π. Γεώργιος Μεταλληνός: Το μάθημα των Θρησκευτικών και η αστασίαστη θέση του στην Εθνική μας Παιδεία

28 Ιουνίου 2012

Η πείρα τών δεκαετιών, πού κουβαλώ στούς ώμους μου, η επί 42 συναπτά έτη διακονία μου στόν χώρο τής Παιδείας καί, κυρίως, η κατά τήν τριετία τής κοσμητείας μου (2004-2007) συνεχής επαφή καί -συνήθως- θηριομαχία μου μέ υπεύθυνα στελέχη τής διανόησης καί τής πολιτικής, μέ έχουν πείσει, ότι υπάρχει, κυρίως στούς χώρους αυτούς, μόνιμη η διάθεση νά διακοπεί κάθε σχέση τού Λαού μας μέ τήν παράδοση καί τήν ταυτότητά μας.

Στο πλαίσιο αυτής τής επιδίωξης εντάσσεται καί η έξωση τού Μαθήματος τών Θρησκευτικών από τά Προγράμματα τής Εκπαίδευσής μας. Αυτό δηλαδή, πού οι άλλοι Ορθόδοξοι αδελφοί μας, έζησαν στό Σοβιετικό καθεστώς τους, απειλεί εμάς μέσα στήν Ενωμένη Ευρώπη τού ενθεΐζοντος Φραγκισμού.

Εις πείσμα όμως όλων τών τεκταινομένων εις βάρος τού Μ.τ.Θ., ακόμη καί από επαγγελματίες Θεολόγους, θά τολμήσω νά μιλήσω γιά τήν εθνική σημασία τού μαθήματος, γνωρίζοντας ότι ισχύει καί γιά τόν ομιλούντα, ο σχετιζόμενος μέ παρόμοιες περιπτώσεις λόγος τού ι.Χρυσοστόμου: «Καί δόξω καταγέλαστος είναι τών τοιούτων επιλαμβανόμενος». Όπως όμως εκείνος, θά συγχωρηθεί νά επαναλάβω καί εγώ: «Αλλ᾿ όμως ου παύσομαι λέγων».

1. Οι στρεφόμενοι κατά τού μαθήματος τών Θρησκευτικών ισχυρίζονται, ότι λειτουργεί ως «θρησκευτική κατήχηση βιωματικού χαρακτήρα», «ικανοποιεί εν πρώτοις τήν στοχοθεσία τής Εκκλησίας, η οποία μέσω ενός κρατικού μηχανισμού μεταδίδει τίς θρησκευτικές της πεποιθήσεις, αναζητώντας ακροατήριο» καί «κατά δεύτερον ικανοποιεί τό κράτος, τό οποίο χρησιμοποιεί τήν θρησκεία [… } γιά τόν κοινωνικό έλεγχο μέσω τής ηθικοποίησης τών πολιτών του». Ποιά είναι η λύση; ερωτούν. Καί απαντούν: «Κατάργηση τώρα»! (Αλ. Σακελλάριος, πανεπιστημιακός, «Ελευθεροτυπία», 8.1.2009). Πρόκειται γιά συνθηματολογία φυσικά, προσδιοριζόμενη από τό πνεύμα καί τίς στοχοθεσίες τής ευρωπαϊκής μετανεωτερικότητας καί τής σύμφυτης μέ αυτήν Νέας Εποχής.

