Ἡ διὰ τῆς φιλοσοφίας ὑπέρβασις τῆς εἰδωλολατρίας

14 Ιανουαρίου 2012

Ὡς Ἑλληνικὴ φιλοσοφία τῆς πρὸ Χριστοῦ περιόδου μποροῦμε νὰ θεωρήσομε α) τὴν «ἀκαδημαϊκήν» φιλοσοφία τῶν μεμονωμένων φιλοσόφων, ποὺ διετύπωσαν τὶς σκέψεις τους καὶ β) τὴν βιωματικὴ φιλοσοφία τῆς λαϊκῆς Μυθολογίας ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ὕλη τῆς ἐπικῆς κυρίως ποιήσεως καὶ τῆς τραγωδίας.

Οἱ μεμονωμένοι φιλόσοφοι, ὅπως οἱ προσωκρατικοί, διετύπωσαν καὶ θεολογικὲς κρίσεις καὶ περισσότερο ἀπ’ ὅλους ὁ Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος, ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐλεατικῆς σχολῆς. Οἱ κρίσεις ὅμως τῶν φιλοσόφων εἶναι σχήματα διανοητικὰ χωρὶς τὸ δραματικὸ βίωμα τῆς λαϊκῆς φιλοσοφίας. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐκφράζουν τὸ λαϊκὸ αἴσθημα καὶ ἄρα δὲν ἐπηρεάζουν τὴ θρησκευτικότητα τοῦ λαοῦ.

Οἱ προσωκρατικοὶ φιλόσοφοι ὁδηγοῦν τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία στὴν οὐσιαστικὴ ἀθεΐα, γιατὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ὄντα γενικὰ καὶ μὲ τὴ φύση τοῦ κόσμου, ἑνὸς κόσμου ἀπρόσωπου καὶ χωρὶς ἀναφορὰ σὲ ἄλλα πρόσωπα. Ἡ φιλοσοφία τους εἶναι περισσότερο μιὰ φυσιολογία τοῦ σύμπαντος. Ἡ θεολογικὴ φιλοσοφία τοῦ Ξενοφάνη ἀπαξιώνει τὴ λαϊκὴ θεολογία μὲ κριτήριο τὴν ἠθική, ἀλλὰ δὲν ἔχει νὰ βάλει ἕνα Θεὸ ἤ θεούς, ποὺ νὰ ἔχει ἀπ’ αὐτοὺς μιὰν ἐμπειρία ἕστω ὑποκειμενική, ποὺ νὰ ἔχουν ἕνα πρόσωπο. Τὸ νὰ πεῖς “εἷς θεός, ἔν τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισι μέγιστος…” δὲν εἶναι τίποτε παραπάνω ἀπὸ μιὰ θεωρητικὴ ἀναφορὰ .

Ὁ εἰδωλολάτρης ποὺ περιγράφει (φανταστικά, ἔστω), ποὺ φοβᾶται, ποὺ προσκυνᾶ, ποὺ ἱκετεύει ἕνα θεό, αὐτὸς ἔχει θρησκεία. Ὅταν ἡ φιλοσοφία διατυπώνει κρίσεις πῶς θὰ ᾽πρεπε νὰ εἶναι ὁ θεός, ἔτσι χωρὶς συναισθηματικοὺς κραδασμούς, αὐτὸς εἶναι θεωρητικὸς θεολόγος καὶ παγώνει τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα. Κατὰ τοῦτο γιατὶ ἡ ἀκαδημαϊκὴ φιλοσοφία δὲν εἶναι ὑπέρβαση τὴς εἰδωλολατρίας ἀλλὰ πτωματοποίηση χωρὶς κάποια ἀντικατάσταση.

Ἀκόμα καὶ ὁ Σωκράτης μὲ τὸν καημὸ του γιὰ τὶς καθαρὲς ἔννοιες καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸν ὁ Πλάτωνας μὲ τὴν προσήλωση στὶς ἰδέες καὶ οἱ μετὰ ἀπ’ αὐτοὺς φιλόσοφοι δὲν στήριξαν ἀλλὰ ἀπονεύρωσαν τὸ θρησκευτικὸ φρόνημα, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς τοὺς ἐχθρεύονταν αὐτοὺς τοὺς φιλοσόφους ὅπως καὶ τοὺς σοφιστές .

