Πανθρησκειακή Ευρώπη και Ορθοδοξία

8 Αυγούστου 2012

Στις αρχές του 20ου αιώνος είχαν διατυπωθεί πολλές προβλέψεις ότι η θρησκεία σύντομα θα έσβηνε στην Ευρώπη. Στο ξεκίνημα όμως του 21ου αιώνος, παράλληλα με την εκκοσμίκευση και τη θρησκευτική αδιαφορία, παρατηρείται σε παγκόσμια κλίμακα μια αναζωπύρωση του θρησκευτικού ενδιαφέροντος για το Υπερβατικό, για το Θείο. Μια μεταφυσική αναζήτηση με μεγάλη ρευστότητα.

Ορισμένοι ζητούν να την ικανοποιήσουν με θρησκευτικές αντιλήψεις ινδικής προελεύσεως (ινδουϊστικές η βουδιστικές σχολές κ.λπ.). Έτσι, συχνά προσφέρονται στο ανυποψίαστο κοινό μεταλλαγμένα προϊόντα διαφόρων θρησκευτικών θεωριών ποικίλης προελεύσεως, που προτείνουν μια αόριστη πνευματικότητα η οποία τελικά οδηγεί σε ένα απροσδιόριστο κενό.

Σε μεγαλύτερο όμως βαθμό, το κοινό της Ευρώπης επηρεάζεται τελευταίως από περίεργες μεταφυσικές ιδέες. Χαρακτηριστικά την αποκαλύπτουν τα μπέστ σέλλερ της παιδικής λογοτεχνίας. Για τα παιδιά του 20ου αιώνος, ένας από τούς πιο αγαπημένους ήρωες ήταν ο Oliver Twist του Dickens. Στις αρχές του 21ου αιώνος, τη θέση του έχει πάρει ο Χάρυ Πότερ της G. K. Rowling. Στην ιστορία του Oliver Twist, το Καλό και το Κακό προσδιορίζονται σε μεγάλο βαθμό με κοινωνικούς όρους. Στις περιπέτειες του Χάρυ Πότερ, αυτά ανήκουν στη σφαίρα της μεταφυσικής και εκπορεύονται από τη μοίρα. Στην πρώτη περίπτωση, η τραγικότητα της ζωής μεταμορφώνεται με την παρέμβαση ενός ευγενούς διανοουμένου. Αντίθετα, ο ήρωας των σημερινών παιδιών βρίσκει καταφύγιο στον σκοτεινό κόσμο της φαντασίας, διότι το ορατό περιβάλλον του είναι εχθρικό. Το μαγικό ραβδί στο χέρι του αλλάζει την εικόνα του κόσμου. Πρόθεσή του είναι να ορίσει το περιβάλλον του χρησιμοποιώντας μεταφυσικές αόρατες δυνάμεις του σύμπαντος.

Η εκπληκτική επιτυχία του βιβλίου στο ευρύ αναγνωστικό κοινό σε πάρα πολλές χώρες φανερώνει την ιδιαίτερη γοητεία που ασκεί σήμερα η φυγή στο φανταστικό, σε κόσμους μαγικούς. Συγχρόνως όμως φανερώνει το ενδιαφέρον για μια περιοχή, που υπερβαίνει την κλασική λογική στην οποία στηρίχθηκε ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, δίνοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στη κριτική λειτουργία του ορθού λόγου σε όλα τα επίπεδα.

Τα θρησκευτικά ενδιαφέροντα και οι κοινότητες που τα εκπροσωπούν εξακολουθούν να διαδραματίζουν σοβαρό ρόλο στη σύγχρονη Ευρώπη, η οποία παρουσιάζει σήμερα μια γενικότερη πολυμορφία. Όπως επισήμανε ο Γιώργος Θεοτοκάς στο βιβλίο του Ελεύθερο πνεύμα, “Η Ευρώπη είναι ένα σύμπλεγμα από άπειρες αντιθέσεις. Διαφορετικές και πολύ συχνά αντίθετες ψυχικές διαθέσεις γεννιούνται στον Βορρά και τη Μεσημβρία, στη Δύση και την Ανατολή. … Το ευρωπαϊκό πνεύμα προϋποθέτει την κατανόηση της αρμονίας του ευρωπαϊκού συνόλου. … Η μεγάλη αξία αυτού του συνόλου είναι ότι κατόρθωσε να ενώσει σε μια ανώτερη σύνθεση τις αντιθέσεις που το αποτελούν”i. Οι αντιθέσεις στην Ευρώπη συνυφαίνονται με τις μεταφυσικές πεποιθήσεις των πολιτών της, τις αρχές και παραδόσεις που έχουν οι διάφορες θρησκευτικές κοινότητες.

Α. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ

1. Κατά πλειοψηφία, οι Ευρωπαίοι είναι, ως γνωστόν, χριστιανοί. Είναι όμως από αιώνες διηρημένοι σε διάφορες Εκκλησίες και Ομολογίες. Υπενθυμίζω λιτά ότι ξεχωρίζουν τρία σύνολα: Οι Ρωμαιοκαθολικοί, που αποτελούν το πιο συσπειρωμένο συγκρότημα οι Ορθόδοξοι, οργανωμένοι σε Αυτοκέφαλες τοπικές Εκκλησίες∙ και οι Διαμαρτυρόμενοι, διαφοροποιημένοι σε μεγαλύτερες η μικρότερες ομάδες. Όλες οι χριστιανικές κοινότητες διακρίνονται για μια έντονη ιστορική αυτοσυνειδησία.