Είναι βέβαια γεγονός, ότι καί τό Μ.τ.Θ. ανήκει στόν εκπαιδευτικό προγραμματισμό τής Πολιτείας καί τών επιδιώξεών της καί όχι στό ποιμαντικό έργο τής Εκκλησίας, σύμφωνα μέ τό πνεύμα τών «διακριτών ρόλων» τους. Ποιό όμως ήταν μέχρι πρόσφατα τό πνεύμα τής Πολιτείας; Ο σκοπός τού μαθήματος, όπως προσδιορίσθηκε μέ τόν Ν. 1566/1985 καί τίς αποφάσεις 3338/1995 καί 2176/1998 τού Συμβουλίου τής Επικρατείας είναι: «Η φανέρωση τών αληθειών τού Χριστού γιά τόν Θεό, γιά τόν κόσμο καί γιά τόν άνθρωπο, η μ ύ η σ η (σημ. Γ.Δ.Μ., αυτό σημαίνει βιωματική συμμετοχή) τών μαθητών στίς σωτήριες αλήθειες τού Χριστιανισμού μέ τήν ορθόδοξη πίστη καί ζωή… η βίωση τών αληθειών τής ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως στίς συγκεκριμένες περιστάσεις τής καθημερινής ζωής τού μαθητή, γιά νά βελτιώνεται συνεχώς «εν σοφία, ηλικία καί χάριτι (Λουκ. 2,52)», ώστε νά καταξιωθεί «εις άνθρωπον τέλειον, εις μέτρον ηλικίας τού πληρώματος τού Χριστού. (πρβλ. Εφεσ. 4,13)».

Αυτά φυσικά, γράφθηκαν καί ισχύουν γιά τούς ορθόδοξους Μαθητές, γιά τούς οποίους -καί κατά τό Υπουργείο- τό Μάθημα είναι «υποχρεωτικό».

Εξ άλλου, η αναφορά στό παύλειο χωρίο τής πρός Εφεσίους, βεβαιώνει ότι τό μάθημα εντάχθηκε έμμεσα μέν, αλλά δραστικά, καί από τήν Πολιτεία, στό κλίμα τής ποιμαντικής προοπτικής τής εκκλησιαστικής κατήχησης, αναγνωριζόμενοtacite ως προέκταση τού κατηχητικού έργου τής Εκκλησίας στόν χώρο τής εκπαίδευσης, μέ τίς προϋποθέσεις καί δυνατότητες τού σχολείου.

Αλλά τό 2003 έγινε αναδιατύπωση τού «σκοπού» τού Μ.τ.Θ., καθοριζόμενο –καί πάλι- από τήν Πολιτεία (ΦΕΚ 303/13.3.2003). Διαβάζουμε λοιπόν: «Η διδασκαλία τού Μ.τ.Θ. συμβάλλει Στήν απόκτηση γνώσεων γύρω από τή χριστιανική πίστη καί τήν Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση. Στήν προβολή τής ορθόδοξης πνευματικότητας ως ατομικού καί συλλογικού βιώματος. Στήν κατανόηση τής χριστιανικής πίστης, ως μέσου νοηματοδότησης τού κόσμου καί τής ζωής. Στήν παροχή ευκαιριών στούς μαθητές γιά θρησκευτικό προβληματισμό καί στοχασμό. Στήν κριτική επεξεργασία τών θρησκευτικών παραδοχών, αξιών, στάσεων.

Στήν διερεύνηση τού ρόλου πού έπαιξε καί παίζει ο Χριστιανισμός στόν πολιτισμό καί τήν ιστορία τής Ελλάδας καί τής Ευρώπης. Στήν κατανόηση τής θρησκείας ως παράγοντα πού συντελεί στήν ανάπτυξη τού πολιτισμού καί τής πνευματικής ζωής. Στήν επίγνωση τής ύπαρξης διαφορετικών εκφράσεων τής θρησκευτικότητας. Στήν αντιμετώπιση τών κοινωνικών προβλημάτων καί τών μεγάλων συγχρόνων διλημμάτων. Στήν ανάπτυξη ανεξάρτητης σκέψης καί ελεύθερης έκφρασης. Στήν αξιολόγηση τού Χριστιανισμού ως παράγοντα βελτίωσης τής ζωής τών ανθρώπων».

Επικροτούμε εξ άλλου καί τά υπογραμμισμένα «βασικά κριτήρια» γιά τήν έκθεση τής διδακτικής ύλης: Απαιτούμενη στάση απέναντι στούς αλλόπιστους, τούς ετερόδοξους, τίς προβληματικές ιδεολογίες καί τά αντίστοιχα κινήματα: «Έγκυρη ενημέρωση, ανάλυση, ερμηνεία. Συμπαράθεσηαπόψεων (αμερόληπτη καί αντικειμενική).Σεβασμός τών εκπροσώπων τους. Αγωγή γιά μαρτυρία καί ομολογία ή διάλογο (όπου αυτός είναι δυνατός), καθώς καίγιά άμυνα (όπου είναι αναπόφευκτο). Αποφυγή προσβλητικών χαρακτηρισμών, υποτίμησης, περιφρόνησης, γελοιοποίησης, πολεμικής καί φανατικής αντίθεσης».

