Γιατί αποκαλείται «Νέας Ιουστινιανής» ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου; (2)

30 Δεκεμβρίου 2012

Β’

Όλα τα πιο πάνω φαίνονται κοινή λογική, δεν είχαν όμως μέχρι τώρα γίνει αντιληπτά από κανένα, και ούτε εγώ θα τα επρόσεχα, αν, σχεδόν τυχαία, δεν ανακάλυπτα σ’ ένα χειρόγραφο της Ρώμης ποιά ήταν επιτέλους η Νέα Ιουστινιανούπολις, άγνωστη σε όλους τους ιστορικούς, βυζαντινούς και νεωτέρους, μέχρι σήμερα. Το ότι όλα εμφανίζονται τόσο λογικά και στην θέση τους, είναι για μένα απόδειξη της αλήθειας τους. Η πραγματικότητα είναι συνήθως απλή, γι’ αυτό και διαφεύγει την προσοχή.

Εξετάζοντας πρόσφατα τον ύπ’ άριθ. F10 κώδικα της Βαλλικελλανής Βιβλιοθήκης της Ρώμης (άριθ. 79 στον Β’ τόμο του καταλόγου του Ε. Μαρτίνι) – ένα περγαμηνό χειρόγραφο του πρώτου μισού του Γ΄ αιώνα που παραδίδει την κανονική Συναγωγή εις ΙΔ’ τίτλους – εδιάβασα στο περιθώριο της σελίδας που περιέχει τον ΛΘ’ κανόνα της εν Τρούλλω Συνόδου, ο οποίος αναφέρει χωρίς άλλο προσδιορισμό την Νέα Ιουστινιανούπολη, το εξής σημαντικότατο πλέον σχόλιο: «Την νύν εν Κυζίκω Αρτάκην καλουμένην».

Η οδός προς την ιστορική ερμηνεία διανοιγόταν, για μία ακόμη φορά, από την γεωγραφία. Καθυστερημένα στην περίπτωση αυτή, οφείλω να πώ, αφού, καθώς έπειτα βρήκα, το σχόλιο του βαλλικελλανού κώδικα είχε εκδοθεί, χωρίς κανένα υπομνηματισμό αλλά στην σειρά μέσα σ’ εκατοντάδες άλλα, από το 1905 ήδη στην Πετρούπολη, σε ένα δυσεύρετο τευχίδιο, το οποίο ο Β.Ν. Μπενεσέβιτς εκυκλοφόρησε ως ξεχωριστό συμπλήρωμα της εκδόσεως της παλαιοσλαβικής μεταφράσεως της Συναγωγής εις ΙΑ’ τίτλους, που είχε δώσει το ίδιο εκείνο έτος (σελ. 45, σχόλιο 392).

Η βιβλιογραφία για την Αρτάκη (τουρκ. Έρντέκ) δεν είναι σχετικά, μεγάλη. Η πόλη είναι κτισμένη κατωφερικώς σε μία τριγωνική προσεκβολή που εισχωρεί στην θάλασσα προς την νοτιοανατολική παραλία της Αρκτονήσου, στην προποντιακή ακτή του Ελλησπόντου, δέκα περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Κυζίκου, της οποίας υπήρξε κατά σειρά αδελφή αρχαία μιλησιακή αποικία, προάστειο και διάδοχος.

Το νησάκι της Κεράς, αμέσως μπροστά από την πόλη και σε απόσταση διακόσιων περίπου μέτρων, υψώνεται σαν φυσικό τείχος κατά των δυτικών ανέμων μπροστά στο βαθύ λιμάνι, που ούτε οι βορειοανατολικοί άνεμοι μπορούν να φθάσουν ένεκα της ορεινής χερσονήσου του Αγίου Συμεώνος νοτιονατολικά, αλλά και ένεκα του χαμηλού ύψους του προς την θάλασσα μέρους της πόλης.

Την πόλη αυτή ακριβώς αποφάσισε ο Ιουστινιανός Β’ ν’ ανακαινίσει καθιστώντας την πρωτεύουσα του Ελλησπόντου (και ίσως αργότερα του θέματος του Οψικίου σε αντικατάσταση της Νικαίας;), ένα είδος πιστεύω παραλίου οχυρού κάστρου και ναυστάθμου προ των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και ναυπηγείου ενδεχομένως, αφού τα γύρω δάση αποτελούσαν ιδεώδη πηγή ξυλείας. Το γεγονός ότι την ετίμησε με το όνομά του αποδεικνύει τα φιλόδοξα σχέδια που είχε κατά νουν γι’ αυτή. Το βασιλικό όνομα δεν εδίδετο βεθαίως σε συνοικισμούς προσφύγων, ούτε και το προγραμματικό επίθετο «νέα».

