Η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη στο συνέδριο «Η θρησκεία και ο πολιτισμός»

19 Ιανουαρίου 2013

Ομιλία

 

της Α.Θ. Παναγιότητος

 

του Οικουμενικού Πατριάρχου

 

κ.κ. Βαρθολομαίου

 

κατά το υπό του Πανεπιστημίου «Άγιος Απόστολος Ανδρέας» Τιφλίδος

 

συγκληθέν Επιστημονικόν Συνέδριον «Η Θρησκεία και ο Πολιτισμός»

 

(11 Ιανουαρίου 2013)

 

* * *

 

Μακαριώτατε και προσφιλέστατε αδελφέ Αρχιεπίσκοπε Μετσχέτης και Τιφλίδος και Καθολικέ Πατριάρχα πάσης Γεωργίας κύριε Ηλία,

Ελλογιμώτατε κύριε Πρόεδρε της Ακαδημίας Επιστημών της Γεωργίας κύριε Tamaz Gamkrelidze και Ελλογιμώτατα μέλη αυτής,

Εξοχώτατε Υπουργέ της Παιδείας της Γεωργίας κύριε Giorgi Margvelashvili,

Ελλογιμώτατε Πρύτανι του Πανεπιστημίου τούτου του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου κύριε Sergo Vardosanidze, και αγαπητοί κύριοι Καθηγηταί,

Ιερώτατοι και Θεοφιλέστατοι αδελφοί Αρχιερείς,

Εντιμότατοι Άρχοντες του ευλογημένου τούτου τόπου,

Αγαπητοί φοιτηταί και φοιτήτριαι,

Εκλεκτοί και αγαπητοί αδελφοί, πατέρες και τέκνα εν Κυρίω,

Bartholomew_Patriarch

«Μεγας ει, Κυριε, και θαυμαστά τα έργα Σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων Σου» (Ευχή Μεγάλου Αγιασμού).

Αληθώς, «δοξάσωμεν απεριέργως τον Θεόν, την μίαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος δόξαν τε και λαμπρότητα. Λειτουργώμεν τω Θεώ την αίνεσιν, ορώντες τον εξ ορατών και αοράτων συνεκτηκότα κόσμον, τον μέγαν και θαυμαστόν της μεγαλειότητος αυτού κήρυκα», θα ελέγομεν μετά του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, συμμετέχοντες και ομιλούντες εις το επιστημονικόν τούτο συνέδριον περί θρησκείας και πολιτισμού, μη όντες ασφαλώς επιστήμων, αλλά θεώμενοι τα έργα των χειρών της Σοφίας του Θεού, η Οποία και εν τούτω «ωκοδόμησεν εαυτή οίκον» (Παροιμ. θ 1), ίνα τα «πάντα Θεόν υμνή και δοξάζη φωναίς αλαλήτοις• επί πάσι γαρ δοξάζεται και ευχαριστείται δι ἡμῶν ο Θεός•….φιλεί γαρ εν τούτοις φιλιστορείν η ψυχή και πολλοίς θαύμασιν ανυμνείν τον Θεόν• δια των ορωμένων και τεταγμένων, δια των ανθρωπίνης τέχνης, θεϊκής όμως εμπνεύσεως, δημιουργημάτων, τον αρχηγόν τούτων συλλογιζώμεθα».

Είναι μεγάλη, λοιπόν, η χαρά ημών, διότι ευρισκόμεθα σήμερον εν τω μέσω υμών εις τον «οίκον τούτον» της Προνοίας του Θεού και επιστήμης κατ ἄνθρωπον, το Πανεπιστήμιον του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, ο οποίος τυγχάνει ιδρυτής και προστάτης και πολιούχος και της καθ ἡμᾶς Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

Η παρουσία ημών ενταύθα συμπίπτει, την φοράν ταύτην, προς την ευφρόσυνον επέτειον της συμπληρώσεως τριάκοντα και πέντε ετών καρποφόρου και αγλαοκάρπου διακονίας της Υμετέρας φίλης Μακαριότητος, προσφιλέστατε και τιμιώτατε αδελφέ Πατριάρχα Γεωργίας κύριε Ηλία, εις την καθέδραν της Τιφλίδος, και των ογδοηκοστών γενεθλίων Σας.

Την χαράν ημών επαυξάνει το γεγονός, ότι η Υμετέρα Αγάπη τυγχάνει ο ιδρυτής του Πανεπιστημίου τούτου, κινηθείσα εξ αγάπης προς την νεολαίαν της Γεωργίας, προκειμένου ίνα δώσητε εις αυτήν την δυνατότητα, με την γνώσιν των συγχρόνων επιστημονικών επιτεύξεων και της προόδου, της κατ ἄνθρωπον πάντοτε, να γνωρίση συγχρόνως βαθύτερον την Ορθόδοξον χριστιανικήν πνευματικήν και εθνικήν Γεωργιανήν κληρονομίαν και παράδοσιν, ως απαραίτητον εφόδιον εις την σύγχρονον εποχήν της παγκοσμιοποιήσεως.

Ειδικώς, ο πολιτισμός, η ζωη και η ιστορία του προσφιλούς και μαρτυρικού Γεωργιανού Λαού είναι αρρήκτως συνδεδεμένα μετά του Χριστιανισμού και της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επί την πέτραν της Ορθοδόξου κυρίως πίστεως ωκοδομήθη η πνευματική ζωη του ευλογημένου τούτου λαού και αυτή η πίστις ήτο εκείνη, η οποία τον εκράτησεν εις την ιστορίαν του και δεν τον αφήκε να εξαφανισθή υπό το πέλμα των πολλών και σκληρών κατακτητών, οι οποίοι ενίοτε, αν μη πολλάκις, ήσαν εις σκληρότητα και απανθρωπίαν χειρότεροι των διωκτών των χριστιανών των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Είναι αναρίθμητοι αι τυραννίαι και οι διωγμοί, τούς οποίους υπέστη ο Γεωργιανός Λαός, λόγω της αφοσιώσεως αυτού εις τον Χριστόν.