Σημασία, λοιπόν, έχει ότι η Πολιτεία αποδέχεται μέ αυτά καί συνιστά τόν «ομολογιακό» χαρακτήρα τού Μαθήματος, ακόμη δέ καί ο Συνήγορος τού Πολίτη (Διαμεσολάβηση, αρ. 2141/2005 περί τής Εξομολογήσεως στά Σχολεία), πού παραδέχεται ότι βάσει τού Συντάγματος «δέν υπάρχει λόγος νά είναι θρησκειολογικό, αλλά μπορεί κάλλιστα νά είναι ομολογιακό, αρκεί νά αφήνει περιθώρια γιά τήν ελεύθερη ανάπτυξη τής προσωπικότητας τών μαθητών».

2. Η εκκλησιαστική, λοιπόν, «κατήχηση» ως προσφορά τής ορθόδοξης πίστης καί παράδοσης γιά τήν εμπέδωση τών Ορθοδόξων μαθητών σ᾿ αυτήν, προϋποτίθεται καί στήν Εκπαίδευση. Αυτό όμως οφείλει νά γίνεται μέ τήν αντικειμενικότητα καί κριτική μέθοδο τής επιστήμης, ως προέκταση όχι τής ενοριακής κατήχησης, αλλά τής καλλιεργούμενης στά Πανεπιστήμια θεολογικής επιστήμης. Τά πορίσματα τής αδέσμευτης ακαδημαϊκής έρευνας μεταφέρονται έτσι, στόν χώρο τής πρωτοβάθμιας καί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μέ τήν ελευθερία καί νηφαλιότητα τού επιστημονικού λόγου.

Τό Μάθημα προσφέρει τήν ιστορική πορεία καί παρουσία τού Χριστιανισμού, καί ειδικά τής Ορθοδοξίας, τήν λατρεία, τήν τέχνη καί τήν ζωή της. Η προοπτική του είναι οικουμενική, αλλ᾿ όχι οικουμενιστική, στό πνεύμα δηλαδή τής Νέας Εποχής καί τής Πανθρησκείας της. Τί σημαίνει οικουμενική; Αυτονόητα τό Μάθημα θά παρουσιάσει, μέ τή μεγαλύτερη δυνατή αμεροληψία, τό οδυνηρό σχίσμα καί τήν διαφοροποίηση τού δυτικού Χριστιανισμού από τή μία καί αδιαίρετη χριστιανική αρχαιότητα, τόν Παπισμό, καί ό,τι αυτός σημαίνει, ως καί τήν προτεσταντική πολυδιάσπαση, χωρίς νά λείπει, φυσικά καί η αυτοκριτική γιά υπερβάσεις ή παραλείψεις εκπροσώπων τής Ορθόδοξης Ανατολής.

Η υποστηριζόμενη καί από Ορθοδόξους εμμονή στά ενούντα (αυτό συμβαίνει καί στόν οικουμενικό Διάλογο) είναι παραπλανητική, διότι παραθεωρεί τήν θλιβερή τραγικότητα τού σχίσματος, η άρση καί θεραπεία τού οποίου είναι δυνατή, όταν συνειδητοποιηθούν τά χωρίζοντα πού, εξελικτικά, επέφεραν τήν πνευματική καί πολιτιστική αλλοτρίωση μεγάλου μέρους τής Χριστιανοσύνης καί τήν δημιουργία τής σημερινής Ευρώπης. Η εφαρμογή τής μεθόδου τής αποσιώπησης τής διαφοράς, όπως ενσαρκώθηκε στό διαβόητο βιβλίο τής ιστορίας τής ΣΤ΄ Δημοτικού, όχι μόνο είναι αντιεπιστημονική, αλλά καί παραπειστική, εισάγοντας κλίμα εξωπραγματικής μυθοπλασίας καί οικοδομώντας γνώση αναληθή καί γι᾿ αυτό επικίνδυνη.

