Παππούδες-Γονείς-Παιδιά:οι δυσκολίες μιας σχέσης [Β΄]

3 Δεκεμβρίου 2012

Στο βιβλίο τους «Γονείς και Παιδιά» ο παπα Φιλόθεος Φάρος και ο παπα Σταύρος Κοφινάς περιγράφουν τρεις περιόδους του γάμου, όσον αφορά τη σχέση των συζύγων με τους γονείς τους, επισημαίνοντας τις διαφορετικές μορφές που μπορεί να πάρει η εξάρτηση μεταξύ των δύο γενεών.

Ως πρώτη περίοδο χαρακτηρίζουν τα πρώτα χρόνια του γάμου, όταν το νέο ζευγάρι προσπαθεί να αυτονομηθεί, αλλά εξακολουθεί να εξαρτάται οικονομικά από τους γονείς. Η οικονομική εξάρτηση, συνήθως συνυπάρχει με συναισθηματική εξάρτηση, γεγονός που δεν επιτρέπει την επί της ουσίας ενηλικίωση των νέων ανθρώπων και την εδραίωση της αυτοεκτίμησής τους στο νέο τους ρόλο. Τα προβλήματα μάλιστα επιτείνονται όταν συγκατοικούν οι γενιές (κοινό σπίτι, διαμερίσματα ίδιας πολυκατοικίας).

Η δεύτερη κρίσιμη περίοδος για τις σχέσεις του νέου ζευγαριού με τις οικογένειες καταγωγής τους είναι όταν το νέο ζευγάρι αποκτήσει παιδιά. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η κύρια ευθύνη της ανατροφής των παιδιών, με τη συγκατάθεση των νέων γονέων και με διάφορες αφορμές, περνά στους παππούδες. Έτσι, οι μεν παππούδες έχουν πάλι ένα αντικείμενο ενασχόλησης που τους λυτρώνει από την αδράνεια (της συνταξιοδότησης, της απουσίας ενδιαφερόντων και της συχνά ανύπαρκτης σχέσης ζευγαριού μεταξύ τους), οι δε γονείς απολαμβάνουν την ύπαρξη ελεύθερου χρόνου για την ικανοποίηση προσωπικών επιδιώξεων στον επαγγελματικό τομέα ή σε άλλους τομείς προσωπικών ενδιαφερόντων. Εν τω μεταξύ τα παιδιά μεγαλώνουν με πρόσωπα ακατάλληλα για το γονικό ρόλο, συνήθως μέσα σε συνθήκες εξαιρετικής επιτρεπτικότητας, και με έντονο ασυνείδητο θυμό για τους γονείς τους που τα έχουν συναισθηματικά εγκαταλείψει.

Οι γονείς του Γιάννη, όντας σε μια σχέση εξάρτησης από τους δικούς τους γονείς, ήδη από τα πρώτα χρόνια του γάμου τους, συνέχισαν να εξαρτώνται, ακόμα πιο ασφυκτικά μετά τη γέννηση του παιδιού τους, γεγονός που τους έκανε να νιώθουν ακόμα πιο μικροί και ανήμποροι να αναλάβουν τις ευθύνες και την εξουσία του γονικού τους ρόλου. Έτσι, είχαν εμπλακεί σε ένα φαύλο κύκλο συγκρούσεων με τους γονείς, οι οποίες θύμιζαν συγκρούσεις έφηβων παιδιών και όχι ενηλίκων, και κατέληγαν να ανέχονται και την παρουσία – ρόλο των γονέων τους και – το χειρότερο – του παιδιού τους, που τους δυσκόλευε, τους εκνεύριζε και τους απογοήτευε.

Η τρίτη κρίσιμη περίοδος στις σχέσεις του νέου ζευγαριού και των γονέων τους είναι όταν οι γονείς γερνούν και είναι συχνά ανίκανοι να φροντίσουν τους εαυτούς τους, εξ αιτίας κάποιας αρρώστιας. Σ’ αυτή την περίπτωση, υπάρχει μια άριστη αφορμή για να εδραιωθεί μια σχέση εξάρτησης, η οποία θα συνεχιστεί μέχρι το θάνατο των γονέων, και η οποία καλύπτει όχι μόνο τις πραγματικές ανάγκες των ηλικιωμένων, αλλά και συχνά τις συναισθηματικές τους ανάγκες εξάρτησης από τα παιδιά τους.