Όμως, όλοι αυτοί οι διωγμοί, αράχνης ευκολώτερον διεσπάσθησαν, καπνού θάττον διελύθησαν, κονιορτού ταχύτερον παρήλθον, ως λέγει χαρακτηριστικώς ο εκ των Αγίων προκατόχων ημών εν τω Θρόνω της Κωνσταντινουπόλεως Ιερός Χρυσόστομος.

Και όμως, οι διωγμοί και αι επιθέσεις αύται «πολύν μαρτύρων χορόν ειργάσαντο» εις την Γεωργίαν και κατέλιπον εις αυτήν «τούς αθανάτους εκείνους της Εκκλησίας θησαυρούς, τούς στύλους, τούς πύργους», οι οποίοι «ουχί ζώντες μόνον, αλλά και τελευτήσαντες μεγάλης ωφελείας τοις ύστερον υπόθεσις εγένοντο».

* *

Ο Χριστός, ο προαιώνιος Λογος του Πατρός, του Οποίου την σάρκωσιν προ ολίγων ημερών εωρτάσαμεν και νυν ευρισκόμεθα εις την εβδομάδα κατά την οποίαν εορτάζομεν την Επιφάνειαν Αυτού, προσέλαβε με την έλευσίν Του ταυτοχρόνως και τον ανθρώπινον πολιτισμόν. «Και αυτός ο Κυριος ημών επιδημήσας προς ημάς ανθρώπου μορφήν ανέλαβε, σάρκα ανθρώπου και νουν ανθρώπου, και απλώς ειπείν, πάντα γίνεται, πλην της αμαρτίας, άνθρωπος, προσοικειωσάμενος δια τούτου τον άνθρωπον» (Αββά Δωροθέου, Ερμηνεία τινών ρητών του Αγίου Γρηγορίου).

Τοιουτοτρόπως, η Θεία Αποκάλυψις δια να εκφρασθή εχρησιμοποίησε τον λ ο γ ο ν και την ανθρωπίνην γ ρ α φ η ν. Ο Θεός Λογος, λαμβάνων την ανθρωπίνην μορφήν, επέτρεψεν εξ αρχής εις τούς ανθρώπους να Τον απεικονίζουν. Ο ίδιος ενεδύθη ανθρώπινα ιμάτια, τα οποία επίσης ήσαν έργα πολιτισμού: «Ην δε ο χιτών άρραφος, εκ των άνωθεν υφαντός δι ὅλου», διακηρύττει και μαρτυρεί ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος εν τω Ιερώ αυτού Ευαγγελίω (Ιωάν. ιθ ,23). Και αυτός ο Χιτών φυλάσσεται ως πολύτιμον ιερόν και συγχρόνως πολιτιστικόν κειμήλιον εδώ εις την Γεωργίαν.

Μέ αὐτόν τόν τρόπον τό ὑπέρ λόγον Κ ά λ λ ο ς προσλαμβάνει καί ἐνδύεται τό αἰσθητόν κάλλος, τό ὁποῖον ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος: «χάριν καί κάλλος ἐπιθυμήσει ὀφθαλμός» (Σοφ. Σειράχ μ΄,22).

Δυνάμεθα νά εἴπωμεν, ὅτι ἡ σάρκωσις τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Πατρός ἐγκαινιάζει μίαν νέαν σελίδα εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπό ἀνθρώπινος πλέον, γίνεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας Θεανθρώπινος. Τό κτιστόν μιγνύεται μετά τοῦ ἀκτίστου, τό φθαρτόν μετέχει τῆς ἀφθαρσίας καί ἀφθαρτοποιεῖται. Ἡ ὕλη μετέχει τῶν ἐνεργειῶν του Θεού και γίνεται φορεύς Θείας Χαριτος, ως ακριβώς και ο φθειρόμενος και θνητός άνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν.

«Τι ουν; Επειδήπερ ουχ υπόστασιν παρ ἡμῶν ο του Θεού μονογενής Υιός, αλλά την ημετέραν αναλαβών εκαινούργησε φύσιν, ενωθείς αυτή κατ ἰδίαν υπόστασιν, ουχί και των υποστάσεων ημών εκάστη της Αυτού μεταδίδωσι χάριτος;», διερωτάται ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Και απαντά ο ίδιος: «Αλλά την μεν φύσιν, ην παρ ἡμῶν υπέρ ημών προσλαβόμενος εκαινούργησεν, ηγιασμένην και δεδικαιωμένην και τω Πατρί δια πάντων υπήκοον ούσαν έδειξε […] εκάστου δε των πιστευόντων ημών ουχ απλώς την φύσιν, αλλά και την υπόστασιν εκαινούργησε, και των αμαρτημάτων ημίν την άφεσιν εχαρίσατο δια του θείου Βαπτίσματος, δια της των οικείων εντολών τηρήσεως, δια της μετανοίας και δια της μεταδόσεως του οικείου Σωματος τε και Αίματος» (Ομιλία εν τη αγία εορτή των Φωτων).

Κατά τον ίδιον τρόπον η Χαρις του Θεού ανακαινίζει και τον υλικόν κόσμον, τον αναπλάττει, μεταδίδει εις αυτόν από το υπέρ αίσθησιν κ α λ λ ο ς, λαμβάνει τα φθαρτα και ευτελή ενίοτε υλικά του και τα χρησιμοποιεί με ένα καινουργή τρόπον, καθιστά αυτά φορείς των θείων ενεργειών.

Τοιουτοτρόπως, από απλά ανθρώπινα τεχνουργήματα, καλλιτεχνήματα και επινοήματα, μεταβάλλει αυτά εις λατρευτικά αντικείμενα, τα οποία μεταδίδουν την Χαριν, την οποίαν δέχονται από την πηγήν του φωτός και της ζωής όσοι προσεγγίζουν αυτά μετά πίστεως και ευλαβείας. Ούτω τα υλικά αυτά αντικείμενα αγιάζουν, φωτίζουν, θαυματουργούν.

