Έλληνες, ορθόδοξοι χριστιανοί ή ειδωλολάτρες;

20 Φεβρουαρίου 2012

Ένα νέο φαινόμενο μπαίνει τα τελευταία χρόνια στη ζωη των Ελλήνων: η εμφάνιση της «αρχαιολατρίας» η «νεοειδωλολατρίας». Βεβαίως, παρόμοια φαινόμενα κατέγραψε η ιστορία και στο Βυζάντιο, λίγο πριν την Άλωση, στις μέρες του Πλήθωνα. Όμως η σύγχρονη μορφη της νεοειδωλολατρίας έχει όλα τα χαρακτηριστικά των ρευμάτων της «Νεας Εποχής» και παρουσιάζεται ιδιαίτερα σκληρή και υβριστική απέναντι στην Χριστιανική Πίστη.

Συνήθως, η πρώτη αντίδρασή μας μπροστά στο νέο αυτό ρεύμα της νεοειδωλολατρίας είναι ένα ειρωνικό μειδίαμα η η γνώμη ότι δεν πρέπει «να ασχολείται κανείς με τέτοια πράγματα· υπάρχουν σοβαρότερα». Η ακόμη βλέπουμε τούς οπαδούς του νεοεποχίτικου αυτού ρεύματος σαν αθεράπευτους νοσταλγούς ενός ενδόξου παρελθόντος χωρίς επιστροφή.

Μια τέτοια αντιμετώπιση είναι ποιμαντικά εσφαλμένη και ασφαλώς δηλώνει άγνοια των νέων δεδομένων, της εκτάσεως και του μεγέθους του προβλήματος. Αντίθετα από ο,τι νομίζεται, η νεο-ειδωλολατρία στις μέρες μας σαγηνεύει και θα πλανήση πολλές ψυχές και μάλιστα νέων ανθρώπων, διότι η νεοεποχίτικη αυτή ιδεολογία στοχεύει στην εθνική υπερηφάνεια.

Το σύνθημα ότι «όλες οι θρησκείες είναι καλές, ο Θεός είναι ένας και ο ίδιος παντού», που καλλιεργείται ευρύτατα από τα ρεύματα της «Νέας Εποχής», έχει οδηγήσει τον σύγχρονο άνθρωπο να μη μπορεί να διακρίνη εύκολα τον Αληθινό Θεό από τούς ψευδείς «θεούς»- τα είδωλα. Άλλωστε ο σύγχρονος άνθρωπος ανύψωσε σε λατρεία την θεραπεία της επιστήμης και της τεχνολογίας και έτσι κατήντησε να είναι στην πράξη πιο ειδωλολάτρης από τούς αρχαίους ειδωλολάτρες. Είναι αυτό που ο μακαριστός π.Αντώνιος Αλεβιζόπουλος εχαρακτήριζε σαν «θρησκεία της εκκοσμίκευσης». Όπως σημειώνει σύγχρονος διανοούμενος «ο αστικός πολιτισμός – στη βάση του καταναλωτικός – είναι ουσιαστικά πιο ειδωλολατρικός από την αρχαιοελληνική πολυθεΐα». Ο ίδιος συμπληρώνει ότι «η προσπάθεια (της επαναβιώσεως της ειδωλολατρίας) αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αφού εμφανίζεται συνυφασμένη με το αίτημα ανεύρεσης η βίωσης της «γνήσιας» Ελληνικότητας. Συγκεκριμένα η ειδωλολατρία θεωρείται το πλέον εναρμονισμένο με τον Ελληνισμό θρησκευτικό σύστημα» (Β. Μπακούρου, Θα μπορούσε να αναβιώση σήμερα η αρχαία Ελληνική θρησκεία; Τρίτο Μάτι, Οκτώβριος 1997, σελ.22).