Επομένως, στόχος για ένα νέο ζευγάρι είναι να απομακρυνθεί από τους γονείς του, διατηρώντας, όμως, μια λειτουργική σχέση μαζί τους. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος προτρέπει «αντί τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού» (Εφεσ. 5,31) (όπου το ρήμα «καταλείπω» σημαίνει εγκαταλείπω κάποιον, αφήνω κάποιον πίσω και φεύγω, απομακρύνομαι από κάποιον, ενώ το «προσκολλώμαι» σημαίνει γίνομαι ένα με κάποιον, αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε κάποιον), ενώ η ακολουθία του γάμου τονίζει: «ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων».

Εύλογα τίθεται το ερώτημα: Πώς μπορεί κανείς να επιτύχει αυτούς τους στόχους; Να αντιμετωπίζει τους γονείς του και τους γονείς του συντρόφου του, ως αληθινά, ξεχωριστά πρόσωπα, που συνδυάζουν πολλούς ρόλους, πρόσωπα την παρουσία των οποίων μπορεί να χαίρεται; Πώς μπορεί να εκφράζει τις επιθυμίες του και να μοιράζεται τα συναισθήματά του, χωρίς αυτό να αποβαίνει εις βάρος της σχέσης; Πώς να καταφέρει να σχετιστεί ισότιμα, σε όλες τις αναπτυξιακές φάσης της οικογένειάς του, χωρίς να εμπλακεί σε εξαρτησιακή σχέση με τις οικογένειες πρoέλευσης;

Στην πράξη βλέπουμε κάποιες οικογένειες, στις οποίες οι παραπάνω προϋποθέσεις υπάρχουν ως «αυτονόητες», συνήθως γιατί οι άνθρωποι της πάνω γενιάς βιώνουν μια προσωπικά ικανοποιητική ζωή και έχουν μεγαλώσει τα παιδιά τους (σημερινούς νέους ενήλικες) με τρόπο που επιτρέπει να υπάρχει μια λειτουργική σχέση μεταξύ τους.

Από την άλλη, σε πολλές περιπτώσεις επίσης, βλέπουμε να θεωρείται η εξάρτηση προϋπόθεση της αγάπης και της ποιοτικής σχέσης μεταξύ των γενιών, με όλα τα συνακόλουθα προβλήματα. Τι μπορεί να κάνει τότε ένα νέο ζευγάρι, αν διαπιστώνει ότι η ζωή του δεν είναι ευτυχισμένη υπ’ αυτές τις συνθήκες; Από την πλευρά των ειδικών της ψυχικής υγείας γνωρίζουμε ότι για να πορευτεί καλά ένας άνθρωπος στη ζωή του, χρειάζεται ένα ικανοποιητικό επίπεδο αυτογνωσίας. Η αυτογνωσία επιτρέπει να είμαστε ενήμεροι ανά πάσα στιγμή για το πώς αισθανόμαστε, πώς αισθάνονται οι άλλοι γύρω μας, για ποιους λόγους υπάρχουν αυτά τα συναισθήματα και πώς μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε με τρόπο που να προάγει τη μεταξύ μας επικοινωνία.

Όσο πιο καλά γνωρίζουμε τους εαυτούς μας και τους σημαντικούς για μας ανθρώπους, μεταξύ των οποίων, ασφαλώς είναι και οι γονείς μας, τόσο καλύτερα μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις όποιες τάσεις εξάρτησης τείνουν να διαμορφωθούν ανάμεσά μας και βρίσκουμε τρόπους να τις αποτρέψουμε. Το καλύτερο είναι ότι αυτή η διαφοροποίηση μπορεί να επιτευχθεί διατηρώντας συναισθήματα αγάπης, κατανόησης και εκτίμησης προς το πρόσωπο των γονέων, ανεξάρτητα από το αν εκείνοι είναι σε θέση, στην αναπτυξιακή φάση που βρίσκονται, να κάνουν μια αντίστοιχη διεργασία.

Αυτογνωσία επιτυγχάνει κανείς με πολλούς τρόπους. Ένας από αυτούς είναι η ψυχοθεραπεία, η ύπαρξη της οποίας είναι, νομίζω, μια πραγματική ευλογία που έχει επιτρέψει ο Θεός να υπάρχει για το καλό των ανθρώπων.

            Βιβλιογραφικές αναφορές:

            Virginia Satir: Πλάθοντας άνθρώπους (Εκδόσεις Κέδρος)

            Παπά Φ. Φάρος – παπά Στ. Κοφινάς: Γονείς και Παιδιά (Εκδόσεις Ακρίτας).