Το υπεγράμμισα ήδη (το έδειξε από χρόνια η Ελένη Αρβελέρ στο μνημειώδες έργο της για το Βυζάντιο και την θάλασσα), η Προποντίδα αποτελεί την κωνσταντινουπολίτικη θάλασσα, στην οποία στηρίζονταν η ασφάλεια της πρωτεύουσας, η τροφοδοσία του πληθυσμού της και η διάθεση των εμπορικών και βιομηχανικών της προϊόντων. Εύλογα μπορεί να τεθεί η ερώτηση, γιατί η ανάγκη του φρουρίου αυτού δεν έγινε αντιληπτή ενωρίτερα, γιατί δεν πληρώθηκε αμέσως μετά τον Ιουστινιανό Β’. Όλα εξαρτώνται από το πως βλέπει, ή είναι αναγκασμένος να δει, ο ηγεμόνας της Κωνσταντινουπόλεως την Προποντίδα. Αν την βλέπει ως τον θαλάσσιο διάδρομο που ενώνει την Πόλη και τον Εύξεινο Πόντο με την Δύση, η ανάγκη μιας Αρτάκης δεν είναι εμφανής. Αν όμως βλέπει την Προποντίδα ως τον θαλάσσιο διάδρομο που ενώνει την Μικρά Ασία με την Ευρώπη (Ραιδεστό, Εγνατία οδό), οι πόλεις των νοτίων και βορείων παραλίων αποκτούν σημασία, η Μάδυτος και η Ραιδεστός στον βορρά, η Αρτάκη και οι Πηγές στον νότο. Κέντρο της αυτοκρατορίας είναι τον Ζ’ αιώνα η Μικρά Ασία. Η εκστρατεία απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης, η δημιουργία του ελλαδικού θέματος, οι περιπέτειες αργότερα με την Ρώμη και την Ραβέννα φανερώνουν ότι το αυτοκρατορικό βλέμμα είναι στραμμένο δυτικά της Μικράς Ασίας, προς την Ευρώπη και όχι, για την στιγμή, προς την Συρία (θυμηθείτε την μετακίνηση των Μαρδαϊτών) ή την Αίγυπτο. Η γραμμή αυτή είναι παγία, άλλωστε, από την εποχή του πατέρα και του πάππου του Ιουστινιανού Β’ Κώνσταντος, που θέλησε ακόμη και την πρωτεύουσα του κράτους να μεταφέρει στην Σικελία. Για τον Ιουστινιανό είναι, επί πλέον, μέρος και αυτό του άχθους του ονόματός του…

Οι Ηρακλείδες διακατέχονται από υψηλές φιλοδοξίες, τις οποίες τονίζουν τα ίδια τα ονόματά τους. Νέος Κωνσταντίνος, Νέος Ηράκλειος, Νέος Ιουστινιανός. Διότι ο Ιουστινιανός ούτε Δεύτερος ονομαζόταν βέβαια επί βασιλείας του (συνήθεια δυτική στην διάκριση των ονομάτων), ούτε Ρινότμητος, ασφαλώς. Το επίσημο όνομά του ήταν «Ιουστινιανός ο νέος». Κλήση προς υποχρεώσεις και πρόκληση προς πειρασμούς μεγαλομανίας. Η μίμηση του μεγάλου προκατόχου είναι αδιάλειπτη, στην αυτοκρατορική προσωπογραφία, στην νομοθεσία, στην οικοδομική δράση, στην στροφή προς την Δύση, στις σχέσεις με την Ρώμη, στην σύγκληση της Πενθέκτης ως συμπληρώματος της Πέμπτης και Έκτης Οικουμενικής Συνόδου, στην μετονομασία της δεύτερης συζύγου του σε Θεοδώρα, σε όλα. Ακόμη και στην αντονομασία πόλεων με το ιδικό του όνομα. Στην ανατολική αυτοκρατορία μόνο, ο Μέγας Ιουστινιανός είχε μεταβαπτίσει κάπου δέκα Ιουστινιανουπόλεις. Την Αρτάκη στον Ελλήσποντο ο νέος Ιουστινιανός θα ονομάσει Νέα Ιουστινιανούπολη (θα έλεγα και σε αντιδιαστολή ίσως προς την Ιουστινιανούπολη Μοδρηνή – Nova Iustiniana Gordus – λίγο βορειότερα, στο ίδιο θέμα του Οψικίου). Τελικός σκοπός του, όμοια με τον Μέγα, να καταστήσει την ομώνυμή του πόλη, πέρα από επαρχιακή πρωτεύουσα, αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή. Τόλμημα, το οποίο εκείνος διέπραξε το 535, σε βάρος της Ρώμης, με την έκδοση της ΙΑ’ νεαράς του, De privilegiis archiepiscopi primae Iustinianae, στο οποίο όμως ο νέος Ιουστινιανός δεν μπορούσε τόσο εύκολα να προχωρήσει, αφού η Νέα Ιουστινιανούπολις βρισκόταν όχι στην μακρινή Ιλλυρία τώρα, αλλά λίγα μόνο χιλιόμετρα έξω από την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Γ’