Εις την αγιογραφίαν τα πρόσωπα του Κυρίου, της Θεοτόκου και των Αγίων δεν αποδίδονται με στόχον το πεπερασμένον γήϊνον κάλλος, αλλά καταυγαζόμενα υπό του ανεσπέρου Φωτός της βασιλείας των ουρανών αποκαλύπτουν το υπέρ έννοιαν και αίσθησιν κάλλος του Κυρίου και την ωραιότητα των θεοειδών αρετών, αι οποίαι κοσμούν τούς Αγίους της Εκκλησίας.

Τούτο είναι μία μεγίστη δωρεά του Κυρίου εις τον κόσμον, ο οποίος από π α ρ α λ ο γ ο ς γίνεται ε λ λ ο γ ο ς, λογικοποιείται, ως έλεγε μία μεγάλη μορφη της συγχρόνου θεολογικής σκέψεως, ο Άγιος Ιουστίνος της Τσέλιε Σερβίας.

Ούτως, ο Ορθόδοξος Πολιτισμός, και ιδιαιτέρως εις την Αγιοτόκον Χωραν της Γεωργίας, έχει δώσει λαμπρότατα δείγματα πολιτισμού. Πλέον ειδικώς και συγκεκριμένως, εις τον χώρον της τέχνης της αγιογραφίας, ένθα, ως γράφει ο Όσιος Δωρόθεος, οι αγιογράφοι αυτής βάλλουν «πάντα τα χρώματα έντιμα και λαμπρά, άξια της του Βασιλέως εικόνος», ήτοι του Βασιλέως Χριστού, και σπουδάζουν «πάσας τας εσθήτας του βασιλέως ενθείναι τη εικόνι, ίνα βλέπη τις την εικόνα περιέχουσαν όλον τον βασιλικόν χαρακτήρα και νομίζη ότι σχεδόν αυτόν τον βασιλέα βλέπει, αυτό το αρχέτυπον» (Αββά Δωροθέου, Ερμηνεία τινών ρητών του Αγίου Γρηγορίου).

*

Συγχρόνως όμως, η Εκκλησία ανάγει ημάς εις τα πνευματικά, εις τα θεία, και καλεί ημάς ίνα «μη ατιμάσωμεν το αρχέτυπον ημών• Θεού κατ εἰκόνα γεγόναμεν• αλλά καθαράν και έντιμον την ιδίαν εικόνα ποιήσωμεν αξίαν του αρχετύπου». Δηλαδή να αγιάζωμεν εαυτούς, ώστε με αυτόν τον τρόπον να τιμώμεν τον Θεόν, κατ εἰκόνα του Οποίου επλάσθημεν. «Αποσμίξωμεν αυτήν του ρύπου της αμαρτίας, ίνα φανή το κάλλος αυτής δια των αρετών. Εκκαθάρωμεν ουν το κατ εἰκόνα ημών• θέλει γαρ αυτό ο Θεός, καθώς και έδωκε μη έχον σπίλον η ρυτίδα η τι των τοιούτων» (Αββά Δωροθέου, ενθ αν.).

Η ανύψωσις προς τον ουρανόν, ο εξευγενισμός, η μεταμόρφωσις της φύσεως της ακατεργάστου ύλης δια της επινοήσεως της ανθρωπίνης δημιουργίας, αυτό είναι η ψυχή των Ορθοδόξων τεχνών, της Αγιογραφίας, της ξυλογλυπτικής, της μικροτεχνίας, της αρχιτεκτονικής, τας οποίας τοσούτον έχει καλλιεργήσει και αναπτύξει η φιλότεχνος μέριμνα της Υμετέρας τετιμημένης Μακαριότητος, αδελφέ άγιε Πατριάρχα Γεωργίας. Και, αντιθέτως, η ψυχή από την θεωρίαν του ορατού κάλλους έρχεται εις την κατάστασιν της αισθήσεως του Θεού, του ζώντος και θαυμαστού εν πάσιν.

Όμως τούτο δεν είναι ευκολος εργασία. Είναι α σ κ η σ ι ς, π τ η σ ι ς υπεράνω της αβύσσου, ε κ χ υ σ ι ς αίματος. Ακριβώς με αυτά είναι συνυφασμένη όλη η εσωτερική ύπαρξις και ζωη όλων των μεγάλων Ορθοδόξων καλλιτεχνών.

Δια τούτο βλέπομεν εις τούς μεγάλους δημουργούς της Εκκλησίας να είναι και Άγιοι: Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ήτο αγιογράφος και εις εκ των κορυφαίων υμνογράφων της Εκκλησίας μας. Οι κορυφαίοι μελωδοί Ρωμανός και Ιωάννης Κουκουζέλης ωσαύτως είναι Όσιοι.

Ο άνθρωπος, ο οποίος έχει χαρίσει την ευρυτέραν εικόνα -σύμβολον της παναγίας και προσκυνητής Τριάδος- ο Ανδρέας Ρουμπλιώφ, είναι ωσαύτως Άγιος της Εκκλησίας μας. Πλείστοι ήσαν οι άγιοι εκείνοι ασκηταί, οι οποίοι εχάρισαν εις τον κόσμον απαράμιλλα αρχιτεκτονικά έργα, είτε Ναούς, είτε Μονάς, είτε ασκητήρια, ενίοτε εκτισμένα εις τούς πλέον αποκρήμνους και απροσίτους εις τον άνθρωπον τόπους, εις όρη και βουνά και κρημνούς, τα οποία κάνουν την ανθρωπίνην διάνοιαν να εξίσταται και να θαυμάζη την ψυχικήν δύναμιν, το μεγαλόπνοον όραμα και την υπομονήν των ανθρώπων εκείνων, των κτιτόρων.

* *

Συγχρόνως, ο Ορθόδοξος Πολιτισμός ουδέποτε λησμονεί τον προορισμόν του: να θ ε ο π ο ι η ση τον άνθρωπον, να τον αναγάγη προς τον Δημιουργόν. Καθε λειτουργική τέχνη της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει δογματικόν χαρακτήρα και ενεργεί μυστικώς εις τας καρδίας των πιστών.

