Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και Τα Ελληνικά Τηλεσκόπια

13 Νοεμβρίου 2012

Το τηλεχειριζόμενο τηλεσκόπιο Αρίσταρχος, στην κορυφή του Χελμού

Πριν από χιλιάδες χρόνια όταν το εξαίσιο θέαμα του νυχτερινού ουρανού οδηγούσε κάποιους άλλους λαούς σε λατρευτικές και δεισιδαίμονες αντιλήψεις, οι Έλληνες οδηγήθηκαν στο διαλογισμό και στη γέννηση της κοσμολογίας.

Οι αστερισμοί για παράδειγμα δημιουργήθηκαν πριν από 4.500 χρόνια για τις ναυσιπλοϊκές ανάγκες των Μινωιτών, του κατ’ εξοχήν ναυτιλιακού λαού της αρχαίας εποχής. Αργότερα, στις ίδιες αυτές ακτές του Αιγαίου, ο Θαλής ο Μιλήσιος (643-548 π.Χ.) υποστήριξε για πρώτη φορά ότι το φως της Σελήνης δεν ήταν παρά το ανακλώμενο φως του Ήλιου, ενώ συγχρόνως αυτός ήταν που πρώτος κατόρθωσε να προβλέψει μια ολική ηλιακή έκλειψη (585 π.Χ.).

Αλλά και στη σύγχρονη εποχή η συμμετοχή του ελληνικού στοιχείου στην ανάπτυξη της αστρονομίας ήταν ιδιαίτερα σημαντική, κι όχι μόνο συμβολικά αλλά και ουσιαστικά. Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, για παράδειγμα, θεμελιώθηκε στις 28 Ιουνίου του 1842, δύο χρόνια πριν από την ίδρυση του πρώτου Αμερικανικού Αστεροσκοπείου στο Χάρβαρντ. Το πρώτο κτίριο του αρχαιότερου ερευνητικού ιδρύματος των Βαλκανίων ιδρύθηκε με δωρεά του βορειοηπειρώτη τραπεζίτη Βαρώνου Γεωργίου Σίνα και χτίστηκε με βάση τα σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Theophil Hansen στο Λόφο των Νυμφών, έναν από τους επτά λόφους της πόλης των Αθηνών. Σταυροειδές και προσανατολισμένο στα 4 σημεία του ορίζοντα, η κατασκευή του πρώτου αυτού κτιρίου ολοκληρώθηκε το 1846.

H οικογένεια Σίνα εξόπλισε και συντήρησε το Ίδρυμα μέχρι το 1884 που το ανέλαβε το Κράτος. Τα πρώτα 50 περίπου χρόνια Διευθυντές του Αστεροσκοπείου ήταν ο Γ. Βούρης, καθηγητής της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Γερμανός αστρονόμος Τζούλιους Σμιντ. Ο Σμιντ, ειδικότερα, χάρη στις αστρονομικές του παρατηρήσεις θα κάνει το Αστεροσκοπείο παγκόσμια γνωστό και μεταξύ άλλων θα σχεδιάσει έναν λεπτομερέστατο χάρτη της Σελήνης. Δυστυχώς μετά το θάνατό του το 1884 και μέχρι το 1891 το Αστεροσκοπείο πρακτικά έκλεισε, με συνέπεια την καταστροφή μεγάλου μέρους του εξοπλισμού του, της βιβλιοθήκης του και των αρχείων του, οπότε τη διεύθυνσή του ανέλαβε ο Δημήτριος Αιγινήτης (1862-1934).

Ο Αιγινήτης, που παρέμεινε διευθυντής μέχρι το θάνατό του το 1934, ανακαινίζει το Ίδρυμα, ιδρύει το πρώτο Σεισμολογικό Δίκτυο και τη Μετεωρολογική Υπηρεσία χάρη στην ουσιαστική οικονομική βοήθεια που προσφέρουν μεγάλοι δωρητές, όπως μεταξύ άλλων οι Δ. Δωρίδης, Α. Συγγρός, Μ. Κοργιαλένιος, Π. Στεφάνοβικ, Ε. Ζαρίφης, Κ. Μαυρομιχάλης, Α. Σκουζές και Ν. Χρυσοβελώνης. Δύο από τα νέα κτίρια σχεδιάστηκαν από τον αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλερ. Αξίζει να αναφερθεί τέλος ότι ο Αιγινήτης διετέλεσε και δυο φορές Υπουργός Παιδείας (1917 και 1926), προκάλεσε τη Συντακτική Aπόφαση της 18ης Mαρτίου 1926, με την οποία ιδρύθηκε η Aκαδημία Aθηνών και συνέβαλε αποφασιστικά στην εισαγωγή στην Ελλάδα του παγκόσμιου χρονομετρικού συστήματος και της ώρας της ανατολικής Ευρώπης (1916), καθώς και του Γρηγοριανού ημερολογίου (1923).

