“Ο Μανώλης Καλομοίρης και τα παιδιά”

13 Φεβρουαρίου 2013

Ένα αφιέρωμα στον Έλληνα μουσουργό στο πλαίσιο

του εορτασμού των 130 χρόνων από τη γέννησή του,

στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Στον “Πρωτομάστορα” της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, τον Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962), είναι αφιερωμένη η πρωινή συναυλία της Κυριακής 17 Φεβρουαρίου. Το αφιέρωμα “Ο Μανώλης Καλομοίρης και τα παιδιά” απευθύνεται στο νεανικό κοινό των κυριακάτικων πρωινών του Μεγάρου Μουσική και πραγματοποιείται στο πλαίσιο του εορτασμού του έτους Καλομοίρη, από τη γέννηση του οποίου συμπληρώνονται φέτος 130 χρόνια, σε συνεργασία με τον Σύλλογο “Μανώλης Καλομοίρης”.

Συμμετέχουν: η Παιδική Χορωδία και η Χορωδία Σπουδαστών του Εθνικού Ωδείου, η Παιδική Χορωδία Μανώλης Καλομοίρης και η Μικτή Χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο πιάνο η Μαργαρίτα Βούρτση-Κολάση. Την επιμέλεια και παρουσίαση του αφιερώματος “Ο Μανώλης Καλομοίρης και τα παιδιά” έχει αναλάβει ο συνθέτης Αλέξανδρος Μούζας. Κατά τη διάρκεια της συναυλίας θα προβληθεί οπτικό υλικό που έχει παραχωρηθεί από το Αρχείο του Συλλόγου “Μανώλης Καλομοίρης”.

1952, Ο Μανώλης Καλομοίρης με τη διευθύντρια και μαθητές του Εθνικού Ωδείου Λάρνακος

1952, Ο Μανώλης Καλομοίρης με τη διευθύντρια και μαθητές του Εθνικού Ωδείου Λάρνακος

Η συναυλία-αφιέρωμα στον Μανώλη Καλομοίρη θα ξεκινήσει με αποσπάσματα “Από τη ζωή και τους καημούς του Καπετάν Λύρα” με την Ελένη Νικολαΐδη στο πιάνο. Στη συνέχεια, η Παιδική Χορωδία του Εθνικού Ωδείου, θα παρουσιάσει, σε διδασκαλία και διεύθυνση της Ελπίδας Παουλίνο και υπό τη συνοδεία του πιανίστα Βενιαμίν Χατζηκουμπάρογλου, τα έργα: “Τα καλά παιδάκια” (1911) σε ποίηση του Γεωργίου Βιζυηνού, “Η άνοιξη”(1911-ποίηση Άγγελος Βλάχος, Χαρίκλεια Καλομοίρη), “Ο κόκορας” σε ποίηση του Ζαχαρία Παπαντωνίου και “Ο ελάσσονας και ο μείζονας τρόπος”(1939) σε στίχους του ίδιου του συνθέτη. Η σολίστ Μαργαρίτας Κολάση-Βούρτση, θα ερμηνεύσει στο πιάνο την τριμερή σύνθεση του Μανώλη Καλομοίρη “Για τα Ελληνόπουλα: Εύκολα κομματάκια πιάνου” (1905). Την Μαργαρίτα Βούρτση-Κολάση θα διαδεχθεί στη σκηνή η Παιδική Χορωδία “Μανώλης Καλομοίρης”, που δίδαξε και διευθύνει ο Νίκος Μαλιάρας, με τον Σάββα Ρατζικάκη στο πιάνο. Θα παρουσιάσει τέσσερα έργα του Καλομοίρη που γράφτηκαν το 1911. Πρόκειται για τον “Χορό της χελώνας” (σε ποίηση Ιωάννη Πολέμη), “Το ψάρεμα” (σε στίχους του Χριστόφορου Σαμαρτσίδη), το δημοτικό τραγούδι “Εμαραθήκαν τα δεντριά” και το ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη “Ήλιος και αγέρας”.

Η τραγουδίστρια Χριστίνα Ασημακοπούλου συνοδευόμενη από την πιανίστα Ελένη Νικολαΐδη θα παρουσιάσει στο κοινό το “Τραγουδάκι” από τις “Ώρες” (1906) σε ποίηση Μιλτιάδη Μαλακάση και τη “Γριά Ζωή’ από τα “Μαγιοβότανα” (1908) σε ποίηση Κωστή Παλαμά.

