Τα πέτρινα γεφύρια των Γρεβενών

23 Δεκεμβρίου 2011

Μπορεί τα μονοπάτια να έγιναν εθνικές οδοί και τα ζώα να παραχώρησαν την θέση τους στα αυτοκίνητα, τα πέτρινα γεφύρια όμως παραμένουν στην θέση τους απτόητα. Έστω και αν σήμερα υπάρχουν για να μεταφέρουν τους περιηγητές σε άλλες, πιο απλές εποχές.

Η γέφυρα της Πορτίτσας

Ούτε ένα, ούτε δυο, αλλά δεκαεπτά είναι τα πέτρινα γεφύρια που «αναπαύονται» στον Νομό Γρεβενών. Λιγότερο ξακουστά από τα γεφύρια της Ηπείρου, δεν παύουν να έχουν την δική τους ιστορία και το δικό τους ενδιαφέρον, γεγονός που σε συνδυασμό με την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος είναι ικανό να προσελκύσει τον περιηγητή. Φύση, αρχιτεκτονική και ιστορία συναντιούνται εδώ, σε έναν από τους πιο φτωχούς, αραιοκατοικημένους αλλά και ωραίους νομούς της Ελλάδας, δίνοντας αφορμή για μία ενδιαφέρουσα περιπλάνηση.

Τι εστί γεφύρι;

Γυρνώντας πίσω, στον 19ο αιώνα και ακόμα πιο πίσω, τα γεφύρια προέκυπταν από την ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα φυσικά εμπόδια στις ανθρώπινες μετακινήσεις. Μπορεί να ήταν στρατός, μπορεί καραβάνι, μπορεί κάποιος απλός άνθρωπος, μπορεί κάποιος βοσκός με το κοπάδι του αυτός που θα περνούσε πάνω από το γεφύρι, δεν έχει σημασία. Το γεφύρι έπρεπε να βρίσκεται στην θέση του.

Σιγά-σιγά, από τις πρώτες πρόχειρες, ξύλινες κατασκευές, περάσαμε στα πέτρινα γεφύρια, αυτά που κάποιοι μαστόροι, προερχόμενοι κυρίως από την περιοχή της Ηπείρου, αλλά και την Μακεδονία, έχτιζαν χωρίς να έχουν ιδέα από αντοχή υλικών, στατικούς υπολογισμούς και ανώτερα μαθηματικά. Γυρνούσαν κατά ομάδες (μπλούκια ή μπουλούκια ή ισνάφια) όχι μόνο στην Ήπειρο και στην Μακεδονία, αλλά και σε ολόκληρη την Βαλκανική χερσόνησο κατασκευάζοντας γεφύρια, αλλά και αρχοντικά, εκκλησίες κ.ά. Με επικεφαλής έναν πρωτομάστορα, τα μπουλούκια περιελάμβαναν στην σύνθεσή τους μια σειρά ειδικότητες (χτίστες, μαραγκούς, μαρμαρογλύπτες, ζωγράφους κ.ά.). Είχαν δε εφεύρει μία δική τους γλώσσα, τα κουδαρίτικα ή μαστόρ’κα, προκειμένου να μην διαρρεύσουν τα μυστικά της τέχνης τους.

Για να κτιστεί ένα γεφύρι έπρεπε να πάρουν την αντίστοιχη απόφαση είτε οι κάτοικοι κάποιου χωριού, είτε μεμονωμένα άτομα (προεστοί, ηγούμενοι μοναστηριών, μεγαλοτσελιγγάδες, αλλά και Τούρκοι αξιωματούχοι). Το κόστος της καστασκευής βάραινε αυτόν που έπαιρνε την απόφαση, ενώ το όνομα δινόταν με την πάροδο του χρόνου, από τους κατοίκους της περιοχής.

Γιατί, τώρα, τόσα πολλά γεφύρια στα Γρεβενά; Πρώτον, γιατί η περιοχή αποτελούσε φυσικό πέρασμα από την Μακεδονία προς την Ήπειρο (και αντίστροφα), αλλά και γιατί το υδάτινο στοιχείο κάνει έντονη την παρουσία του με ένα σωρό μεγαλύτερα ή μικρότερα ποτάμια και ποταμάκια, που ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Αλιάκμονας και ο Βενέτικος.

Γεφύρια – μέρος 1ο

Η γέφυρα του Αζίζ Αγά.

Λογική αφετηρία για την περιπλάνησή μας, τα Γρεβενά. Πορεία, λοιπόν, προς το νοτιά, προς Κηπουριό και Κρανιά με πρώτη στάση στο γεφύρι του Σπανού, που είναι το μεγαλύτερο σε μήκος σε όλο τον νομό. Ορατό από τον κεντρικό επαρχιακό δρόμο, το γεφύρι σε προκαλεί να το περπατήσεις και να θαυμάσεις από ψηλά την ορμή του Βενέτικου που κυλάει μέσα από τον χώρο που αφήνουν τα πέντε τόξα του. Ορατό από την άσφαλτο είναι επίσης και το σαφώς μικρότερο γεφύρι του Σταυροποτάμου, που είναι χτισμένο λίγο πριν από την συμβολή του Σταυροποτάμου με τον Βενέτικο, σε απόσταση ακατανόητα μικρή από το γεφύρι του Σπανού.