Με τη μετατροπή του σε κρατικό ίδρυμα το 1890, το Αστεροσκοπείο μετονομάστηκε σε Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ), ενώ δημιουργήθηκαν και δύο άλλα τμήματα, το Μετεωρολογικό και το Σεισμολογικό. Μετά το θάνατο του Αιγινήτη το 1934, τη διεύθυνση του ΕΑΑ αναλαμβάνει προσωρινά και μέχρι το 1936 ο Νικόλαος Κριτικός,  όποτε και διορίζεται ο Ηλίας Μαριολόπουλος. Τέλος, το 1937, Διευθυντής του ΕΑΑ διορίζεται ο πλοίαρχος Γεώργιος Χορς. Το 1942 τα τμήματα οργανώθηκαν σε Ινστιτούτα και το 1955 προστέθηκε το Ιονοσφαιρικό Ινστιτούτο.

Το 1946 ο Σταύρος Πλακίδης, προϊστάμενος του Αστρονομικού Ινστιτούτου, ίδρυσε την «Ελληνική Αστρονομική Ένωση» για την εκλαΐκευση της Αστρονομίας στην Ελλάδα, ενώ το σημαντικότερο μέλημά του ήταν η μεταφορά των αστρονομικών παρατηρήσεων από το κέντρο της Αθήνας στην Πεντέλη. Το 1999 τα Ινστιτούτα μετονομάστηκαν σε Ινστιτούτο Αστρονομίας και Αστροφυσικής, Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης, Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, Ινστιτούτο Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης, ενώ το 2003 προστέθηκε και το Ινστιτούτο Αστροσωματιδιακής Φυσικής «ΝΕΣΤΩΡ».

Για τους σκοπούς της επιμόρφωσης και εκλαΐκευσης σε θέματα αστρονομίας, στα πλαίσια του Προγράμματος «Ανοιχτές Θύρες» της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας, δημιουργήθηκε στο Ινστιτούτο Αστρονομίας και Αστροφυσικής το Κέντρο Επισκεπτών (1995), με βασικό μέλημά του τη διάχυση των αστρονομικών γνώσεων στο ευρύ κοινό. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με την οργάνωση σεμιναρίων, διαλέξεων και με νυχτερινές παρατηρήσεις στο εντυπωσιακό κτίριο του τηλεσκοπίου Newall στην Πεντέλη, περίπου 15 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας. Από τα εγκαίνιά του το Σεπτέμβριο του 1995 έως τις μέρες μας, έχουν ξεναγηθεί στο Κέντρο πάνω από 200.000 επισκέπτες από όλη την Ελλάδα και πολλοί ξένοι, ενώ το ειδικό εκπαιδευτικό του πρόγραμμα έχουν παρακολουθήσει μαθητές από περίπου 4.000 σχολεία της Ελλάδας.

Παράλληλα, στους χώρους του Εθνικού Αστεροσκοπείου στο Θησείο, δημιουργήθηκε το Μουσείο Γεωαστροφυσικής, το οποίο περιλαμβάνει μερικά από τα σπανιότερα όργανα χρονομέτρησης, καθώς και άλλα αστρονομικά, μετεωρολογικά και σεισμολογικά επιστημονικά όργανα. Εκτός από τα μεγάλα τηλεσκόπια του 19ου αιώνα εκτίθενται επίσης και μικρότερα, όπως ο «Κύκλος του Borda» κατασκευής 1798, το οποίο χρησιμοποίησε η Γαλλική Χαρτογραφική Εταιρεία για τη χαρτογράφηση του Αιγαίου το 1810, επιστημονικά όργανα του 19ου αιώνα, και φυσικά ο σπουδαιότατος χάρτης της Σελήνης του Σμιντ.