Οι δεσμοί της Κύπρου με τον Ηράκλειο και την δυναστεία του είναι γνωστοί. Θυμηθείτε μόνο τις επιγραφές του υδραγωγείου της Σαλαμίνας, τους αργυρούς δίσκους της Λάμπουσας, τον Αμαθούσιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, τον Αρκάδιο Κύπρου, την Έκθεση κτλ. Η αφοσίωση της Αρτάκης προς τον οίκο του Ηρακλείου φαίνεται επίσης δεδομένη, αφού εκεί εστέφθηκε για πρώτη φορά ο Ηράκλειος το 610, προερχόμενος από την Κύπρο ακριβώς και καθ’ όδόν προς τον θρόνο της Βασιλεύουσας. Ας σημειωθεί επίσης ότι η Κύπρος ανήκει στους Πράσινους, κύριους υποστηρικτές του Ηρακλείου και των απογόνων του.

Μία κυπριακή παράδοση, που αναφέρει τον Γ΄ αιώνα ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, θέλει τον Ιουστινιανό Β’ Κύπριο. Ο γιος του Πωγωνάτου δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι Κύπριος παρά από την μεριά της μητέρας ή της γιαγιάς του. Και αγνοούμε τον τόπο καταγωγής τόσο της Αναστασίας όσο και της Φαύστας, όπως και της πρώτης συζύγου του Ιουστινιανού Ευδοκίας (το όνομα της άτυχης προμήτορος της δυναστείας). Καθόλου παράξενο μία από αυτές να ήταν Κυπρία. Μήπως η Ευδοκία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να ερμηνεύσει την παράδοξα εσφαλμένη πληροφορία του Νικηφόρου Καλλίστου ότι η σύζυγος του Μεγάλου Ιουστινιανού Θεοδώρα ήταν Κυπρία; Και σε ποιόν επιτέλους ανήκε ο αυτοκρατορικός θησαυρός που κρύβηκε στην Λάμπουσα τον Ζ’ ακριβώς αιώνα: Το γεγονός μένει ότι ο Ιουστινιανός Β’ επέλεξε για να εποικίσει την Νέα Ιουστινιανούπολη τους Κυπρίους.

Οι λόγοι μπορούν να είναι πολλαπλοί. Οι Σλάβοι, με τους οποίους εποίκισε ο πατέρας του την Θράκη και ο ίδιος την Βιθυνία, δεν ήσαν θαλασσινοί και έτσι αποκλείονταν ως προς την Νέα Ιουστινιανούπολη και τους σκοπούς της ίδρυσής της. Ο Αυτοκράτορας εχρειάζετο έμπειρους ναυτικούς και δη και ναυπηγούς. Θα μπορούσε να τους προμηθευθεί από πολλά μέρη, επέλεξε όμως την Κύπρο. Η πείρα των Κυπρίων στην ναυπηγία ήταν αδιαμφισβήτητη. Λίγο πριν, τα ναυπηγεία της Κωνστάντιας ήσαν τα μεγαλύτερα στην Ανατολή.