Το αφιέρωμα θα ολοκληρωθεί με πέντε τραγούδια που θα ερμηνεύσουν η Χορωδία του Εθνικού Ωδείου και η Μικτή Χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, τις οποίες δίδαξαν και διευθύνουν ο Σπύρος Κλάψης και ο Νίκος Μαλιάρας αντίστοιχα. Τα σύνολα θα συνοδεύσει ο πιανίστας Σάββας Ρακιτζάκης. Θα ακουστούν τα τραγούδια: “Έγια μόλα – Άσμα αναψυχής ναύτου»”(1915) σε ποίηση Μαρίας Σταματέλου και διασκευή για μικτή χορωδία του Νίκου Μαλιάρα, “Το σπίτι και το καλύβι” (1928) σε ποίηση Μιλτιάδη Μαλακάση και “Ο διπλοσκοπός” (1928) σε ποίηση Σπύρου Ματσούκα (σόλο τρομπέτα: Δημήτρης Γκόγκας). Το πρόγραμμα περιλαμβάνει, τέλος, δύο τραγούδια βασισμένα σε δημοτικά ποιήματα: “Της Άρτας το γιοφύρι”(1913) και “Η λεβεντιά” (1939).

Ο συνθέτης Φίλιππος Τσαλαχούρης έχει γράψει γι’ αυτό το αφιέρωμα τα εξής: “Ο Καλομοίρης υπήρξε για την Ελλάδα και το σύγχρονο πολιτισμό μας κάτι περισσότερο από συνθέτης της Συμφωνίας της Λεβεντιάς και του Πρωτομάστορα. Ήταν και είναι η έκφραση της εθνικής μας μουσικής συνείδησης, κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, εκφραστής υψηλών ιδανικών, υπόδειγμα δασκάλου, πρότυπο δημιουργού, που έζησε με οδηγό την προτροπή του Διονυσίου Σολωμού “Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου”.

Ποιος ήταν όμως ο Μανώλης Καλομοίρης; Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1883 –η καταγωγή του ήταν από τη Σάμο. Στη Σμύρνη, άλλωστε, πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής, που συνεχίσθηκαν στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη. Το 1901 γράφτηκε στο Ωδείο της Βιέννης από το οποίο αποφοίτησε το 1906. Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκε στο Χάρκοβο της Ρωσίας, όπου δίδαξε στο Μουσικό Λύκειο Ομπολένσκυ έως το 1910. Στα τέλη του ίδιου χρόνου εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από το 1911 άρχισε να εργάζεται στο Ωδείο Αθηνών από το οποίο αποχώρησε το 1919 για να ιδρύσει το Ελληνικό Ωδείο, το οποίο διηύθυνε μέχρι το 1926. Το ίδιο έτος ίδρυσε το Εθνικό Ωδείο. Ο Καλομοίρης προσπάθησε να κάνει προσιτή τη μουσική παιδεία σε όλους τους νέους, ιδρύοντας παραρτήματα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας αλλά και στο εξωτερικό, όπου υπήρχαν μεγάλες ελληνικές κοινότητες.

Ως συνθέτης, αναδείχθηκε στον σπουδαιότερο εκπρόσωπο της Ελληνικής Εθνικής Σχολής. Άντλησε την έμπνευσή του από την βυζαντινή παράδοση, το δημοτικό τραγούδι, αλλά και από την ποίηση και τη λογοτεχνία της εποχής του. Συνέθεσε πάνω από 200 έργα (πέντε όπερες, τρεις συμφωνίες, συμφωνικά ποιήματα, ένα κοντσέρτο για πιάνο και ένα για βιολί, κύκλους τραγουδιών για φωνή και ορχήστρα ή για φωνή και πιάνο, έργα για σόλο πιάνο, μουσική δωματίου και χορωδιακά). Για τα παιδιά και τους νέους έγραψε πολλά χορωδιακά, έργα για πιάνο και μουσικοπαιδαγωγικά βιβλία. Επιπλέον, ο Μανώλης Καλομοίρης εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, του απενεμήθη το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και έλαβε πλήθος σημαντικών διακρίσεων ως συνθέτης και παιδαγωγός.

