Καταστροφολογίας συνέχεια: Ηλιακές Καταιγίδες και Σέλας

31 Δεκεμβρίου 2012

 

Δεν προτασαμε να πάρουμε μιαν ανάσα από τις αναφορές για την συντέλεια του κόσμου στις 21 Δεκεμβρίου, νέες Κασσάνδρες βγήκαν στο προσκήνιο για να μας ανακοινώσουν και πάλι νέες καταστροφές. Αυτή τη φορά με τα υποτιθέμενα σχόλεια του Υπουργού Άμυνας της Βρετανίας Λίαμ Φοξ, ο οποίος υποτίθεται ότι ανακοίνωσε, επικαλούμενος μάλιστα στοιχεία της NASA, πως «μέσα στο 2013 αναμένεται μία ηλιακή καταιγίδα τόσο ισχυρή ώστε θα «παραλύσει» τον πλανήτη Γη».

Δεν ξέρω εάν πράγματι ο κύριος Φοξ είπε όσα του αποδίδονται, εκείνο όμως για το οποίο είμαι βέβαιος είναι ότι η NASA δεν θα μπορούσε να έχει κάνει κάποια τέτοια βλακώδη ανακοίνωση. Η θέση της NASA περιγράφεται άλλωστε στο άρθρο αυτό (http://solarscience.msfc.nasa.gov/predict.shtml) και το οποίο περιγράφει ξεκάθαρα ότι το αναμενόμενο μέγιστο θα είναι το μικρότερο των τελευταίων 100 ετών.

Φυσικά, οποιοσδήποτε διαβάζει την λέξη «καταιγίδα», ο καθένας από ‘μας θα θεωρούσε ότι αναφερόμαστε στα έντονα φαινόμενα που συμβαίνουν στο κατώτερο στρώμα της γήινης ατμόσφαιρας, την τροπόσφαιρα, η οποία εκτείνεται μέχρι ύψους 11 περίπου χιλιομέτρων πάνω από την γήινη επιφάνεια. Καιρικά όμως φαινόμενα έχουμε και στο Διάστημα!

Ο διαστημικός φυσικά καιρός και οι ηλιακές λεγόμενες καταιγίδες δεν μοιάζουν με τις γήινες καταιγίδες είναι όμως εξ ίσου ενδιαφέροντα φαινόμενα τα οποία βρίσκονται στην κορυφή του επιστημονικού ενδιαφέροντος πολλών νέων αστρονόμων και συνδέονται άμεσα με την δραστηριότητα του Ήλιου μας.

Προβλήματα από τις καταιγίδες

Όπως, άλλωστε, συμβαίνει με παρόμοιες «καταστροφολογικές» περιστάσεις οι «προβλέψεις» βασίζονται σε κάποια αληθινά γεγονότα τα οποία όμως τραβιώνται στα άκρα. Γιατί η εμφάνιση των ηλιακών καταιγίδων μπορεί πράγματι να δημιουργήσει αρκετά προβλήματα. Στη σύγχρονη εποχή των ηλεκτρονικών συσκευών, των τεράστιων ηλεκτρικών δικτύων και των δορυφόρων που βρίσκονται σε τροχιά γύρω από τη Γη η μελέτη των ηλιακών καταιγίδων γίνεται όχι μόνο απαραίτητη αλλά και επιτακτική.

Περίπου 3.000 δορυφόροι βρίσκονται σήμερα σε τροχιά και μία μεγάλη μαγνητική καταιγίδα θα αύξανε σημαντικά την ταχύτητα των επερχομένων ηλεκτρονίων, πρωτονίων και ιόντων που θα μπορούσαν δυνητικά να χτυπήσουν τους δορυφόρους αυτούς και να βραχυκυκλώσουν τα ηλεκτρονικά τους κυκλώματα θέτοντάς τους εκτός λειτουργίας.