Ο φωτογραφικός φακός προσπαθεί να κάνει το καλύτερο, αντιπαλεύοντας την θολή συννεφιά, προκειμένου να μεταφέρει στον αναγνώστη την ομορφιά φύσης και κατασκευών.

Λιγότερο έως καθόλου εντυπωσιακά τα δυο μικρά γεφύρια (Ματσαγκάνη και Σταμπέκη) που φιλοξενεί η περιοχή της Κρανιάς, ακόμα πιο νότια. Δεν είναι μόνο το μέγεθος, είναι και η αδιαφορία των ανθρώπων, που δυστυχώς μεταφράζεται στο στολισμένο με σκουπίδια ντεκόρ, που αποκλείστηκε ηθελημένα από τις φωτογραφίες. Δεν πειράζει, είναι πανέμορφη η διαδρομή προς Κρανιά, έτσι και αλλιώς.

Αφήνοντας πίσω μας τις χιονισμένες κορφές της Μηλιάς, ανηφορίζουμε προς τα Γρεβενά στρέφοντας το βλέμμα κάθε τόσο αριστερά, μια προς τον Όρλιακα και μία πιο μακριά, προς Βασιλίτσα και Σμόλικα.

Έξι-επτά χιλιόμετρα πριν την πρωτεύουσα του νομού, στην διασταύρωση, στροφή αριστερά προς Μαυραναίους. Σειρά έχει το Τρίκωμο και το ονομαστό γεφύρι του Αζίζ Αγά, το μεγαλύτερο σε ύψος της περιοχής που προσεγγίζεται και με συμβατικό αυτοκίνητο, αφού ο πάλαι ποτέ χωματόδρομος έχει ασφαλτοστρωθεί. Ανηφορίζεις το καλντερίμι, φτάνεις στην κορυφή, κοιτάς κάτω και ζαλίζεσαι. Κάτι θυμάσαι για 15 μέτρα ύψος, κάνεις την διαίρεση, σά να βρίσκεσαι στην ταράτσα πενταόροφης πολυκατοικίας… Αντε τώρα να είναι χειμώνας, να φυσάει και να προσπαθείς να περάσεις από εδώ πάνω προσπαθώντας να κουμαντάρεις και τα φορτωμένα «γομάρια». Ίσως γι’ αυτό κάτω από την γέφυρα (και όχι μόνον του Αζίζ Αγά) οι άνθρωποι κρεμούσαν μία κουδούνα, που ηχούσε προειδοποιητικά όταν ο αέρας ήταν δυνατός.

Περνώντας μέσα από το Τρίκωμο, μπαίνουμε στον χωματόδρομο για το γειτονικό γεφύρι Καγκέλια που μοιάζει με την… Ιθάκη. Σημασία δεν έχει τόσο ο προορισμός όσο η διαδρομή! Όχι το ασύμμετρο δίτοξο γεφύρι, που κάποτε αποτελούσε βασικό πέρασμα για τα χωριά Μικρολίβαδο και Μοναχίτι, δεν είναι όμορφο, αλλά οι φωτογραφίες απλά αδικούν τον καταπράσινο Βενέτικο που ελίσσεται δίπλα πόδια μου και την πυκνή βλάστηση που δημιουργεί μία πανδαισία χρωμάτων.

Γυρνώντας πάλι προς τα πίσω, στην διασταύρωση για Κοσμάτι ακολουθούμε ένα χωματόδρομο χωρίς ταμπέλα. Η ταμπέλα που δείχνει προς γέφυρα Κατσογιάννη και Λιάτισσας βρίσκεται στην άσφαλτο που συνδέει το Σπήλαιο με το Ζιάκα, εκεί που καταλήγει ο «ανώνυμος» χωματόδρομος. Χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις την διαίσθησή σου και να έχεις στον νου σου ότι θέλεις να φτάσεις στους επιβλητικούς, κοφτούς βράχους του Όρλιακα, που στέκουν ψηλά απέναντι και σε υποδέχονται πριν μπείς στο χωριό Σπήλαιο, για να μή χαθείς και να φτάσεις στο γεφύρι Κατσογιάννη. Χαρακτηριστικό της κατασκευής, η άκομψη προσθήκη που αντικατέστησε το ένα κατεστραμμένο τόξο της τρίτοξης, κάποτε, γέφυρας.