Στην προσπάθεια όμως αυτή της Ελληνικής νεοειδωλολατρίας για την δήθεν ανεύρεση της Ελληνικής «γνησιότητος» διαπιστώνεται το εξής παράδοξο: γίνεται ένα τεράστιο ιστορικό άλμα από την αρχαιοελληνική πραγματικότητα στην σύγχρονη εποχή και αποσιωπάται η παραβλέπεται, εκ μέρους των νεοειδωλολατρών, η απορρίπτεται μετά βδελυγμίας η χιλιετής Βυζαντική περίοδος. Και τίθεται το ερώτημα: Γιατί αυτή η προκατειλημμένη, αντιϊστορική, αντιεπιστημονική, και κατά βάθος ανθελληνική συμπεριφορά; Μηπως η Βυζαντινή περίοδος δεν είναι βασικό και μάλιστα μακρόχρονο τμήμα της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους; Μηπως οι Βυζαντινοί μας πρόγονοι της Αγια-Σοφιάς και της Αλώσεως, των Κομνηνών και των Παλαιολόγων δεν ήσαν Έλληνες; Μηπως άραγε συμπλέομε με τις κατά καιρούς εμφανιζόμενες παρόμοιες ξένες, ανθελληνικές και αυθαίρετες τοποθετήσεις; Μηπως οι Βυζαντινοί Έλληνες, μέσα στα πλαίσια των πολιτισμικών ανακατατάξεων, μιας ολόκληρης χιλιετίας δεν είχαν το δικαίωμα επιλογής στο θρήσκευμα, αποποιούμενοι τούς μύθους της ειδωλολατρίας; Η μήπως η αρχαιοελληνική θρησκεία, την οποία δήθεν επαναβιώνουν οι νεοειδωλολάτρες, ήταν αμιγώς ελληνική και γηγενής, απηλλαγμένη συγκριτιστικών διεργασιών μεταξύ της ελληνικής ειδωλολατρίας και των λοιπών θρησκευτικών μορφών της ανατολικής Μεσογείου, της Μεσης Ανατολής και των κατακτήσεων του Μ.Αλεξάνδρου; Περίεργο κι όμως αληθινό: οι νεοειδωλολάτρες συμπατριώτες μας με ένα παράλογο άλμα αναζητούν μόνον τούς «παππούδες» τους και αρνούνται τούς «πατέρες» τους;

Μεταξύ των πολλών δημοσιευμάτων στο θέμα αυτό περιορίζομαι στα όσα γράφει σε κύριο άρθρο του περιοδικού «Δαυλός» ο ιδιοκτήτης του: «εδώ και 17 περίπου αιώνες ο Ελληνισμός δεν έδωσε τίποτε που να γίνη παγκόσμιο και πανανθρώπινο…», αντίθετα, υπήρξε μια «δισχιλιετής νόθευση, αλλοίωση και εκτροπή του Ελληνισμού, η ιστορική αφασία του…» (Δαυλός, τ.154, Οκτώβριος 1994). Στο Βυζάντιο, κατ’ αυτόν, «τα πολιτικά και ιδεολογικά του στοιχεία μέχρι λίγο προ της Αλώσεως ήταν κατά το πλείστον όχι απλώς ξένα προς κάθε Ελληνικό, αλλά και αποδεδειγμένα έπαιξαν τον ρόλο του ιστορικού εξολοθρευτή και «διακόπτη» της τυπικής ελληνικής συνέχειας» (Δαυλός, τ.135, Μαρτιος 1993). Αυτά γράφει ο «Δαυλός» παραθεωρώντας ολόκληρη την Ελληνική γραμματολογία και τον ελληνόψυχο πολιτισμό της μακράς Βυζαντινής περιόδου.

Και όμως, τα έθνη επιβιώνουν διαχρονικά. Και η ελληνικότητα του Έθνους μας, έτσι όπως προβάλλεται στα πλαίσια της νεοειδωλολατρικής αναβιώσεως είναι ασφαλώς ακρωτηριασμένη από ένα σημαντικό τμήμα της, αφού εξοστρακίζεται απ’ αυτή ο Βυζαντινός πολιτισμός, που είναι γέννημα δικό της. Η πορεία του Ελληνικού Έθνους περνά ιστορικά και υποχρεωτικά μέσα από το Βυζάντιο.

Είναι δε απορίας άξιο ότι σ’ αυτή την προσπάθεια συμπλέουν οι Έλληνες νεοειδωλολάτρες με τούς δυτικούς στοχαστές, οι οποίοι «πρώτοι τόνισαν ως αναγκαιότητα για την δήθεν επανασύνδεση των νεοελλήνων με την Αρχαιότητα την αποτίναξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας και την εγκόλπωση της ειδωλολατρίας (π.χ. Charles de Mouy)» (Β.Μπακούρου, ενθ.ανωτ.σελ.22).

