Αισθητικό τρίπτυχο

21 Ιανουαρίου 2013

OrtegayGasset copy

Γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από την περίφημη «Εξέγερση των μαζών» (μετ. Χρ. Μαλεβίτση, Δωδώνη, Αθήνα 1972, Αρμός, Αθήνα 2012), ο Ορτέγκα υ Γκασέτ πραγματεύεται εδώ ζητήματα αισθητικής, σε τρεις πραγματείες γραμμένες από το 1914 έως το 1925.

 José Ortega y Gasset, Αισθητικό τρίπτυχο, μετ. Α. Βασώνη, Α. Μαυρομμάτη, Ε. Οικονόμου, Τ. Φραγκούλια, Ε. Χέλμη, Εκδόσεις Printa, Αθήνα 2011, σελ. 311

Στο πρώτο δοκίμιο με τίτλο «Ο απανθρωπισμός της τέχνης» (1925) ο Ορτέγκα υ Γκασέτ τονίζει ότι η σύγχρονη τέχνη «δεν είναι μία τέχνη για ανθρώπους γενικά, αλλά για πολύ ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων» (σ. 29). Αντιθέτως, το ευρύ κοινό, κατά τον συγγραφέα, «θα αποκαλέσει τέχνη το σύνολο των μέσων τα οποία του δίνουν την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με ανθρώπινα πράγματα που τον ενδιαφέρουν» (σ. 30).

Περαιτέρω ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η μοντέρνα τέχνη έρχεται σε σύγκρουση με το παρελθόν (σ. 69, σ. 71), αποπειράται να προσδώσει «παιδικότητα σε έναν γέρικο κόσμο» (σ. 77), ενώ συγχρόνως «γελοιοποιεί την Τέχνη» (σ. 74).

Παρά τις ενστάσεις προς την σύγχρονη τέχνη, ο Ορτέγκα υ Γκασέτ διαπιστώνει «την αδυναμία να γυρίσουμε προς τα πίσω» (σ. 81), δηλαδή προς την παραδοσιακή τέχνη. Οι προσεγγίσεις του Ισπανού φιλοσόφου είναι ενδιαφέρουσες και χρήσιμες στην συζήτηση πάνω σε ζητήματα αισθητικής και φιλοσοφίας της τέχνης που διεξάγεται επί πολλές δεκαετίες. Ωστόσο, μεταξύ της αποδοχής της παραδοσιακής τέχνης και της ρήξεως με την παράδοση, ο συγγραφέας δεν φαίνεται να προτείνει κάτι συγκεκριμένο.

Το δεύτερο δοκίμιο το οποίο επιγράφεται «Σκέψεις για τον Δον Κιχώτη», είναι μία εκτενέστατη μελέτη για το έργο του Μ. ντε Θερβάντες (1547-1616) από την οπτική ενός Ισπανού (σ. 158, σ. 161) που επιθυμεί να αναδείξει την «ισπανικότητά» του. Για τον Υ Γκασέτ, κυρίως ξένοι έχουν ασχοληθεί με τον «Δον Κιχώτη»: «Τα λιγοστά φώτα που ρίχτηκαν επάνω του προήλθαν από ξένους: από τον Σέλλινγκ, τον Χαϊνε, τον Τουργκένιεφ… Πρόκειται για στιγμιαίες και ανεπαρκείς εκλάμψεις. Για κείνους ο Δον Κιχώτης ήταν μία θεία παραξενιά· για μας ένα πρόβλημα που αφορά την ίδια μας την μοίρα» (σ. 166). Στην περίπτωση του «Δον Κιχώτη» ο Ορτέγκα υ Γκασέτ διαβλέπει τον θάνατο του έπους (σ. 202), ενώ, από αισθητικής πλευράς, εκλαμβάνει το έργο ως «πολεμική ενάντια στην ιπποσύνη» (σ. 198), επιχειρώντας παράλληλα να αναδείξει την «μυθιστορηματικότητα» του έργου.

Το τελευταίο δοκίμιο του τόμου, το οποίο επιγράφεται «Ιδέες για το μυθιστόρημα» (1925), αποτελεί μία κριτική τοποθέτηση του συγγραφέως έναντι της θεματολογίας (σ. 244, σ. 248) του μυθιστορήματος. Αφιερώνει αρκετές σελίδες πάνω στα έργα του Ντοστογιέφσκι (σσ. 263-268). Πάντως με ορισμένες ενστάσεις του Ισπανού φιλοσόφου (λ.χ. στην ταύτιση του Ντοστογιέφσκι με τους ήρωές του η τον ρεαλισμό του Ρώσσου μυθιστοριογράφου) θα διαφωνήσουν γνωστοί μελετητές του ντοστογιεφσκικού έργου (Μπερντιάγιεφ, Γρόσσμαν, Ευδοκίμωφ, Τραουαγιά κ.α.)

Στις τελευταίες σελίδες του τρίτου δοκιμίου υπάρχει μία σημείωση του συγγραφέως που βοηθεί στην αποκωδικοποίηση εκ μέρους του αναγνώστη του σκοπού των αισθητικών προσεγγίσεων του συγγραφέως σχετικά με το μυθιστόρημα γενικώς και με τον «Δον Κιχώτη» συγκεκριμένα. Γράφει λοιπόν: «Η αισθητική καταξίωση του καθημερινού και ο αυστηρός αποκλεισμός κάθε εξωπραγματικού στοιχείου είναι το ουσιωδέστερο από τα στοιχεία που ορίζουν το μυθιστόρημα με την έννοια που αυτή η λέξη έχει στο παρόν δοκίμιο» (σ. 281).

Σε μία γενική αποτίμηση, ο παρών τόμος δίνει μία εικόνα των αισθητικών αντιλήψεων του Ισπανού φιλοσόφου Ορτέγκα υ Γκασέτ μέσα από τρεις πραγματείες που ανήκουν στην πρώϊμη φάση του έργου του. Ενδιαφέροντα ομολογουμένως τα κείμενα, μπορούν να προκαλέσουν γόνιμες συζητήσεις και οπωσδήποτε και διαφωνίες εκ μέρους τόσο των θεωρητικών της λογοτεχνίας όσο και των αισθητικών φιλοσόφων.