Ἡ πρώτη καθαρὴ φιλοσοφικὴ πρόταση στὴ λαϊκή μας λογοτεχνία εἶναι τὸ ἀποκαλυπτικὸ καὶ δραματικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τοὺς Ὁμηρικοὺς ὕμνους, ποὺ εἶναι

Οἱ μοῦσες … “ὑμνεῦσι ῥα θεῶν δῶρ’ ἄμβροτα ἠδ’ ἀνθρώπων τλημοσύνας , ὅσ’ ἔχοντες ὑπ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι ζώουσιν ἀφραδέες καὶ ἀμήχανοι, οὐδὲ δύνανται εὑρέμεναι θανάτου τ’ ἄκος γήραος τ’ ἄλκαρ ” .

Ἐδῶ ὁ λαὸς μας θεμελιώνει τὸ παράπονό του γιὰ τὴν κεφαλαιώδη ἀδικία ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο. Οἱ θεοὶ χαίρονται τ’ ἀθάνατα δῶρα κι ἔχουν στὴν ἐξουσία τους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ βασανίζονται ἀπὸ τὶς τλημοσύνες δηλ. τὰ βάσανα τὴς ζωῆς, ἀφραδέες καὶ ἀμήχανοι, δηλ. ἀνίκανοι νὰ σκεφτοῦν κι ἀνίκανοι νὰ πράξουν κάτι , κι ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ βροῦν (“οὐδὲ δύνανται εὑρέμεναι») τοῦ θανάτου γιατρικὸ κι ἀποτρεπτικὸ τῶν γηρατιῶν (θανάτου τ’ ἄκος γήραος τ’ ἄλκαρ”).

Αὐτὸς ὁ τραγουδισμένος καημὸς ἀποτελεῖ φιλοσοφία κι ἔχει πολὺ μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὶς σκέψεις τῶν φιλοσόφων ἄν ὁ κόσμος συγκροτήθηκε ἀπὸ νερό, ἀέρα καὶ φωτιά , ἢ ἂν ὁ “Θεὸς ἀεὶ γεωμετρεῖ” . Ἡ ἀκαδημαϊκὴ φιλοσοφία μοιάζει μὲ μιὰ ψυχαγωγικὴ ἐνασχόληση μπροστὰ στὴν ἀληθινή, δραματικὴ φιλοσοφία τοῦ λαοῦ, γιατὶ ὁ λαὸς ἀντιμετωπίζει πραγματικὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα κι ὄχι προβλήματα διανοητικῆς περιέργειας .

Ἡ Ἑλληνικὴ μυθολογία ἔδειξε ὅτι ὑφίστανται ὑπαρκτὲς ὑπεράνθρωπες ἀόρατες δυνάμεις, ποὺ ἐποπτεύουν καὶ ἐλέγχουν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸ ζητούμενο ἀπ’ αὐτὲς τὶς δυνάμεις εἶναι ἡ λατρεία, οἱ θυσίες ἡ ἀναγνώριση τῆς ὑπεροχῆς τους, ἡ συντριβὴ τῆς ἀνθρώπινης αὐτονομίας ἤ ἀμφισβήτησης κι αὐτὰ ὄχι γιὰ ὄφελος τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ γιὰ ἱκανοποίηση τῶν θεῶν.

Μποροῦμε δηλ. νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι στὸ πρῶτο φιλοσοφικὸ ἐρώτημα (τὰ τρία θεωρήματα τῆς φιλοσοφίας εἶναι ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ κόσμος) ἔδωσαν πολὺ νωρὶς καίριες ἀπαντήσεις, μὲ λογική σαφήνεια διατυπωμένες καὶ μάλιστα μὲ τὸν τρόπο τῶν μύθων, ὥστε νὰ διασώζεται ἡ πίστη στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, δηλ. στὴν ὀντολογία, ὅπως λέμε ἐμεῖς σήμερα .