Εξ άλλου, αναφερόμενο τό Μάθημα στά θρησκεύματα (θρησκείες, όπως συνήθως λέμε), δέν είναι δυνατόν νά μή διαφοροποιήσει τήν χριστιανική αυθεντικότητα (πατερική Ορθοδοξία) από τήν θρησκεία. Βέβαια, πάντα κρίσιμος παραμένει ο τρόπος τής διδασκαλίας, πού είναι ανεπίτρεπτο νά εκτρέπεται σέ «θρησκευτικό ρητορισμό» θριαμβολογίας καί αυτοδικαίωσης. Προσφέρουμε άλλωστε, τήν πίστη καί παράδοση τών Αγίων καί όχι τίς δικές μας αλλοτριωμένες συχνά πεποιθήσεις καί απόψεις ως «ορθόδοξη» ιδεολογία.

Μετά λοιπόν από αυτά αναδύεται τό ερώτημα: Γιατί οι πρόσφατες παλινωδίες τής Πολιτείας; Άς μή λησμονούμε όμως τήν εύστοχη επισήμανση τού σοφού Λάϊμπνιτς, ότι «άν η Γεωμετρία απαιτούσε τρόπο ζωής, θά τήν είχαμε αποβάλει από τήν σχολική εκπαίδευση»! Αυτό είναι τό πρίσμα θεώρησης τού Μ.τ.Θ. από τούς πολεμίους του. Η πολεμική –συνεπώς- κατά τού ομολογιακού, κατά τά παραπάνω, χαρακτήρα τού Μαθήματος αντιμάχεται τήν ίδια τήν πατερική Ορθοδοξία, διότι ανατρέπει αυτόχρημα κάθε αλλοτριωμένη χριστιανικότητα καί τήν στοχοθεσία τής Νέας Εποχής, τήν οποία διακονούν ακόμη καί Κληρικοί καί Θεολόγοι μας, εν γνώσει ή εν αγνοία.

Η καθαρά Ορθοδοξία όμως, προσφέρει μεγαλύτερες δυνατότητες ειλικρινούς συνάντησης καί διαλόγου μέ τά θρησκεύματα, π.χ. τό Ισλάμ, από όσο η εκκοσμικευμένη δυτική χριστιανοσύνη.

3. Σ’ αυτό τό σημείο προσκρούει, ακριβώς, η προτεινόμενη, έντονα μάλιστα, θρησκειολογική μετασκευή τού μαθήματός μας, δήθεν γιά τήν πλουραλιστική κοινωνία μας. Άλλωστε, σέ ορθοδόξους μαθητές απευθύνεται τό μάθημα. Λησμονείται έτσι, η επιστημονική αρχή, ότι η κατανόηση τής ετερότητας προϋποθέτει καλή γνώση τού ιδίου καί οικείου, μέ βάση τήν αριστοτελική θεμελίωση τής γνωσιολογίας στίς αρχές τής ομοιότητας καί τής αντίθεσης/διαφοράς.

Ο συνεχής όμως τονισμός, ευκαίρως ακαίρως, από ειδικούς, αλλά αδέξιους ερασιτέχνες τού παιδευτικού χώρου, τής αναγκαίας θρησκειολογικής μεταρρύθμισης τού Μαθήματος αποβλέπει βασικά στήν μεταρρύθμιση τών Θεολογικών Σχολών καί τελικά στήν έξωσή τους από τόν χώρο τής Κρατικής Εκπαίδευσης. Τό πρώτο βήμα σ᾿ αυτήν τήν κατεύθυνση έγινε μέ τήν ανωτατοποίηση καί ανάδειξη σέ πανεπιστημιακές σχολές τών τεσσάρων «Εκκλησιαστικών Ακαδημιών», πού άνοιξαν τόν δρόμο στήν ιδιωτικοποίηση τής θρησκευτικής αγωγής καί εκπαίδευσης. (Καί αυτό δέν έχει σχέση μέ τήν ικανότητα τών διδασκόντων σ’ αυτές Συναδέλφων).