Ο Θεοφάνης και οι αντιγραφείς του λέγουν ότι την κρίση, η οποία οδήγησε στην κατάλυση της συνθήκης του 689 και στην μεταφορά των Κυπρίων στον Ελλήσποντο, προκάλεσε η άρνηση του Ιουστινιανού να δεχθεί τον αραβικό φόρο, που του εστάλη στο νεόκοπο χρυσό νόμισμα του Ά’μπντ άλ-Μάλεκ. Πρόκειται περί καθαρού λάθους, διότι το νόμισμα αυτό κόπηκε – όπως τώρα γνωρίζουμε – το εβδομηκοστό τέταρτο έτος της εγείρας, δηλαδή το 693/4, τρία χρόνια μετά την απόφαση του Ιουστινιανού για την μετατόπιση των Κυπρίων. Γράφεται επίσης κάποτε ακόμη ότι η Κύπρος ή η Κωνστάντια, είχαν τελείως καταστραφεί από τους Άραβες, εξ ου και η αυτοκρατορική απόφαση. Όλοι οι ιστορικοί γνωρίζουν όμως ότι και τούτο είναι απόλυτα ανακριβές. Η Κύπρος δεν ανήκε στους Άραβες το 691 (δύο έτη μετά την συνθήκη του 689!) και η Κωνστάντια ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά μετά το 649. Το αποδεικνύει σήμερα η αρχαιολογική σκαπάνη, το απεδείκνυε πάντα το γεγονός πως επί βασιλείας του Πωγωνάτου (668-85), πατέρα του Ιουστινιανού Β’, το νομισματοκοπείο της Κωνστάντιας ανεσφράγισε φόλλες του Κώνσταντος Β’, ενώ το 680 οι επίσκοποι της Κύπρου έλαβαν μέρος στην Γ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη επί αρχιεπισκοπείας του Κωνστάντιας Επιφανίου Β’. Η Κύπρος ουδετεροποιείται στην συνθήκη το 689 για τους λόγους τους οποίους εξέθεσα προηγουμένως, και το 691 κανείς λόγος από την μεριά των Αράβων δεν συντρέχει την μετάσταση του πληθυσμού της. Οι λόγοι της μετοικεσίας, λοιπόν, πρέπει ν’ αναζητηθούν άλλου. Και ήδη τους υπαινίχθηκα.

Πριν από όλα, δεν είναι πιστευτό ότι μετακινήθηκε ολόκληρος ο πληθυσμός της Κύπρου, ο οποίος ανερχόταν τουλάχιστον σε 80,000 τότε, και ίσως και μέχρι 150,000. Η μόνη σύγχρονη πηγή, ο ΛΘ’ κανόνας της Πενθέκτης, δεν ομιλεί για καθολική μετοίκηση των Κυπρίων, ιδέα που ανήκει καθαρά στον χώρο του μύθου. Οι μετακινήσεις πληθυσμών στην Βυζαντινή αυτοκρατορία ήσαν συνήθεις διαδικασίες και έχουν πρόσφατα μελετηθεί σε αρκετό βάθος. Στην ίδια την Κύπρο, το 578 ο Τιβέριος Α’ εγκατέστησε λέγεται 10,000 Αρμενίους από τα περσικά σύνορα της Μικράς Ασίας, για λόγους όχι μόνο στρατιωτικούς, αλλά και δημογραφικούς και οικονομικούς. Το 649 και το 650 ωστόσο, οι δύο πρώτες αραβικές επιδρομές φαίνεται ν’ αποψίλωσαν και πάλιν τον πληθυσμό της νήσου. Σύμφωνα με την νέα επιγραφή της βασιλικής των Σόλων, που συνετέθη το 655 από τον επίσκοπο Ιωάννη (και που πρέπει να διαβάζεται πιά όχι στην πρώτη έκδοση του 1985 από τον Τ.Τ. Tinh, αλλά στην διορθωμένη έκδοση του επιγραφικού δελτίου της Revue des Etudes Grecques του 1987 από τον D. Feissel), το 649, εκτός από όσους σκότωσαν, οι Άραβες έσυραν στην αιχμαλωσία 120,000 Κυπρίους, ενώ τον επόμενο χρόνο αιχμαλώτευσαν άλλες 50,000. Οι άγνωστες μέχρι τώρα σ’ εμάς, μαζικές αυτές εκτοπίσεις του πληθυσμού της Κύπρου προκαλούν κατάπληξη, ακόμη και αν οι αριθμοί θεωρηθούν – που ασφαλώς είναι – υπερβολικά διογκωμένοι. Αποδεικνύουν ότι οι επιδρομές αυτές δεν ήσαν απλό «λαφυραγωγικό εγχείρημα», αφού μάλιστα ο Μ’αουΐα εγκατέστησε στην Κύπρο και 12,000 Άραβες, που ανακλήθηκαν αργότερα από το γιό του Γιαζίντ Α’ το 684, ή ίσως και από τον ίδιο τον Μ’αουΐα μετά την συνθήκη του 678. Η Κύπρος δεν αποτελούσε για την Δαμασκό αποκλειστικά μία βάση στην οδό προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά μία φυσική προέκταση της Συρίας, έναν απαραίτητο σταθμό μεταξύ Συρίας και Αιγύπτου, και, πιθανώς το σπουδαιότερο, μία πηγή ξυλείας, αλλά και εμπείρου εμψύχου υλικού, για τον νεότευκτο ισλαμικό στόλο.