Ὁ Εὐριπίδης στὸ δρᾶμα του Ἑλένη ἐκφράζει τὴ μεγάλη σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸ νοῦ καὶ στὴν καρδιὰ τῶν συγχρόνων του σχετικὰ μὲ τοὺς θεοὺς. Στὸ πρῶτο στάσιμο στ. 137 κ. ἑξ. ἐξομολογεῖται

Τί εἶναι θεός, τί ὄχι θεὸς ἤ τί τὸ ἀνάμεσα

ποιός ἄνθρωπος θὰ πεῖ πὼς τὸ ἔψαξε

καὶ βρῆκε τὸ μακρότατον τέρμα αὐτῆς τῆς ἔρευνας ;

Αὐτὸς ποὺ βλέπει τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς θεοὺς

πρὸς τὰ ἐδῶ καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ μὲ ἀντίθετες

καὶ ἀνέλπιστες συντυχίες νὰ πηδοῦν ;

Ἐσύ, Ἑλένη, τοῦ Δία γεννήθηκες θυγατέρα ,

γιατὶ φτερωτὸς στοὺς κόλπους τῆς Λήδας

σ’ ἔσπειρε ὁ πατέρας . Κι ὕστερα ἀκούστηκες

σ’ ὅλον τὸν κόσμο τὸν Ἑλληνικὸ πὼς εἶσαι

προδότις, ἄπιστη, ἄδικη, ἄθεη.

Δὲν ξέρω τὶ τέλος πάντων εἶναι ξεκαθαρισμένο

ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους γι’ αὐτά.

Τὸν λόγο ὅμως τῶν θεῶν, δηλ. πὼς ὑπάρχουν,

τὸν βρῆκα ἀληθινὸ .

Ὁ Εὐρυπίδης, λέει ἡ παράδοση, ὅτι ὁμολόγησε πὼς ὅλοι οἱ ποιητὲς τρέφονται ἀπὸ τὰ ψιχία ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ Ὁμήρου. Γι’ αὐτὸ καὶ μεῖς πρέπει στὸν Ὅμηρο νὰ ζητήσομε τὴ γνήσια θεολογία τοῦ λαοῦ μας, ἐπειδὴ ἄλλωστε ὁ Ὅμηρος δὲν ἐπινοοῦσε θέματα, κατέγραφε ἁπλῶς τὴ σοφία τοῦ λαοῦ.

Διαβάζομε στὴν Ἰλιάδα καὶ στὴν Ὀδύσσεια ὅτι ὁ Δίας εἶναι πατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν καὶ ὅπως κι ἄν ἐπιδιώξουν οἱ ἄνθρωποι νὰ ὁδηγήσουν τὰ πράγματα, στὸ τέλος βγαίνουν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Δία. “Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή”, ἐπαναλαμβάνει μέσα στὸ ἔπος ὁ Ὅμηρος.

Κι ὅμως συχνὰ ἡ βουλὴ τοῦ Δία μένει ἀνεκτέλεστη καὶ ἄλλοτε πάλι δὲν πείθει ὅτι εἶναι σοβαρὴ κι ἔχει σκοπὸ τὴν ὡφέλεια τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Ποσειδώνας τὸν ἀντιστρατεύεται, οἱ ἄλλοι θεοὶ συνωμοτοῦν γιὰ νὰ τὸν δέσουν, ἡ Ἥρα τὸν παρασύρει ἐρωτικά, γιὰ νὰ ἀφήσει τοὺς Ἀχαιοὺς νὰ νικήσουν. Καὶ γιατί εἶναι μὲ τὸ μέρος τῶν Τρώων; Ἴσως ἀπὸ ἀντίδραση στὴν Ἥρα. Ὅταν σκέφτεται νὰ γλυτώσει τὸ γιό του, τὸν Λύκιο Σαρπηδόνα ἀπὸ τὰ βρόχια τῆς Μοίρας ποὺ τὸν ἤθελε νεκρὸν στὸ Π τῆς Ἰλιάδας, ἀντιμετώπισε τὴν ἐπανάσταση τῶν ἄλλων θεῶν καὶ ἔτσι ὁ Δίας ὑποτάχτηκε στὴν Μοῖρα γιὰ τὸ γιό του καὶ τὸ μόνο ποὺ ἔκανε γι’ αὐτὸν ἦταν νὰ κάνει νὰ στάξουν αἱμάτινες σταγόνες ἀπ’ τὸν οὐρανὸ στὸν κάμπο τῆς Τροίας. Κι ἔβαλε τὸν Ἀπόλλωνα νὰ τοῦ κλείσει τὶς πληγὲς τῶν τραυμάτων, γιὰ νὰ γίνει ὡραῖο τὸ λείψανό του! Ὡς ἐκεῖ ἔφτανε ἡ “Διὸς βουλή” κι ὄχι παραπάνω .