Προϋπόθεση τής θρησκειολογικής μεταρρύθμισης τού Μ.τ.Θ. είναι, όπως έχει υποστηριχθεί «η ριζική αλλαγή τού χαρακτήρα τών Θεολογικών Σχολών» καί (ζητείται) «είτε η υπαγωγή τους στίς ευρύτερες παιδαγωγικές, είτε η μετεξέλιξή τους σέ σχολές ανθρωπιστικών σπουδών». Αυτό βέβαια επί δεκαετίες τώρα τό υποστηρίζουν καί Καθηγητές τών Σχολών μας. Πόσο δίκιο, λοιπόν, έχει ο ιερός Χρυσόστομος, όταν λέγει, ότι «τόν εαυτόν μή αδικούντα, ουδείς παραβλάψαι δύναται» (PG 52, 459 επ.)

Η φύση όμως καί τό περιεχόμενο τού Μ.τ.Θ. καί η θέση του στό εκπαιδευτικό μας σύστημα σχετίζεται άμεσα μέ τόντύπο ανθρώπου, πού επιδιώκει η Παιδεία/Εκπαίδευσή μας, πού αδιαφορώντας γιά τήν ιστορική συνέχεια καί συνοχή τής κοινωνίας μας, στοχεύει, κατά τά φαινόμενα σέ μιά «κοινωνία ουδέτερη» χωρίς ταυτότητα, χωρίς παραδόσεις, χωρίς ιστορία, χωρίς συλλογικά βιώματα, χωρίς μεταφυσική ελπίδα» (Χρ. Γιανναράς).

1. Μετά τόν ομολογιακό, υπό τίς παραπάνω προϋποθέσεις, ιδιαίτερη σημασία έχει καί ο εθνικός χαρακτήρας τού Μαθήματος, αναγνωριζόμενος καί αυτός από τό Σύνταγμά μας, πού ορίζει, ως βούληση τού Έθνους, τήν ηθική, πνευματική καί φυσική αγωγή τών Ελλήνων, τήν ανάπτυξη τής εθνικής καί θρησκευτικής συνείδησης καί τήν διάπλασή τους σέ ελεύθερους πολίτες (16,2). Τήν πρακτική διεύρυνση αυτού τού αιτήματος προσφέρει τό άρθρο 1, παρ. 1α, τού Ν., 1566/1985, μιλώντας γιά τήν δημιουργία πολιτών, πού νά «διακατέχονται από πίστη πρός τήν πατρίδα καί τά γνήσια στοιχεία τής ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης». Ο εθνικός χαρακτήρας σύνολης τής σχολικής μας παιδείας προσκρούει βέβαια στό ρεύμα τού φυλετικού εθνικισμού (19ος αι.) καί τού διεθνισμού (20ος αι.), πού νοθεύουν τόν αταξικό καί αντιπαραταξιακό πατριωτισμό, στά όρια τού σεβασμού τής ετερότητας καί τής ελευθερίας της. Αυτό είναι, άλλωστε, τό αυθεντικό πνεύμα τού Ελληνισμού στήν διαιώνιά του πορεία. Σήμερα η απειλή προέρχεται από τήν καλλιεργούμενη αν(τ)εθνικότητα καί τίς σαφώς αντεθνικές θεωρίες, πού εισάγονται μεθοδευμένα στόν χώρο τής ιστορίας καί γενικότερα τής παιδείας. Η Ορθοδοξία όμως συνδέει αρμονικά τήν εθνικότητα μέ τήν υπερεθνικότητα, ιδιαίτερα στόν χώρο τής λατρείας. Αυτά πρέπει ιδιαίτερα νά λαμβάνονται υπόψη, γιά τήν κατανόηση τών οποιωνδήποτε αρνητικών συμπεριφορών έναντι τού Μαθήματός μας.