Ο βασικός όρος στις ευρωπαϊκές γλώσσες για τη θρησκεία είναι religion (Religion, religione). Σύμφωνα με την πιθανότερη υπόθεση, η λέξη δηλώνει αφ’ ενός τον δεσμό με το Θείο και αφ’ ετέρου τον δεσμό ο οποίος ενώνει τούς ανθρώπους που συμμερίζονται κοινές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο όρος υπαινίσσεται ταυτόχρονα διαχωρισμό από κάτι αλλά και ενότητα των μελών μιας συγκεκριμένης κοινότητοςii.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό, η οργανωμένη κοινότητα επί τη βάσει θρησκευτικών αντιλήψεων, θα έλεγα, η οριζόντια διάσταση, είναι προφανής. Η κάθετη όμως διάσταση, η σχέση με τον Θεό, η πίστη, παρουσιάζεται συνήθως εξασθενημένη. Όσο και αν ορισμένοι ανεπίγνωστα τα συγχέουν, τυπική ομολογιακή ταυτότητα και αυθεντική πίστη δεν ταυτίζονται. Πολλοί δηλώνουν Καθολικοί, Ορθόδοξοι, Λουθηρανοί κ.τ.λ., ενώ συγχρόνως προσθέτουν ότι δεν πιστεύουν σε Θεό∙π.χ. επίσημη στατιστική στη Σουηδία αναγράφει ότι οι χριστιανοί αποτελούν το 91%iii, ενώ παλαιότερη έρευνα, του 1990, υπολογίζει το ποσοστό όσων πιστεύουν σε Θεό στο 45%iv. Βεβαίως, οι στατιστικές γύρω από θρησκευτικά θέματα είναι πολύ σχετικές.

2. Αναμφισβήτητο πάντως παραμένει το γεγονός ότι η χριστιανική πίστη σε πολλές εκ παραδόσεως χριστιανικές κοινωνίες έχει διαβρωθεί από την αντιθρησκευτική προπαγάνδα και γενικά την εκκοσμίκευση που έφερε η Νεωτερικότητα. Σύμφωνα με στατιστική του 1990, σε 15 χώρες της Ευρώπης κατά μέσον όρο το 70% δηλώνουν ότι πιστεύουν στον Θεό, αλλά μόνο το 61% ότι πιστεύουν σε ψυχή, το 43% σε ζωή μετά θάνατο, το 33% σε ανάσταση των νεκρών, ενώ το 40% δεν εκκλησιάζονται ποτέv. Χώρες που υπέστησαν τη συστηματική αθεϊστική εκπαίδευση στο παλαιό ανατολικό μπλοκ εμφανίζουν μεγαλύτερη κάμψη πίστεως. Π.χ. στην Τσεχία, μόνο το 33% αυτοπροσδιορίζονται χριστιανοίvi, ενώ στην Ανατ. Γερμανία το ποσοστό είναι ακόμη μικρότερο.

Η εκκοσμίκευση στην Ευρώπη (σεκουλαρισμός, secularization) δεν είναι ομοιογενής. Εύκολα διακρίνονται τρεις μορφές: α) Η απλή θρησκευτική αδιαφορία. β) Η αντιπάθεια και αντίθεση προς τη χριστιανική πίστη. γ) Ο μαχητικός σεκουλαρισμός, που ζητεί να επιβάλει τις απόψεις του, να εξοβελίσει τη θρησκεία από την κοινωνική ζωή, να την περιορίσει σε ιδιωτική υπόθεση. Με άλλα επιχειρήματα ζητεί να προωθήσει το παλαιό σοβιετικό πρότυπο για τον περιορισμό της θρησκείαςvii. Στη γνωστή διαδικασία της συντάξεως του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, οι φονταμεταλιστές της laicité είχαν αποφασιστική επιρροή.

3. Στις αρχές του 21ου αιώνος, με εντυπωσιακότερο τρόπο πρόβαλε στην Ευρώπη η δυναμική του Ισλάμ. Η παρουσία του βέβαια δεν είναι κάτι νέο στην ήπειρό μας. Ιστορικά έχουν υπάρξει διάφορες φάσεις: συγκρούσεως με τον Χριστιανισμό, ανοχής, συνυπάρξεως. Μουσουλμανικές κοινότητες υπάρχουν από αιώνες όχι μόνο στα Βαλκάνια αλλά και στη Δυτ. Ευρώπη. Ο μεγαλύτερος αριθμός τους στην εποχή μας προέρχεται από μετανάστες, συνήθως παλαιών ευρωπαϊκών αποικιών. Υπολογίζονται σε περίπου 4 εκατομμύρια στη Γαλλία, 2,5 στη Γερμανία, 2 στη Μ. Βρεττανία, μισό εκατομμύριο στην Ολλανδία και άλλο τόσο στην Ιταλία, 300 χιλιάδες στο Βέλγιο κ.λπ.viii

Τον τελευταίο καιρό, ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, βλέπουμε να διαμορφώνονται δύο ροπές. Αφ’ ενός μεν, στις τάξεις νεαρών μουσουλμάνων, μια στροφή στο ακραίο μαχητικό Ισλάμ (ραντικαλισμός), και σύμπραξη με ισλαμιστές άλλων ηπείρων σε τρομοκρατικές ενέργειες, όπως στο Λονδίνο και τη Μαδρίτη∙αφ’ ετέρου δε σε πολλές δυτικές κοινωνίες η ισλαμοφοβία. Μια έρευνα από το «Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για την ξενοφοβία και τον ρατσισμό», που είναι συμβουλευτικό όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έδειξε ότι η ισλαμοφοβία στην Ευρώπη δυναμώνει. Ο αριθμός όσων διάκεινται αρνητικά στους μουσουλμάνους παρουσίασε αύξηση κατά 60% σε ένα χρόνοix. Ευτυχώς, δεν λείπουν και παραδείγματα ειρηνικής συνυπάρξεως μουσουλμάνων και χριστιανών, όπως στην Αλβανία και στην Ελλάδα. Ελπίζουμε να μην αποδειχθούν εύθραυστα.