Ὅταν σκοτώθηκεν ὁ Πάτροκλος, ποὺ πολεμοῦσε μὲ τὸ ἅρμα τοῦ Ἀχιλλέα, ἅρμα ποὺ τὸ ἔσερναν τὰ δύο ἀθάνατα ἄλογα, δῶρα τῶν θεῶν στὸ γάμο τῆς Θέτιδας, τὰ ἄλογα δὲν ἔφευγαν ἀπ’ τὸ πεδίο τῆς μάχης, μόνο ἔσκυβαν τὰ κεφάλια κι ἔκλαιγαν μὲ δάκρυα τὸ γενναῖο παλληκάρι ποὺ χάθηκε. Κι ὁ Δίας ποὺ παρακολουθοῦσε τὴ μάχη, ὅπως οἱ φίλαθλοι τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες πάνω ἀπ’ τὴν κορφὴ τῆς Ἴδης, λυπήθηκε, λέει ὁ Ὅμηρος, τὰ ἄλογα, ποὺ ἄδικα ταλαιπωροῦνται κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μετάνοιωσε ποὺ χάρισαν τέτοια ἀθάνατα ἄλογα καὶ κάθονται τώρα καὶ κλαῖνε γιὰ τὴν ἄθλια μοῖρα τῶν ἀνθρώπων! Ἄν δὲν εἶναι αὐτὸ διαμαρτυρία γιὰ τὴν ψυχρὴ καὶ ἀπάνθρωπη θεολογία τῆς εἰδωλολατρίας, τότε, πέστε μου τί εἶναι .

Ἕνα (ἄλλο) ἀπόσπασμα τραγωδίας τοῦ Αἰσχύλου ἀναφέρει ὁ Πλάτων στὸ βιβλίο τῆς Πολιτείας, ποὺ δὲν μᾶς σώθηκε ἀπὸ ἄλλη πηγή. Κι αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα τὸ ἔκανε ὁ Καβάφης ποίημα μὲ τὸν τίτλο “Ἀπιστία”. Ἀναφέρει ὅτι στοὺς γάμους τοῦ Πηλέα καὶ τῆς Θέτιδας ὁ Ἀπόλλων προφήτεψε πὼς τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννήσουν, θὰ ᾽χει μακρινὴ ζωή (μακραίωνας βίος). Ὕστερα, ὅταν ἔφεραν στὴ Θέτιδα τὸ μαντᾶτο γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἀχιλλέα στὴ Τροία, ἡ Θέτις μέσα στὸ σπαραγμό της ρωτοῦσε “τί ἔκαμε ὁ σοφὸς Ἀπόλλων ποὺ γύριζεν ὁ ποιητής, ποὺ στὰ τραπέζια ἔξοχα ὁμιλεῖ, ὅταν τὸν υἱό της σκότωσαν στὰ πρῶτα νειάτα.

Κι οἱ γέροι τὴν ἀπήντησαν πὼς ὁ Ἀπόλλων αὐτὸς ὁ ἴδιος

ἐκατέβηκε στὴν Τροία καὶ μὲ τοὺς Τρῷας σκότωσε τὸν Ἀχιλλέα.”

