Η δοξολογική κατανόηση της ιεραποστολής

3 Μαρτίου 2012

Μέσα στη δοξολογική προοπτική η ιεραποστολή δεν νοείται σαν μέθοδος προσηλυτισμού και προσελκύσεως νέων μελών σε μία κλειστή κοινωνία πού ζει για τον εαυτό της, αλλά σαν μία πολύφωνη, πολυδιάστατη φανέρωση της δόξης του Θεού από την δοξολογούσα Εκκλησία, από κάθε δοξολογούντα πιστό, με δύο βασικούς σκοπούς: α) Την κινητοποίηση ολόκληρης της ανθρώπινης υπάρξεως για την προσοικείωση και εξαγγελία της δόξης του Θεού, β) την κινητοποίηση ολόκληρης της ανθρωπότητος για μία κοινή πορεία μέσα στο χώρο που φωτίζεται από τη δόξα του Θεού και μια συμβολή για την επάνοδο όλης της δημιουργίας στο δοξολογικό ρυθμό.

1. Οικείωση της δόξης του Θεού και ακτινοβολία της είναι δύο συνεχείς κινήσεις του ίδιου βασικά παλμού. Η δοξολογική εξαγγελία του Ευαγγελίου έρχεται σαν απάντηση στην αποκάλυψη της θείας δόξης στην ψυχή. Και στη συνέχεια γίνεται νέα αιτία προσλήψεως της δόξης του Θεού.

Η ζωή εν Χριστώ δεν σημαίνει μία απλή παραδοχή μερικών θέσεων πίστεως, αρχών και κανόνων συμπεριφοράς. Οσάκις δόθηκε εκεί η έμφαση, φθάσαμε σε στείρες και αποκρουστικές μορφές τυπολατρίας, νομικιστικού πνεύματος, στυγνής ηθικιστικής νοοτροπίας. Σκοπός της χριστιανικής ζωής παραμένει η διά του Πνεύματος εν Χριστώ προσοικείωση της δόξης του Θεού -που αποκαλύπτεται σαν φως, αγάπη, αγαλλίαση- απ’ αυτή εδώ τη ζωή. Οι ακτίνες της δόξης του Θεού εισδύουν στην ανθρώπινη ύπαρξη με τη χάρη των μυστηρίων. «Η χάρη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα είδος ενάρξεως εντός μας της δόξης». Αυτή η δόξα του Κυρίου, που εγκαταφυτεύεται στις ψυχές, πρέπει να αυξήσει τη λάμψη της. «Ζητεί ο Θεός δους ημίν τον Υιόν εαυτού εν εκάστω των ειληφότων αυτόν την δόξαν του Χριστού ήντινα ευρήσει μεν εν τοις επιμελουμένοις εαυτών και εξεργαζομένοις τας εγκαταφυτευθείσας επ΄ αυτή αφορμάς· ουχ ευρήσει δε εν τοις μη τοιούτοις και μη ευρίσκων κρίνει εκείνους εν οις ουκ ευρίσκει την δόξαν του Υιού εαυτού».

Η θέα της δόξης του Θεού ακολουθεί τη ζωντανή πίστη. Όχι μόνο στη Μάρθα, αλλά και σε κάθε άνθρωπο απευθύνεται ο λόγος του Χριστού, «εάν πιστεύσης όψει την δόξαν του Θεού» (Ιω. ια’ 40). «Ει δε τις ουδέπω είδε την δόξαν του Θεού των οιομένων πεπιστευκέναι», σχολιάζει ο Ωριγένης, «μανθανέτω ότι ελέγχεται δι’ ων ουδέπω είδε την δόξαν του Θεού μη πεπιστευκώς».

Ο Χριστός δεν μας προσφέρει μία νομικού τύπου απαλλαγή της ενοχής, μία στατική δικαίωση. «Κλήση», «δικαίωση» είναι στάδια μεταβατικά. Το τέρμα παραμένει η δόξα, η πορεία και η συμμετοχή στη δόξα του Θεού. «Ους δε εδικαίωσεν τούτους και εδόξασε» (Ρωμ. η’ 30).

Φωτισμός και δόξα, πίστη και δόξα, αίνος και δόξα, δόξα και έργα, προχωρούν παράλληλα.