Η Ορθόδοξος εκκλησιαστική μουσική δεν ευφραίνει μόνον την ακοήν, αλλά συνταράσσει τα άδυτα της ψυχής μας.

Η Ορθόδοξος Εικονογραφία είναι το «γλωσσοφόρον βιβλίον» της Εκκλησίας, ως ευστόχως γράφει ο προμνημονευθείς Άγιος Ομολογητής και υπέρμαχος της προσκυνήσεως των ιερών εικόνων Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Το β ι β λ ι ο ν τούτο συχνάκις, αν όχι πάντοτε, είναι ισχυρότερον πολλών λόγων και ήχων.

Δεν σπανίζουν αι περιπτώσεις, κατά τας οποίας η άψυχος και άλογος ύλη δέχεται τόσον εναργώς την Θείαν Χαριν, κατά την ανέκφραστον φιλανθρωπίαν του Κυρίου, ώστε να συμπεριφέρεται ως έμψυχος και λογική. Δια τούτο έχομεν ιεράς εικόνας από τας οποίας έρρευσαν δάκρυα (Παναγία η Δακρυρροούσα) και αίμα (Παναγία η Πορταΐτισσα), εικόνας αι οποίαι ωμίλησαν εμφανώς (Παναγία η Αντιφωνήτρια), εικόνας των οποίων τα πρόσωπα εκινήθησαν ωσάν να ήσαν ζώντα, ως η περίφημος ιερά εικών της Παναγίας της Παραμυθίας εν Αγίω Όρει, εν τη οποία διημείφθη ζωντανός δ ι α λ ο γ ο ς, ολόκληρον «ε π ε ι σ ο δ ι ο ν» μεταξύ του μικρού Παιδίου Χριστού και της Παναγίας Μητρός Του, δια να καταδειχθή και δι ὁρατῶν και δι ἀοράτων στοιχείων, πολυμερώς και πολυτρόπως, οπόση είναι η παρρησία της Κυρίας Θεοτόκου ενώπιον του Υιού και Θεού Της.

*

Ο ίδιος όμως Πολιτισμός εκφράζει τον δημιουργόν του. Έκαστον δημιούργημα και επινόημα αναγγέλλει και εκφράζει τον εμπνευστήν και δημιουργόν του. Τα μεγάλα αριστουργήματα του Ορθοδόξου Πολιτισμού, τα οποία πλουτεί ο φιλόκαλος Γεωργιανός Λαός, αναγγέλλουν το κάλλος και την ωραιότητα ψυχής του δημιουργού των, του Γεωργιανού πολιτιστικού η θ ο υ ς και υ φ ο υ ς, η κατ ἄλλους τεχνοτροπίας.

Κατ ἀνάλογον τρόπον, και τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα του πιστού Ορθοδόξου Λαού τούτου, τα οποία προσκυνούνται και λατρεύονται σήμερον εις τούς Ιερούς Ναούς, τας Ιεράς Μονάς και φυλάσσονται εις τα μουσεία της Χωρας του, αποκαλύπτουν και εκφράζουν την ωραιότητα, την ευγένειαν, την ευαισθησίαν και το κάλλος της Ορθοδόξου Γεωργιανής ψυχής και την πίστιν αυτής, την οποίαν δεν ηδυνήθησαν να καταβάλουν αι συμφοραί, οι διωγμοί, αι δυσχέρειαι ανά τούς αιώνας, αι περιπέτειαι της ιστορίας και τα χαλάσματα των ανθρωπείων. Και ασφαλώς και η λατρεία και η προσκύνησις «επί το πρωτότυπον διαβαίνει».

* *

Εαν θα ηθέλομεν να αναφερθώμεν και να συγκρίνωμεν τον Ορθόδοξον πολιτισμόν προς τον Δυτικόν ασφαλώς και τα συμπεράσματα θα ήσαν όχι γοητευτικά, δια να μη είπωμεν απελπιστικά. Εις τον πρώτον κυριαρχεί το θ ε α ν θ ρ ω π ι ν ο ν στοιχείον, το κ α λ λ ο ς, το μ ο ν ι μ ο ν• εις δε τον δεύτερον το ανθρώπινον, το γήϊνον, το υλικόν, το παροδικόν. Βλέπει τις ορατώς εις τον σύγχρονον πολιτισμόν, και δη εις τον ευρωπαϊκόν και δυτικόν, εις όλα τα επίπεδα της εκφράσεώς του, συχνάκις την σύγχυσιν, την ασυναρτησίαν, την απουσίαν της ωραιότητος, τα οποία εκφράζουν αντίστοιχον εσωτερικήν σύγχυσιν, ασυναρτησίαν και απουσίαν του Θεού, παρά και εκ του Οποίου πηγάζει η ωραιότης, η αρμονία, η τάξις και το κάλλος των κτισμάτων.

Η διατάραξις της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεόν, η οποία πολλάκις φθάνει εις την τελείαν άρνησιν του Πλάστου από το πλάσμα Του και η οποία κυριαρχεί εν πολλοίς εις τον σημερινόν δυτικόν και ευρύτερον κόσμον εις όλας τας εκφάνσεις της ζωής του, ευρίσκεται εκτετυπωμένη και εις τον πολιτισμόν του, εις τα ανθρώπινα δημιουργήματα.

Και, αντιθέτως, η αρμονία της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεόν ευρίσκεται εντετυπωμένη εις τας πολιτιστικάς δημιουργίας, παλαιάς και συγχρόνους, των Ορθοδόξων Λαών, μεταξύ των οποίων και ο ιδικός σας, ο Γεωργιανός.