Είναι φανερό, ότι ο κύριος λόγος αυτού του βιασμού της ιστορίας είναι η προσπάθεια να αποξενωθή ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός από το κύρια ερείσματά του, δηλαδή την Ελληνική Χριστιανική Πατερική Γραμματολογία, η οποία κατόρθωσε το θαύμα της εναρμονίσεως της Χριστιανικής Αληθείας και της Ελληνικής γλώσσας και σοφίας δια των Ελλήνων Πατέρων της Βυζαντινής περιόδου. Γι’ αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προσπάθεια των Ελλήνων νεοειδωλολατρών είναι αντιιστορική και προκρουστική, εξωπραγματική και άκρως ουτοπική, αφού μάλιστα επιδιώκει να επιβληθή στο λαο σαν μορφολογικό κατασκεύασμα λογίων παγανιστών και δεν έχει ερείσματα στα βιώματα, όχι μόνον του Ελληνικού λαού, αλλά και του ευρωπαϊκού πολιτισμού γενικώτερα, που θεμελιώνονται στην Χριστιανική αντίληψη περί Θεού και κόσμου.

Παρ’ όλα ταύτα, η Εκκλησία οφείλει να δη την αναβίωση αυτή σαν πηγή συγχύσεως και να λάβη τα μέτρα που απαιτούνται για την σωστή και έγκαιρη ενημέρωση και την περιφρούρηση του Ορθοδόξου Πληρώματος. Εξ άλλου, πολλά προβλήματα, όμοια μ’ εκείνα που παρουσιάζονται με την δραστηριότητα όλων των παραθρησκευτικών ρευμάτων της «Νεας Εποχής», μπορούν να δημιουργηθούν από την αναβίωση του νεοειδωλολατρικού φαινομένου. Και μεταξύ αυτών είναι ασφαλώς η συνοχή της ελληνικής οικογενείας και της ελληνικής κοινωνίας, οι βάσεις της ελληνικής παιδείας και του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Από την μελέτη των κειμένων των νεοειδωλολατρών και τις εμφανίσεις νεοειδωλολατρών – αρχαιολατρών, που όλο και πληθαίνουν σε περιοδικά, εφημερίδες, σεμινάρια, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, ομιλίες η πολιτιστικές εκδηλώσεις εξάγεται αβίαστα η διαπίστωση ότι επιδιώκεται η ανατροπή των θεμελιωδών βάσεων και των ηθικών αξιών, πάνω στις οποίες εδράζεται η κοινωνική συνοχή και η πολιτιστική πρόοδος, ο Ελληνικός και Ευρωπαϊ-κος πολιτισμός γενικώτερα. Ο Νομος της Αγάπης, που για τούς Χριστιανούς είναι η πεμπτουσία της ζωής και της ανθρώπινης συμ-περιφοράς, υποβαθμίζεται από τούς νεοειδωλολάτρες και στην θέση της κηρύσσεται η Δικη (δικαιοσύνη – υπό ποία άραγε έννοια). «Ο Εβραιοχριστιανισμός, δηλώνει εκπρόσωπος της νεοειδωλολατρίας, έχει σαν πρώτιστο ιδανικό του την Αγάπη, κι όταν λέμε <‘Αγαπη> εννοούμε ένα συναίσθημα που δεν έχει Μετρο, ούτε Λογική, είναι δηλαδή Α-μετρο και Α-λογο, ενώ εμείς αντιθέτως είχαμε την Δίκη (δικαιοσύνη) σαν πρώτιστο ιδανικό μας» (ΜΕΕΕ, Διϊπετές, τ.4, σελ.26-27).

Ακόμη, η περί καλού και κακού γενικά αντιχριστιανική αντίληψη των ρευμάτων αυτών, δηλαδή η καθαρά νεοεποχίτικη διδασκαλία ότι δεν υπάρχει διαφορά – διάκριση μεταξύ καλού και κακού, μπορεί να προκαλέση συγχύσεις, ουσιώδεις κοινωνικές αλλα-γες η και κοινωνικές συγκρούσεις. Η «αντίστροφη» αυτή «ηθική», εκτός από τα κείμενά τους, διαφαίνεται και στον ελευθεριάζοντα τρόπο συμπεριφοράς κατά τις φυσιολατρικές η άλλες νεοπαγανιστικές λατρευτικές εκδηλώσεις τους. Περαιτέρω, η συγκριτιστική προσπάθεια, όπου αυτή υπάρχει, στην ανάμιξη ειδωλολατρικών και χριστιανικών παραδόσεων και εθίμων (π.χ. αναστενάρια, θυσίες ζώων – ταύρων, η άλλοι τρόποι εκχύσεως αίματος) η η «συμβολική» και «μυστική» τάχα ερμηνεία χριστιανικών διδασκαλιών και μυστηριακών λατρευτικών πράξεων, μπορούν να προκαλέσουν αλλοίωση του Ορθοδόξου φρονήματος και νόθευση της Χριστιανικής Αλήθειας με δεισιδαιμονίες και ποικίλα μυθεύματα.

