Η θεολογία του αγνωστικιστικού ουμανισμού στο έργο του John Steinbeck [Β΄]

5 Νοεμβρίου 2012

Οι απόψεις του περί ιδιοκτησίας βρίσκονται στις παρυφές της μαρξιστικής ουτοπίας, καθώς η γη και τα μέσα παραγωγής θα πρέπει να ανήκουν σε όλους, η γη να είναι δική μας και το τραπέζι να είναι δικό μας και όχι δική μου και δικό μου. Η εκβιομηχάνιση της γεωργίας που ακολούθησε το κραχ του 29 οδήγησε σε απόγνωση τους μικροκαλλιεργητές γεωργούς, οι οποίοι, αδυνατώντας να εξοφλήσουν την Κτηματική Τράπεζα, έχασαν τις περιουσίες τους και οδηγήθηκαν σε εσωτερική μετανάστευση προς την Καλιφόρνια, υποκύπτοντας σε πρακτικές εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης. Αυτή η κατάσταση, κατά τον Steinbeck, έχει μία και μόνη διέξοδο. Το πέρασμα του εξαθλιωμένου και πεινασμένου από το «εγώ» στο «εμείς». Στην κατανόηση της αιτίας και του αποτελέσματος. Η αιτία είναι η κατοχή των αγαθών και η πλεονεξία των ιδιοκτητών και των πλουσίων. Το αποτέλεσμα, ο Πέϊν, ο Μαρξ, ο Τζέφερσον, ο Λένιν, η δράση.[35]

Στο κεφάλαιο 20, η δράση παίρνει περιεχόμενο συγκεκριμένο και ταυτίζεται με την έννοια της ανθρωπιάς, της διατήρησης της ανθρωπιάς. Αυτή η ανθρωπιά σημαίνει αντίσταση σε οποιονδήποτε επιβουλεύεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ακόμη και αν αυτός είναι αστυνομικός.[36] Η ελπίδα για μια ανθρώπινη κοινωνία, όπου οι άνθρωποι θα ζουν με δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια, θα κατατεθεί, ως σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στα επόμενα κεφάλαια, μέσα από την λειτουργία ενός συνοικισμού μεταναστών και καταφρονημένων εργατών, όπου τα πάντα λειτουργούν με έννοιες αυτοδιαχείρισης και αυτοοργάνωσης.[37] Η κοινωνική ουτοπία είναι κάτι παραπάνω από εμφανής και στηρίζεται, όπως, άλλωστε, στους περισσότερους κοινωνικούς διανοητές στη λαϊκή δράση και τη μαζική συμμετοχή. Η αντίσταση του ανθρώπου απέναντι σε πρακτικές που καταπατούν την αξιοπρέπειά του είναι αυτή που «θεριεύει» τον αγώνα κατά των πλουσίων μεγαλοϊδιοκτητών και τσιφλικάδων. Η απόπειρα μίμησης τών Thomas More και Karl Marx στηρίζεται στην ελπίδα πως:

«οι πλούσιοι έρχονται μια στον κόσμο και πεθαίνουν και τα παιδιά τους δεν αξίζουν τίποτα, και πεθαίνουν και αυτά. Μα εμείς δεν θα στερέψουμε ποτέ… Έρχονται άλλοι καιροί, τα πράγματα θ’αλλάξουν… Τραβάμε πάντα εκεί που θέλουμε, ακόμη κι αν χρειάζεται να συρθούμε χάμω για να βρούμε το δίκιο μας».[38]

          Έτσι, ο φτωχός αρχίζει να περιπλανιέται και στην περιπλάνησή του, στην πορεία του προς την αναζήτηση του άρτου του επιούσιου. Στην έξοδό του από τη μιζέρια, δημιουργείται ένας λαός νομαδικός που τριγυρίζει, ψάχνοντας για δουλειά, διατηρώντας ένα οξύ αισθητήριο: πόσο γελοία είναι η βιομηχανοποίηση της ζωής.[39] Μετανάστες στον ίδιο τον τόπο τους, πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι, αντιμέτωποι με το ίδιο τους το έθνος, τους ίδιους τους συμπατριώτες τους, τους μεγαλοϊδιοκτήτες συμπατριώτες τους. Χαρακτηρισμένοι ως Όκιοι, θεωρούμενοι ως αμόρφωτοι, έκφυλοι, κολασμένοι, κλέφτες, μολυσμένοι, απέναντι σε οργανωμένους σε ουλαμούς με όπλα και κονταρόξυλα ντόπιους συμπατριώτες τους, θυμίζουν την μεταγενέστερη καζαντζάκεια διηγηματογραφία των προσφύγων που ζητούν ένα κομμάτι ψωμί από τους ομόθρησκους και ομοεθνείς κατοίκους της Λυκόβρυσης και αντ’αυτού εισπράτουν την οργανωμένη επίθεσή τους. Όμως, η πείνα γεννά θυμό. Θυμό για τον αποθηκευμένο πλούτο στα χωράφια και στις σιταποθήκες από τη μια και στα ραχιτικά παιδιά της φτωχολογιάς με τις φουσκάλες της πελάγρας από την άλλη.