Πως όμως έφθασαν οι δύο πολιτισμοί, ο σύγχρονος Δυτικός και ο Ορθόδοξος, εις τοιαύτην μεγάλην διαφοράν; Επί ποίου θεμελίου έχει οικοδομηθή ο Ορθόδοξος πολιτισμός; Ασφαλώς επί του Προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος δια να ανυψώση το πλάσμα Του, το τελειότερον δημιούργημά Του, τον άνθρωπον, εις τον Θεόν. Αυτή είναι η α ρ χ η και το τ ε λ ο ς και ο σ κ ο π ο ς του Θεανθρωπίνου Ορθοδόξου Πολιτισμού. Δεν απομονώνει τον άνθρωπον, όπως ο Δυτικός Ουμανισμός, αλλά ο άνθρωπος ζ η , σ κ ε π τ ε τ α ι και κ ι ν ε ι τ α ι ηνωμένος μετά του Θεανθρώπου Χριστού.

«Εν Αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (Πραξ. ιζ ,28). Η ζωη του ανθρώπου είναι ζωη του Χριστού, η σκέψις του σκέψις του Χριστού, Αυτώ προσφέρει τα πάντα: «τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα» (Θεία Λειτουργία του Ιερού Χρυσοστόμου, εκφώνησις προ του καθαγιασμού των Τιμίων Δωρων).

Μονον δια της οργανικής σχέσεως προς τον Θεάνθρωπον Χριστόν δύναται ο άνθρωπος να κ α τ α κ τ η σ η πολιτιστικά δ η μ ι ο υ ρ γ η μ α τ α, τα οποία μένουν α θ α ν α τ α εν τω κόσμω και φωτίζουν και παραδειγματίζουν. Μονον εις τον Θεάνθρωπον Χριστόν ευρίσκει ο άνθρωπος το πλήρωμα και την τελείωσιν της υπάρξεως αυτού. Μονον εις Αυτόν ευρίσκει ο πολιτισμός την αληθινήν ωραιότητα, την αθανασίαν και την αιωνιότητά του.

Ο Θεανθρωπος Χριστός ελευθερώνει τον άνθρωπον εκ της τυραννίας της ύλης και των πραγμάτων. Ο Ορθόδοξος άνθρωπος στρέφεται με όλην την δύναμίν του εις την ψυχήν, η οποία, κατά τον λόγον του Κυρίου, αξίζει περισσότερον από όσον όλος ο κόσμος. Δια τούτο και ο Ορθόδοξος πολιτισμός είναι πρωτίστως π ο λ ι τ ι σ μ ο ς της ψυχής και όχι της ύλης.

Διότι η αγάπη προς τον Θεόν και η αγάπη προς την ύλην είναι πράγματα και θέσεις ασυμβίβαστοι. Ως μαρτυρεί ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος, «όστις απέκτησε τον Θεόν, είναι ανάγκη να μη πεισθή να αποκτήση άλλο τι, αλλά και αυτό το σώμα αυτού να αποδυθή. Εαν όμως ενδυθή τις τούτον τον κόσμον, και αγαπήση ταύτην την ζωήν, δεν θα ενδυθή τον Θεόν, έως ότου αφήση ταύτα• επειδή εμαρτύρησε τούτο αυτός ο Θεός, λέγων• όστις δεν αφήσει πάντα και μισήσει την ζωήν αυτού, δεν δύναται να γίνη μαθητής μου».

«Και αυτοί οι Άγιοι μετά ησθενημένου σώματος και χλωμού εκ νηστείας προσώπου, και μετά καθαρού και ησύχου νοός, απηλλαγμένου γηΐνων λογισμών, απετόλμων να συνομιλώσι μετά του Θεού και υψούντο εις τα κρυπτά θεία μυστήρια των αποκαλύψεων… Ηνοίγοντο οι νοεροί οφθαλμοί των και έβλεπον την δύναμιν και το κάλλος των ποιημάτων του Θεού κατά το μέτρον της καθαρότητός των» (Του Οσίου πατρός ημών Ισαάκ του Συρου, Τα σωζόμενα Ασκητικά).

* *

Δια τούτο και πάντες οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει να είμεθα υπερήφανοι δια τον πολιτισμόν μας, έστω και εάν υλικώς δεν ευημερούμεν, δεν διαθέτομεν «τα μέσα», τούς πόρους και τα εφόδια, τα οποία διαθέτουν οι άλλοι λαοί.

Έστω και αν είμεθα πτωχότεροι άλλων λαών, έστω και εάν μας λείπουν ενίοτε και τα απαραίτητα. Ο πλούτος ημών των Ορθοδόξων Χριστιανών είναι ε σ ω τ ε ρ ι κ ο ς. Ο ίδιος ο Κυριος μας, μας εδίδαξεν: «ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως• […] ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστιν» (πρβλ. Λουκ. ιζ ,20-22).

Όλος ο αναφαίρετος πνευματικός πλούτος ευρίσκεται εντός της ψυχής της ηγιασμένης υπό του Αγίου Πνεύματος• διότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι βρώσις και πόσις, αλλά «δικαιοσύνη, και ειρήνη, και χαρά εν Πνεύματι Αγίω» (Ρωμ. ιδ ,17-18).

Δεν είναι καθόλου εκπληκτικόν, ότι ο μη πνευματικός άνθρωπος ρυθμίζει καλλίτερον τας υλικάς υποθέσεις του από τον πνευματικόν.

Ο μη πνευματικός άνθρωπος ασχολείται με την προσπάθειαν να εξασφαλίση τα πράγματα και γίνεται αιχμάλωτος αυτών, ενώ ο πνευματικός πασχίζει με τον νουν του να διαμένη εν τω Θεώ, και εις την προσπάθειάν του αυτήν δεν τον συγκινούν τα υλικά επιτεύγματα. Εαν οι Ορθόδοξοι Λαοί εστρέφοντο με όλην την ορμήν των προς τα γήϊνα και μη πνευματικά, συντόμως θα ηδύναντο ίσως, αν μη ασφαλώς, να υπερβούν τούς άλλους λαούς, ως, άλλωστε, συνέβη εις τας χώρας του λεγομένου υπαρκτού σοσιαλισμού, επειδή η ενασχόλησις με τα υλικά και πεπερασμένα είναι ασυγκρίτως ευκολωτέρα από της ενασχολήσεως με τα μη παρερχόμενα και με αυτά τα οποία αρέσουν και ευαρεστούν τον Θεόν, τα αιώνια.