Επί πλέον σε περιόδους αυξημένης ηλιακής δραστηριότητας μπορεί να παρουσιαστούν προβλήματα και στα επίγεια ηλεκτρικά δίκτυα αφού στη διάρκεια έντονων μαγνητικών καταιγίδων τα ηλεκτρικά ρεύματα που δημιουργούνται σε ύψος 100 χιλιομέτρων μπορεί να φτάσουν τις μερικές εκατοντάδες χιλιάδες αμπέρ. Αυτό επηρεάζει τις ηλεκτρικές και τηλεφωνικές γραμμές τόσο περισσότερο όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση ενός δικτύου έτσι ώστε να έχουμε την υπερφόρτωση του δικτύου με εκατοντάδες ή και χιλιάδες βολτ. Τα ρεύματα αυτά μπορούν να ενεργοποιήσουν διάφορα αυτόματα συστήματα και να προκαλέσουν ηλεκτρικά «μπλακάουτ» σε μεγάλες περιοχές όπως συνέβη στις μεσοδυτικές ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 1980 και τον Απρίλιο του 1981.

Μία τέτοια καταιγίδα μπορεί να καταστρέψει επίσης και τους τεράστιους ηλεκτρικούς μετασχηματιστές όπως έγινε στις 19 Δεκεμβρίου 1980. Το βράδυ εκείνο ένας μεγάλος μετασχηματιστής 735.000 βολτ στον Καναδά χρειάστηκε να αντικατασταθεί, πράγμα που επαναλήφτηκε και τον Απρίλιο του 1981. Παρόμοια προβλήματα όμως παρουσιάστηκαν και το Μάρτιο του 1989 με εκτεταμένα ηλεκτροδοτικά προβλήματα που απλώθηκαν από την Καλιφόρνια μέχρι τη Σουηδία, ενώ ολόκληρη η περιοχή του Κεμπέκ στον Καναδά βυθίστηκε στο σκοτάδι για δέκα περίπου ώρες. Ας δούμε, όμως, τα πράγματα στην πραγματική τους υπόσταση.

Ο ενδεκαετής κύκλος

Από την άνοιξη ακόμη του 2011 η δραστηριότητα του Ήλιου βρίσκεται σε έξαρση αφού έχει ξεκινήσει το μέγιστο ενός ηλιακού κύκλου που επαναλαμβάνεται κάθε 11 περίπου χρόνια. Στη διάρκεια των εξάρσεων αυτών της ηλιακής δραστηριότητας στην ορατή επιφάνεια του Ήλιου, που ονομάζεται φωτόσφαιρα, εμφανίζονται αυξημένες ποσότητες σκοτεινών κηλίδων. Οι σκοτεινές αυτές κηλίδες είναι περιοχές με θερμοκρασία 3.000 βαθμών Κελσίου και γι’ αυτό φαίνονται σκοτεινές σε αντιπαράθεση με την γύρω περιοχή της φωτόσφαιρας που έχει διπλάσια θερμοκρασία.

Το μέγεθος των κηλίδων μπορεί να ξεπεράσει πολλές φορές την διάμετρο της Γης μας και συχνά εμφανίζονται σε ζεύγη τα οποία δημιουργούν μαγνητικά πεδία με διάρκεια αρκετών εβδομάδων. Η συστηματική τους καταγραφή άρχισε το 1749, αν και η πρώτη παρατήρηση τους έγινε από τον Γαλιλαίο (1564-1642) με το μικρό του τηλεσκόπιο. Λέγεται μάλιστα ότι ο περίφημος εκείνος αστρονόμος έχασε το φως του εξ’ αιτίας αυτών του των παρατηρήσεων. Ο επαναλαμβανόμενος πάντως 11-ετής κύκλος αυξομείωσης του αριθμού των κηλίδων ανακαλύφτηκε για πρώτη φορά πολύ αργότερα, πριν από 150 περίπου χρόνια.