Τὸ ποίημά του ὁ Καβάφης τὸ ἐπιγράφει Ἀπιστία καὶ ἐννοεῖ ἀπιστία τοῦ θεοῦ Ἀπόλλωνα. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἠθικὴ ἀσάφεια καὶ ἀντιφατικότητα ἔβλεπαν τοὺς θεούς τους οἱ ἀρχαῖοι μας .

Στὸ δρᾶμα “ Ἱππόλυτος ” ὁ Εὐριπίδης βάζει στὸν πρόλογο τὴ θεὰ Ἀφροδίτη νὰ δηλώνει πὼς μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα θὰ σκοτώσει τὸν Ἱππόλυτο, γιατὶ δὲν τὴν τιμᾶ. Θὰ χρησιμοποιήσει ὡς μέσον, λέει, τὴ μητρυιά του Φαίδρα, ποὺ θὰ τῆς βάλει ἄνομον ἔρωτα γιὰ τὸν πρόγονό της. Ὁμολογεῖ ἡ θεὰ ὅτι ἡ Φαίδρα εἶναι ἔντιμη, ἀλλὰ θὰ τὴν ὁδηγήσει στὸ θάνατο, γιατὶ προτιμᾶ ἡ θεὰ τὸ δικό της συμφέρον .

Εὐριπ. Ἱππολ. στ. 47-51 :

ἡ δ’ εὐκλεὴς μέν , ἀλλ’ ὅμως ἀπόλλυται ,

Φαίδρα · τὸ γὰρ τῆσδ’ οὐ προτιμήσω κακὸν

τὸ μὴ οὐ παρασχεῖν τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς ἐμοὶ

δίκην τοσαύτην, ὥστ’ ἐμοὶ καλῶς ἔχειν .

(κι αὐτὴ εἶναι ἔντιμη μὲν ἄλλὰ σίγουρα θὰ πεθάνει, η Φαίδρα· γιατὶ ἐγὼ δὲν θὰ λογαριάσω περισσότερο τὸ δικὸ της κακό, ὥστε νὰ μὴ τιμωρηθοῦν οἱ ἐχθροί μου ἀπὸ μένα τόσο, ὥστε νὰ ἱκανοποιηθῶ.)

Στὴ συνέχεια τοῦ δράματος ἡ Ἀφροδίτη καταστρώνει καὶ ἐκτελεῖ ἕνα σχέδιο ἐξόντωσης τοῦ Ἱππολύτου μὲ μόνο τὸ λόγο ὅτι ὁ Ἱππόλυτος τιμοῦσε μὲ θυσίες καὶ λόγια θερμὰ τὴν Ἄρτεμιν ὡς θεὰ τῆς ἁγνότητας καὶ κρατοῦσε στάση εὐγενικῆς ἀπόστασης ἀπὸ τὴν θεὰ τοῦ ἔρωτα μὲ τὰ λόγια :

“Πόρρωθεν αὐτὴν ἁγνὸς ὤν ἀσπάζομαι… δηλ. ἀπὸ μακριὰ τὴν προσκυνῶ κρατῶντας τὴν ἁγνότητά μου ” .

Καὶ ἡ προσφιλής του θεὰ ποὺ τῆς εἶχε ἀφιερώσει τὸ στεφάνι μὲ τὰ λουλούδια ἀπ᾽ τὸ ἀνέγγιχτο λιβάδι τῆς ἁγνότητας, ἡ Ἄρτεμις, δὲν εἶχε τὴ δύναμη καὶ τὸ δικαίωμα τῆς ἐπέμβασης γιὰ νὰ σώσει τὸν ἀφοσιωμένο της λάτρη .

Ἔτσι ὁ Εὐριπίδης μᾶς ἔδειξε τὴ μεγάλη ἀδυναμία τῆς εἰδωλολατρίας νὰ συλλάβει τὴν εἰκόνα ἑνὸς Θεοῦ, ἄρα καὶ μιᾶς βιοθεωρίας. Ὁ Ἱππόλυτος παίρνει ἀποστάσεις ἀπὸ τὴν Ἀφροδίτη ὄχι ἀσκητικές, ἀλλὰ ἐπειδὴ σιχαίνεται καὶ μισεῖ τὶς γυναῖκες καὶ τὴ φυσικὴ οἰκογένεια. Ἀγανακτεῖ κατὰ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον γεννιοῦνται οἱ ἄνθρωποι σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Αὐτὸ λέγεται τέλειος δυϊσμὸς καὶ ὁ δυϊσμὸς ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ φιλοσοφικὴ σχιζοφρένεια. Ὁ Εὐριπίδης δὲν βλέπει διέξοδο ἢ θεραπεία καὶ μᾶς τὸ δείχνει ἐπὶ σκηνῆς δραματικά. Γι᾽ αὐτὸ τὸν ὀνόμασαν “ἀπὸ σκηνῆς φιλόσοφον” .