Ο Θεός μας έδωσε την εντολήν «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και ταύτα πάντα», δηλαδή τα υλικά, «προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. ς ,33-34). Πάντα τα υλικά, το ένδυμα, η κατοικία, η τροφή, είναι το συμπλήρωμα. Ο σημερινός Δυτικός πολιτισμός δυστυχώς επιζητεί πρώτον το συμπλήρωμα και ο άνθρωπος καταναλώνει άπασαν την μέριμνάν του εις πολυαρίθμους ανάγκας, άνευ νοήματος και ουσίας. Ο δε Ορθόδοξος άνθρωπος, ο άγιος, αναζητεί μόνον το Εν, ου «εστι χρεία» (πρβλ. Λουκ. ι ,42), δι αὐτόν και δια την ανθρωπότητα. Ποίον είναι αυτό το Εν;

Ο δια την ημετέραν σωτηρίαν άνθρωπος γενόμενος Υιός και Λογος του Θεού, και παν ο,τι Αυτός κομίζει εις τον κόσμον: ειρήνην, δικαιοσύνην, απολύτρωσιν, αγάπην, φως, χρηστότητα, αγαθωσύνην, πραότητα, αθανασίαν. Πάσαι αι έτεραι ανάγκαι του ανθρώπου, εν συγκρίσει προς αυτό το Εν, «ου έχομεν χρείαν», είναι τόσον δευτερεύουσαι, ώστε να είναι σχεδόν άχρηστοι.

Ο άνθρωπος του Θεού δεν εξουσιάζεται υπό πραγμάτων, ιδεών, αναγκών, εξωτερικών συνθηκών, λογικής, αλλά μένει εσωτερικώς ελεύθερος από πάντων, εν τη κοινωνία του με τον Θεόν. Η αρμονική αυτή κοινωνία του μετά του Θεού μεταδίδεται εις τα δημιουργήματά του και γίνεται τοιουτοτρόπως ο ίδιος ο άνθρωπος δ η μ ι ο υ ρ γ ο ς Θεανθρωπίνου πολιτισμού, δια λόγου, δια τέχνης, δι ἔργων, δι ἐπινοήσεως, και κυρίως δια της προσευχής.

Ας μη λησμονήται, ότι το τελειότερον αλφάβητον εις τον κόσμον, το φωνητικόν, εις το οποίον κάθε γράμμα αποδίδει ένα φθόγγον, εδόθη πρώτον εις τον άνθρωπον υπό του ιδίου του Θεού, κατά την αποκάλυψιν του Δεκαλόγου εις τον απεσταλμένον Του, τον Μωϋσήν, δια να δυνηθή να εκφράση τελειότερον όσα του απεκαλύφθησαν εν τω Όρει Σινά, ότε ο Θεός απεκαλύφθη εν τω κόσμω προσωπικώς και υποστατικώς, ως ο Ω ν, και όχι ως μία απρόσωπος, αμέθεκτος και απρόσιτος ανωτέρα δύναμις. Ούτως, ο μύστης των απορρήτων της Θεότητος γίνεται δημιουργός και φορεύς πολιτισμού, δεχόμενος πρώτος την αποκάλυψιν του προσωπικού Θεού, μετά του Οποίου ωμίλει και ομιλεί ενώπιος ενωπίω.

* *

Δια τούτο, αδελφοί Ορθόδοξοι Γεωργιανοί, πρέπει να δοξάζωμεν τον Θεόν και να είμεθα υπερήφανοι διότι εγεννήθητε και εγεννήθημεν Ορθόδοξοι και ανετράφητε εις μίαν Ορθόδοξον Χωραν, μάλιστα με τοιαύτην πλουσίαν ιστορίαν και πολιτισμόν, ως η ένδοξος και γενναία της Γεωργίας. Μη συγκινείσθε εκ των φαινομενικώς πολιτιστικών επιτευγμάτων του παρόντος αιώνος της αποστασίας, ο οποίος έχει υπερβή ασυλλήπτως τας τεχνολογικάς δυνατότητας πάσης άλλης εποχής, αλλά συγχρόνως έχει ανοίξει και το λεγόμενον «κουτί της Πανδώρας», εκ του οποίου δύνανται να ελευθερωθούν δυνάμεις ικαναί να καταστρέψουν τον κόσμον άπαντα, «στοιχεία καυσούμενα», επαρκούντα δια να κατακαύσουν «την γην και τα εν αυτή έργα» (πρβλ. Β Πέτρ. γ ,10).

Αλλοίμονον εις την ανθρωπότητα, εάν η σύγχρονος τεχνογνωσία και τεχνολογική δύναμις, αι οποίαι είναι ικαναί να μεταποιήσουν την γην όλην εις παράδεισον, δεν αξιοποιηθούν επωφελώς δι’ αυτήν. Ημείς όμως, ως χριστιανοί και γνήσια τέκνα του ουρανίου Πατρός, δεν πτοούμεθα υπό της καταστάσεως ταύτης, υπό της πενίας, της οικονομικής κρίσεως, των αδικιών, της συκοφαντίας, των πολέμων, των συσσωρευομένων καθ ἡμέραν τρομακτικών απειλών. Πάσαι αι ανωτέρω ανθρώπιναι καταστάσεις, δεν δημιουργούν πολιτισμόν.

Ο Ορθόδοξος πολιτισμός δεν είναι «γη και σποδός», αλλά κ α τ α ξ ι ω σ ι ς και π ρ ο σ δ ο κ ι α: «Προσδοκώμεν και σπεύδομεν την παρουσίαν της του Θεού ημέρας, […] καινούς δε ουρανούς και γην καινήν κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν, εν οις δικαιοσύνη κατοικεί” (πρβλ. Β Πέτρου γ , 12-13). Και η δικαιοσύνη δι ἡμᾶς είναι ο ίδιος ο Χριστός.