Μεταξύ αυτών που μάθαμε έκτοτε είναι επίσης και το γεγονός ότι οι ηλιακές κηλίδες σημαδεύουν τις τοποθεσίες όπου το μαγνητικό πεδίο του Ήλιου διαπερνάει την επιφάνεια και σπρώχνει καυτά αέρια προς τα πάνω μέσα στην ηλιακή ατμόσφαιρα. Με ειδικά φίλτρα το άστρο της ημέρας μετατρέπεται σ’ ένα πολύχρωμο μωσαϊκό με φλογισμένους πίδακες υλικών, ενώ με την βοήθεια ενός φίλτρου ακτίνων «Χ» ο ενεργός Ήλιος είναι ακόμη πιο εντυπωσιακός. Η κανονικά φωτισμένη επιφάνειά του φαίνεται να είναι σκοτεινή, ενώ οι περιοχές γύρω από τις ηλιακές κηλίδες είναι κατάφωτες από τις ακτίνες «Χ» που εκπέμπουν. Από τις περιοχές αυτές πηγάζουν και οι ηλιακές εκλάμψεις που εκτινάσσονται με τη βιαιότητα εκατομμυρίων βομβών υδρογόνου. Τα πυρακτωμένα τους αέρια εκσφενδονίζονται στον διαπλανητικό χώρο σαν πύρινες γλώσσες που ξεδιπλώνονται με τέτοια δύναμη ώστε πολλές φορές χάνονται στο Διάστημα ακολουθώντας ορισμένες γραμμές μαγνητικών δυνάμεων που σχηματίζονται στα ζευγάρια των ηλιακών κηλίδων.

Ο ηλιακός άνεμος

Πάνω από την κατώτερη ηλιακή ατμόσφαιρα βρίσκεται μία λεπτή μεταβατική ζώνη όπου η θερμοκρασία συνεχώς αυξάνει από τους 20.000 έως τους 1.000.000 βαθμούς Κελσίου, ενώ πάνω από την περιοχή αυτή βρίσκεται το στέμμα, η εξωτερική στιβάδα της ατμόσφαιρας του Ήλιου, που εκτείνεται σε απόσταση 3,5 εκατομμυρίων χιλιομέτρων και έχει θερμοκρασία που πλησιάζει τα δύο εκατομμύρια βαθμούς. Σ’ αυτή τη θερμοκρασία τα άτομα του υδρογόνου (που αποτελείται από ένα πρωτόνιο και ένα ηλεκτρόνιο) συγκρούονται μεταξύ τους με τέτοια βιαιότητα ώστε διαλύονται κυριολεκτικά στα «εξ ων συνετέθησαν» σχηματίζοντας ένα μείγμα ελεύθερων φορτισμένων σωματιδίων (πρωτονίων και ηλεκτρονίων) που ονομάζεται πλάσμα. Με τη βοήθεια των εκλάμψεων τρισεκατομμύρια τόνοι πλάσματος εκπέμπονται στο Διάστημα από ορισμένες κυρίως περιοχές της ηλιακής ατμόσφαιρας που ονομάζονται τρύπες του στέμματος σχηματίζοντας έτσι τον ηλιακό άνεμο που κινείται με μέση ταχύτητα 400 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο, αν και η ταχύτητά του μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 800 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο.