Η Ευρώπη βεβαίως, μετέχοντας στα ανά την υφήλιο δρώμενα, φαίνεται αποφασισμένη να αντιδράσει δυναμικά. Το κύριο όμως μέλημα για τούς Ευρωπαίους δεν είναι απλώς η καταπολέμηση της ισλαμικής τρομοκρατίας. Όπως και άλλοτε μου δόθηκε η ευκαιρία να επισημάνω, το κρίσιμο σημείο για την ήπειρό μας σήμερα είναι ότι το Ισλάμ εισέρχεται σε μία Ευρώπη στην οποία η χριστιανική συνείδηση και ζωή είναι διαβρωμένες από την αδιαφορία και την εκκοσμίκευση. Με λαούς που λέγονται μεν χριστιανικοί, αλλά δεν εμπνέονται από τις χριστιανικές αξίες, δεν ζουν τη χριστιανική πίστη. Αυτό το έλλειμμα πίστεως, με τα πολυποίκιλα κενά που αφήνει, μπορεί να στοιχίσει πολλαπλά στη νέα συνύπαρξη, διευκολύνοντας ευρύτερη επιρροή του Ισλάμ. Ένα θρήσκευμα με πίστη και ενθουσιασμό διαθέτει σφρίγος επιδράσεως, πράγμα το οποίο στερείται μία χαλαρή θρησκευτική κοινωνία που στηρίζει την ισχύ της πρωτίστως στον τεχνολογικό εξοπλισμό.

Το πιο σημαντικό λοιπόν για την πνευματική αντίσταση και δημιουργικότητα της Ευρώπης είναι να ξαναβρεί την καρδιά της, τη ζωντανή χριστιανική πίστη. Σ’ αυτό το σημείο, η ευθύνη της Ορθοδοξίας είναι μεγάλη και η συμβολή της οφείλει να είναι ουσιαστική.

Β. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

1. Σχέσεις μεταξύ των Ορθοδόξων. Δογματικά, οι Ορθόδοξοι τονίζουμε ότι ανήκουμε «εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν», ότι είμαστε αυτή η Εκκλησία. Ασφαλώς, η ευχαριστιακή μας συνείδηση και η επισκοπική αποστολική διαδοχή και δομή εξασφαλίζουν την ενότητα τής Ορθοδοξίας. Πρέπει όμως να ομολογηθεί ότι κάθε τόσο εμφανίζονται ζητήματα που την πληγώνουν. Κατά καιρούς η κατάσταση επιδεινώνεται, όχι λόγω διαφορετικών θεολογικών τοποθετήσεων αλλά ένεκα άλλων, μη καθαρώς εκκλησιαστικών αιτίων.

Αρκετές Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες έζησαν σε περιβάλλον ομοιογενές, αποτελώντας τη συντριπτική πλειοψηφία της χώρας (π.χ. Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία). Εξαίρεση σ’ αυτό απετέλεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως – το οποίο, όπως και τα άλλα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, ζει και ακτινοβολεί την Ορθοδοξία σε περιβάλλον αλλόθρησκο. Με τις τελευταίες εξελίξεις, διάφορες Ορθόδοξες ομάδες, συνήθως μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη, έχουν μετακινηθεί σε ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, σήμερα πολυάριθμες Ορθόδοξες ενορίες μοιάζουν με νησίδες στο αρχιπέλαγος της Ευρώπης.

Στις συνθήκες αυτές διαμορφώνονται διάφορες τάσεις: Η μία τείνει προς την πλήρη προσαρμογή η και την αφομοίωση με την νοοτροπία τής πλειοψηφίας. Η άλλη τείνει στη δημιουργία γκέτο, για να περισωθεί η Ορθόδοξη ταυτότητα. Έχουμε ευτυχώς και περιπτώσεις, π.χ. στη Γαλλία, όπου έχει αποφευχθεί τόσο το γκέτο όσο και η αφομοίωση.

Καθώς η Ευρώπη εξελίσσεται πολιτικά, διακρίνονται δύο ιδιαίτερες περιοχές: Η Ενωμένη Ευρώπη, αφενός, και αφετέρου, οι χώρες που ακόμη βρίσκονται εκτός, με κύρια πολιτική οντότητα τη Ρωσία. Η Ορθοδοξία μπορεί να αποτελέσει πνευματική γέφυρα που να συνδέει ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, αξιοποιώντας τον πλούτο του πνευματικού πολιτισμού που δημιουργήθηκε τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Η Ορθοδοξία οφείλει να συμβάλει στην προσπάθεια συνδιαλλαγής, στην αρμονική συμβίωση η οποία βασίζεται στον σεβασμό των ιδιαιτέρων παραδόσεων, σε μια ενότητα που στηρίζεται στη συμφιλιωμένη διαφορετικότητα. Βεβαίως, σ’ αυτή την προσπάθεια δεν είμαστε μόνοι μας. Όλες οι χριστιανικές Εκκλησίες της Ευρώπης υπογραμμίζουν αυτό το χρέος.

Συγχρόνως, οι Ορθόδοξοι οφείλουμε να έχουμε το θάρρος για μια σοβαρή αυτοκριτική. Η διαφορά μεταξύ θεωρίας και πράξεως, την οποία παρουσιάζουμε, είναι ενίοτε θεαματική. Υπάρχουν πολλές ασυνέπειες και τραυματικές καταστάσεις που ζητούν διορθωτικές κινήσεις. Π.χ., η κατανόηση των σχέσεων Έθνους και Ορθοδοξίας, τα οποία πολλές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ταυτίζουν. Διάφορα επίσης φολκλορικά στοιχεία αλλοιώνουν την καθαρότητα των παραδόσεων και της λατρευτικής μας ζωής – τόσο, που συχνά να βλέπουμε μια «Ορθοδοξία μπαρόκ».