Ο Steinbeck βάζει τα εξής λόγια στο στόμα του πάστορα και τα οποία θυμίζουν κατά πολύ τις απόψεις των Πατέρων για τους πλουσίους:

«Αν έχει ανάγκη ένα εκατομμύριο στρέμματα για να νιώσει πλούσιο τον εαυτό του, φαντάζομαι πως το έχει ανάγκη, γιατί νιώθει μέσα του τρομερά φτωχός, κι αν είναι μέσα του φτωχός, όσα εκατομμύρια στρέμματα και αν έχει, δε θα τον κάνουν να νιώσει πλούσιος, πλούσιος, όπως, η κυρία Γουίλσον, τότε που έδωσε το τσαντίρι της σαν πέθανε ο παππούς. Δεν πασχίζω να κάνω κηρύγματα τούτη τη στιγμή, μα δεν είδα ποτέ μου άνθρωπο που να καταγίνεται να μαζώνει πλούτη και να μην είναι ἀπογοητευμένος»[40]

και σε άλλο σημείο:

«Παρακαλέστε τον Θεό να ’ρθει μια μέρα που οι καλοί άνθρωποι να μην είναι όλοι τους φτωχοί. Παρακαλέστε τον Θεό να ’ρθει μια μέρα που ένα παιδάκι θα μπορεί να τρώει».[41]

1.1. Κοινότητα αυτοδιαχείρισης.

Ο Steinbeck, προτείνει, ως κοινωνικό μοντέλο αντιμετώπισης της φτώχειας, την αυτοδιαχείριση από τους φτωχούς κοινοτήτων, οι οποίες, υπό την κρατική επίβλεψη και επιστασία και την μερική χρηματοδότηση, θα φροντίζουν για τη θεραπεία και την ανακούφιση των ανθρώπων από φαινόμενα κοινωνικής αδικίας. Η δομή και η οργάνωση θυμίζει άλλες ουτοπικές ανθρώπινες προτάσεις για κοινωνική οργάνωση με βάση την ισότητα και την ισοτιμία των ανθρώπων, όπως αυτές του Δημοκρίτου, τής Πολιτείας του Πλάτωνα, των Στωϊκών, της Ουτοπίας του Thomas More, του Saint-Simon.

Στην αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα υπάρχει Κεντρική Επιτροπή, η οποία εκλέγεται από τους ίδιους και είναι υπεύθυνη για την τάξη και την οργάνωσή της. Υπάρχει, επίσης, επιτροπή γυναικών η οποία φροντίζει για τα θέματα των γυναικών και των παιδιών. Κυρίως, όμως, δεν υπάρχει αστυνομία και κανένας αστυνομικός δεν έχει το δικαίωμα να εισέλθει στην κοινότητα χωρίς ένταλμα. Στους παραβάτες γίνονται συστάσεις και αν δεν υπάρξει συμμόρφωση τότε αποβάλλονται της κοινότητας.

          Οικονομικά, ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και δεν υπάρχει η έννοια της κοινοκτημοσύνης η μιας κομμουνιστικώς οργανωμένης κοινωνίας. Γι’ αυτούς που δεν έχουν χρήματα και πεινάνε υπάρχει πίστωση πέντε δολαρίων για τρόφιμα με εγγυητή την κοινότητα.[42] Όποιος δεν μπορεί να πληρώσει το ενοίκιο προσφέρει  προσωπική εργασία σε έργα κοινής ωφελείας μέσα στην κοινότητα. Το όλο εγχείρημα φαίνεται να είναι υπό κρατική μέριμνα και επίβλεψη. Υπάρχουν χώροι υγιεινής για άνδρες και γυναίκες με τρεχούμενο ζεστό νερό. Νοσοκόμοι επισκέπτονται τακτικά την κοινότητα για συμβουλές. Χώρος για τη θρησκεία και παρουσία θρησκευτικών παραγόντων υπάρχει μόνο και εφ’όσον οι πάστορες που έρχονται να κηρύξουν δεν ζητούν χρήματα για τις ιεραποστολές.[43]

          2. Λατρεία, σύμβολα, θάνατος.

        Ο Steinbeck με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στέκεται, επίσης, επικριτικά σε ότι έχει σχέση με τις τελετουργίες και τη λατρεία. Περιγράφει με προσωπική απέχθεια το τελετουργικό του γάμου στην Εκκλησία των Διαμαρτυρομένων, κατανοεί το γεγονός ότι ο φόβος οδηγεί πολλές φορές τους ανθρώπους στην αναζήτηση του Θεού για συμπαράσταση και παρηγοριά και ειρωνεύεται (παρ’ ότι ο ίδιος Προτεστάντης) την απουσία θρησκευτικών συμβόλων και εικόνων στους Προτεστάντες.[44] Αυτή η απουσία απογοητεύει το θρησκευόμενο άνθρωπο και τον οδηγεί σε εκτροπή από το θρησκευτικό γεγονός:

«Κάτι δεν πάει καλά εδώ» σκέφτηκε. «Γιατί να υποστούμε όλα αυτά για να βρούμε το γάμο μας; Εδώ στην εκκλησία σκέφτηκα πως υπάρχει μια ομορφιά που μπορεί να τη βρεις, αλλά ήταν μόνο μια σατανική λατρεία».[45]

Η αναζήτηση του συμβόλου, του θρησκευτικού συμβόλου, εμφανίζεται και ικανοποιείται τελικά μέσα από το άκουσμα της καμπάνας. Ο Τζόζεφ νιώθει εξιλεωμένος από τη θανατική και πνικτική ατμόσφαιρα του γάμου, αισθανόμενος την παρουσία της φύσης μέσα από το σιδερένιο ήχο της καμπάνας:

«Αυτό είναι κάτι δικό μου και το καταλαβαίνω. Αγαπημένες καμπάνες που βροντοκτυπάτε το κορμί σας με τη ξετρελαμένη καρδιά σας! Είναι οι μπαγκέτες του ήλιου, που κτυπούν την καμπάνα του ουρανού μες στο πρωϊνό  εἶναι και ο μουντός κτύπος της βροχής πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά της γης-φυσικά, το ξέρω-αυτό που μαστιγώνει τον παιδεμένο αέρα αστραπές… Οι καμπάνες είναι καλές… Οι καμπάνες είναι οι ιερές».[46]