Αὐτὸς ὁ φιλόσοφος Εὐριπίδης μᾶς ἔδωσε καὶ τὴν ἐκτίμησή του γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Διονύσου. Τὸν παρουσίασε στὸ δράμα Βάκχες νὰ μεταδίδει μανία στὶς γυναῖκες τῆς Θήβας κι ἐκεῖνες μὲ προεξάρχουσα τὴν ἀδελφὴ τῆς μάννας του Ἀγαύη νὰ πιάνουν τὸν γιὸ τῆς Πενθέας καὶ νὰ τὸν κόβουν κομμάτια καὶ μὲ τὰ κομμάτια του νὰ μπαίνουν στὴ σκηνὴ θριαμβευτικά. Δηλαδὴ ὁ Διόνυσος ἀπολυτοποιεῖ τὸ πάθος καὶ ὁ θεὸς Διόνυσος ἐπιβάλλει μὲ ἄγριο ἐμπαθῆ τρόπο τὴ λατρεία του, ποὺ δίνει στοὺς ἀνθρώπους τὸ μεγάλο του δῶρο «βότρυος ὑγρὸν πῶμα»», δηλ. τοῦ «σταφυλιοῦ τὸ πιοτό», μὲ τὸ ὁποῖο «παύει τοὺς ταλαίπωρους βροτοὺς λύπης, ὕπνον τε λήθην τε τῶν καθ’ ἡμέραν κακῶν δίδωσιν».

Ὁ Εὐριπίδης ἀπηυδισμένος ἀπὸ τὰ καμώματα τῶν δαιμόνων μιὰ ζωή, καταπιάνεται λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδημία του μὲ τὸν Διονυσιασμό, ποὺ ἐμφανίζονταν ὡς ἐναλλακτικὴ θρησκεία ὕστερ᾽ ἀπὸ τὴν παρακμὴ τῆς Ὀλύμπιας μυθολογίας κάτω ἀπ᾽ τὰ χτυπήματα τῆς φιλοσοφίας. Μᾶς δείχνει «ἀπὸ σκηνῆς» βέβαια τὴν ἀπανθρωπία τοὺ πάθους μὲ τὸ κομμάτιασμα τοῦ Πενθέα, τὴν πάμφτωχη καὶ γελοία φιλανθρωπία τῆς νέας θρησκείας μὲ τὴν προσφορὰ τῆς μέθης καὶ τοῦ ὕπνου, ὥστε ἡ αὐστηρότητα τοῦ θεοῦ ποὺ ἐξορίζει ἐπιπλέον τὴ θεία του Ἀγαύη καὶ τὸν πάππο του Κάδμου, γιατὶ ἄργησαν νὰ τὸν πιστέψουν. Ὁ φιλόσοφος ποιητὴς τελειώνει τὸ δρᾶμα του μὲ τὴν πικρὴ παρατήρηση πρὸς τὸν θεό:

“ ὀργὰς πρέπει θεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσθαι βροτοῖς. ”

(δὲν πρέπει οἱ θεοὶ στὶς ὀργὲς τους νὰ εἶναι ἴδιοι μὲ τοὺς ἀνθρώπους ) .