Η αυξημένη όμως δραστηριότητα του Ήλιου στις περιόδους μέγιστης παρουσίας των ηλιακών κηλίδων, όπως συμβαίνει τα τελευταία δύο χρόνια, εμφανίζει επίσης και μία έξαρση στην εκτίναξη τεραστίων ποσοτήτων ηλιακής μάζας στο Διάστημα. Σ’ αυτά τα φαινόμενα άλλωστε οφείλεται και η εμφάνιση των μαγνητικών καταιγίδων που χτυπάνε την Γη μας κατά καιρούς. Γιατί μετά από ένα ταξίδι 150 εκατομμυρίων χιλιομέτρων τα φορτισμένα αυτά σωματίδια από τον Ήλιο φτάνουν στη Γη μας σε τέσσερις περίπου ημέρες. Και ενώ στην περίπτωση των πλανητών Αφροδίτης και Άρη η επίδραση του ηλιακού ανέμου πάνω στην επιφάνεια και την ατμόσφαιρά τους είχε ως αποτέλεσμα την σταδιακή απογύμνωσή τους από τα τεράστια αποθέματα νερού που είχαν, στη Γη μας η καταστροφική αυτή συνέπεια έχει αποφευχθεί χάρη στην ύπαρξη της γήινης μαγνητόσφαιρας, αφού η Γη μας φαίνεται να μοιάζει μ’ έναν τεράστιο μαγνήτη.

Από την αρχαιότητα άλλωστε γνωρίζαμε ότι στην περίπτωση δύο διαφορετικών μαγνητών οι δύο όμοιοι πόλοι απωθούνται, ενώ οι δύο αντίθετοι έλκονται, κάτι που συμβαίνει σ’ ολόκληρη την γύρω περιοχή του μαγνήτη που ονομάζεται μαγνητικό πεδίο και εντοπίζεται από ορισμένες μαγνητικές γραμμές που εκτείνονται καμπυλωτά από τον έναν πόλο στον άλλον. Το 1821 όμως ανακαλύφτηκε ότι και η ύπαρξη ηλεκτρικών ρευμάτων παράγουν μαγνητικές δυνάμεις, κι απ’ αυτή την ανακάλυψη ο Αντρέ Αμπέρ κατόρθωσε να διαπιστώσει ότι η βασική φύση του μαγνητισμού δεν είχε να κάνει με μαγνητικούς πόλους και σιδερένιους μαγνήτες, αλλά με την ροή ηλεκτρικών ρευμάτων. Σήμερα μάλιστα οι ισχυρότεροι μαγνήτες στον κόσμο δημιουργούνται από διατάξεις με την απ’ ευθείας ροή ηλεκτρικών ρευμάτων που σχηματίζουν τους τεράστιας δύναμης ηλεκτρομαγνήτες.

Η γήινη μαγνητόσφαιρα

Κάτι παρόμοιο λοιπόν συμβαίνει και με τη Γη της οποίας το εσωτερικό είναι σε υπέρθερμη ρευστή κατάσταση οπότε και οποιοσδήποτε σιδερένιος μαγνήτης και αν υπήρχε θα είχε χάσει τον μαγνητισμό του λόγω των μεγάλων θερμοκρασιών που υφίστανται εκεί. Ο μεταλλικός αυτός πυρήνας της Γης όμως είναι ηλεκτρικά αγώγιμος και μ’ αυτόν τον τρόπο η Γη μας μπορεί να παρομοιαστεί με μια τεράστια ηλεκτρική γεννήτρια. Έτσι η ροή των ηλεκτρικών ρευμάτων που δημιουργούνται εκεί είναι ο λόγος που γύρω από τη Γη σχηματίζεται το μαγνητικό της πεδίο.

Με την έλευση της διαστημικής εποχής και με τις έρευνες που έκαναν οι πρώτοι δορυφόροι «Εξερευνητής 1 και 3» ανακαλύψαμε για πρώτη φορά τις δύο ζώνες ακτινοβολιών, που ονομάστηκαν ζώνες Βαν-Άλεν, που περιβάλλουν τη Γη μας, και κατανοήσαμε επίσης την πολυπλοκότητα των ηλεκτρικών και μαγνητικών φαινομένων που λειτουργούν στο γήινο περιβάλλον το οποίο ονομάστηκε έκτοτε (1959) «μαγνητόσφαιρα».