Η αναζήτηση του συμβόλου από τον άνθρωπο γίνεται, κατά τόνSteinbeck, επιτακτική ανάγκη για τον άνθρωπο που αναζητά τους λόγους της ύπαρξής του, η αναζητά να δώσει σημασία και έννοια στις υπαρξιακές του αναζητήσεις:

«Ο Χριστός που σταυρώθηκε, ίσως, να είναι περισσότερο από ένα σύμβολο του κάθε πόνου. Μπορεί να περιέχει στ’αλήθεια όλο τον πόνο. Κι ένας άνθρωπος που στέκεται στην κορφή ενός λόφου με τα μπράτσα του ορθάνοικτα, ένα σύμβολο του συμβόλου, κι αυτός μπορεί να είναι μια δεξαμενή όλου του πόνου που έχει ποτέ υπάρξει… Ο Χριστός στο λίγο διάστημα που έμεινε καρφωμένος, είχε μέσα στο σώμα Του όλο τον πόνο που είχε ποτέ υπάρξει, και μέσα Του ήταν ατάραχος».[47]

Δεν κάνει πάντως το ίδιο, όταν πρόκειται για το γεγονός του θανάτου, το οποίο συνδέει απόλυτα με την ύπαρξη του Θεού. Ο Steinbeck συνδυάζει την τραγικότητα του γεγονόνος με την αναγκαιότητα, που αισθάνεται ο άνθρωπος, αυτή τη στιγμή, να απευθυνθεί στον Θεό, να νιώσει την παρουσία του Θεού. Ο επίμονος αγνωστικισμός του πάστορα,[48] υποχωρεί μπροστά στην πεισματική και απαιτητική συμπεριφορά της γιαγιάς για προσφυγή στην προσευχή, η οποία αποτελεί την ύστερη πλέον ελπίδα ζωής. Η υστερική συμπεριφορά του ανθρώπου, που βλέπει ότι το αγαπημένο του πρόσωπο, ο σύντροφος της ζωής του χάνεται, ο πανικός, ο οποίος εκδηλώνεται λόγο της απόλυτης αδυναμίας του ανθρώπου να αντισταθεί στο δεδομένου του θανάτου αναγκάζει τον πάστορα να υποχωρήσει και να αρχίσει να απαγγέλει το «Πάτερ ημών» μέσα από διακοπές, οι οποίες οφείλονταν είτε στον επιθανάτιο ρόγχο του ετοιμοθάνατου είτε στην εκστατική προσευχητική συμμετοχή της γιαγιάς στην απαγγελία:

«Μια προσευχή. Εσένα μιλώ-μια προσευχή. Μια προσευχή, σου λέω». Η Σέρι προσπαθούσε να την κρατάει σε απόσταση. «Πες μια προσευχή, καταραμένε!» φώναξε η γιαγιά.

Ο Κέϊσι (πάστορας) την κοίταξε για μια στιγμή. Η στριγκιά ανάσα έβγαινε πιο ηχερή και ακανόνιστη. «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου…».

«Δόξα εν υψίστοις!» φώναξε η γιαγιά.

«Ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου… ως εν ουρανώ… και επί της γης…».

………………………………..

«Αλληλούια!» είπε η γιαγιά. «Λέγε παρακάτω».

«Αμήν» είπε ο Κέισι.[49]

Προς το τέλος του διηγήματος, Σ’εναν άγνωστο Θεό, ο Τζόζεφ παρ’ότι αρνείται την υπάρξη λατρείας και τελετουργικών πράξεων, επισκέπτεται τον ρωμαιοκαθολικό ιερέα της περιοχής, για να τον πείσει να κάνει προσευχή λιτανείας. Ο ιερέας θεωρεί ότι ο Τζόζεφ μετανόησε για την εκτροπή του προς την ειδωλολατρεία, όμως, η εμμονή του δευτέρου, για προσευχή με σκοπό τη σωτηρία της γης, οδηγεί τελικά σε σύγκρουση και ο Τζόζεφ επιστρέφει στον τόπο της ξηρασίας.[50] Ο Steinbeck εδώ δίνει προτεραιότητα στην φύση και όχι στην ψυχή, ενώ τον ίδιο δρόμο φαίνεται ότι ακολουθεί και στο Σταφύλια της Οργής. Εκεί, όμως, ο ιερέας μετατρέπεται σε ένα ριζοσπάστη κοινωνιστή και ανθρωπιστή, ο οποίος ενδιαφέρεται αποκλειστικά για κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ εδώ ο ήρωας μετατρέπεται σε «ιερέα» της φύσης για τη σωτηρία της. Οι Ινδιάνοι, που διαισθάνονται το νέο του ρόλο, τον καλούν στο σπίτι τους και παρ’ ότι εκχριστιανισμένοι του ζητούν να ευλογήσει το μωρό τους, δίνοντας σε αυτό το όνομά του.[51] Ο ίδιος αντιλαμβάνεται και αποδέχεται  το νέο του ρόλο, αυτού του «ιερέα» της φύσης και θυσιάζει ένα μοσχάρι για τη σωτηρία της.. Όταν, όμως, συνειδητοποιεί ότι κάτι τέτοιο δεν αρκεί, τότε επιστρέφει στο βράχο-βωμό και θυσιάζει τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Steinbeck δε διευκρινίζει αν μια τέτοια πράξη ήταν αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής ή  αποτέλεσμα ψυχικής διαταραχής του ήρωα υπό την πίεση της ανάγκης για σωτηρία της φύσης. Στο τέλος ο ήρωας ταυτοποιείται με τη φύση και τα φυσικά φαινόμενα, με τη βροχή, τη γη, το χορτάρι. Η βροχή έρχεται και οι άνθρωποι ευτυχισμένοι επιδίδονται σε παλαιά παγανιστικά και ειδωλολατρικά έθιμα βάζοντας κατά μέρος τη χριστιανική πίστη και ηθική. Ο ρωμαιοκαθολικός ιερέας αισθάνεται τελείως ανήμπορος να παρέμβει και σε μια αποστροφή του μυαλού του για τον Τζόζεφ Γουέην σκέφτεται ως εξής:

«Αυτός ο άνθρωπος θα ’ναι τώρα πολύ ευτυχισμένος».[52]

3. Πουριτανική ηθική και αμαρτία.