Στη συνέχεια κατευθυνόμαστε προς το Σπήλαιο για να κατηφορίσουμε από εκεί στον χωματόδρομο προς την γέφυρα της Πορτίτσας, απολαμβάνοντας την μοναδική θέα της διαδρομής. Το γεφύρι δεν είναι ούτε το πιο μεγάλο ούτε το πιο ωραίο της περιοχής, είναι όμως χτισμένο σε ένα εξαιρετικά όμορφο σημείο, ακριβώς στην είσοδο του φαραγγιού.

Γεφύρια – μέρος 2ο

Το γεφύρι Καγκέλια

Η δεύτερη μέρα της περιπλάνησής μας ξεκινάει από εκεί που τελείωσε η προηγούμενη, από το γεφύρι του Ζιάκα. Ο ήλιος αυτή την φορά δεν παρενοχλείται από σύννεφα και ζωντανεύει τα χρώματα, ενώ ο καταγάλανος ουρανός δημιουργεί ένα μοναδικό φόντο. Το μπλέ του ουρανού διακόπτεται κάθε τόσο από τις άσπρες γραμμές που αφήνουν τα αεροπλάνα που περνούν αθόρυβα ψηλά, το ένα μετά το άλλο. Τα σύγχρονα μονοπάτια…

Το λαμπερό πράσινο που κυριαρχεί αυτήν την εποχή στο τοπίο, θυμίζοντας κάποιες φορές τα χαρακτηριστικά ελβετικά λιβάδια, ξεκουράζει το βλέμμα. Ανηφορίζουμε και πάλι για το Σπήλαιο με προορισμό αυτή την φορά το γεφύρι της Λιάτισσας. Πριν φτάσουμε στο χωριό, κατηφορίζουμε στον χωματόδρομο και με το βλέμμα διαρκώς αριστερά καταφέρνουμε κάποια στιγμή να το εντοπίσουμε. Αφήνουμε το αυτοκίνητο στην άκρη και η κατάβαση -με τα πόδια φυσικά- αρχίζει. Το γεφύρι μικρό και μονότοξο, μοιάζει να κρέμεται πάνω από τον Βελονιά, που στο σημείο αυτό έχει ένα βαθύ πράσινο χρώμα. Από απέναντι ακούγονται οι φωνές κάποιου τσοπάνου, που έχει αμολήσει τα πρόβατά του στην απέναντι πλαγιά, ενώ από το βάθος της χαράδρας, ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος του νερού.

Σε λίγο θα βρεθούμε και πάλι στο τιμόνι να οδεύουμε προς Δοτσικό, μέσω Ζιάκα και Αναβρυτών. Φτάνοντας στο χωριό, εντυπωσιάζεσαι από την ομορφιά και την γραφικότητά του. Για ανθρώπους δεν ψάχνουμε, είχαμε υπόψη ότι το Δοτσικό έχει κόσμο μόνο το καλοκαίρι, αρκούμαστε στην συντροφιά δυο σκύλων. Το μικρό γεφύρι χτίστηκε, σύμφωνα με μαρτυρίες, το 1804, από Γιαννιώτες μαστόρους και συνδέει από τότε τα δυο τμήματα του χωριού.

Η «βόλτα» ολοκληρώνεται με επίσκεψη στα γεφύρια του Κάστρου και του Δασυλλίου. Ο βατός χωματόδρομος δεν μπορεί με τίποτα να σε βάλει σε υποψία για την απίστευτα λασπωμένη κατηφοριά που σε περιμένει λίγο μετά, καθ’ οδόν προς το γεφύρι του Κάστρου. Με το κατάλληλο αυτοκίνητο (απαραιτήτως 4×4) εφοδιασμένο και με κατάλληλα λάστιχα μπορείς να το προσεγγίσεις αρκετά ώστε να χρειαστεί να περπατήσεις μόνο καμιά εκατοστή μέτρα.

Το γεφύρι του Δασυλλίου δεν σε κουράζει, είναι ακριβώς δίπλα στον επαρχιακό δρόμο. Ωστόσο, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι αν έχεις ήδη δεί όλα τα άλλα γεφύρια, αυτό θα σε αφήσει μάλλον αδιάφορο.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα πανέμορφα χωριά που συναντάς στο δρόμο σου, την Καλλονή, το Δασύλλιο και το Δίλοφο, που σε περιμένει λίγο μετά. Χωριά που, κατά «σύμπτωση», ανήκουν στα λεγόμενα Μαστοροχώρια, αυτά που έβγαζαν τους περίφημους μαστόρους-τεχνίτες της πέτρας, που φαίνεται ότι φρόντισαν να κάνουν όχι μόνο τα γεφύρια, αλλά και τα χωριά τους όμορφα για να έρχονται οι επόμενες γενιές και να θαυμάζουν την τέχνη τους…

Παρατήρηση: Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νο 20 (Απρίλιος – Ιούλιος 2006) του περιοδικού ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ.