Ο Ιαπωνικός Κινηματογράφος έφτασε στη Θεσσαλονίκη

22 Φεβρουαρίου 2013

Το μεγάλο αφιέρωμα στον ιαπωνικό κινηματογράφο, με τίτλο «Σπάνια τοπία του Ιαπωνικού Κινηματογράφου. Από την παράδοση στη νεωτερικότητα», παρουσιάζει η ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης από την Πέμπτη 21 έως την Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013 στην Αίθουσα Παύλος Ζάννας του Ολύμπιον.

iapvnikos

Πρόκειται για μια διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» με την υποστήριξη της Πρεσβείας της Ιαπωνίας, του Japan Foundation, του Kawakita Memorial Film Institute και της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης. Μετά την επιτυχή  ολοκλήρωσή του στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στην Αθήνα ταξιδεύει Θεσσαλονίκη και πιστεύουμε ότι θα τύχει της ίδιας συμμετοχής.

Την καλλιτεχνική επιμέλεια και επιλογή των ταινιών του αφιερώματος υπογράφει ο Μισέλ Δημόπουλος, ο οποίος σημειώνει σχετικά: «Δεν έλειψαν και στην Ελλάδα, τις προηγούμενες δεκαετίες, οι λάτρεις του ιαπωνικού κινηματογράφου και, κατά προέκταση, της ιαπωνικής κουλτούρας. Τα τελευταία όμως χρόνια όλο και λιγόστευαν τα μεγάλα ονόματα της 7ης τέχνης από την χώρα αυτή, αυτά που μας είχαν γοητεύσει και μας είχαν οδηγήσει σε αδιανόητα, εκθαμβωτικά μονοπάτια, και που, παρά τη γεωγραφική και πολιτιστική απόσταση, φάνταζαν να δημιουργούν οικείες όσο και βαθύτερες προσβάσεις σε θαυμαστές αφηγήσεις, ασύλληπτες τεχνοτροπίες, αλλόκοτες κοινωνικές και ηθικές προσεγγίσεις. Αυτά τα ονόματα, οι Κουροσάουα, Μιζογκούτσι, Όζου (με την σειρά που τους γνωρίσαμε) και, από την επόμενη γενιά, οι Όσιμα, Ιμαμούρα αποτέλεσαν τα κορυφαία ονόματα μιας κινηματογραφικής έκφρασης που πάντα έπαιζε την παράδοση στην κόψη της νεωτερικότητας. Όμως τα δέντρα έκρυβαν το δάσος, ξεφύτρωναν από την λήθη και άλλοι σπουδαίοι δημιουργοί του 20ου αιώνα, επισκιασμένοι στη Δύση (ή έστω παραγνωρισμένοι) τους οποίους ανακαλύπταμε με καθυστέρηση όπως ο Ναρούσε ή ο Γκόσο στην τάξη των παλαιών δασκάλων και από το λεγόμενο Νέο Κύμα (δεκαετία του ’60) οι Γιόσιντα, Τεσιγκαχάρα, Μασουμούρα, Ουακαμάτσου και Σουζούκι. Στην πορεία του ιαπωνικού κινηματογράφου, από την κυριαρχία των «στούντιο» μέχρι την κατάρρευσή τους και την άνοδο του ανεξάρτητου κινηματογράφου, η αλλαγή φρουράς μοιάζει τα τελευταία χρόνια χλωμή και αβέβαιη, σχεδόν άφαντη στις οθόνες της χώρας μας. Μόνο τα φεστιβάλ συνεχίζουν να εκπέμπουν σήματα ύπαρξης μερικών νέων δημιουργών που τεκμηριώνουν ότι κάτι δημιουργικό κινείται στην χώρα του Ανατέλλοντος Ήλιου. Το πρόγραμμα που παρουσιάζουμε σήμερα, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια εναλλακτικής παρουσίασης της ιστορίας του μεταπολεμικού Ιαπωνικού κινηματογράφου (με την εξαίρεση της προπολεμικής ταινίας του Γκόσο): με τα πενιχρά όμως μέσα που διαθέταμε δεν μπορούσε παρά να ήταν αναγκαστικά ελλειπτική, λόγω της απουσίας σπουδαίων ονομάτων όπως αυτά που αναφέραμε. Τα «σπάνια τοπία του ιαπωνικού κινηματογράφου» στα οποία καταλήξαμε είναι ωστόσο ταινίες λιγότερο γνωστές (αρκετές προβάλλονται για πρώτη φορά στη χώρα μας), αλλά ιδιαίτερα σημαδιακές, δημιουργών οι οποίοι, στο ξεχωριστό τους ύφος και είδος, με το καλλιτεχνικό τους σύμπαν και την προσφορά τους στην ιστορία του ιαπωνικού, αλλά και του παγκόσμιου σινεμά, σφράγισαν, στο μέτρο του ο καθένας, την διεθνή αναγνώριση της πολιτιστικής προσφοράς της Ιαπωνίας τον 20ο αιώνα. (Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι όλες οι ταινίες είναι 35 mm και όχι dvd όπως συνηθίζεται πια)».

Τι θα δούμε στο φεστιβάλ;

Το φεστιβάλ περιλαμβάνει δέκα λιγότερο γνωστές ταινίες σπουδαίων δημιουργών, που σημάδεψαν το ιαπωνικό σινεμά. Πρόκειται για τα φιλμ: Γυναίκα της ομίχλης του Χεϊνοσούκε Γκόσο (1936), Ο ηλίθιος του Ακίρα Κουροσάουα (1951), Οι ιστορίες του Γκέντζι του Κοζαμπούρο Γιοσιμούρα (1951), Κολασμένα πάθη του Κανέτο Σίντο (1967), Το αγόρι του Ναγκίσα Όσιμα (1969), Έρωτας + Σφαγή του Γιοσισίγκε Γιόσιντα (1969), Η τελετή του Ναγκίσα Όσιμα (1971), Έιτζανάικα του Σοχέι Ιμαμούρα (1981), Το θολό ποτάμι του Κοχέι Ογκούρι (1981) και Ζεγκέν, ο άρχων του μπορντέλου του Σοχέι Ιμαμούρα (1987).

Ποιό είναι το πρόγραμμά;

Αίθουσα ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΝΝΑΣ

Πέμπτη 21/02/2013
18:00 Γυναίκα της ομίχλης
20:30 Ζέγκεν, ο άρχων του μπορντέλου
23:00 Κολασμένα πάθη

Παρασκευή 22/02/2013


18:00 Εϊτζανάικα
20:45 Ιστορίες του Γκέντζι
23:00 Το θολό ποτάμι

Σάββατο 23/02/2013


18:00 Έρωτας + Σφαγή
21:00 Το αγόρι
23:00 Ζέγκεν, ο άρχων του μπορντέλου

Κυριακή 24/02/2013


18:00 Ο ηλίθιος
21:00 Τελετή
23:00 Το θολό ποτάμι

Δευτέρα 25/02/2013


18:00 Έρωτας + Σφαγή
21:00 Το θολό ποτάμι
23:00 Κολασμένα πάθη

Τρίτη 26/02/2013


18:00 Εϊτζανάικα
21:00 Ιστορίες του Γκέντζι
23:00 Γυναίκα της ομίχλης

Τετάρτη 27/02/2013


18:00 Ο ηλίθιος
20:45 Ζέγκεν, ο άρχων του μπορντέλου
23:00 Ιστορίες του Γκέντζι

Τιμή εισιτηρίου: 4 ευρώ (γενική είσοδος), 3 ευρώ (για τα μέλη).  Κάρτα μέλους: 1 ευρώ.

 Για όσους θέλουν να μάθουν κάτι παραπάνω

Γυναίκα της ομίχλης

Σκηνοθεσία: Χεϊνοσούκε Γκόσο, Ασπρόμαυρο (111΄), 1936
Ο Φουμικίσι και η γυναίκα του έχουν ένα καθαριστήριο σε μια λαϊκή συνοικία του Τόκιο. Η αδελφή του Φουμικίσι, η Ότοκου, μετά τον θάνατο του άντρα της, δεν έχει άλλη φιλοδοξία στη ζωή της από το να δει τον γιο της Σέιτσι να προκόψει. Ο τελευταίος όμως, τα φτιάχνει με μια γκέισα, πρώην ερωμένη του θείου του. Όταν ο Φουμικίσι μαθαίνει ότι αυτή είναι έγκυος από τον ανιψιό του, θα σώσει την κατάσταση και το μέλλον του Σέιτσι: παίρνει την μεγάλη απόφαση να υιοθετήσει το παιδί για το καλό όλων…
O Χεϊνοσούκε Γκόσο (1902-1981) είναι ο λιγότερο γνωστός στην Δύση από τους πρωτοπόρους του ιαπωνικού σινεμά. Νόθο παιδί μιας διάσημης γκέισας, αναγνωρισμένο από τον πατέρα του μετά τον θάνατο του νόμιμου κληρονόμου, ο Γκόσο παθιάστηκε νωρίς με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ακούραστος και εμμονικός ζωγράφος της ζωής των απλών ανθρώπων της μεσαίας τάξης και του λαουτζίκου, δημιούργησε ένα προσωπικό στυλ, το λεγόμενο «σόμιν-γκέκι», δηλαδή το είδος των ταινιών που περιγράφουν την καθημερινότητα των ασήμαντων ανθρώπων, ενώ ασχολήθηκε, στα χνάρια του Σιμάζου του οποίου υπήρξε βοηθός, σχεδόν αποκλειστικά με σύγχρονα θέματα. Γύρισε την πρώτη γιαπωνέζικη ομιλούσα ταινία το 1931 (Η φίλη μου και η γυναίκα μου) και πάντα στο πλούσιο έργο του (γύρω στις 100 ταινίες), έσκυψε με αγάπη και ανθρωπιά πάνω στη μοίρα των χαρακτήρων που βασίζονται, όπως στην Γυναίκα της ομίχλης, σε προσωπικές βιωματικές εμπειρίες. Ο Γκόσο, δικαίως, θεωρείται ο χαμένος κρίκος ανάμεσα στον Όζου και τον Ναρούσε.

ilithios

Ο ηλίθιος

Σκηνοθεσία: Ακίρα Κουροσάουα, Ασπρόμαυρο (166΄), 1951
Έχει πει για τον συγγραφέα του Ηλίθιου ο ιάπωνας δημιουργός: «Ο Ντοστογιέφσκι είναι ο αγαπημένος μου λογοτέχνης, ο συγγραφέας που έγραψε τα πιο τίμια και ειλικρινή πράγματα για την ανθρώπινη μοίρα». Ο Καμέντα (ο πρίγκιπας Μίσκιν), το αρχέτυπο του απόλυτα καλού ανθρώπου, καθώς δεν τον αφορούν ούτε τον αγγίζουν οι κοινωνικές συμβάσεις και τα κατά «συνθήκη ψεύδη», λέει πάντα αυτό που σκέφτεται και πράττει πάντα αυτό που λέει, με μόνο γνώμονα την έννοια της αγάπης και γι’ αυτό και εισπράττει το προσωνύμιο του ηλίθιου. Η συμπεριφορά του εξωτερικεύει ολοκληρωτικά τον εσωτερικό του κόσμο και αυτή η διαύγεια τού δημιουργεί διαρκώς προβλήματα στις σχέσεις του με τον κόσμο, καθώς αρνείται (και δεν ξέρει) να παίξει το υποκριτικό παιχνίδι των κοινωνικών ρόλων, βάζοντας έτσι τον εαυτό του στην πιο άβολη θέση: αυτή του αποσυνάγωγου.
Ο Κουροσάουα ελαφρύνει την ταινία από τις μεταφυσικές αναζητήσεις του Ντοστογιέφσκι και αναδεικνύει τα αρνητικά συναισθήματα που κυριαρχούν στις ανθρώπινες σχέσεις (ζήλια, φθόνος, κακία, μίσος, ιδιοτέλεια, μισαλλοδοξία, φιλοχρηματία), ως βασικές συνιστώσες της κοινωνικής ζωής-θεμέλια αδικίας, σκληρότητας και ανισότητας του σύγχρονου κόσμου (και της ιαπωνικής κοινωνίας). Γυρισμένη στο βόρειο τμήμα του νησιού Χοκάιντο, με εμμονή στις λεπτομέρειες και κυρίως στο πνεύμα, αλλά και στο γράμμα του βιβλίου του Ντοστογιέφσκι, Ο ηλίθιος υπήρξε μια ταινία παρεξηγημένη στην εποχή της (και λόγω των προβλημάτων σχετικά με την μεγάλη της διάρκεια – από 265΄ μειώθηκε τελικά στα 166΄) και μια από τις λιγότερο γνωστές του δημιουργού της. Ας μην ξεχνάμε ότι την ίδια χρονιά, το 1951, ο ίδιος σκηνοθέτης μάγευε ολόκληρο τον κινηματογραφικό πλανήτη με το Ρασομόν – ακριβώς στον αισθητικό και θεματικό αντίποδα του Ηλίθιου. Σήμερα θεωρείται ίσως η πιο πιστή κινηματογραφική μεταφορά του πολύπλοκου αφηγηματικού ιστού και της δραματικής πυκνότητας του βιβλίου. Συγκλονιστικός στον κεντρικό ρόλο ο μεγάλος Τοσίρο Μιφούνε.

ISTORIES

Οι ιστορίες του Γκέντζι


Σκηνοθεσία: Κοζαμπούρο Γιοσιμούρα, Ασπρόμαυρο (121΄), 1951
Διασκευή του μεγαλύτερου και αρχαιότερου λογοτεχνικού μνημείου της Ιαπωνίας, γραμμένο από μια αριστοκράτισσα της αυλής του Κιότο, στις αρχές του 11ου αιώνα. Περιγράφει ως μυθιστορηματικό έπος, τον ταραχώδη βίο –πολιτικό και ερωτικό- του πρίγκιπα Γκέντζι, εξώγαμου γιου του τότε αυτοκράτορα.
Το 1952, η ταινία του Κοζαμπούρο Γιοσιμούρα, σκηνοθέτη της γυναικείας ευαισθησίας και καταπίεσης στην μεταπολεμική Ιαπωνία, κερδίζει το Βραβείο της Καλύτερης Καλλιτεχνικής Συμβολής (για τα ντεκόρ και την φωτογραφία) στο Φεστιβάλ των Καννών. Πρωτιά για ιαπωνική ταινία στις Κάννες, πριν τον Χρυσό Φοίνικα, δυο χρόνια αργότερα για την Πύλη της Κολάσεως του Κινουγκάσα. Μεταφέροντας όμως στην οθόνη το ομώνυμο κλασικό μυθιστόρημα-ποταμό (το οποίο ο Μπόρχες θεωρούσε ανυπέρβλητο), οι δημιουργοί της ταινίας, ο Γιοσιμούρα, ο τότε σεναριογράφος Κανέτο Σίντο και ο σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας Σουγκιγιάμα (συνεργάτης του Κινουγκάσα και του Μιζογκούτσι), έπρεπε να καλύψουν ένα τεράστιο χάσμα εικονογραφικών αναφορών, καθώς και μια ελλειμματική τεκμηρίωση γύρω από τα ήθη και τις συμπεριφορές της μακρινής μεσαιωνικής εποχής της αυτοκρατορίας Heian-kyo, στα τέλη του 10ου αιώνα. Επέλεξαν την λύση μιας μεγαλοπρεπούς, παρά πιστής αναπαράστασης: εκθαμβωτικά σκηνικά, γοητευτική φωτογραφία, βιρτουόζικες κινήσεις της μηχανής και μια γλαφυρή σκηνοθεσία-αληθινό κομψοτέχνημα, όπου οι μεγάλες σταρ της δεκαετίας του ‘50 έχουν μια επιβλητική παρουσία. Αυθαιρετώντας σε σχέση με μια αυστηρή ιστορική προσέγγιση, έδωσαν τόπο σε μια εκλεπτυσμένη φαντασμαγορική αναβίωση που έριχνε το βάρος στην άκρατη επιθυμία μιας λαβωμένης κοινωνίας να ξεφύγει έστω και μέσω της φαντασίωσης, από το πεπρωμένο της καταβύθισης και της καταστροφής.

kolasmena

Κολασμένα πάθη


Σκηνοθεσία: Κανέτο Σίντο, Ασπρόμαυρο (90΄), 1967
Στην εποχή του μεσαίωνα, μια γυναίκα και η κόρη της βιάζονται και δολοφονούνται από μια ομάδα περιπλανώμενων σαμουράι. Αργότερα, στον τόπο του εγκλήματος εμφανίζονται τα φαντάσματα δύο γυναικών που σκοτώνουν τους περαστικούς πολεμιστές. Εν τω μεταξύ, ο σαμουράι Γκοντόκι επιστρέφει από τον πόλεμο και δεν βρίσκει τη γυναίκα του και τη μητέρα του στο σπίτι. Η επόμενη αποστολή που του ανατίθεται, είναι να εξοντώσει τα δύο φαντάσματα που τρομοκρατούν την περιοχή. Όταν ανακαλύπτει ότι αυτά έχουν την μορφή των αγαπημένων του προσώπων, τα πράγματα παίρνουν μια απρόσμενη τροπή…
Κλασική ταινία, καταχωρημένη στο είδος του φανταστικού, τα Κολασμένα πάθη (ο αυθεντικός τίτλος είναι Η μαύρη γάτα), προσαρμόζει τον βαμπιρικό μύθο στο πλαίσιο της ιαπωνικής παράδοσης, που ούτως ή άλλως είναι πλημμυρισμένη από ιστορίες δαιμόνων, φαντασμάτων και πνευμάτων. Μαθητής του μεγάλου Κέντζι Μιζογκούτσι, ο Κανέτο Σίντο τοποθετεί την ιστορία του σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, απαλλαγμένο από αχρονικούς μανιχαϊσμούς καλού-κακού, φωτός-σκότους, αποκλείοντας επίσης οποιαδήποτε μετα-φυσική χροιά. Τα αίτια της δράσης των ηρώων (φαντασμάτων ή μη), είτε προσωπικά, είτε κοινωνικά, είναι ενταγμένα σ’ ένα σύστημα εξουσιαστικών μηχανισμών και σχέσεων, γι’ αυτό και η μοίρα τους αποκτά μια τραγική διάσταση. Ο γνήσιος τρόμος που αποπνέει η ταινία, σε συνδυασμό με την αίσθηση ενός έντονου ερωτισμού, η ένταση του κοντράστ της έξοχης ασπρόμαυρης φωτογραφίας και οι θαυμάσια χορογραφημένες αερομαχίες των σωμάτων, καθιστούν τα Κολασμένα πάθη ένα κομψοτέχνημα του φανταστικού κινηματογράφου.

Το αγόρι


Σκηνοθεσία: Ναγκίσα Όσιμα, Ασπρόμαυρο / Έγχρωμο (97΄), 1969
Κεντρικό πρόσωπο στην ταινία είναι ένας 10χρονος που μαζί με την οικογένειά του ζει μια ζωή στο δρόμο: σκηνοθετούν ατυχήματα, στα οποία υποδύονται τους τραυματίες, εκβιάζοντας τους οδηγούς και ζητώντας τους χρήματα, για να μη τους καταγγείλουν στην αστυνομία.
Γυρισμένη το 1969 και δομημένη ως μια περιπλάνηση σε μια Ιαπωνία που βιώνει το μεταπολεμικό οικονομικό της θαύμα, η ταινία είναι καταρχάς ένα σχόλιο για τους χαμένους του «θαύματος», για όσους βρίσκονται στο περιθώριο: δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι ο πατέρας της οικογένειας είναι ανάπηρος του πολέμου. Βασισμένη σ’ ένα πραγματικό περιστατικό και σχεδόν νεορεαλιστική στην υφή της, η αφήγηση είναι οργανωμένη γύρω από το πρόσωπο του αγοριού. Ένας διχασμός το σημαδεύει: από τη μια, υπάρχει η εξ’ ορισμού παιδική αθωότητα και από την άλλη, η ηθική εξαχρείωση στην οποία είναι βυθισμένη η οικογένεια. Επιπλέον, υπάρχει η υποχρέωση του αγοριού για υποταγή στην Οικογένεια και τα ειωθότα της (δηλαδή συναίνεση στην εκμετάλλευση και αποδοχή της ηθικής έκπτωσης) και από την άλλη η σταδιακή αποκάλυψη του οικογενειακού ψεύδους, η συνειδητοποίηση και η εξέγερσή του. Αυτό είναι κάτι που συνδέει την ταινία με την εποχή της, τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και τους καιρούς της νεανικής ανησυχίας. Απροσδόκητα επίκαιρη σε εποχές οικονομικής εξαθλίωσης, η ταινία χαρακτηρίζεται από ένα σκληρό ρεαλισμό στο ύφος της, που συχνά διακόπτεται από τις υποκειμενικές ονειρικές εκρήξεις του κεντρικού χαρακτήρα.

Έρωτας + Σφαγή


Σκηνοθεσία: Γιοσισίγκε Γιόσιντα, Ασπρόμαυρο (168΄), 1969
Το Έρωτας+Σφαγή συνδέει δύο διαφορετικές ιστορίες, μ’ έναν πρωτοποριακό και πολυσύνθετο τρόπο. Κοινός άξονας είναι η σεξουαλική απελευθέρωση και η αναζήτηση του ελεύθερου έρωτα, ως πράξη εξέγερσης ενάντια στο παραδοσιακό, μονογαμικό οικογενειακό μοντέλο. Η μία ιστορία (1916-1923), καταγράφει την περίπτωση ενός υπαρκτού προσώπου, του αναρχικού Σακάε Οσούγκι, οπαδού και θεωρητικού του ελεύθερου έρωτα, της σχέσης του με τρεις γυναίκες και του τραγικού του τέλους. Η άλλη (1969) αφορά σε ένα σύγχρονο ζευγάρι που εφαρμόζει στην πράξη τις θεωρίες του Οσούγκι και ταυτόχρονα ερευνά τη ζωή και το θάνατό του, με σκοπό να κάνει μια ταινία γι’ αυτόν. Οι δύο ιστορίες όχι μόνον διαπλέκονται, αλλά και αλληλοσυμπληρώνονται ή και αντιπαρατίθενται, κυκλώνοντας έτσι το θέμα χωρο-χρονικά και εκ-θέτοντας ένα πρόβλημα το οποίο παραμένει, ως το τέλος, ένα άλυτο οπτικό αίνιγμα. Οι σκηνοθετικοί χειρισμοί και οι καλειδοσκοπικές αφηγηματικές τεχνικές του Γιοσισίγκε Γιόσιντα είναι μοναδικές: το παρόν συνομιλεί με το παρελθόν, το πραγματικό και το φανταστικό διεισδύουν το ένα μέσα στο άλλο, αλλάζοντας θέση, όνειρα και φαντασιώσεις υπονομεύουν το μυθοπλαστικό υπέδαφος, ενώ μια αποδραματοποιημένη θεατρική φόρμα, σε μπρεχτικό ύφος, κρατά σε απόσταση και ταυτόχρονα σε κατάσταση διανοητικής εγρήγορσης το θεατή. Το Έρωτας + Σφαγή του Γιόσιντα (μαζί με την Τελετή του συνομηλίκου και συνοδοιπόρου Ναγκίσα Όσιμα), αποτελεί μια κορυφαία στιγμή του «νουμπέρου μπάγκου» (νέου κύματος) του ιαπωνικού κινηματογράφου, μια ταινία ορόσημο.

Η τελετή


Σκηνοθεσία: Ναγκίσα Όσιμα, Έγχρωμο (122΄), 1971
Ο Μασούο γίνεται αποδέκτης ενός παράξενου τηλεγραφήματος: ένας συγγενής τού ανακοινώνει τον θάνατό του. Καθώς ταξιδεύει προς το τόπο καταγωγής, παρέα με την εξαδέλφη του, αναθυμούμενος στιγμές από το οικογενειακό παρελθόν, ο Μασούο ανακαλύπτει ότι όλες έχουν σχέση με τελετουργίες, άλλοτε νεκρώσιμες και άλλοτε γαμήλιες.
Η αφήγηση, μέσα από συνεχείς αναδρομές, όλες συνδεδεμένες με κάποια οικογενειακή τελετή, διατρέχει όλο το πρόσφατο παρελθόν της Ιαπωνίας: η ήττα και το τέλος του πολέμου (1946), η ανασυγκρότηση των συντηρητικών δυνάμεων (1952), η αποκήρυξη του ένοπλου αγώνα και η πολιτική πάλη της αριστεράς (1956), η υπογραφή του Αμερικανο-ιαπωνικού συμφώνου (1961), η φοιτητική αναταραχή και το χάρα-κίρι του Γιούκιο Μίσιμα (1971). Αν κάτι χαρακτηρίζει την ταινία, είναι η θεατρικότητά της, η οργάνωση του κινηματογραφικού κάδρου, ο περιορισμός της δράσης μέσα στον κλειστό και καλά οργανωμένο χώρο του σπιτιού, όπου όλα –πρόσωπα και σχέσεις- υπακούουν σ’ ένα αυστηρό τελετουργικό. Σε κάθε οικογενειακή τελετή αντανακλάται το πνεύμα των καιρών και γι’ αυτό η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια κριτική επισκόπηση της εξέλιξης και της διαμόρφωσης της σύγχρονης ιαπωνικής κοινωνίας: το παρελθόν ρίχνει πάντα βαριά τη σκιά του στο παρόν, στα πρόσωπα και τις μεταξύ τους σχέσεις. Παράλληλα, καθώς στο κέντρο της βρίσκονται οικογενειακοί δεσμοί, είναι και μια κριτική στον ίδιο το θεσμό, στις ιεραρχικές του δομές, στις αθέατες και συχνά αποτρόπαιες όψεις του, στην εξουσία που επιβάλλει, πολλές φορές με τρόπο βίαιο και τραυματικό, στα μέλη του.

Έιτζανάικα


Σκηνοθεσία: Σοχέι Ιμαμούρα, Έγχρωμο (151΄), 1981
1866. Ο Γκέντζι επιστρέφει στο χωριό του, από την Αμερική, όπου είχε πάει μετανάστης και αναζητά την γυναίκα του, Ίνο. Προς μεγάλη του έκπληξη μαθαίνει ότι έχει πουληθεί σαν πόρνη και βρίσκεται στη κακόφημη συνοικία του Έντο. Αναζητώντας την και συναναστρεφόμενος με τα πρόσωπα που ζουν στη συνοικία, θα ζήσει τη γεμάτη εντάσεις ατμόσφαιρά της. Αποκορύφωμα όλων είναι η παρέλαση της Έι-τζα-νάι-κα («Γιατί όχι;») και η μετατροπή της σε μία μορφή λαϊκής εξέγερσης.
Αν κάτι συνιστά τη σκηνοθετική ιδιαιτερότητα του Σοχέι Ιμαμούρα, αυτή σίγουρα είναι η εμμονή του να εστιάζει στα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας, αλλά και στα ταπεινότερα ένστικτα ή εκδοχές του ανθρώπινου βίου: «μ’ ενδιαφέρει η σχέση ανάμεσα στα χαμηλότερα μέρη του ανθρώπινου σώματος και στα χαμηλότερα μέρη της ιαπωνικής κοινωνίας», είναι η εμβληματικότερη των δηλώσεών του. Γυρισμένη το 1981, η ταινία είναι μια πινακοθήκη χαρακτήρων που ζουν στο περιθώριο, ένα πολύχρωμο πανόραμα, η τοιχογραφία μιας κοινωνικής τάξης που βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο μιας φεουδαρχικής ιεραρχικής κοινωνίας, όπως ήταν η Ιαπωνία πριν την περίοδο Meiji Ishin. Θορυβώδης και πολύχρωμη, μεγαλειώδης και γκροτέσκα, χυδαία, ασεβής και πρόστυχη, η ταινία δεν αναζητά καμία αρμονία, καμία ισορροπία. Χαώδης, άτακτη και ακατάτακτη, η σκηνοθεσία εκρήγνυται με τον πιο πανηγυρικό τρόπο. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ήρωές της, στο οργιαστικό, αλλά εντέλει τραγικό τέλος.

TOTHOLOPOTAMI

Το θολό ποτάμι


Σκηνοθεσία: Κοχέι Ογκούρι, Ασπρόμαυρο (105΄), 1981
Οζάκα, 1956. Ο 9χρονος Νομπούκο, γιος ενός φτωχο-ταβερνιάρη, ζει μαζί με τον πατέρα του δίπλα στο ποτάμι στο σπίτι-μαγαζί, χάρη στο οποίο φυτοζωούν. Κάποια στιγμή γνωρίζεται με δύο αδέλφια (αγόρι–κορίτσι) που μένουν μαζί με τη μητέρα τους σ’ ένα ποταμόπλοιο, εκεί κοντά. Ο πατέρας δεν ενθαρρύνει αυτή τη φιλία και του απαγορεύει να συχνάζει στο «σπίτι» τους, καθώς το ποταμόπλοιο είναι ένας πλωτός οίκος ανοχής, με την μητέρα να εκπορνεύεται, ταξιδεύοντας κατά μήκος του ποταμού…
Το Θολό ποτάμι είναι μια ανεξάρτητη παραγωγή του πρωτοεμφανιζόμενου Κοχέι Ογκούρι, με σαφείς νεορεαλιστικές επιδράσεις και αναφορές. Η ταινία προσεγγίζει με οξυδέρκεια τον σκληρό κόσμο των «μικρών» και «ασήμαντων» ανθρώπων, που βιώνουν λάθρα στις παρυφές της πραγματικότητας, δεμένοι στο άρμα της ανάγκης και της βιοπάλης. Μέσα στο βλέμμα του μικρού Νομπούκο καθρεφτίζεται η μελαγχολική μοναξιά της παιδικής ηλικίας, καθώς κοιτάζει με περιέργεια τον άγνωστο όσο και ακατανόητο κόσμο των μεγάλων. Όταν όμως το κάδρο ανοίξει, αναδεικνύεται το ανεπούλωτο τραύμα της ήττας, η απογοήτευση και η παραίτηση, ο λάθος δρόμος και οι χαμένες ζωές-θυσία στο βωμό της ανοικοδόμησης της μεταπολεμικής Ιαπωνίας. Η ταινία καταγράφει την αγωνία και τον αγώνα αυτών των απλών, καθημερινών ανθρώπων να επιβιώσουν χωρίς να χάσουν την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά τους, ενώ δίπλα τους η ηθική εξαχρείωση καραδοκεί. Λέει ο σκηνοθέτης: «Ανήκω στη γενιά που δεν γνώρισε τον πόλεμο. Η ζωή ξεκινάει όπως κι ένα ποτάμι. Στην πηγή το νερό είναι καθαρό. Στη συνέχεια, σιγά-σιγά αρχίζει να γεμίζει λάσπη. Έτσι κι ένα παιδί μπορεί να είναι αγνό, σαν την πηγή. Με την πάροδο του χρόνου αποκτά μαζί με τη χαρά και την εμπειρία της λύπης. Αυτή η λάσπη της θλίψης που θολώνει το νερό, η λάσπη της ανθρωπότητας είναι το θέμα της ταινίας μου».

Ζεγκέν, ο άρχων του μπορντέλου


Σκηνοθεσία: Σοχέι Ιμαμούρα, Έγχρωμο, (124΄), 1987
Βασισμένη στην αυτοβιογραφία του Mουραόκα, ενός ιάπωνα «πατριώτη», η ταινία αφηγείται τη διαδρομή της ταραχώδους ζωής του: από το 1901 όταν πένης έφθασε στο Χονγκ Κονγκ, μέχρι την μετεξέλιξή του σε κατάσκοπο στην επαρχία της Μαντζουρίας, και από κει σε «ζεγκέν», δηλαδή νταβατζής, ιδιοκτήτης μιας σειράς οίκων ανοχής, πάντα στην υπηρεσία της Πατρίδας και του Αυτοκράτορα. Όπως δηλώνει ο σκηνοθέτης: «Γι’ αυτόν το σεξ είναι καθήκον – όχι ηδονή».
Στο κέντρο της ταινίας, το πρόσωπο του Mουραόκα, αλλά και η διαδρομή του, μοιάζει να ανακλάται όλη η ιμπεριαλιστική πολιτική της Ιαπωνίας, που οδήγησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην ήττα. Άλλοτε ιστορική φάρσα και πορνογραφική, άλλοτε γκροτέσκα και γκραν γκινιόλ, άλλοτε πατριωτική αναπαράσταση εποχής και ερωτικό έπος, δραματική και κωμική, θρασεία και άσεμνη, η ταινία συνεχώς μεταμορφώνεται και αλλάζει σχήματα, όπως εξάλλου και ο ήρωάς της. Διαρκώς όμως, εμπεριέχει την σφοδρή επίθεση του Σοχέι Ιμαμούρα στον ιμπεριαλισμό της πατρίδας του, αλλά και τον κριτικό, αιρετικό στοχασμό του γύρω από την πρόσφατη ιστορική διαδρομή της Ιαπωνίας και την απομυθοποίηση των εθνικών της μύθων. Επιπλέον, στην ταινία υπάρχει το γεμάτο κατανόηση και συμπάθεια βλέμμα στους αντιφατικούς ήρωες και η εντομολογική παρατήρηση της προσωπικής τους πορείας.

(Τα κριτικά σημειώματα έγραψαν οι Μισέλ Δημόπουλος, Θωμάς Λιναράς και Δημήτρης Μπάμπας).