Ο κρυμμένος θησαυρός

 
Παιδικά / Μύθοι του Αισώπου

pic2

Ζούσε κάποτε ένας γεωργός. Ήταν πολύ εργατικός. Ο αμπελώνας του με τα καλοκλαδεμένα κλήματα, τα όμορφα στηριγμένα στους πασσάλους, τα κορφολογημένα, ήταν χάρμα οφθαλμών. Το καλοκαίρι γέμιζε τσαμπιά από ζουμερά γλυκά σταφύλια κι όταν ερχόταν η ώρα του τρύγου τα κοφίνια ξεχείλιζαν απ’ τον ευλογημένο του καρπό.

Ο γεωργός θα ήταν πολύ ευτυχισμένος, αν δεν τον βασάνιζε μια έγνοια. Είχε δυο παιδιά,  δυο λεβέντες, δυο όμορφα, γεροδεμένα παλικάρια. Δυστυχώς όμως τα παιδιά του δεν ήταν εργατικά σαν τον πατέρα τους. Είχαν μάθει στην εύκολη ζωή, στις διασκεδάσεις, στην τεμπελιά. Ο πατέρας τους ήταν ανήσυχος και πικραμένος. Τι θα γινόντουσαν οι γιοι του, όταν αυτός δεν θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει όλα τα καλά με τον πολύ κόπο του; Πώς θα τους παρακινούσε να πιάσουν στο χέρι την τσάπα και τον κασμά και το φτυάρι, να δουλέψουν, να ιδρώσουν, να καλλιεργήσουν το υπέροχο αμπέλι τους. Με το καλό δεν καταλάβαιναν, αλλά ούτε και με το άγριο. Η ζωή τους ήταν γλέντι και τεμπελιά κι ο καιρός περνούσε.

Κάποτε ο γεωργός αρρώστησε και καταλάβαινε ότι ήταν κοντά το τέλος του. Τα παιδιά του μπαινόβγαιναν λυπημένα στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου πατέρα τους. Κάποια στιγμή εκείνος τους κάλεσε κοντά του και σχεδόν ψιθυριστά από την μεγάλη του αδυναμία τους είπε: «Σε κάποιο σημείο του αμπελώνα μας υπάρχει ένας αμύθητος θησαυρός. Τον έχω κρύψει για σας…».

«Πού, πατέρα; Σε ποιο σημείο; Πάνω προς το δρόμο ή κάτω προς τη ρεματιά; Στα δεξιά, εκεί που είναι οι αποθήκες, ή προς το κέντρο που υπάρχει ένα πλάτωμα;». Τα παιδιά ρωτούσαν με αγωνία, αλλά ο πατέρας τους δεν ήταν πια σε θέση να τους εξηγήσει. Η φωνή του έσβηνε, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Σε λίγο έκλεισε για πάντα τα μάτια του.

Τα παιδιά κήδεψαν τον πατέρα τους με κάθε τιμή. Αφού πέρασαν οι πρώτες μέρες του πένθους θυμήθηκαν τα τελευταία του λόγια.

«Αδερφέ μου, πάρε εσύ την τσάπα κι εγώ τον κασμά και πάμε να σκάψουμε το αμπέλι. Θ΄ αρχίσουμε από πάνω και σπιθαμή προς σπιθαμή θα το ψάξουμε όλο. Δεν μπορεί κάπου κάποτε θα τον βρούμε τον θησαυρό» είπε ο μεγαλύτερος και σηκώθηκε πρώτος αυτός για το αμπέλι. Ο μικρότερος τον ακολούθησε χωρίς δισταγμό.

Την πρώτη μέρα το σκάψιμο τους δυσκόλεψε πολύ. Τα αμάθητα χέρια τους πληγώθηκαν και γέμισαν φουσκάλες. Οι πλάτες τους πόνεσαν πολύ. Κι όταν ο ήλιος ψήλωσε στον ουρανό κι η μέρα ζέστανε, τους έλουσε ο ιδρώτας. Μα το δειλινό, όταν γύρισαν κατάκοποι στο σπίτι, ήταν χαρούμενοι. Η δουλειά τους είχε κάνει να ξεχάσουν το πένθος για τον πατέρα τους. Τους είχε επίσης δώσει  ενδιαφέρον στη ζωή τους.

Τη δεύτερη μέρα ξύπνησαν πρωί κι έπιασαν πάλι να σκάβουν. Σήμερα έσκαψαν πιο πολύ και πιο βαθιά, μα ο θησαυρός δεν βρέθηκε. Ακολούθησαν κι άλλες μέρες με πολύ σκάψιμο. Τώρα πια έσκαβαν και για το θησαυρό, αλλά και επειδή τους άρεζε. Το αμπέλι φρεσκοσκαμμένο ζωντάνεψε πολύ. Έβγαλε καταπράσινα δυνατά φύλλα κι αργότερα μεγάλα τσαμπιά σταφύλια.

Τελειώνοντας το σκάψιμο δεν είχαν βρει πουθενά το θησαυρό που τους είχε τάξει ο πατέρας τους, αλλά το αμπέλι τους ήταν το καλύτερο του χωριού και στη συγκομιδή του καρπού, στον τρύγο, τους έδωσε τόνους σταφυλιών που τα πούλησαν και τα χρήματα που πήραν ήταν ένας αληθινός θησαυρός.

Τα παλικάρια καθώς μετρούσαν τα χρήματα κι αναλογίζονταν τον κόπο που είχαν καταβάλει, έφεραν στο νου τους τον ετοιμοθάνατο πατέρα τους:

«Δεν μας ξεγέλασε ο πατέρας μας!» είπε πάλι ο μεγαλύτερος. «Πραγματικά μας άφησε θησαυρό. Η εργασία, η τίμια κοπιαστική εργασία, είναι θησαυρός για τους ανθρώπους». Κι έζησαν τη ζωή τους πια δουλεύοντας σκληρά κι απολαμβάνοντας τους καρπούς του μόχθου τους.

Απόδοση: Σταυρούλα Κουμενίδου
Αφήγηση: Κατερίνα Σαββοπούλου

 

Αν θέλεις, μπορείς να ακούσεις τον μύθο. Κάνε κλικ παρακάτω.

papiwtis4(2)