Ο Steinbeck, περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο τις πουριτανικές θέσεις, για τις σχέσεις περί ηθικής, σεξουαλικότητας και αμαρτίας, σύμφωνα με τις οποίες, για παράδειγμα, δεν επιτρέπονται αγκαλιαστοί χοροί, καθώς τέτοιους χορούς δεν τους αγαπά ο Θεός.[53] Ο Θεός θέλει μόνο ψαλμούς και ύμνους και το θέατρο, επίσης, απαγορεύεται, καθώς οι ηθοποιοί παρουσιάζονται διαφορετικοί απ’ότι τους έπλασε ο Θεός.[54] Ο οποιοσδήποτε παραβαίνει τους νόμους του Θεού, τιμωρείται από τον ίδιο τον Θεό με θάνατο. Κυρίαρχη, επίσης, η πουριτανική αντίληψη ότι οι απεσταλμένοι του Θεού βοηθούν το Χριστό να βλέπει, ο,τι γίνεται μέσα στην κοινωνία. Οποιαδήποτε προσέγγιση της αμαρτίας με κοινωνικό περιεχόμενο, όπως αμαρτία είναι να πεινάς η αμαρτία είναι να παγώνεις απ’ το κρύο, θεωρείται έργο του σατανά και αυτοί που υποστηρίζουν τέτοιες απόψεις είναι εκπρόσωποι του διαβόλου.[55] Όποιος δε, δεν εκκλησιάζεται είναι αμαρτωλός[56] και θα καεί στην κόλαση.[57] Τυχαία περιστατικά που οδηγούν σε θάνατο όπως μια ξαφνική ασθένεια εκλαμβάνονται ως αμαρτία και δημιουργούν αισθήματα ενοχής και κοινωνικής αποξένωσης η υπερπροστασίας ως αντίδοτο στο λάθος που προηγήθηκε.[58]

Ο Steinbeck διαπραγματεύεται, επίσης, ένα από τα πιο «καυτά» θέματα σχέσεων ανθρώπου και θρησκείας, αυτό της σεξουαλικότητας. Ο άγαμος πάστορας υποστηρίζει ότι αν και η ανθρώπινη σεξουαλικότητα και η ερωτική σχέση εκτός γάμου είναι αμαρτία και έργο του διαβόλου, εν τούτοις, ο ίδιος κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία παραβίαζε το θέλημα του Θεού. Αυτή η ενοχική παραβατικότητα, του δημιουργούσε τύψεις συνείδησης και απετέλεσε, τελικά, τον κύριο λόγο, για τον οποίο εγκαταλείπει την ποιμαντική και ιεραποστολική του δραστηριότητα, καθώς επί πλέον πιστεύει ότι οι λατρευτικές συνάξεις εξάπτουν τον ερωτικό πόθο σε αυτόν και στις γυναίκες. Το ερώτημα για το αν η ανθρώπινη σεξουαλικότητα αποτελεί αμαρτία τίθεται ως εξής:

«Πώς γίνεται, τότε ίσια-ίσια που πρέπει ένας άνθρωπος να είναι σαν το μουλάρι ανεπηρέαστος από την αμαρτία και η ψυχή του να πλημμυρίζει από τον Ιησού Χριστό, πώς γίνεται ίσια-ίσια, να ψαχουλεύει τα κουμπιά του παντελονιού του;»[59]

Η απάντηση, που δίνει ο ίδιος ο πάστορας στο ερώτημα, εμπεριέχει την όλη νατουραλιστική ανθρωπολογία του Steinbeck:

«Στο διάβολο όλα τούτα! Ούτε αμαρτία υπάρχει ούτε αρετή. Πράγμα που είναι στο φυσικό του ανθρώπου, να το κάνει. Κι απ’όσα κάνουν οι άνθρωποι, άλλα είναι καλά και άλλα δεν είναι καλά-πέρα από τούτο, κανένας δεν έχει το δικαίωμα να πει άλλο λόγο».[60]