Η δημιουργία ενός Αστροφυσικού Περιπάτου στο Λόφο των Νυμφών του Θησείου, ο οποίος εγκαινιάστηκε το 2008, οφείλεται εν πολλοίς στις ενέργειες του Προέδρου του Αστεροσκοπείου Χρήστου Ζερεφού και στοχεύει στη διατήρηση και ανάδειξη του ιστορικού χώρου του Εθνικού Αστεροσκοπείου. Ο Περίπατος περιλαμβάνει, εκτός από την αποκατάσταση των ιστορικών κτιρίων, την επανάχρησή τους για μουσειακές και εκπαιδευτικές λειτουργίες, καθώς και τη διαμόρφωση του υπαίθριου χώρου για τη δημιουργία μιας διαδρομής σε σχήμα σπείρας και με αναφορές στη γη και στα ουράνια σώματα.

Ένα από τα πρώτα τηλεσκόπια του Αστεροσκοπείου Αθηνών ήταν το διοπτρικό  Τηλεσκόπιο Δωρίδη, το οποίο εγκαταστάθηκε στο κτίριο του Θησείου το 1902, όπου λειτουργεί ακόμη και σήμερα, και πήρε το όνομα του μεγάλου δωρητή του. Το «Τηλεσκόπιο Δωρίδη» ήταν το μεγαλύτερο τηλεσκόπιό μας μέχρι το 1959, όταν στο Λόφο Κουφός της Πεντέλης εγκαταστάθηκε το μεγάλο διοπτρικό τηλεσκόπιο Newall, δωρεά του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ,  σε ένα νέο κτίριο με θόλο διαμέτρου 14 m. Ένα από τα δύο μεγαλύτερα τηλεσκόπια που διαθέτει σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται στον Ψηλορείτη, στην κορυφή Σκίνακα, ύψους 1.750 m και λίγα μόνο χιλιόμετρα μετά τα Ανώγια.

Το κύριο κάτοπτρό του έχει διάμετρο 129 cm, εστιακή απόσταση 9,86 m και λειτουργεί από το 1995 με την ευθύνη των αστρονόμων του Πανεπιστημίου της Κρήτης σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ της Γερμανίας. Το κύριο ερευνητικό του ενδιαφέρον αφορά στον κόσμο των γαλαξιών και τους αστρικούς θανάτους, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό των μελετών του αφιερώνεται στη σύγχρονη οπτική διερεύνηση των αντικειμένων που μελετούν τα διαστημικά παρατηρητήρια ακτίνων Χ, όπως το «Τσάντρα». Παρομοίου μεγέθους μ’ αυτό της Κρήτης είναι και το «Κοργιαλένιο Τηλεσκόπιο» των 123 cm που ανήκει στο Εθνικό Αστεροσκοπείο και είναι εγκατεστημένο από το 1975 στο Κρυονέρι Κορινθίας σε υψόμετρο 930 m.

Η επιστημονική μελέτη του ουρανού στην Ελλάδα από το 2007 γνωρίζει ήδη μια νέα μεγάλη άνθηση με την εγκατάσταση του «τηλεσκοπίου Αρίσταρχος» στην κορυφή του Χελμού (σε υψόμετρο 2.453 m)! Το νέο αυτό τηλεσκόπιο είναι το μεγαλύτερο τηλεσκόπιο στη χώρα μας με διάμετρο κατόπτρου 2,30 m, ύψος 8,40 m και συνολικό βάρος 34 tn, ενώ έχει τη δυνατότητα να κάνει παρατηρήσεις τηλεχειριζόμενο από την Αθήνα. Έχει πάρει το όνομα του μεγάλου αστρονόμου της αρχαιότητας, του Αρίσταρχου του Σάμιου (310-230 π.Χ.) που πρώτος πρότεινε το ηλιοκεντρικό σύστημα, 1.800 χρόνια πριν από τον Κοπέρνικο.

Στα διάφορα εργαστήρια Αστρονομίας των Πανεπιστημίων μας είναι επίσης εγκατεστημένα αρκετά μικρότερα τηλεσκόπια, τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως για την εκπαιδευτική επιμόρφωση των φοιτητών τους. Στο Στεφάνιο Κορινθίας (σε υψόμετρο 900 m) είναι εγκατεστημένο το τηλεσκόπιο των 76 cm του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ στο Λόφο Δουρούτη (ύψος 600 m) των Ιωαννίνων είναι εγκατεστημένο ένα τηλεσκόπιο του Πανεπιστημίου της πόλης με διάμετρο 60 cm. Στις αρχές του 2000 το Πανεπιστήμιο Αθηνών απέκτησε κι ένα δικό του παράθυρο στο Σύμπαν με την εγκατάσταση στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου του «Γεροσταθοπούλειου Τηλεσκοπίου» των 40 cm.

Πηγή: Ίδρυμα Ευγενίδου / Πλανητάριο