Πάνω στη επιφάνεια της Γης όμως οι διάφορες μαγνητικές δυνάμεις δεν παίζουν σχεδόν κανένα ρόλο γιατί απλούστατα τα πάντα γύρω μας, ακόμη και το οξυγόνο και το άζωτο που αναπνέουμε, είναι ηλεκτρικά ουδέτερα. Όλα άλλωστε τα άτομα στην Γη αποτελούνται από αρνητικά φορτισμένα ηλεκτρόνια και θετικά φορτισμένα πρωτόνια έτσι ώστε τα ηλεκτρικά και τα μαγνητικά τους φορτία να αλληλοαναιρούνται.

Εκατό όμως χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της Γης το περιβάλλον είναι τελείως διαφορετικό. Στα ακραία αυτά όρια της γήινης ατμόσφαιρας οι ακτίνες Χ και οι υπεριώδεις ακτινοβολίες του Ήλιου θερμαίνουν την περιοχή αναγκάζοντας έτσι τα διάφορα άτομα που βρίσκονται εκεί να αποβάλουν ένα ή περισσότερα ηλεκτρόνια. Μ’ αυτό τον τρόπο τα απογυμνωμένα αυτά άτομα αποκτούν ένα θετικό φορτίο και ονομάζονται ιόντα. Τα θετικά αυτά ιόντα και τα απελευθερωμένα αρνητικά ηλεκτρόνια έχουν την ιδιότητα να αντιδρούν και να κατευθύνονται πλήρως από τις μαγνητικές δυνάμεις που περιβάλλουν τη Γη. Η όλη άλλωστε δομή του γήινου μαγνητικού πεδίου προσδιορίζει άμεσα την συμπεριφορά και την κίνηση των σωματιδίων που έχει αιχμαλωτίσει.

Ο άξονας όμως του μαγνητικού πεδίου της Γης που ενώνει τους δύο μαγνητικούς της πόλους έχει μια κλίση σε σχέση με τον γεωγραφικό άξονα της περιστροφής της που φτάνει τις 12 περίπου μοίρες. Έτσι ο γεωγραφικός πόλος δεν συμπίπτει με τον μαγνητικό πόλο της Γης, ενώ τα τελευταία 300 χρόνια έγινε αντιληπτό επίσης ότι οι μαγνητικοί αυτοί πόλοι μετακινούνται με την πάροδο του χρόνου με ρυθμό που φτάνει τα 11 χιλιόμετρα το χρόνο και με κατεύθυνση, προς το παρόν, τον βόρειο γεωγραφικό πόλο.

Όπως αποδεικνύεται πάντως από τις γεωλογικές μας μελέτες τα πράγματα δεν ήσαν πάντα έτσι, γιατί στο παρελθόν είχαμε ακόμη και αναστροφές του γήινου μαγνητικού πεδίου. Τα τελευταία πέντε εκατομμύρια χρόνια είχαμε συνολικά 25 τέτοιες αναστροφές όταν ο βόρειος πόλος γίνονταν νότιος και το αντίστροφο. Η τελευταία τέτοια αναστροφή των μαγνητικών πόλων έγινε πριν από 720.000 χρόνια και είναι βέβαιο ότι το φαινόμενο αυτό θα επαναληφθεί και πάλι στο μέλλον.

Ασπίδα στον Ήλιο

Η ύπαρξη όμως της γήινης μαγνητόσφαιρας είναι για μας ιδιαίτερα ευεργετική γιατί λειτουργεί και σαν ασπίδα ενάντια στον ηλιακό άνεμο και τα φορτισμένα σωματίδια που εκτοξεύονται από τον Ήλιο. Παρ’ όλα αυτά η ισχύς του ηλιακού ανέμου είναι τέτοια ώστε στην ηλιόλουστη πλευρά της Γης το γήινο μαγνητικό πεδίο συμπιέζεται προς την επιφάνεια της Γης, ενώ στην νυχτερινή πλευρά δημιουργείται μια μακριά μαγνητική ουρά σαν κομήτης που έχει διάμετρο 30-60 γήινων ακτίνων και μήκος χιλίων.

