και τους αγίους. Η χριστιανική εικόνα συνδέθηκε όχι μόνο με τη λατρεία του προσώπου αλλά, σταδιακά, με τις θαυματουργές δυνάμεις που το εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο μπορούσε να διοχετεύει μέσω της αναπαράστασής του. Η έκθεση κλείνει με τρία από τα εννέα σπουδαία πινάκια του Δαυίδ που προέρχονται από τον περίφημο «θησαυρό» της Λάμπουσας στην Κύπρο. Η εικονογραφία και η τεχνοτροπία των πινακίων αναδεικνύουν σαφώς την επιβίωση της ελληνορωμαϊκής τέχνης, στο περιβάλλον του χριστιανού αυτοκράτορα ο οποίος σύμφωνα με τη χριστιανική ιδεολογία, συνδέθηκε με τον επουράνιο Βασιλέα, τον Χριστό, απόγονο του οίκου του Δαυίδ.

 

«Το θέμα της Μετάβασης προς τον Χριστιανισμόσχετίζεται άμεσα με τη σημερινή εποχή», υποστηρίζουν οι Ευγενία Χαλκιά και Αναστασία Λαζαρίδου.  «Ξεκινώντας από το αξίωμα ότι τίποτα δεν γεννιέται από το τίποτα, ότι η ορμή των πραγμάτων εξακολουθεί να υπάρχει για κάποιο διάστημα ακόμη κι όταν αυτά έχουν παρέλθει, ότι για να δημιουργηθεί κάτι θα πρέπει να υπάρχει πρώτα η ανάγκη γι’ αυτό και ότι για να χαθεί κάτι, θα πρέπει να έχει ξεπεραστεί συμπεραίνουμε ότι τα πάντα, είτε είναι απτά είτε όχι, είναι προϊόντα συνεχών εξελίξεων, μεταλλαγών και ανακατατάξεων.»