Στο Σ’ενα άγνωστο Θεό, ο αδελφός του Τζόζεφ, ο Μπώρτον, είναι αυτός που εκφράζει τη θρησκευτική, χριστιανική, πουριτανική ηθική της Αμερικής. Σκληρή είναι, επίσης, η στάση του έναντι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αρνείται οποιαδήποτε συναναστροφή με πιστούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, θεωρεί προσβολή οποιαδήποτε επαφή με αυτούς, την λατρεία τους και τις ιερές τους ακολουθίες. Τις χαρακτηρίζει, ως τελετές του διαβόλου, τις δε εικόνες και τον ξύλινο Εσταυρωμένο, ως προσκύνηση των ειδώλων.[61]  Είναι αυτός, ο οποίος αποφεύγει το  πονηρό και αυτός, ο οποίος συνδυάζει το πονηρό η το ταυτίζει με όλες σχεδόν τις στενές ανθρώπινες επαφές, θεωρώντας ότι και στο πλαίσιο ακόμη του γάμου και της συζυγίας, η αγαμία είναι μια φυσική κατάσταση και η ανθρώπινη σεξουαλικότητα έχει ως μοναδικό σκοπό την αναπαραγωγή του ανθρώπου. Ασθενικός χαρακτήρας, θεωρεί ότι η κακή κατάσταση της υγείας του αποτελεί απόδειξη του γεγονότος ότι ο Θεός τον σκέφτεται αρκετά και γι’αυτό τον θέτει σε δοκιμασίες (όπως τον Ιώβ στην Π.Δ). Λειτουργεί κατευναστικά έναντι των σεξουαλικών επιθυμιών της γυναίκας του και προσεύχεται, όταν αυτή παραληρεί υπό την πίεση των ορμών και των επιθυμιών.[62] Η απέχθεια του για οτιδήποτε έχει να κάνει με τη σεξουαλικότητα είναι τόσο ακραία πουριτανική, που απορρίπτει ακόμη και την παρουσία του ανθρώπου κατά το ζευγάρωμα των ζώων. Οποιοσδήποτε λογισμός για σεξουαλική αναπαραγωγική πράξη, (δεν γίνεται κανένας λόγος ούτε για ερωτική ούτε για αγαπητική σχέση), θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με την προσευχή.[63]

Στην περίπτωση, όμως, της ερωτικής σχέσης του Τζόζεφ και της Ράμα (νύφη του Τζόζεφ, γυναίκα του αδελφού του, του Τόμας) η ανθρώπινη σεξουλικότητα παίρνει, κατά τόν Steinbeck, διαστάσεις λύτρωσης του ανθρώπου από τον πόνο και τη λύπη του θανάτου. Η ερωτική συνέρευση του Τζόζεφ και της Ράμα, μετά το θάνατο και αμέσως μετά τη κηδεία της γυναίκας του πρώτου, παρουσιάζεται ως λύτρωση και ως ανάγκη εκτόνωσης για τον άνδρα και ως λύση για την προϋπάρχουσα ερωτική επιθυμία της γυναίκας για τον κουνιάδο της. Ο Steinbeck, από τον ερχομό ήδη της γυναίκας του Τζόζεφ, της Ελίζαμπεθ, αφήνει να διαφανεί αυτή η ανεκπλήρωτη ερωτική επιθυμία της νύφης για τον κουνιάδο της, στο διάλογο ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Ο απέραντος εκφραστικότατος θαυμασμός της Ράμα για τον Τζόζεφ, αλλά παράλληλα και η έντονη παρουσία του φόβου, ως συναίσθημα που εμποδίζει τη κατανόηση του άλλου, οδηγεί την γυναίκα του Τζόζεφ να πει προς τη Ράμα:

«Αγαπάς τον άντρα μου, τον αγαπάς και το φοβάσαι».[64]

Ο θάνατος της Ελίζαμπεθ απελευθερώνει την αγάπη της Ράμα για τον Τζόζεφ, τον ερωτικό πόθο γι’αυτόν και απελευθρώνει την ίδια από το φόβο της γνώσης του πραγματικού Τζόζεφ. Λέει η Ράμα:

«Για μένα ήταν μια πείνα, αλλά για σένα μια ανάγκη. Το μακρύ βαθύ ποτάμι της λύπης άλλαξε κοίτη και ρουφήχτηκε μέσα μου, και η λύπη, που δεν είναι παρά μια θερμή ωχρή ευχαρίστηση, αποσπάσθηκε μέσα μου σε μια στιγμή… Θα μείνει τώρα στη θύμησή μου. Μια φορά η ζωή μου το λαχταρούσε, κι ύστερα, ολόκληρη η ζωή μου αποτραβιέται πεινασμένη. Δεν είναι για σένα. Τώρα φαίνεται αρκετό, ίσως και να ’ναι, αλλά φοβάμαι πως θα γεννοβολήσει επιθυμίες, κι η κάθε μια θα ’ναι μεγαλύτερη από τη μάνα της».

«Δεν θέλω τίποτα πια. Ξαναβρήκες τον εαυτό σου. Ήθελα νά’μαι ένα μέρος του εαυτού σου, κι ίσως νά’μαι. Ωστόσο δεν το νομίζω».[65]

Το ερωτικό στοιχείο, ανάμεσα στον Τζόζεφ και τη Ράμα, εμφανίζεται και πάλι την ημέρα της φυγής από τον τόπο της ξηρασίας του Τόμας και της Ράμα. Ο λογισμός της γυναίκας αδυνατεί να κατανοήσει την εμμονή του Τζόζεφ να παραμείνει σ’ένα τόπο όπου δεν υπάρχει πλέον τίποτα. Αποχαιρετιστήριο δώρο του Τζόζεφ, για τη Ράμα, είναι το μωρό, που απέκτησε με την Ελίζαμπεθ. Η Ράμα το δέχεται, γιατί είναι κάτι δικό του και το θέλει για εκείνη την ίδια. Όταν, όμως, ο Τζόζεφ τη ρωτά αν τον αγαπά και γι’ αυτό θέλει το παιδί, εκείνη ξεσπά με οργή, κατανοώντας πως ποτέ πια δεν θα γίνει δικός της, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να τον έχει μαζί της, λέγοντάς του:

«Όχι, λίγο ακόμη θέλω για να σε μισήσω».[66]

Στο Μπώρτον φαίνεται, επίσης, κυρίαρχη η βιβλική παλαιοδιαθηκική άποψη ότι η αμαρτία του ενός, του ηγέτη, του αρχηγού δεν αγγίζει μόνο τον ίδιο, αλλά μεταφέρεται στη συνέχεια και στους υπολοίπους, ως κοινωνικό κακό:

«Επειδή ανοίγεις την πόρτα στο πονηρό. Ένα τέτοιο κάμωμα δε θα μείνει ατιμώρητο». Ο Τζόζεφ γέλασε. «Τότε» είπε «ας τιμωρηθώ». «Μα δεν καταλαβαίνεις Τζόζεφ πως δεν πρόκειται μονάχα για σένα! Όλοι μας θα καταστραφούμε». «Ώστε προστατεύεις τον εαυτό σου, Μπώρτον;». «Όχι. Προσπαθώ να προστατέψω όλους μας…».[67]

Η θέση του Steinbeck για την αμαρτία ολοκληρώνεται στο τέλος του συμβάντος της σύγκρουσης ανάμεσα στα δύο αδέλφια. Η γυναίκα του, η Ελίζαμπεθ, τον ρωτά εάν κάνει αμαρτωλά πράγματα και εκείνος μετά από μια στιγμιαία συλλογή απαντά:

«Όχι. Δεν είναι αμαρτωλά. Αν έκανε ο Μπώρτον αυτό που κάνω, θά’ταν αμαρτία…».[68]

Ο Steinbeck αφήνει για πρώτη φορά να εννοηθεί ότι ασπάζεται την άποψη ότι μια πράξη είναι αμαρτία όταν εσύ ο ίδιος πιστεύεις ότι αυτό που κάνεις είναι αμαρτία. Αντίληψη, η οποία επαναλαμβάνεται συνεχώς στο Στα σταφύλια της οργής με φράσεις όπως:

          «ο άνθρωπος φτιάχνει μοναχός του τις αμαρτίες του»[69] και

          «ο άνθρωπος αμαρτάνει όποτε θαρρεί ο ίδιος πως αμαρτάνει»[70]

Η άποψη του Steinbeck στο Τα Σταφύλια της οργής για την αμαρτία είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη. Δεν υπάρχει αμαρτία χωρίς προϋποθέσεις. Μια, οποιαδήποτε πράξη καθορίζεται η δεν καθορίζεται ως αμαρτία, μόνο κάτω από τη γνώση των συνθηκών και των προϋποθέσεων. Η εκβιομηχάνιση της γεωργίας, με στόχο το όλο και περισσότερο κέρδος, θεωρείται ως «αμαρτία», καθώς οδηγεί στην πείνα χιλιάδες ανθρώπους. Η πείνα δεν προέρχεται από τη μείωση των αναγκών για εργατικά χέρια, αλλά, κυρίως, μέσα από την κοινωνική αποσύνθεση που συντελείται με την καταστροφή χιλιάδων τόνων γεωργικών προϊόντων σε χωματερές και σκουπιδότοπους. Ένα εκατομμύριο πεινασμένοι έχουν ανάγκη φαγητού, το οποίο πετιέται η ραντίζεται με πετρέλαιο για να μην τρώγεται. Όμως, ο λαός βλέπει αυτή την κοινωνική και ηθική χρεοκοπία και μέσα στην ψυχή του

«μεστώνουν και βαραίνουν τα σταφύλια της οργής, βαραίνουν για τον τρύγο».[71]

Ο Steinbeck «καθοδηγεί» τον πάστορα στο πέρασμά του από την ατομική ηθική και ενοχική έννοια της πουριτανικής αμαρτίας, στην αναζήτηση της αμαρτίας, ως κοινωνικής προέκτασης της ανθρώπινης πράξης. Ανάλογα με το πως και υπό ποιές συνθήκες συντελείται η ανθρώπινη πράξη, ανάλογα την ανάγκη η τις ανάγκες που οδηγούν τον άνθρωπο στην αμαρτία, χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος ως καλός η κακός. Η πράξη, αυτή καθ’εαυτή, δεν απομονώνεται από το περιβάλλον η το χώρο μέσα στον οποίο συντελείται για να χαρακτηρισθεί, αλλά εντάσσεται μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που δραστηριοποιείται και έτσι, ενώ, η σημασία κατ’ουσίαν, είναι σχεδόν αδιάφορη, παραμένει σημαντική, κατ’ενέργειαν, γιατί καθορίζει την ηθική ποιότητα του ανθρώπου. Ο πάστορας μετά την πράξη αλτρουϊσμού και αλληλεγγύης προς τον Τομ, οδηγείται στη φυλακή και εκεί αρχίζει να κατανοεί τις κοινωνικές διαστάσεις που οδηγούν τον άνθρωπο στο κακό και στην αμαρτία. Θεωρεί ότι αιτία του κακού είναι η ανάγκη, η κοινωνική ανάγκη. Έτσι οι άνθρωποι, οι οποίοι βρίσκονται στη φυλακή επειδή δεν είχαν ψωμί να φάνε αυτοί και τα παιδιά τους, δεν είναι ούτε κακοί ούτε αμαρτωλοί, καθώς αυτό το οποίο έκαναν το έκαναν υπό συνθήκες ανάγκης.[72] Μετά τη δολοφονία του, οι απόψεις του αρχίζουν να διαδίδονται ανάμεσα στους εργάτες, ως κηρύγματα αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων:

«Είναι καλλίτερα δυό μαζί παρά ένας μονάχος, γιατί οι δύο έχουν πιο πλούσιες απολαβές απ’τή δουλειά τους. Γιατί αν πέσουν, ο ένας θα βοηθήσει τον άλλο να σηκωθεί, όμως, αλλίμονο σ’εκείνον που θα βρεθεί μονάχος του σαν πέσει, γιατί δε θά’χει κανέναν να τον βοηθήσει να σηκωθεί… Και πάλι, αν δυό πλαγιάζουν μαζί, έχουν ζεστασιά – μα πως να ζεσταθεί κανένας ολομόναχος; Και αν ένας άλλος θελήσει να τον καβαλήσει, οι δύο αντέχουν καλλίτερα, κι ένα τρίδιπλο σκοινί δε σπάζει εύκολα».[73]