Η ιδιαίτερη σημασία τού Μ.τ.Θ. στήν καλλιέργεια τού εθνικού φρονήματος, πού είναι συγχρόνως υπερφυλετικό καίοικουμενικό, φαίνεται σέ βάθος καί πλάτος στήν προβολή καί ερμηνεία από αυτό τού πολιτισμού μας σέ όλες τίς όψεις του. Γι’ αυτό αποκρούεται καί τό Μάθημά μας, μαζί μέ τήν Ιστορία, από εκείνους πού ακολουθούν τήν έξωθεν χαρασσόμενη γραμμή τού αντεθνισμού καί κατεργάζεται τήν εκθεμελίωση τού Έθνους, ως όρου καί ως φορέα συγκεκριμένου νοήματος. Στό πλαίσιο αυτής τής πολεμικής σχετικοποιούνται καί βαθμηδόν απονοηματοδοτούνται η πίστη, η ιστορία, ο πολιτισμός, η παράδοση καί κάθε στοιχείο τής εθνότητας καί εθνικότητας. Η τεχνητή καί έξωθεν προωθούμενη πολυπολιτισμικότητα έχει ως στόχους τά μαθήματα τών Θρησκευτικών, τής Ιστορίας καί τών Ελληνικών (γλώσσα), διότι προβάλλουν καί ενισχύουν τά κύρια συστατικά τού Έθνους καί τής εθνικότητάς μας. Η στάση, συνεπώς, απέναντι στά μαθήματα αυτά, ιδιαίτερα στό Μ.τ.Θ. , ελέγχει τήν ποιότητα τής πολιτισμικής μας συνείδησης.

Η Ορθόδοξη Θεολογία, πού προσφέρεται στήν εκπαίδευση, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν παγκόσμια ιστορία καί ιδιαίτερα τήν ελληνική. Η εκκλησιαστική ιστορία άλλωστε, είναι μέρος τής ιστορίας τού πολιτισμού. Ο χωρισμός τής Θεολογίας από τήν Ιστορία είναι ξένος πρός τήν ελληνικότητα.

 

Εξ άλλου, είναι αδιανόητος κάθε διαχωρισμός τής ιστορίας καί τού πολιτισμού από τήν Θεολογία τής Ορθοδοξίας καί τού τρόπου ζωής, πού παράγει.Όλη η ζωή τού Έθνους είναι διαποτισμένη από τό πνεύμα τής Ορθοδοξίας, αφού Ορθοδοξία καί Ελληνικότητα, ενωμένα σέ μία θεανθρώπινη ένωση, είναι μεγέθη ασύγχυτα μέν, αλλά καί αδιαίρετα δέ. Η ισχυρότερη επιβεβαίωση αυτής τής ευεργετικής γιά τό Έθνος ενότητας Ελληνισμού καί Ορθοδοξίας προκύπτει καί από τόν θηριώδη αγώνα τών Νεοεποχιτών, ακόμη καί επαγγελματιών Θεολόγων, γιά τόν διαχωρισμό τους, μέ τήν αποσύνδεσή μας από τό Βυζάντιο καί τήν ιστορική καί πολιτιστική συνέχειά τους.

Γι᾿ αυτό τό Μάθημά μας, πράγματι, δέν πρέπει νά έχει στενά ομολογιακό, ούτε (όμως) καί γενικά θρησκειολογικόχαρακτήρα, αλλά κυρίως ιστορικό. Τό μάθημα ενσαρκώνει καί εκφράζει σύνολο τόν πολιτισμό μας καί βοηθά στήν κατανόηση τής εθνικής μας παράδοσης. Προσφέρει τά αναγκαία ερμηνευτικά κλειδιά γιά τήν προσέγγιση καί βίωση τού πολιτισμού μας (τοπωνύμια, εορτές, πανηγύρεις, έθιμα καί όλο τό περιεχόμενο τού λαϊκού βίου καί τής θρησκείας).