Ένα άλλο λεπτό θέμα είναι η ερμηνεία και εφαρμογή των Ιερών Κανόνων στη σύγχρονη ζωή. Ορισμένοι τούς επικαλούνται όπως οι Εβραίοι το Ταλμούδ. Οι Κανόνες όμως δείχνουν κατεύθυνση σκέψεως και συμπεριφοράς. Είναι ποιμαντικά μέτρα‐φάρμακα, που σκοπό έχουν τη θεραπεία και την ορθή καθοδήγηση του πάσχοντος ανθρώπου. Η δόση εντούτοις και η τελική χρήση των φαρμάκων επαφίεται στον ιατρό, τελικά σε ένα υπεύθυνο στην Εκκλησία πρόσωπο, στον Επίσκοπο, ο οποίος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού». Υπάρχουν Κανόνες που ήδη στην πράξη έχουν τεθεί από την εκκλησιαστική συνείδηση σε αχρηστία π.χ. ένας Κανών, απαγορεύει με ποινές το να συμφάγει Ορθόδοξος κληρικός με Ρωμαιοκαθολικό…. [«Μεθ’ οιουδήποτε των ετεροδόξων η συνεστίασις γέγονε, μετανοία αξιολόγω ο συνεστιασθείς του εγκλήματος απολέλυται», με ποινή αναλόγως της περιπτώσεως, «εν δυσίν η τρισί τεσσαρακοσταίς»]x.Άλλος Κανών γράφει: «ότι ου δει οδοιπορείν άνευ ανάγκης η βίας εν Κυριακή»xi.

Συχνά η προσοχή πολλών αποσπάται σε επί μέρους και παραθεωρούνται τα βαρύτερα του νόμου: «η κρίσις και το έλεος». Εύκολα υμνούμε τη χριστιανική αγάπη, αλλά την περιορίζουμε στον εαυτό μας, το πολύ‐πολύ, στους δικούς μας, αδιαφορώντας για τον άλλο, τον ξένο, τον διαφορετικό. Εκθειάζουμε τη λιτότητα και την ταπείνωση, ενώ κινούμεθα στους ρυθμούς της ανέσεως, της χλιδής και της αλαζονείας. «Τι δε με καλείτε, Κύριε, Κύριε,», θα μας έλεγε και σήμερα ο Χριστός, «και ου ποιείτε α λέγω» (Λουκ. 6:46).

2. Οι σχέσεις μας με τούς άλλους χριστιανούς έχουν περάσει από διάφορες φάσεις. Σήμερα, διακρίνονται δύο τοποθετήσεις: Την πρώτη εκπροσωπεί μία νοοτροπία κλειστή, καχυποψίας για τούς άλλους, η οποία συχνά ανατρέχει στο παρελθόν με αρνητικά ιδεολογήματα και επισημαίνει τούς κινδύνους από τις επαφές με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Τη δεύτερη εκφράζουν όσοι πιστεύουν στην προσέγγιση και συνεργασία των χριστιανών. Συνήθως οι πρώτοι θέτουν το ερώτημα: Και τι έχουμε να πάρουμε από τη Δύση; Οι δεύτεροι τονίζουν ότι η ορθή τοποθέτηση είναι: Τι μπορούμε εμείς να προσφέρουμε; Και ασφαλώς, πολλά έχουμε να μοιρασθούμε από κοινού. Κάτι αυτονόητο, που όμως εύκολα παραθεωρούν αρκετοί Ορθόδοξοι, είναι ότι οι άλλοι Ευρωπαίοι δεν επέλεξαν, με διάθεση να προσχωρήσουν σε αίρεση, τη χριστιανική ομολογία στην οποία σήμερα ανήκουν, αλλά γεννήθηκαν σε χώρα στην οποία επί αιώνες η ομολογία αυτή επικρατεί. Π.χ. ο Νορβηγός στη Λουθηρανή Εκκλησία, ο Σκωτσέζος στην Πρεσβυτεριανή. Πως τούς κρίνουμε διότι δεν είναι Ορθόδοξοι;

Οι υπερσυντηρητικοί υποστηρίζουν ότι οι επαφές μας με τούς ετεροδόξους απειλούν να αλλοτριώσουν το Ορθόδοξο φρόνημα και ήθος και ότι η συμμετοχή μας στην οικουμενική κίνηση – την οποία άκριτα χαρακτηρίζουν ως «παναίρεση» – είναι προδοσία της Ορθοδοξίας. Δεν δυσκολεύονται μάλιστα να βάλουν στους αντιφρονούντες ετικέτες, όπως «αιρετικοί», «οικουμενιστές» (άγνωστη λέξη στο ελληνικό λεξιλόγιο, πού γνωρίζει από αιώνες μόνο το «οικουμένη», «οικουμενικός»). Πολλοί όμως πιστεύουμε ότι είναι χρέος μας να συμμετέχουμε στους κοινούς προβληματισμούς προσφέροντας την Ορθόδοξη μαρτυρίαxii. Τη γραμμή αυτή έχουν υιοθετήσει από ετών οι Σύνοδοι των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Υπενθυμίζω και τις πρόσφατες διακηρύξεις στην Κωνσταντινούπολη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο και τον Πάπα κ. Βενέδικτο ΙΣΤxiii.