«Μπορεί ο άνθρωπος να μην έχει μια δική του ψυχή, μα μόνο ένα κομματάκι από μια μεγάλη ψυχή… και έτσι τότε… θα βρίσκεται αόρατος παντού, θα βρίσκομαι αόρατος παντού, θα βρίσκομαι παντού… όπου κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις. Όπου αγωνίζονται οι πεινασμένοι για να βρουν να φάνε, θα ’μαι και εγώ εκεί. Αν είναι, όπως, τα έλεγε ο Κέϊσι, ε, θα ’μαι κι εγώ μες στη φωνή των οργισμένων ανθρώπων, και… θα ’μαι και μες στο γέλιο των παιδιών, σαν είναι πεινασμένοι και ξέρουν πως το φαγητό είναι έτοιμο. Και όταν πια οι δικοί μας θα τρώνε απ’όσα οι ίδιοι ανάστησαν, και όταν πια θα ζουν μες στα σπίτια που έχτισαν οι ίδιοι -ε, θα βρίσκομαι κι εγώ εκεί».[74]

Ο Steinbeck, αντιλαμβάνεται τη θρησκεία ως αξία, η οποία μπορεί να κατέχει σημαντική θέση στις ανθρώπινες δομές, εάν και εφ’όσον, ως χρηστικό εργαλείο οδηγεί σε ανατροπή της κοινωνικής αδικίας και υπηρετεί τον άνθρωπο και τις κοινωνικές σκοπιμότητες που αυτός θέτει. Αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε θεσμικά και υπαρξιακά αυτή και ο Θεός, που επαγγέλονται οι εκπρόσωποί της, δεν έχει καμία θέση στις κοινωνικές ανθρώπινες νόρμες. Το «θρησκευτικό» οδοιπορικό του Steinbergπερνα από τον αγνωστικιστικό πανθεϊσμό στον αθεϊστικό κοινωνισμό της εποχής του μεσοπολέμου. Το παραμυθητικό θρησκευτικό στοιχείο γίνεται αποδεκτό μόνο σ’ένα μέγεθος, το οποίο έχει μεταφυσική διάσταση, αυτό του θανάτου, ως παρηγορία στη φυσική, βιολογική και πνευματική ανικανότητα του ανθρώπου να τό  αντιμετωπίσει.

Ο ελεγκτικός ηθικός μηχανισμός του πουριτανικού προτεσταντισμού οδηγεί τον πάστορα σε άρνηση της πίστης του σε ένα δεδομένο Θεό με ηθικές σεξουαλικές αναστολές και απαγορεύσεις. Η κοινωνική αδικία, ως υπαρκτή πραγματικότητα ενός κόσμου, που προχωρεί στην εκβιομηχάνιση της γεωργίας, χωρίς τις έννοιες της αγάπης και της κοινωνικής αλληλεγγύης, εγκαταλείποντας κάθε αντίληψη ανθρωπισμού, τον οδηγεί ουσιαστικά στον αλτρουϊσμό, στην αυτοπροσφρά και στην αυτοθυσία. Ο Steinbeck, έστω και έμμεσα, επαναφέρει το θέμα τής  παρουσίας της θρησκείας στα ανθρώπινα κοινωνικά και πολιτισμικά δρώμενα, ορίζοντας με τρόπο καταλυτικό την αρχή ότι, από τη στιγμή που η θρησκεία με τους εκπροσώπους της και ο Θεός που αυτοί εκπροσωπούν αρνούνται την παρουσία τους στο πλευρό των απανταχού καταπιεζομένων, τότε η παρουσία της και η παρουσία τους καθίσταται άσκοπη, καθώς δεν εξυπηρετεί κανένα πρακτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό σκοπό.

Η «θεολογία» του Steinbeck  αποτελεί προϊόν αντίδρασης στο πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και κινείται ο αμερικανικός προτεσταντικός φονταμενταλιστικός ευσεβισμός. Η οποιαδήποτε κριτική θα πρέπει να περιορισθεί στην κατανόηση του κινδύνου μιας μετάβασης από τον ηθικισμό στον κοινωνισμό, όπως θα επισήμανε και ο αείμνηστος καθηγητής Νίκος Ματσούκας.[75] Θα πρέπει, όμως, επίσης να υπογραμμισθεί ότι η θεώρηση του Θεού από τόν Steinbeck βρίσκεται επίσης δομημένη στην ανθρώπινη θρησκευτικότητα, ανάγοντας το ζήτημα της παρουσίας του Θεού στα ανθρώπινα δρώμενα, ως μια αλλοτριωμένη παρουσία και εμπειρία του ανθρώπου για τον Θεό.