2. Παράλληλα όμως τό Μ.τ.Θ. συμβάλλει καί στήν παραγωγή πολιτισμού, όπως άλλωστε καί όλη η Ορθοδοξία. Ο πολιτισμός προϋποθέτει «τόν πολιτισμό τής ψυχής» κατά τόν Τόϋμπη. Λειτουργώντας σ’ αυτό τό πλαίσιο, τό Μάθημά μας προβάλλει τίς σταθερές τού πολιτισμού, πού διακρατούν τήν εθνική ταυτότητα μας καί τήν ιδιοπροσωπία μας, ως προϋπόθεση τής εθνικής συνέχειάς μας στόν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο τής Νέας Εποχής καί τής ισοπεδωτικής Παγκοσμιοποίησης. Βοηθεί έτσι, στήν αποφυγή τής ολιστικής συγχώνευσης καί διάλυσης στή νεοεποχίτικη πλανητική κοινωνία, καί τής μεταβολής τών Νέων μας σέ πλανητικούς ανθρώπους, οικονομικές δηλ. μονάδες τής παγκόσμιας αγοράς. Αλλ’ αυτό ακριβώς επιδιώκουν οι πολέμιοι τού Μαθήματος.

Διότι τό κύριο διαφοροποιητικό στοιχείο μας απέναντι στήν κατασκευαζόμενη νέα παγκόσμια κοινωνία, είναι η Ορθόδοξη παράδοσή μας, όπως καί όλων τών Ορθοδόξων φυσικά. Η αυθεντική δέ, δηλ. αποστολική καί αγιοπατερική Ορθοδοξία, ποτέ δέν μπορεί νά δημιουργήσει πνεύμα μισαλλοδοξίας καί φανατισμού, διότι η μαρτυρική συνείδηση πού δημιουργεί, εκφράζεται ως θυσία τού Ορθοδόξου γιά τούς άλλους καί όχι τό αντίθετο, τό οποίο συνιστά μόνιμη πράξη τών δυνάμεων τού κόσμου.Όταν καί όπου υπάρχουν αντίθετα δείγματα, απλούστατα, δέν πρόκειται γιά Ορθοδοξία!

Τό Μ.τ.Θ. συνεπώς, είναι μία δυνατότητα συνάντησης όλης τής ευρωπαϊκής νεολαίας στήν αρχαία πολιτιστική ενότητά της. Συμβάλλει έτσι στήν πορεία πρός τήν ευρωπαϊκή ενότητα, μέ μιά σταθερή βάση. Οι ορθόδοξοι μαθητές, εξ άλλου, θά σέβονται πολύ περισσότερο τούς πολιτισμούς τών εισερχομένων στό χώρο μας Ξένων, όσο περισσότερο μάθουν νά σέβονται τόν δικό τους πολιτισμό, οδηγούμενοι σέ φιλικές καί φιλάνθρωπες σχέσεις μαζί τους.

Δέν πρέπει δέ νά λησμονείται, ότι ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός, τόν οποίο ενσαρκώνει καί μεταδίδει τό Μάθημα τών Θρησκευτικών, βρίσκεται στή βάση τού ευρωπαϊκού πολιτισμού, συνδέοντας, έτσι, καί τούς Ορθοδόξους, αλλά καί όλη τήν Ευρώπη, μέ τήν ταυτότητά της κατά τήν πρό τού σχίσματος (11ος αι.) εποχή, παραπέμποντας στήν αρχαία Ενωμένη Ευρώπη.

Βέβαια, δέν τρέφω ψευδαισθήσεις. Γνωρίζω, ότι οι άγευστοι τής Ορθοδοξίας ως πατερικότητας, ακούοντας τίς επισημάνσεις αυτές, αισθάνονται φρικίαση. Αυτό όμως πού μέ τρομάζει, είναι ότι υπάρχουν καί Θεολόγοι, πού συμμερίζονται αυτήν τή στάση. Καί γι᾿ αυτούς μέν εύχομαι «ο Θεός νά τούς φωτίσει», γιά μάς δέ «καλόν αγώνα»!

[Εισήγησις Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Ομοτίμου Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, στήν ΗΜΕΡΙΔΑ: «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ: ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ή ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ»; ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ 19-5-2012]

 

Πηγή: http://www.agioritikovima.gr/news1/7460-p-ge%EF%BF%BD