Επαναπατρίσθηκε ο κολοσσιαίος αριθμός των Κυπρίων αιχμαλώτων ή όχι, και πότε; Σήμερα αγνοούμε την ασφαλή απάντηση, είναι όμως δυνατό, με ένα μεγάλο βαθμό πιθανότητας, να βεβαιώσουμε πως πρέπει να επαναπατρίσθηκε, κάποια στιγμή μεταξύ του 650 και του 689. Μέρος, όμως, ίσως και όχι. Κατά τον Πορφυρογέννητο, όταν οι Κύπριοι επέστρεψαν από την Νέα Ιουστινιανούπολη, καθώς θα ιδούμε, το 699, ο χαλίφης «κατά πάσας τάς Συρίας… επεσώρευσεν πάντας τους Κυπρίους και διεπέρασεν εις τον ίδιον τόπον». Είναι πρόδηλο ότι αυτοκρατορία και χαλιφάτο επεδόθησαν στο δεύτερο μισό του Ζ’ αιώνα σε αλλεπάλληλες μετακινήσεις κυπριακών πληθυσμών. Μέσα ακριβώς στα πλαίσια αυτά οφείλει να ερμηνευθεί και η μετοίκιση Κυπρίων στον Ελλήσποντο το 691.

Άλλωστε, στο ίδιο ΜΖ’ κεφάλαιο του έργου του Περί διοικήσεως της των Ρωμαίων βασιλείας, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ομιλεί περί Κυπρίων, οι οποίοι το 699 επαναπατρίσθηκαν όχι μόνο από την μείζονα Συρία ή τον Ελλήσποντο, αλλά και από την Θράκη και την νότια Μικρά Ασία. Το 692 όμως η Πενθέκτη Σύνοδος δεν αναφέρεται σε αυτούς και έτσι αγνοούμε πως βρέθηκαν εκεί, παρόλον ότι δεν είναι δυνατό να αμφιβάλλουμε πως Κύπριοι στην Θράκη πρέπει να μεταφέρθηκαν μόνο υστέρα από αυτοκρατορικές ενέργειες. Οι αποστάσεις αποκλείουν μια αυθόρμητη μετακίνηση σε αναζήτηση ειρήνης και ασύλου.

Ότι ο Ιουστινιανός Β’ μετατόπισε τους Κυπρίους σε ναυτικές επαρχίες – Ελλήσποντο, Θράκη, Παμφυλία – είναι ευεξήγητο, ήδη το είπα. Οι λόγοι όμως που τον ώθησαν στην απόφαση αυτή το 690/91 μένουν παντελώς άγνωστοι. Να ήθελε να εγκαταλείψει τελείως την Κύπρο αποκλείεται, αφού η συνθήκη του προηγουμένου έτους του εξασφάλιζε τουλάχιστον την συνεπικυριαρχία, και ουσιαστικά πολύ περισσότερα, επάνω στην μεγαλόνησο, που παρέμενε αν όχι θέμα, ωστόσο αρχοντιά της αυτοκρατορίας. Να εστόχευε ίσως τον εξαναγκασμό της Δαμασκού, ώστε, ύστερα από κοινή συμφωνία, να επαναπατρίσει και εκείνη τους Κυπρίους αιχμαλώτους της, καθώς τελικά έγινε το 699; Απέβλεπε άραγε στην αποστέρηση της Δαμασκού από τον μισό φόρο της Κύπρου, τον οποίο από το 689 δικαιωματικά ενέμετο και ο οποίος, βέβαια, όσο ολιγότερος ήταν ο πληθυσμός τόσο χαμηλότερος και ο ίδιος γινόταν; Πολύ πιθανό, σε συνδυασμό μάλιστα με τις αμυντικές ανάγκες του, όπως συνοπτικά τις ανέλυσα ενωρίτερα. Μία ουδέτερη Κύπρος, της οποίας τον φόρο όφειλε να μοιράζεται με τους Άραβες, μπορούσε για τον Ιουστινιανό να μένει και σχεδόν έρημη. Άλλωστε, μία Κύπρος εκτός Κύπρου μπορούσε να του προσφέρει, τελευταίο δώρο «υπέρ την χρηματικήν φορολογίαν» τον πλουτισμό της πόλης του με την επίζηλη και ατίμητη αυτοκεφαλία. Υπό το σχήμα της διασώσεως των δικαίων, τα οποία η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος είχε αναγνωρίσει στην Κύπρο, το κυπριακό αυτοκέφαλο, αποκεφαλιζομένης της Εκκλησίας Κύπρου, μετετίθετο στην Νέα Ιουστινιανούπολη.

(Συνεχίζεται)