Η θέση μας αυτή θα δεχθή βεβαίως σφοδρή επίθεση, καθόσον ο σύγχρονος Έλληνας σε ανησυχητικό βαθμο έχει μάθει να θεωρή καλό ό,τι του αρέσει σύμφωνα με την νεοεποχίτικη αντίληψη.

Για όλους αυτούς τούς λόγους η προσπάθεια για την επιστροφή στην παλαιά εκείνη πλάνη της ειδωλολατρίας πρέπει να εκληφθή ως οπισθοχώρηση σε πρωτόγονες μορφές πολυθεΐας και πνευματικής άγνοιας. Για να χρησιμοποιήσω, ανάλογα προσαρμοσμένους, τούς λόγους του Απ.Πετρου: «‘Εαν, αφού απέφυγαν τα μιάσματα του κόσμου δια της επιγνώσεως του Κυρίου και Σωτήρος Ιησού Χριστού, πάλιν εμπλέκονται εις αυτά και νικώνται, τότε τα τελευταία των έχουν γίνει χειρότερα από τα πρώτα. Θα ήτο καλύτερον γι’ αυτούς να μην είχαν γνωρίσει τον δρόμον της δικαιοσύνης, παρά, αφού τον εγνώρισαν, να στρέψουν τα νώτα προς την αγίαν εντολήν, που τούς παραδόθηκε. Εις αυτούς εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία: «Σκύλος που επέστρεψε εις το δικό του ξέρασμα» και «χοίρος, μετά το λούσιμο, κυλίεται πάλιν στο βούρκο» (Β  Πέτρ.β  20-22).

Ο «σπερματικός λόγος» του Θεού με σαφήνεια διεμήνυσε στον τιμώμενο ιδιαιτέρως από τούς νεοειδωλολάτρες Ιουλιανό τον παραβάτη, δια του μαντείου των Δελφών: «Χαμαί πεσέ Δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ».

Οι Μεγάλοι σοφοί της φυλής μας Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης, υπέδειξαν τον Ένα Θεο και εισήλθαν στον μονόδρομο της μονοθεΐας. Ασφαλώς εμείς οι νεοέλληνες, όσο και αν είμαστε υπερήφανοι για το ένδοξο και λαμπρό αρχαιοελληνικό παρελθόν μας, δεν θα επιστρέψωμε στην προ αυτών σκοτεινή περίοδο της ειδωλολατρίας. Πάσα, περαιτέρω, προσπάθεια για επαναβίωση της λατρείας των ειδώλων πρέπει να ερμηνευθή μόνον ως αυτονόμηση του ανθρώπου από τον Αληθινό Θεο και πάσα προσφορά λατρείας στα είδωλα ως πράξη δαιμονική, καθόσον «α θύει τα έθνη, δαιμονίοις θύει και ου Θεώ» (Α´ Κορ. ι  20).

Ο εκπρόσωπος της «Μεγάλης Εθνικής Εκκλησίας των Ελλήνων», σε συνέντευξή του δηλώνει: «Η Μυθολογία και η Φιλοσοφία δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η πραγματικότητα, κλειδωμένη όμως και με το κλειδί πεταγμένο κάπου στη θάλασσα. Κι εμείς πρέπει ν’ αναζητήσουμε αυτό το κλειδί….για να μεταβούμε στη συνέχεια και στο Υπερφυσικό» (Διϊπετές, τ.4, σελ.29).

Βεβαίως, για το κατά πόσον η Μυθολογία και το θρησκευτικό της περιεχόμενο, δηλαδή η πολυθεϊκή ειδωλολατρία, είναι «η πραγματικότητα», ας μας επιτραπεί να πούμε ότι αυτό είναι πεποίθηση μόνον των ιδίων των οπαδών της ΜΕΕΕ. Εκείνο όμως που δεν μπορούν να αντιληφθούν είναι ότι το «κλειδί είναι πεταγμένο κάπου στη θάλασσα», και η αναζήτησή του είναι μια ματαιοπονία.