«Ουκ εν φωναίς και λεξιδίοις ζητώ το διδόναι τω Κυρίω τω Θεώ ημών δόξαν, αλλ’ εν πράξεσιν ο διδούς δόξαν Κυρίω τω Θεώ δίδοσι δόξαν αυτώ. Εν σωφροσύνη δόξασον τον Θεόν, εν δικαιοσύνη, εν ευποιία δόξασον τον Θεόν», γράφει ο Ωριγένης.

Όλες οι ενέργειες και δραστηριότητες των πιστών πρέπει να αναφέρονται στη δόξα του Θεού. «Είτε ουν εσθίετε, είτε πίετε, είτε τι ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» (Α’ Κορ. ι’ 31).

«Δοξάσατε ουν τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών άτινά εστι του Θεού» (Α’ Κορ. στ’ 20). Ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη, οι σωματικές και πνευματικές λειτουργίες και δυνατότητες μετέχουν στη δόξα του Θεού. Την προσλαμβάνουν και την αναπέμπουν.

Η συμμετοχή στη θεία δόξα, στην οποία έχουν κληθεί οι χριστιανοί, σημαίνει ένα γενικό μετασχηματισμό της υπάρξεως, μια καθολική μεταμόρφωση μέσα στην πνοή και το πυρ του Αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για γενική ανάκραση της υπάρξεως του ανθρώπου, για ολοκληρωτική ανακαίνισή της με την ενέργειά Του. Την ώρα που ο πιστός γίνεται με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος κατοικητήριο της δόξης του Θεού, γίνεται συγχρόνως πομπός ακτινοβολίας της θείας δόξης, αποφασιστικός δηλαδή παράγων ιεραποστολής.

Στο Γεροντικό του Ευεργετινού καταχωρείται μία υπέροχη λεπτομέρεια της ζωής ενός ανωνύμου αγίου: «Είπεν ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, ότι γέρων τις πνευματικός απέκλεισεν εαυτόν και αν επίσημος εν τη πόλει και δόξαν έχων πολλήν. Εδηλώθη δε αυτώ ότι μέλλει τις των αγίων αναλύειν και δεύρο άσπασαι αυτόν πριν κοιμηθήναι. Και ενεθυμήθη εν εαυτώ ότι εάν εξέλθω ημέρας, επιτρέχουσιν οι άνθρωποι, και πολλή μοι δόξα γίνεται, και ουκ αναπαύομαι εν τούτοις· απέλθω ουν οψέ εν τη σκοτία, και λανθάνω πάντας. Εξελθών ουν οψέ του κελλίου, ως θέλων λαθείν, και ιδού εκ του Θεού καταπέμπονται δύο Άγγελοι μετά λαμπάδων, παραφαίνοντες αυτώ· ιδούσα δε πάσα η πόλις την δόξαν, κατέδραμεν όπισθεν αυτού· και όσον ηθέλησε φυγείν την δόξαν, τοσούτον εδοξάσθη, κατά το γεγραμμένον «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται· ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται»». Όσοι καθίστανται δέκτες της θείας δόξης εκπέμπουν στη συνέχεια μία μεταμορφωτική ακτινοβολία μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, μέσα στην ανθρωπότητα. Μόνο οι δεδοξασμένοι από τη θεία χάρη μπορούν ουσιαστικά να δοξάζουν τον Θεό, όντας οι ίδιοι φορείς της δόξης Του. Γι’ αυτό οι άγιοι παραμένουν οι σπουδαιότεροι ιεραπόστολοι του Χριστιανισμού.

2. Η δοξαστική αυτή έκφραση και πορεία δεν πρέπει, ούτε μπορεί να μείνει μία προσωπική δόνηση ή μία κοινοτική εμπειρία της Εκκλησίας. Πρέπει να απλωθεί σ’ όλη την κτίση. «Υψώθητι επί τους ουρανούς ο Θεός και επί πάσαν την γην η δόξα σου» (Ψαλμ. 107:6).