Το βασικό ερώτημα είναι, ποιος τελικά αποφασίζει στην Ορθόδοξη Εκκλησία για το εκάστοτε πρακτέο και για το τι είναι αιρετικό; Ο Άλφα η ο Βήτα ευσεβής μοναχός η κληρικός; Διότι τάχα αυτός αυτεπάγγελτα «εκπροσωπεί» τον λαό, χωρίς μάλιστα να τον ρωτά; Μήπως έτσι κινδυνεύουμε να διολισθήσουμε σε ένα τύπο «πρεσβυτεριανής Ορθοδοξίας»; Αλλά ένα τέτοιο είδος δεν το γνωρίζει η Ορθόδοξη παράδοση. Η Σύνοδος των Επισκόπων έχει την ευθύνη να λαμβάνει αποφάσεις στα κρίσιμα θέματα και να καθορίζει την εκάστοτε Ορθόδοξη στάση.

Προφανώς, υπάρχουν πολλά προβλήματα θεολογικά, εκκλησιολογικά, πρακτικά, τα οποία χωρίζουν τούς χριστιανούς τής Ευρώπης. Θα χρειασθεί ασφαλώς υπεύθυνη και συστηματική συζήτηση επί διαφόρων θεμάτων. Κανείς δε από όσους μετέχουμε στις διαχριστιανικές σχέσεις δεν είναι διατεθειμένος να αρνηθεί την Ορθόδοξη ταυτότητά του η να κάνει συμβιβασμούς στην πίστη του προδίδοντας την Ορθόδοξη παράδοση. Άλλωστε, η ουσιαστική συμβολή μας δεν είναι ο συμβιβασμός ή η σιωπή, αλλά η σοβαρή κριτική σκέψη, η προσφορά του θησαυρού τής Ορθόδοξης παραδόσεως και θεολογίας που συνδέει οργανικά το σήμερα με την αποστολική εποχή.

Γενικά, πάντως, θα ήταν τραγικό, ενώ οι πολιτικές, επιστημονικές, πολιτιστικές, οικονομικές δυνάμεις προωθούν την ενότητα των πολιτών τής Ευρώπης στηρίζοντας έτσι την ειρήνη και την ασφάλεια της ηπείρου, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες να επιχειρήσουν να υψώσουν παραπετάσματα ανάμεσά τους. Κάτι χειρότερο: Θα ήταν σκάνδαλο.

3. Το πρόβλημα των σχέσεων των χριστιανών με ανθρώπους άλλων θρησκειών είναι πολύ συνθετότερο. Γενικά παρουσιάζει δύο πλευρές. Η πρώτη είναι πρακτική: Η αναγκαία συμβίωση με ανθρώπους άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων. Σ’ αυτή την περίπτωση πρόκειται για ένα «διάλογο ζωής», όπου η μόνη ενδεδειγμένη στάση είναι η ειρηνική συνύπαρξη, ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας και γενικά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του άλλου. Αλλά ακόμη, η συνεργασία σε θέματα κοινωνικής αρμονίας και προόδου.

Η δεύτερη είναι θεωρητική: Η κατανόηση των άλλων θρησκειών από πλευράς θεολογικής. Όπως η ζωή του Χριστού, του νέου Αδάμ, έχει παγκόσμιες συνέπειες, το ίδιο και η ζωή του μυστικού Σώματος Του, τής Εκκλησίας, έχει παγκόσμια εμβέλεια και ενέργεια. Οι προσευχές της και τα ενδιαφέροντά της αγκαλιάζουν την ανθρωπότητα ολόκληρη. Η Εκκλησία προσφέρει τη Θεία Ευχαριστία και τη δοξολογία της υπέρ των πάντων. Ενεργεί υπέρ του σύμπαντος κόσμου. Ακτινοβολεί τη δόξα του ζώντος Κυρίου σε όλη τη κτίσηxiv.

Μια στάση ζωής, η οποία σέβεται τις θρησκευτικές αρχές και απόψεις των άλλων, δεν σημαίνει συγκρητισμό και αλλοτρίωση της χριστιανικής αυτοσυνειδησίας. Αντίθετα, απαιτεί ουσιαστική γνώση της πίστεώς μας μαζί με μία συνεχή βίωσή της εν μετανοία, ταπεινοσύνη και γνησία αγάπη. Το μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην πανηγυρική συλλειτουργία στη Βηθλεέμ στις 7 Ιανουαρίου του 2000 τόνισε: «Προσβλέπομεν προς τας άλλας μεγάλας θρησκείας, ιδία δε τάς μονοθεϊστικάς, του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ, προτιθέμενοι να οικοδομήσωμεν έτι πλέον τας προϋποθέσεις διαλόγου μετ’ αυτών επί τω τέλει της ειρηνικής συνυπάρξεως όλων των λαών … Η Ορθόδοξος Εκκλησία απορρίπτει την μισαλοδοξίαν και καταδικάζει τον θρησκευτικόν φανατισμόν, οποθενδήποτε ήθελον εκδηλωθή τοιαύτα φαινόμενα»xv. Γενικά, υποστηρίζει την αρμονική συνύπαρξη των θρησκευτικών κοινοτήτων και μειονοτήτων καθώς και την ελευθερία συνειδήσεως του κάθε ανθρώπου και του κάθε λαού.

Ιδιαίτερα στις σχέσεις Χριστιανισμού και Ισλάμ, οι Ορθόδοξοι έχουμε μακραίωνες εμπειρίες, ουσιαστικότερες από αυτές των Δυτικών. Αφενός βαθιά τραυματικές από την πίεσή του, αφετέρου εμπειρίες ειρηνικής συμβιώσεως. Σήμερα, ένα σοβαρό πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπισθεί από κοινού με ανθρώπους άλλων θρησκευμάτων είναι η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Τα οικολογικά ζητήματα, τα οποία βρίσκονται πλέον στο κέντρο του παγκοσμίου ενδιαφέροντος, αποτελούν ευρύ πεδίο δημιουργικού διαθρησκειακού διαλόγου και συνεργασίας.