Η άρνηση του Θεού από τόν Steinbeck συνδέεται άμεσα με την στρεβλή κατανόηση και εμπειρία του Θεού από τον άνθρωπο. Εδώ βρίσκεται το θετικό στοιχείο της προσέγγισής του, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι στη συνέχεια αντιμετωπίζει, ορθώς θεολογικά, το θέμα των κοινωνικών δομών, της κοινωνικής αδικίας και της καταπίεσης των φτωχών. Οι ομοιότητες, που εμφανώς υπάρχουν στα δύο αυτά έργα του με την θεολογική σκέψη τών Barth (υποκειμενικότητα της πίστης), Moltmann(θεολογία της επλίδας), Bonhoffer (ο Θεός που πάσχει μαζί με τον κόσμο), και Metz (πολιτική θεολογία: πολιτική και Ευαγγέλιο), θα μπορούσαν να τον κατατάξουν προδρομικά στο ρεύμα της πολιτικής θεολογίας ως θεολογία της επανάστασης, παρ’ότι, όπως ήδη ειπώθηκε, ο αγνωστικισμός του είναι διάχυτος. Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να τον κατατάξει στο ρεύμα της θεολογίας «του θανάτου του Θεού»[76], γιατί έστω και έτσι, η παρουσία του Θεού είναι γι αυτόν αποδεκτή, όταν συνδέεται με τον θάνατο και ως αντίδραση του ανθρώπου στην αδυναμία του να τον κατανοήσει.

Η θέση του Steinbeck για τη θρησκεία είναι απολύτως σαφής. Ή η θρησκεία θα διαφοροποιήσει τη μέχρι τώρα θεσμική της παρουσία σε μια κατεύθυνση κοινωνικής αλληλεγγύης και κοινωνικής δικαιοσύνης στο πλευρό των φτωχών και των αδυνάτων ή δεν υπάρχει πλέον θέση γι’ αυτήν στις δομές, κυρίως τις θεσμικές και πολιτισμικές, της ανθρώπινης κοινωνίας.

[35] τ.1, pp.199-202.

[36] Οι εικόνες καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστατών από αστυνομικό στη χώρα μας, όπως αυτές προβλήθηκαν από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας πριν από λίγο καιρό, μετατρέπει το διήγημα του Steinbeck σε ζωντανή πραγματικότητα παρ’ότι οι διηγήσεις γράφονται 70 χρόνια περίπου πριν και υποδηλώνουν ότι ο αγώνας για αξιοπρέπεια και ελευθερία είναι διαρκής και συνεχής.

[37] τ.1, κεφάλαια 22 καί 24.

[38] τ.2, pp.67-70.

[39] τ.2, p.71.

[40] τ.1, p.272

[41] τ.2, p.17

[42] Το όλο μοντέλο, αρκετά βεβαίως απλουστευμένο, προσομοιάζει σήμερα με την πρόταση και την πρακτική εφαρμογή της αποκαλούμενης Τράπεζας των Πτωχών από το νομπελίστα οικονομολόγο Αμάρτια Σέν.

[43] τ.2, pp.74-123

[44] Σ’ έναν άγνωστο Θεό, p.68.

[45] ibid., p.69

[46] ibidem

[47] ibid., pp.74-75

[48] Τα Σταφύλια της Οργής, ibid., p. 278:

 «Θα ήθελα να πεις μια προσευχή για μένα»

«Δεν ξέρω τι λόγια να πω»

Έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή, και έπειτα πάλι τα άνοιξε.

«Τότε πες την από μέσα σου. Δίχως να μεταχειριστείς λόγια. Μου φτάνει έτσι»

«Δεν έχω κανένα Θεό» είπε ο πάστορας

«Έχεις Θεό. Δε σημαίνει αν δεν ξέρεις τι είδος είναι ο Θεός σου».

[49] ibid., p.185

[50]  Σ’ έναν άγνωστο Θεό, ibid., pp.224-225

[51] ibid., pp.227-228

 [52] ibid., p.235

[53] τ.2, p.103

[54] τ.2, pp. 104, 137.

[55] τ.2, p.105.

[56] τ.2, p.118

[57] τ.2, p.119.

[58] τ.1, p.95: «Όλοι οι άνθρωποι έχουν αμαρτίες. Μια αμαρτία είναι κάτι που το κάνεις δίχως να είσαι σίγουρος αν είναι σωστό η δεν είναι. Αυτοί που είναι σίγουροι πως όλα όσα κάνουν είναι σωστά και δεν έχουν καμιά αμαρτία –ε, κάτι τέτοιους μπάσταρδους, αν ήμουν Θεός, θα τους κάθιζα μια κλωτσιά στον πισινό και θα τους έδιωχνα από τον παράδεισο! Δεν τους χωνεύω κάτι τέτοιους!…».

p.294: «Ο άνθρωπος φτιάχνει μονάχος του τις αμαρτίες του».

βλ.επίσης, τ.2, p.53:

«-Πες τα στον Θεό. Μην στεναχωράς τον άλλο κόσμο με τις αμαρτίες σου. Δεν είναι πρεπούμενο.

-Μου τρώνε τα συκώτια.

-Μην πιάσεις να τα λες. Άμε κάτω στο ποτάμι, χώσε το κεφάλι σου μέσα στο νερό και πες τα να τα πάρει το ρέμα.

– Έχει δίκιο. Ξαλαφρώνει ο άνθρωπος άμα ξομολογηθεί, όμως η αμαρτία του απλώνεται μέσα στον κόσμο».

[59] τ.1, p.38

[60] ibidem

[61] pp.114,120

[62] ibid.,  p.34.

[63] ibid., p.38

[64] ibid., pp.87-93

[65] ibid., pp.178-179

[66] ibid., p.201

[67] ibid., p.149

[68] ibid., p. 151

[69] τ.1, p.295

[70] τ.2, p.53

[71] τ.2, p.155.

[72] τ.2, p.195.

[73] τ.2, p.241.

[74] τ.2, p.243.

[75] Νικολάου Ματσούκα, Οικουμενική κίνηση, Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2007, p.198

[76] Βασικοί εκπρόσωποι είναι οι: T. Altizer, G. Vahamian και ο P. Van Buren.

Πηγή: theo-eco-culture.blogspot.gr/