Κι αὐτὸς ὁ στίχος εἶναι καὶ ὁ τελευταῖος λόγος τοῦ Εὐριπίδη σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἄν ἕνας ἄνθρωπος ξέρει ποιό θα ᾽πρεπε νὰ εἶναι τὸ ἦθος τῶν θεῶν, ποὺ δὲν τὸ ξέρουν οἱ ἴδιοι οἱ θεοί, αὐτὸ σημαίνει πὼς οἱ ἄνθρωποι εἶχαν μέσα στὴν καρδιά τους τὴν εἰκόνα ἑνὸς Θεοῦ πολὺ πιὸ ἀληθινοῦ ἀπ’ τοὺς θεοὺς τῆς εἰδωλολατρίας. Εἶναι ὁ θεὸς ποὺ ἀναζητοῦσαν μὲ τὸ βωμὸ τοῦ ἀγνώστου θεοῦ, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πάτησε τὸ πόδι του στὴν ἀρχαία Ἀθήνα .

Κι ὁ φιλόσοφος Πλάτων δίνει τὴ χαριστικὴ βολὴ σ’ ὅλη τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία στὸ τέλος κι αὐτὸς μὲ τὸ τέλος τοῦ διαλόγου του Ἀλκιβιάδης Β’ .

Πιὸ σοφὸς ἀπὸ μᾶς βέβαια, ποὺ βάλαμε ὡς ἐπικεφαλίδα αὐτῆς τῆς εἰσήγησης “ἡ διὰ τὴς φιλοσοφίας ὑπέρβασις τῆς εἰδωλολατρίας” βγῆκε ἐξω ἀπὸ τὸν γνωστό του χῶρο τῆς φιλοσοφίας καὶ μ’ ἕνα προφητικὸ πνεῦμα συμβουλεύει τὸν Ἀλκιβιάδη νὰ μὴ θυσιάσει στοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς , ἀλλὰ νὰ περιμένει αὐτόν, ποὺ τὸν ἀγαπᾶ καὶ θὰ τοῦ βγάλει τὴν ἀχλὺν ἀπὸ τὰ μάτια, ὥστε νὰ ἰδεῖ καὶ νὰ καταλάβει ποιόν Θεὸ καὶ μὲ τί λογῆς θυσίες πρέπει στὸ ἑξῆς νὰ λατρεύει. Καὶ τελειώνει μὲ τὸ χαρμόσυνο μεσσιανισμό: Δὲν θ᾽ ἀργήσει νἀ ᾽ρθει .

Πολὺ νωρίτερα ὁ τραγικὸς Αἰσχύλος στὸν Προμηθέα δεσμώτη του θὰ προσδιορίσει μὲ ἀκρίβεια πότε θὰ ἔρθει “Ἐκεῖνος”, ποὺ θὰ φέρει τὸ τέλος τοῦ Δία καὶ θὰ ξεκαρφώσει τὸν Προμηθέα ἀπ᾽ τὰ βράχια τοῦ Καυκάσου. Καὶ θὰ εἶναι αὐτὸς ἕνας Θεὸς ποὺ θὰ κατέβει γιὰ χάρη σου στόν “ἀναύγητον” Ἅδη καὶ θὰ γίνει διάδοχος τῶν σῶν πόνων , δηλ. “ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοὺ κόσμου” .

Τὸ πόρισμά μας ἀπ’ αυτὴ τὴ βιαστικὴ διαδρομὴ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὰ σκοτεινὰ μονοπάτια τῆς εἰδωλολατρίας εἶναι ὅτι τὴν εἰδωλολατρίαν τὴν ἐμίσησαν καὶ τὴν ἀπέπτυσαν οἱ πρόγονοί μας καὶ ὀνειρεύτηκαν μιὰ εὐτυχία, μιὰ σωτηρία σὰν αὐτὴ ποὺ ἔχομε ἐμεῖς τώρα .

Ἄν βρέθηκαν κάποιοι νοσταλγοὶ τῆς εἰδωλολατρίας στὶς μέρες μας μποροῦν νὰ ἐπικαλεστοῦν ὁποιαδήποτε ἄλλα ἐπιχειρήματα, ὄχι ὅμως τὸ ὅτι ἡ εἰδωλολατρία εὐημεροῦσε στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Οἱ πρόγονοί μας τὴν ὑπέστησαν, τὴν ἐμίσησαν καὶ δὲν τὴν ἀγάπησαν.