Αυτός ο βιβλικός στίχος, που απαγγέλλεται στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, αποτελεί ένα ιεραποστολικό σύνθημα για την κοινότητα των πιστών πού ύστερα από λίγο θα σκορπίσουν στις καθημερινές τους ενασχολήσεις. Ο δοξολογικός ύμνος πρέπει να απλωθεί σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. «Αναγγείλατε τοις έθνεσιν την δόξαν αυτού» (Ψαλμ. 95:3). Η εμπειρία του θείου φωτός της δόξης του Τριαδικού Θεού δεν επιτρέπεται να μείνει προνόμιο μερικών κοινοτήτων και λαών. «Είδοσαν πάντες οι λαοί την δόξαν αυτού» (Ψαλμ. 96:6). Όσοι ευεργετήθηκαν και δέχθηκαν τη δόξα του Θεού οφείλουν στη συνέχεια να γίνουν εστίες ακτινοβολίας του θείου φωτός, «προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β’ Κορ. δ’ 6).

Η ιεραποστολική προσπάθεια μέσα σ’ αυτή την προοπτική είναι μία σαφής δοξολογική κίνηση. «Και γαρ και τούτο μάλιστα αίνος, τούτο μάλιστα δόξα εις Θεόν, όταν πολλούς επιζητεί τους μέλλοντας αυτού απολαύειν σωτηρίας».

Το ιεραποστολικό ενδιαφέρον επεκτείνεται στην ανακαίνιση όλου του ιστορικού γίγνεσθαι και ακόμη κάθε μορφής πολιτιστικής εκφράσεως. Παραμερίζοντας τις τάσεις οιουδήποτε πλατωνικού ή νεοπλατωνικού δυαδισμού, με τη βεβαιότητα ότι η αποκάλυψη της δόξης του Θεού δεν απευθύνεται αποκλειστικά στο νου, στη φαντασία, σε μερικές μόνο λειτουργίες του αΰλου μέσα μας, αλλά σ’ ολόκληρο τον άνθρωπο και σ’ όλα τα ανθρώπινα, καλούμεθα να εργαστούμε για τον ανακαινισμό των πάντων μέσα σ’ αυτή την ακτινοβολία της δόξης του Θεού.

Τα «πάντα» μετέχουν στη μεταμορφωτική διαδικασία. Η χάρη μεταδίδεται διά της ύλης αγιάζοντας όλη την κτίση με τον άρτο και οίνο, πού γίνονται σώμα και αίμα του Χριστού, «του Κυρίου της δόξης», με τη συμμετοχή στην ευχαριστιακή δοξολογία όχι μόνο του ανθρωπίνου πνεύματος, αλλά και των υλικών στοιχείων (της φωτιάς, του νερού, του λιβανιού, του ελαίου).

Η δοξολογία της κτίσεως εναρμονίζεται με τη βουλητική δοξολογία των ελευθέρων όντων. Το υλικό σύμπαν μετέχει στη δοξολογία του Θεού. «Επί τους ουρανούς η δόξα αυτού» (Ψαλμ. 112:4). Με τη συνεχή ενέργεια του Αγίου Πνεύματος θα ακτινοβολήσει σ’ όλη τη γη. «Πληρωθήσεται της δόξης αυτού πάσα η γη» (Ψαλμ. 71:19). Όλοι όσοι μετέχουν στην Εκκλησία του Χριστού καλούνται να συμβάλλουν σ’ αυτό.

Η φανέρωση της δόξης, πού αποκαλύφθηκε στην έλλογο κτίση με την παρουσία του Χριστού και τη διακήρυξη της καθολικής εξουσίας Του «υπέρ πάντα» και στη συνέχεια με την έκχυση του Αγίου Πνεύματος «επί πάσαν σάρκα» (Ιωήλ γ’ 1, Πράξ. β’ 17), πρέπει να διαπεράσει την ιστορία, τις κοινωνικές δομές, τις πολιτιστικές εκφράσεις. Τα πάντα καλούνται να μετασχηματιστούν και να ανακεφαλαιωθούν εν Χριστώ διά της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Κάθε έκφραση ανθρωπίνης δημιουργίας, «τα πάντα» καλούνται να μετάσχουν σ’ αυτή τη δοξολογική κίνηση. Τελικά, κι αυτή η κτίση «ελευθερωθήσεται… εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων», οι οποίοι κινούνται στην περιοχή της ακτινοβολίας της θείας δόξης, ώστε να συντελείται η μεταμορφωτική πορεία του κόσμου. Ο «λόγος» του κόσμου συμπυκνώνεται στη δόξα του Θεού. Ιεραποστολή τελικά σημαίνει καθολική κινητοποίηση για μια καθολική δοξολογία του σύμπαντος.

πηγή: Περιοδικό «Εποπτεία», τεύχος 96, Δεκέμβριος 1984