Ο Μανώλης Καλομοίρης είχε πει στις 17 Μαϊου 1951, σε διάλεξή του στην Ακαδημία Αθηνών, μεταξύ άλλων τα εξής, σχετικά με την αξία της βυζαντινής και της παραδοσιακής μουσικής: “…Η βυζαντινή μας μουσική δεν είναι, όπως θέλουνε να την παρουσιάσουν μερικοί, κάτι το τόσο απόμερο και απόμακρο από την αισθητική αντίληψη της μουσικής των άλλων ευρωπαϊκών λαών. Είναι, όπως και πριν, ο ανατολικός κλάδος της πρωτόγονης χριστιανικής υμνωδίας, που σταμάτησε για πολλούς εθνολογικούς και ιστορικούς λόγους στη μονόφωνη φωνητική μουσική, ενώ ο άλλος κλάδος, ο δυτικός, προχώρησε και μας έδωσε τη σημερινή άνθηση της νεότερης μουσική τέχνης. Γι’ αυτό, πιστεύω πως η βυζαντινή μας μουσική όχι μόνο δεν θα σταθεί εμπόδιο στο θεμελίωμα μιας ελληνικής τεχνικής μουσικής με παγκόσμια νόηση, αλλά πως, αντίθετα, η εκκλησιαστική μας υμνωδία και οι πλουσιότατοι τρόποι της θα βοηθήσουνε σημαντικά την άνθηση μιας νέας ελληνικής τέχνης των ήχων. Νομίζω μάλιστα πως, σε πολλά σημεία, η δική μας προσπάθεια για μουσική αναγέννηση βρίσκεται σε καλύτερες συνθήκες από άλλους λαούς, σαν τους Ισπανούς ή τους Ούγγρους, που τώρα τελευταία σχηματίζουν μια δική τους εθνική γλώσσα.

Έχομε λαϊκή μουσική και ποίηση εξαιρετικού πλούτου και πλαστικής ομορφιάς. Από τα βουνά της Μακεδονίας ως της Κρήτης τ’ ακρογιάλια, και από της Κέρκυρας τα γαλανά νερά ως τα διαμαντόσπαρτα νησιά του Αιγαίου, όπου Ελλάδα κι ελληνισμός, το ελληνικό λαϊκό τραγούδι αντηχεί παντού, πότε χαρούμενο, πότε, πιο συχνά, παθητικό, πάντα όμως ευγενικό, λιτό, ιδιότυπο. Είναι ο αντίλαλος του πόνου, της ελπίδας, της χαράς, της εθνικής ψυχής. Η λαϊκή μας οργανολογία, πλουσιότατη, με την κρητική λύρα, το ζουρνά, το μπουζούκι, τη φλογέρα, τον ταμπουρά και με άλλα όργανα που τα δανείστηκε από τη Δύση ή την Ανατολή, όπως το σαντούρι, το κανόνι, το κλαρίνο, το βιολί, το μαντολίνο, η κιθάρα, παρουσιάζει όλες τις δυνατότητες που μπορούμε να ζητήσουμε από τη μουσική ενός λαού.

Ο ρυθμικός της πλούτος εξαιρετικός. Μαζί με τους συνηθισμένους ρυθμούς της ευρωπαϊκής μουσικής έχουμε ρυθμούς πρωτότυπους, όπως τα 7/4 των συρτών μας χορών, τα 5/4 των τσακώνικων και τον ιδιότυπο εννεάσημο ρυθμό. Έχουμε τον ελεύθερο ρυθμό των τραγουδιών της Ηπείρου, γεμάτο πάθος και ηρωισμό, τους γοργούς λεβέντικους ρυθμούς των χορών της Κρήτης και της Δωδεκανήσου, τα τραγούδια τα γεμάτα από το φως του γαλανού ουρανού και τη διαφάνεια των ολόδροσων νερών της.

Πάνω όμως και πέρα από όλα αυτά έχουμε τις εθνικές και τις λαϊκές μας παραδόσεις, τους θρύλους, τα παραμύθια μας, όλη την ποίηση του ελληνισμού και την ιστορία του, έχομε τη μαγευτική ελληνική φύση, τ’ ακρογιάλια μας, τα κορφοβούνια, τους λόγγους και τις ρεματιές μας. Όλα αυτά, όταν μιλήσουνε στην ψυχή ενός αληθινού τεχνίτη, θα του χαρίσουνε τη θεία έμπνευση που γεννά τ’ αληθινά και μεγάλα έργα”.

Κατερίνα Χουζούρη