Δια της απομονώσεώς του εις τας τεχνολογικάς εφευρέσεις και εις τον υλικόν κόσμον ο δυτικός άνθρωπος αποθνήσκει και εξαφανίζεται. Η θεοποίησις της λογικής, ο ναρκισσισμός του, είναι ο τάφος εκ του οποίου δεν δύναται να αναστήση εαυτόν. Και βλέπομεν ότι, ενώ ο άνθρωπος κατακτά και κερδίζει όλον τον κόσμον, μεταβαίνει εις το διάστημα και εις τούς άλλους πλανήτας, κατά παραχώρησιν πάντοτε του Θεού, όμως δεν δύναται να επιλύση τα βασικώτερα προβλήματα της ζωής και να δικαιώση την ύπαρξίν του.

Ο Ορθόδοξος Θεάνθρωπος όμως έχει λύσει όλα αυτά τα προβλήματα. Και τα έλυσε με α υ τ ο θ υ σ ι α ν. Ενώ εις τον σύγχρονον δυτικόν και μη κόσμον, λαοί, φυλαί και κράτη και επί μέρους άτομα, νομίζοντα ότι είναι μόνιμοι φορείς «ικανού νοός» και ότι δύνανται δι αὐτοῦ να ρυθμίσουν τα πάντα, εφαρμόζουν το δόγμα «θυσίαζε τον άλλον χάριν του εαυτού σου», ο Θεάνθρωπος Χριστός και ο χριστοποιημένος άνθρωπος εφαρμόζουν το δόγμα, όχι το εξελθόν «παρά Καίσαρος Αυγούστου», αλλά το δόγμα του αδυνάμου και δια τούτο παντοδυνάμου Κυρίου, «θυσίαζε τον εαυτόν σου χάριν των άλλων»• η γαρ δύναμις του Κυρίου εν ασθενεία τελειούται, εις τον Σταυρόν, δια να φέρη την Ανάστασιν του ιδίου ως Θεού και του δημιουργήματός Του δι αὐτῆς.

Ο δυτικός κόσμος ίσταται αδύναμος και ανήμπορος ενώπιον του αιωνίως αλύτου προβλήματος του θανάτου. Ο Θεάνθρωπος Χριστός όμως το έλυσε δια των παθών, της σταυρικής θυσίας, της ταφής και της Αναστάσεώς Του. Με την Χαριν και με την βοήθειάν Του το λύομεν και ημείς, συμμετέχοντες εις τα ίδια παθήματα δια να αναστηθώμεν μαζί Του.

* *

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

Ο Θεός, ως επιβεβαιοί αψευδώς ο ίδιος δια του πρώτου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης, της Γενέσεως, «είδε τα πάντα όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν• και συνετελέσθησαν ο ουρανός και η γη και πας ο κόσμος αυτών» (Γεν. 1,31-2,1).

Και ο Μεγας Βασίλειος προσφυώς δογματίζει: «Υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν […] Γενέσεως είδη δύο: Η μεν, η κατά Θεόν μόρφωσις, εξ έργων και παραδοχής δογμάτων επιτελουμένη• ως γεννά Παύλος δια του Ευαγγελίου […] η δε τις εστιν, η εις τον βίον είσοδος, ως το, Αύτη η βίβλος γενέσεως […] Μεγάλη μεν ουν κατηγορία, και τον υιόν όντα και της σωματικής γενέσεως τετυχηκότα, αγνώμονα είναι περί τον γεννήσαντα• αφορήτου δε μίσους άξιος ο και υψωθείς τω γενέσθαι των ουρανίων μέτοχος, και μηδέ ούτως επιμένων τη προς τον ευεργέτην αγάπη (Εις τον Προφήτην Ησαΐαν).

Ο Ορθόδοξος πολιτισμός έχει «πνοήν ζωής», η μάλλον εμπνέεται από «πνοήν ζωής» και μεταβάλλεται εις «ψυχήν ζώσαν» (Γεν.β,7), κατά τον ίδιον τρόπον ότε «έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον χουν από της γης και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β ,7). Τοιουτοτρόπως και ο «χους» και η «ύλη» και το πεπερασμένον ανθρώπινον «πνεύμα» και η «λογική» μεταποιούνται υπό του Ορθοδόξου καλλιτέχνου, δια του Αγίου Πνεύματος, και δίδεται εις αυτά «πνοη ζωής». Όλη η παράδοσις και η πίστις μας είναι μία μ α ρ τ υ ρ ι α Ορθοδόξου πολιτισμού, «χάριτος και αληθείας». Και αληθώς και εμπειρικώς «η Χαρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιωάν. α ,17-18).

Η Θεία Λειτουργία, ως θεόπνευστα κείμενα και ως αναίμακτος προσφορά «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας”, η εμπνευσθείσα υπό του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία και οι θησαυροί των Πατέρων της Ορθοδόξου καθ ἡμᾶς Ανατολής, αι Ιεραί Εικόνες, τα ιερά αντικείμενα της Θείας Λατρείας, αι αναρίθμητοι εκφάνσεις της καθ ἡμέραν λατρευτικής και προσευχητικής και πνευματικής ζωής του Ορθοδόξου πιστού, δια της ασκήσεως και της νηστείας, δια της προσηλώσεως εις το θείον, εις τον «αοράτως συνόντα» και συμπορευόμενον Κυριον, αυτό τούτο το Ορθόδοξον βίωμα και έθος αποτελούν στοιχεία του Ορθοδόξου Πολιτισμού από της εμφανίσεως του Κυρίου, του Βυζαντινού και του μεταβυζαντικού Πολιτισμού, της κληρονομίας μας, η οποία δεν περιορίζεται εις τόπον και χρόνον, αλλά υπερβαίνει και τον τόπον και τον χρόνον, και μεταβιβάζει προς το αιώνιον. Ο Ορθόδοξος πολιτισμός ευρίσκεται μακράν θρησκευτικών φανατισμών και μονομερείας και εκφράσεως του εθνοφυλετικού στοιχείου, είναι α π ο λ υ τ ο ς, ανήκει εις πάντας• είναι αιώνιος• είναι τα πάντα και εν πάσι Χριστός, ο «μελιζόμενος και μηδέποτε διαιρούμενος».