Γενικότερα πιστεύω ότι η ενδεδειγμένη Ορθόδοξη στάση στη σύγχρονη πολυθρησκειακή κοινωνία είναι το μαρτυρικό‐ιεραποστολικόφρόνημα. «Και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης» (Πραξ. 1:8). «Εσχάτου», με όλες τις έννοιες. Δίνουμε την μαρτυρία της πίστεώς μας όπου ο Θεός ανοίγει μια πόρτα: σε περιβάλλοντα μη Ορθόδοξα, μη χριστιανικά, αδιάφορα η αθεϊστικά –στην Ευρώπη, στην Αφρική, σε διεθνείς η παγκόσμιους οργανισμούς. Χωρίς απαίτηση να γίνουν οι θέσεις μας αποδεκτές, χωρίς πνεύμα προσηλυτισμού, χωρίς υπεροψία. χωρίς ανησυχία ή φοβίες. Με σεβασμό στην προσωπική ελευθερία του άλλου. Τα υπόλοιπα τα κατευθύνει ο Θεός. Αυτή η εσωτερική διάθεση μας δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνούμε άνετα προσφέροντας την Ορθόδοξη εμπειρία προς κάθε κατεύθυνση και σ’ αυτούς που έχουν άλλες θρησκευτικές ή κοσμοθεωριακές πεποιθήσεις. Ό,τι και να πιστεύουν η να μην πιστεύουν, δεν παύουν να έχουν την αξία του ανθρωπίνου προσώπου, του πλασμένου κατ’ εικόνα Θεού.

4. Έντονο παρουσιάζεται σήμερα το ενδιαφέρον των πολιτών τής Ευρώπης για την ανάπτυξη μιας κοινωνίας δικαιοσύνης και αλληλεγγύης. Στον κοινωνικό τομέα, οι Ορθόδοξοι καλούμεθα, σε συνεργασία με όλους τούς χριστιανούς της Ευρώπης, να συμβάλουμε στη στήριξη και ενδυνάμωση των βασικών χριστιανικών αξιών που διαμόρφωσαν θετικά τον ευρωπαϊκό πολιτισμό: Αναφέρω απλώς μερικές: α) Τονισμός της αξιοπρέπειας του ανθρωπίνου προσώπου, ως θεμέλιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. β) Σεβασμός της ελευθερίας του κάθε ανθρώπου, ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου, παιδείας, θρησκευτικών πεποιθήσεων. γ) Σημασία του γάμου και της οικογένειας. δ) Ευθύνη του κάθε πολίτη για την πρόοδο του συνόλου.

Παρά την πρόοδο και τις πολλές εξελίξεις του δυτικού πολιτισμού, ορισμένα χαρακτηριστικά του ανθρώπου παραμένουν σταθερά στους αιώνες: Η πλεονεξία, η βία, η αλαζονεία, η υποκρισία, η αίσθηση μοναξιάς και κενού. Ποιος θα μεταφέρει παλμό ζωής; Χρειάζεται πίστη και ενθουσιασμός για την πορεία της Ευρώπης, πίστη στον άνθρωπο και το μέλλον του. Κρυστάλλινη πηγή αυτού του είδους πίστεως είναι η αλήθεια του Ευαγγελίου.

Η μεγαλειώδης όμως συμβολή της χριστιανικής πίστεως υπήρξε ‐ και παραμένει εις το διηνεκές ‐ η αρχή της αγάπης, με το εύρος, το βάθος και το ύψος που δόθηκε στην έννοιά της. Μέσα σ’ αυτήν, ιδιαίτερη σημασία έχει ο τονισμός της συγγνώμης. Η δυνατότητα συγχωρήσεως εξουδετερώνει αντιθέσεις και πολύμορφες έχθρες, για να οδηγήσει στην ουσιαστική συμφιλίωση ατόμων και λαών. Η έμπνευση που προσέφερε η χριστιανική πίστη σε εκατομμύρια ανθρώπους για τη βίωση της συγχωρητικότητος και της αγάπης είναι ιστορικά αναμφισβήτητη. Χωρίς αγάπη, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός χάνει την πνοή, τη δύναμη και την ομορφιά του. Και η Ορθοδοξία οφείλει να είναι μια αστείρευτη πηγή αγάπης.

5. Ειδικότερα στη σύγχρονη θεολογική αναζήτηση, πολύ σημαντικός είναι ο θεολογικός πλούτος της πατερικής παραδόσεως της Ορθοδοξίας. Σε κρίσιμη καμπή της ζωής της Εκκλησίας, όταν αντιμετώπιζε κινδύνους, τόσο από τη μετωπική συνάντηση με την αρχαία ελληνική Φιλοσοφία όσο και από τη στατική προσκόλληση σε μια εξωτερική ευσέβεια και τυπολατρία, οι μεγάλοι Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας αγωνίσθηκαν εναντίον και των δύο αυτών άκρων με διορατική σοφία και με άγιο πνευματικό θάρρος.

Πέτυχαν να προχωρήσουν πέρα από διανοητικά διλήμματα σε νέες τομές και διατυπώσεις που αξιοποιούσαν ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει στην πορεία της ανθρωπότητος η αρχαία ελληνική σκέψη συναντώντας το αποφασιστικό νέο του Ευαγγελίου, το οποίο άνοιγε καινούργιους ορίζοντες στον νου, την καρδιά, την όλη ύπαρξη του ανθρώπου. Ο συνδυασμός τής εσωτερικής δυναμικής του χριστιανικού μηνύματος με τον αέναο προβληματισμό της αναζητήσεως της ανθρωπότητος γονιμοποιεί εκ νέου σε κάθε εποχή τη δημιουργική σκέψη που έχει χαρίσει ο Θεός στον άνθρωπο.