Έτσι τα φορτισμένα σωματίδια που αποτελούν τον ηλιακό άνεμο, όταν φτάσουν στη Γη μας αποκρούονται από την γήινη μαγνητόσφαιρα και κατευθύνονται προς τους μαγνητικούς της πόλους όπου αιχμαλωτίζονται και εξαναγκάζονται να μεταπηδάνε από την μια πολική περιοχή στην άλλη επιταχυνόμενα συγχρόνως σχεδόν στην ταχύτητα του φωτός. Μ’ αυτή την ταχύτητα συγκρούονται με τα ανώτερα στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας, και τα φορτισμένα σωματίδια που είναι εγκλωβισμένα εκεί κι έτσι τα σωματίδια του ηλιακού ανέμου, που γεννήθηκαν στα έγκατα του Ήλιου, διοχετεύουν τελικά την ενέργειά τους πάνω από τους πόλους του πλανήτη μας.

Η αλληλοεπίδραση αυτή του ηλιακού ανέμου και του γήινου μαγνητικού πεδίου είναι ο λόγος για την εμφάνιση του ωραιότερου από τα παιχνίδια της φύσης όταν σχηματίζουν τις μυστηριώδεις φωτεινές παραστάσεις που αποτελούν το βόρειο και το νότιο Σέλας σε ύψος που κυμαίνεται από 100 έως 1.000 χιλιόμετρα.

Τα διάφορα χρώματα που παρατηρούμαι στο Σέλας εξαρτώνται από τα χημικά στοιχεία της ιονόσφαιρας με τα οποία συγκρούονται τα φορτισμένα ηλεκτρόνια από τον Ήλιο. Η όλη αυτή διαδικασία γίνεται με έναν αρκετά πολύπλοκο τρόπο που ακόμη και σήμερα δεν είναι πλήρως κατανοητή αν και η αρχή της διαλεύκανσής της άρχισε πριν από 150 περίπου χρόνια. Στα μέσα του 19ου αιώνα ανακαλύφτηκε δηλαδή ότι όταν διοχετεύαμε ηλεκτρικό ρεύμα μέσα σ’ ένα σωλήνα που περιείχε κάποιο αέριο μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μία αναλαμπή με το φασματικό χρώμα που είναι χαρακτηριστικό του δεδομένου αυτού αερίου. Με βάση αυτή την ιδιότητα έχουμε σήμερα τις λάμπες φθορισμού και τις φωτεινές επιγραφές νέον.

Ο μηχανισμός του Σέλαος

Αυτό που συμβαίνει σ’ αυτή την περίπτωση είναι ότι τα ηλεκτρόνια του ηλεκτρικού ρεύματος συγκρούονται με τα άτομα που αποτελούν το αέριο και μ’ αυτόν τον τρόπο τα «αναστατώνουν». Η τάση όμως που έχουν τα άτομα αυτά είναι να επανέλθουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην προηγούμενη σταθερή τους κατάσταση και για να το επιτύχουν αποβάλουν μερική από την ενέργεια που πήραν από την σύγκρουσή τους με τα ηλεκτρόνια. Η αποβολή της πρόσθετης αυτής ενέργειας παίρνει ένα συγκεκριμένο χρώμα που είναι χαρακτηριστικό για κάθε χημικό στοιχείο.

Το Σέλας λοιπόν δημιουργείται με τον ίδιο τρόπο όταν τα ηλεκτρόνια που προέρχονται από τον ηλιακό άνεμο συγκρούονται με τα αέρια των ανώτερων στρωμάτων της γήινης ατμόσφαιρας. Είναι το ίδιο δηλαδή που συμβαίνει και στην περίπτωση της τηλεοπτικής μας οθόνης όπου μία ροή ηλεκτρονίων χτυπάει την οθόνη σχηματίζοντας τις διάφορες τηλεοπτικές εικόνες. Έτσι και τα ηλεκτρόνια από τον Ήλιο συγκρούονται και «αναστατώνουν» τα άτομα και τα μόρια της γήινης ατμόσφαιρας αναγκάζοντάς τα να εκπέμψουν το χαρακτηριστικό φως του είδους τους.