Δια τούτο καλούμεν εαυτούς και αλλήλους να στραφώμεν εις τας ευγενείς και καλλιελαίους ρίζας του Ορθοδόξου Θεανθρωπίνου πολιτισμού μας. Ας καλλιεργή-σωμεν αυτό το πνεύμα της περιφρονήσεως της παρούσης ζωής χάριν της ουρανίου πολιτείας, το οποίον εκαλλιέργησαν οι Μαρτυρες, οι Ιεράρχαι, οι Ασκηταί, οι Όσιοι και γενναίοι αυτής της αιματοποτίστου και ευλογημένης Ορθοδόξου Γεωργιανής γης. Η ωραία αυτή Χωρα έχει αναδείξει τόσους πολλούς και τόσον μεγάλους Αγίους, πραγματικούς ανθρώπους του πνεύματος, εις την μακραίωνα ιστορίαν της.

Ανθρώπους, οι οποίοι «πάντες το αυτό βρώμα πνευματικόν έφαγον, και πάντες το αυτό πόμα πνευματικόν έπιον• έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστόςʹ (Α´ Κορ. ι’ 3-4). Αυτό το ποτήριον τούς είχε μεθύσει και δεν ησθάνοντο τον κόσμον, αλλά είχον γίνει ως αναίσθητοι εις τας θλίψεις και την τραχύτητα της χριστιανικής οδού, επειδή κατά πάσαν ώραν είχον εστραμμένα τα όμματα εις τον Θεόν και Πατέρα των και έβλεπον δια του κρυπτού οφθαλμού της πίστεως αυτά τα οποία είναι αόρατα και μη αίσθητά.

Αι επαγγελίαι του Θεού είχον διδάξει εις αυτούς την αφοβίαν, την υπομονήν εις τούς πειρασμούς, την ανδρείαν της καρδίας, και το μόνον το οποίον ηύχοντο και επεθύμουν ήτο το «γενηθήτω, Κυριε, επ ἐμοί το θέλημά Σου», και η προσευχή «ως οίδεν η ευσπλαγνία Σου, η Χαρις Σου, η ανεξικακία Σου, Συ κυβέρνησον την ζωήν μου και σώσον με».

Ο Ορθόδοξος πολιτισμός δεν αποβλέπει εις το παρόν, διότι «πείθουσι γυμνά τούς ορώντας οστέα, ως ουδέν ημίν προσφυές των ενθάδε» (Τα γυμνά κόκκαλα πείθουν όσους τα βλέπουν, ότι τίποτε από τα γήϊνα δεν είναι δικό μας) (Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Έπη Θεολογικά, Ποίημα ΛΒ´, Γνωμικά δίστιχα).

* *

Ηθελήσαμεν, Μακαριώτατε, αδελφοί Ιεράρχαι, Πατέρες, Αδελφοί και Αδελφαί, ευλογημένοι Γεωργιανοί, «μεμνημένοι της σωτηρίου εντολής, και πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας, της δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας» (Ευχή Θείας Αναφοράς Θείας Λειτουργίας του Ιερού Χρυσοστόμου) να ομιλήσωμεν σήμερον ως Ορθόδοξος προς αληθείς Ορθοδόξους «εν πνεύματι και αληθεία». Ως άνθρωπος σάρκα φορούντες και τον κόσμον οικούντες, διο και δια να ομιλήσωμεν πολιτισμικώς σας μεταφέρομεν το αψευδές και φωτεινόν παράδειγμα του Κυρίου, των Αποστόλων και των Πατέρων.

Τα λεχθέντα υπό της ημετέρας Μετριότητος περί Ορθοδόξου Πολιτισμού, δεν είναι ιδικά μας, είναι του Κυρίου και της Ορθοδόξου Παραδόσεως και της Αληθείας του Κυρίου, ο Οποίος είναι η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωη. Είναι χάρισμα. Και το χάρισμα είναι δώρον του Αγίου Πνεύματος (πρβλ. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Έπη Θεολογικά, Ποίημα ΛΒ´, Γνωμικά δίστιχα). Όπως κ α τ α κ τ η σ ι ς και χάρισμα είναι ο πολιτισμός της Ορθοδόξου Γεωργίας. Όπως χάρισμα και ευλογία είναι η παρουσία επί το πηδάλιον του σκάφους της τοπικής Εκκλησίας της Υμετέρας Μακαριότητος, πεφιλημένε αδελφέ Πατριάρχα κύριε Ηλία, ο οποίος δια της προσφοράς Σας ως κληρικού, Ιεράρχου και Πατριάρχου εδημιουργήσατε π ο λ ι τ ι σ μ ο ν.

* *

Σας ευχαριστούμεν δια την τιμήν να ομιλήσωμεν σήμερον ενώπιόν σας, του εκλεκτού τούτου ακροατηρίου και των λίαν προσφιλών φοιτητών του Πανεπιστημίου του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, με αφορμήν την έναρξιν του επιστημονικού τούτου Συνεδρίου. Ευχαριστούμεν δια την υπομονήν σας, την θερμήν υποδοχήν σας και τούς καρδιακούς λόγους της αγάπης σας, οι οποίοι, παρά το εξωτερικόν ψύχος, θερμαίνουν τας καρδίας.

Ευχόμεθα ο προστάτης μας Άγιος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος, ο μαθητευθείς πλησίον του αποκεφαλισθέντος Ιωάννου του Προδρόμου το πρώτον, και εν συνεχεία ως ακόλουθος πιστός του Κυρίου, να ευλογή πλουσίως το έργον του Πανεπιστημίου και τας εργασίας του αρχομένου Συνεδρίου, και να καλή πάντας τούς ενταύθα προσερχομένους εις τον ηγαπημένον Διδάσκαλόν του.