Η πατερική θεολογία παραμένει ζωογόνος πηγή για τη θεολογία του σήμερα και του αύριο, η οποία, όπως υπογράμμισε ο ρουμάνος θεολόγος π. Δημήτριος Στανιλοάε, “πρέπει να είναι ανοικτή στη συνολική ιστορική και κοσμική πραγματικότητα, αλλά συγχρόνως πρέπει να είναι πνευματική. Πρέπει να βοηθήσει όλους τους χριστιανούς να αποκτήσουν μια νέα πνευματικότητα, ανάλογη και προς τις παγκόσμιες διαστάσεις τής επιστήμης και της τεχνολογίας και προς την παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα”xvi.

Ιδιαίτερα στο λεπτό θέμα των σχέσεων χριστιανικής πίστεως και θετικών επιστημών, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αποφύγει να επιζητεί να κηδεμονεύσει την εξέλιξη της επιστημονικής προσπαθείας, να σπεύδει να λαμβάνει θέση για κάθε εμφανιζόμενο νέο επιστημονικό ερώτημα, όπως υπήρξαν επιρρεπείς ορισμένες Εκκλησίες στη Δύση. Για την Ορθόδοξη συνείδηση η ελευθερία της έρευνας αποτελεί θεόσδοτο δώρο στον άνθρωπο. Ευτυχώς, στην Ανατολική παράδοση έχει αποφευχθεί κατά το δυνατόν κάθε σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και θεολογίας, λόγω της διπλής μεθοδολογίας των Ορθοδόξων Πατέρων, η οποία θεμελιούται στην οντολογική διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου.

Συγχρόνως όμως με αυτή την κατάφαση, η χριστιανική σκέψη επισημαίνει: πρώτον, τούς κινδύνους που κρύβονται πίσω από ορισμένα επιστημονικά επιτεύγματα∙ δεύτερον, τα όρια της ανθρωπίνης γνώσεως∙και τρίτον, την ύπαρξη μιας άλλης “γνώσεως”. Η τελευταία δεν υπάγεται άμεσα στο επιστημονικό πεδίο, αποδεικνύεται όμως πολλαπλά απαραίτητη για την ορθή οριοθέτηση της ελευθερίας και την αξιοποίηση των καρπών της επιστήμης ‐με τον περιορισμό του εγωκεντρισμού, με τον τονισμό τής τελικής ενότητος αλήθειας, κάλλους και αγάπης.

Τέλος, ιδιαίτερη αξία στη σύγχρονη ευρωπαϊκή θρησκευτική αναζήτηση, έχει, κατά κοινή ομολογία, η ένταση και το εύρος τού λειτουργικού βιώματος της Ορθοδοξίας, και του συχνά συνηρτημένου ασκητικού ήθους. Σ’ αυτό το τελευταίο θα προσέθετα την επίμονη εορταστική αναφορά στην Ανάσταση. Ενωμένοι οργανικά με τον Χριστό, ο οποίος προσέλαβε και λύτρωσε με τον Σταυρό και την Ανάστασή Του ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, οι πιστοί καλούνται να αγκαλιάσουν τούς πάντες και τα πάντα, με ελπίδα, χωρίς φόβο. Με τέλεια αγάπη, η οποία “έξω βάλλει τον φόβον” (Α  Ἰω. 4:18). Για την Ορθόδοξη συνείδηση η Εκκλησία δεν είναι μια κλειστή εταιρεία σεσωσμένων, οι οποίοι απολαμβάνουν αποκλειστικά τα δώρα του Θεού και διεκδικούν ανέσεις, προνόμια και κοσμική εξουσία. Είναι η ευχαριστιακή κοινότητα των πιστών που ζει και γιορτάζει την εμπειρία της Αναστάσεως, της νίκης πάνω στον θάνατο. Και με αυτή την αλήθεια ζωογονεί και μεταμορφώνει τη ζωή όλης της οικουμένης εν ελευθερία και αγάπη.

Αγαπητοί μου,

Στις αρχές του προηγούμενου αιώνος, ο Oswald Spenglerxvii υποστήριξε ότι υπάρχει μια φυσική ιστορική εξέλιξη των μεγάλων πολιτισμών, γέννηση, ανάπτυξη, ανθοφορία, καρποφορία και γήρανση, με κατάληξη τον θάνατο. Η άποψή του ήταν ότι ο Δυτικός πολιτισμός έχει φθάσει στην τελική αυτή φάση. Αντίθετα προς αυτή την άποψη ορθώθηκαν πολλές φωνές, μεταξύ των οποίων διακρίνεται η θέση του Arnold Tοynbeexviii. Ο τελευταίος επισημαίνει τη διαφορά μεταξύ υλικής και τεχνολογικής προόδου αφ’ ενός, και της γνησίας προόδου αφ’ ετέρου, την οποία ονομάζει spiritualisatiοn (“πνευματοποίηση”). Βλέπει τις ρίζες της κρίσεως του Δυτικού κόσμου στην απομάκρυνση από το θρησκευτικό βίωμα και στην υιοθέτηση μιας λατρείας της τεχνολογίας, του έθνους, της στρατοκρατίας. Και ταυτίζει την κρίση με την εκκοσμίκευση. Ως θεραπευτική αγωγή θεωρείται η επανενδυνάμωση του θρησκευτικού στοιχείου. Στην αντίληψη περί βιολογικής παρακμής αντιτάσσει τη βουλητική θέση που βασίζεται στο σφρίγος και τη ζωτικότητα των δημιουργικών μειονοτήτων και των διακεκριμένων προσωπικοτήτων.