Το πρασινωπό χρώμα του Σέλαος, για παράδειγμα, προέρχεται από την σύγκρουση των ηλεκτρονίων με το ατομικό οξυγόνο, που αποτελείται από ένα μόνο άτομο οξυγόνου, ενώ το μοριακό οξυγόνο που αναπνέουμε αποτελείται από δύο άτομα και το όζον από τρία.

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις η σύγκρουση των ηλεκτρονίων με το οξυγόνο μας δίνει και κόκκινους χρωματισμούς ιδιαίτερα στα ανώτερα στρώματα της ιονόσφαιρας και όταν τα επερχόμενα ηλεκτρόνια έχουν μεγαλύτερη ταχύτητα, όπως συμβαίνει στη διάρκεια των μαγνητικών καταιγίδων του Ήλιου. Στις περιπτώσεις αυτές τα ηλεκτρόνια εισχωρούν όλο και πιο κάτω στην ατμόσφαιρα και συγκρούονται με περισσότερα είδη στοιχείων. Η όλη όμως αυτή διαδικασία είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητή, αν και οι μελέτες συνεχίζονται με τη βοήθεια δορυφόρων στο Διάστημα και ειδικών παρατηρητηρίων στις βόρειες χώρες.

Φυσικά καμιά περιγραφή, όσο γλαφυρή κι αν είναι, και καμιά φωτογραφία δεν μπορεί να αποδώσει πλήρως τα πολύμορφα σχήματα, τις αποχρώσεις και το συνολικό υπερθέαμα που παρουσιάζεται στα έκθαμβα μάτια του άμεσου θεατή. Γι’ αυτό άλλωστε η εμφάνιση του Σέλαος στον ουρανό ήταν ανέκαθεν για τους καλλιτέχνες πηγή ανεξάντλητης έμπνευσης, ενώ για τους απλούς ανθρώπους ήταν, και είναι, αντικείμενο απέραντου θαυμασμού και δέους συνδυασμένων με υπερφυσικούς φόβους για το άμεσο «τέλος του κόσμου». Δια μέσου των αιώνων ορισμένοι λαοί το έβλεπαν ως προσωποποίηση «χαρούμενων χορευτών», ενώ οι Βίκινγκς το θεωρούσαν ως αντανάκλαση των ασπίδων που κρατούσαν οι έφιππες Βαλκυρίες.

Το Σέλας είναι ένα φαινόμενο αρκετά συνηθισμένο στις περιοχές γύρω από τους δύο μαγνητικούς πόλους του πλανήτη μας αν και μερικές φορές, σε περιόδους ιδιαίτερα έντονης ηλιακής δραστηριότητας, εμφανίζεται και σε νοτιότερες περιοχές, όπως η Ελλάδα. Στις αρχές του Απριλίου 2000, για παράδειγμα, ο ουρανός της βόρειας Ελλάδας πείρε μία βαθυκόκκινη απόχρωση που οφείλονταν σ’ αυτό ακριβώς το φαινόμενο που οι Ρωμαίοι ονόμαζαν «pluvia sanguinea» ή «βροχή αίματος». Ακόμη και ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) φαίνεται ότι είχε παρατηρήσει μία τέτοια εμφάνιση το 344 π.Χ. και το παρομοίασε με φλόγες στον ουρανό, ενώ ακόμη νωρίτερα ο Αναξιμένης (570-500 π.Χ.) και ο Ξενοφάνης (560-470 π.Χ.) είχαν προσπαθήσει να μελετήσουν το ίδιο φαινόμενο με επιστημονικό τρόπο δίνοντάς του μία φυσική εξήγηση.

Διονύσης Π. Σιμόπουλος