Μια τέτοια δημιουργική “μειονότητα” καλούμεθα να αποτελέσουμε και μεις. Για να ανταποκριθεί όμως στον ιστορικό ρόλο της η Ορθόδοξη Εκκλησία και να συμβάλει στην πνευματική πορεία της Ευρώπης, θα χρειασθεί πριν από όλα να είναι συνεπής στον μυστηριακό–σωτηριολογικό της χαρακτήρα. Να παραμείνει αυτό που στην ουσία είναι: Κιβωτός τής αλήθειας, την οποία απεκάλυψε ο Τριαδικός Θεός∙φανέρωση του μυστηρίου της οικονομίας του Θεού εν Χριστώ δια του Αγίου Πνεύματος. Χώρος όπου τελεσιουργείται η μεταμόρφωση του ανθρώπου, η υπέρβαση της υπαρξιακής του αγωνίας, η ένωσή του με τον Θεό της αγάπης.

Αυτή την Ορθοδοξία οφείλουμε να εκπροσωπούμε στην Ευρώπη και σε ολόκληρη την οικουμένη. Ας μην ανησυχούμε διότι δεν ανήκουμε στην πλειοψηφία. Το ζητούμενο είναι να γίνουμε ένας δημιουργικός πυρήνας που θα βοηθήσει την Ευρώπη να ανακαλύψει και να αναπτύξει τα καλύτερα στοιχεία της κληρονομιάς της και να προχωρήσει σε μία νέα πνευματική ακμή.

Σημειώσεις
i. Γ. Θεοτοκάς, «Ελεύθερο πνεύμα», Εστία, Αθήνα 1988, σ. 8‐9.
ii. Αναστασίου (Γιαννουλάτου), Ίχνη από την αναζήτηση του Υπερβατικού, Ακρίτας, Αθήνα, 32005, σελ. 28.
iii. A Handbook of Churches and Councils, Profiles of Ecumenical Relationships (compiled by H. van Beek), WCC, Geneva 2006, σελ. 455.
iv. G. Davie, Religion in Modern Europe. A Memory Mutates, Oxford University Press, Oxford 2000, σελ. 10.
v. G. Davie, μν. εργ., σελ. 9‐10.
vi.  A Handbook of Churches and Councils, σελ. 361.
vii. I. Alfeyef, Orthodox Witness Today, WCC Geneva 2006. Πρβλ. A. Dierkens (ed.), Pluralisme religieux et laïcité dans l’Union européenne, éd. Université de Bruxelles, Bruxelles 1994.
viii. Αναστασίου (Γιαννουλάτου), μνημ. εργ. σελ. 389.
ix. Μ. Δεληθανάση, «Θεριεύει η Ισλαμοφοβία στην Ευρώπη», Εφημ. Καθημερινή, 14.1.2007.
x. Νικηφόρου του Ομολογητού (*849), Επιστολή Κανονική ‐ Ερώτησις Δ . Αμ. Αλιβιζάτου, Οι Ιεροί Κανόνες, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 31996, σελ. 641.
xi. Του αυτού, Κανόνες Ζ , κανών Α , ενθ’ αν. σελ. 628.
xii. Βλ. Άρθρα διαφόρων, Ορθόδοξη Θεολογία και Οικουμενικός Διάλογος (επιμ. Π. Βασιλειάδη), Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2005.
xiii. Αντιδράσεις σ’ αυτές βλ. Ανακοίνωση των Μονών του Αγίου Όρους για τις ως άνω κινήσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας Ελλάδος με το Βατικανό. ‐ Εφημ. Ελεύθερος, 4.1.2007.
xiv. Σημειώνω χαρακτηριστικά τα λόγια ενός από τούς διακεκριμένους θεολόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, του Καθηγητού και Ακαδημαϊκού Ιωάννου Καρμίρη σε μια από τις τελευταίες του ομιλίες στην Ακαδημία Αθηνών («Η παγκοσμιότης τής εν Χριστώ σωτηρίας»): «Ου μόνον οι χριστιανοί αλλά δύνανται να γίνωνται και οι μη χριστιανοί, οι άπιστοι η τα έθνη ‘συγκληρονόμα και σύσσωμα και συμμέτοχα της επαγγελίας εν Χριστώ Ιησού’ (Εφεσ. 3:6) δια της Εκκλησίας εις την οποίαν δύνανται να ανήκωσι αοράτως και οι εθνικοί, οι ετερόδοξοι, επί τη βάσει και δυνάμει της εαυτών πίστεως και της χορηγουμένης αυτοίς δωρεάν υπό του Θεού σωτηρίου χάριτος των εχουσών οιονεί εκκλησιαστικόν χαρακτήρα» ‐ I.N. Καρμίρη, «Η παγκοσμιότης της εν Χριστώ σωτηρίας», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, έτος 1980, τομ. 55, Αθήναι 1981, σελ. 261‐289. Του αυτού, Η σωτηρία των εκτός τής Εκκλησίας ανθρώπων του Θεού», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, έτος 1981, τομ. 56, Αθήναι 1982, σελ. 391‐434.
xv. «Μήνυμα αγάπης χωρίς διακρίσεις στέλνουν οι προκαθήμενοι των Ορθοδόξων Εκκλησιών από τα Ιεροσόλυμα», εφημ. Καθημερινή8.1.2000. Ελευθεροτυπία 8.1.2000.
xvi. D. Staniloae, Theology and the Church, St. Vladimir’s Seminary, Crestwood, New York 1980, σελ. 226.
xvii. Der Untergang des Abendlandes, 2 Τόμοι, 1η εκδ. Μόναχο 1918‐22.
xviii. A Study of History, abridged ed., Oxford 1987.

Ομιλία κατά την τελετή αναγόρευσής του Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστασίου, Ομοτίμου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών και Επιτίμου Μέλους της Ακαδημίας Αθηνών σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (Κέρκυρα, 20.3.07)