Ομιλία Οικουμενικού Πατριάρχου στην μονή της Χάλκης για τον Άγιο Φώτιο

7 Φεβρουαρίου 2013

Χαιρετισμός της Α.Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου

κατά την δεξίωσιν εν τη Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Χάλκης

επί τη μνήμη του ανιδρυτού αυτής ιερού Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπολεως

(6 Φεβρουαρίου 2013)

Ιερώτατοι άγιοι αδελφοί,

Ιερώτατοι αδελφοί Πρόεδρε καί μέλη της Εφορείας της περιπύστου Ιεράς ταύτης Μονής μετά του Ηγουμένου αυτής,

Εξοχώτατε κύριε Υφυπουργέ,

Πατέρες, Αδελφοί καί Τέκνα εν Κυρίω,

Ανελθόντες καί εφέτος, τη Χάριτι του Κυρίου, εις τόν λόφον τούτον της ελπίδος, της ζωής καί της μαρτυρίας του θεωρείν θαυμαστά καί παράδοξα, ακατάληπτα και άφραστα, άλλοτε «εν γνόφω καί θυέλλη», ως ο Θεόπτης Μωϋσής, πάντοτε όμως εν Χάριτι, ομολογούμεν μετά του Μεγάλου Βασιλείου ότι «αρκεί τοίνυν η μνήμη πρός ωφέλειαν διηνεκή. Ου γάρ δή εκείνοις (τοίς Αγίοις) χρεία προσθήκης εις ευδοκίμησιν, αλλ’ ημίν τοίς εν τώ βίω αναγκαία η μνήμη διά τήν μίμησιν. Ώσπερ γάρ τώ πυρί αυτομάτως έπεται τό φωτίζειν […] ούτω καί ταίς αγαθαίς πράξεσιν αναγκαίως ακολουθεί τό ωφέλιμον» (Εις Γόρδιον τόν Μάρτυρα, P.G.31, 492D-493A).

sxoli_panoramik

Καί η μνήμη σήμερον είναι πρώτον του τιμωμένου μεγάλου εν Αγίοις εκ των προκατόχων ημών Ιερού Φωτίου, του φερομένου ως ιδρυτού της Ιεράς ταύτης Μονής, καίτοι αύτη, κατά τήν ιστορικήν μαρτυρίαν, προϋπήρχε τούτου· δεύτερον, μιάς μεγάλης παραδόσεως καί προσφοράς του σκηνώματος τούτου εις τήν ασκητικήν καί μάλιστα τήν νηπτικήν Πατερικήν παράδοσιν· καί, τρίτον, της διδασκαλίας των ιερών γραμμάτων καί της καταρτίσεως του κληρικού ιδία δυναμικού της Μητρός Εκκλησίας διά της γνησίας «θεολογίας», καθ’ ότι, κατά τον εν Αγίοις εκ των προκατόχων ημών Γρηγόριον τον Θεολόγον, «Ούτως ούν θεολογήσεις,… κάν μέχρι τρίτου κατά τον Παύλον ουρανού φθάσης, και ακούσης άρρητα ρήματα∙… κάν γάρ ουράνιον άπαν, κάν υπερουράνιόν τι, και πολύ την φύσιν υψηλότερον ημών ή, και εγγυτέρω Θεού, πλέον απέχει Θεού και της τελείας καταλήψεως, ή όσον ημών υπεραίρει του συνθέτου καί ταπεινού καί κάτω βρίθοντος κράματος» (Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου Λόγος ΚΗ´, Θεολογικός Β´), καί της απλής, συνεπούς καί ουσιώδους τηρήσεως του Δόγματος καί της τάξεως της Ορθοδοξίας, αι οποίαι δέν εδιδάσκοντο απλώς, αλλ’ εβιούντο εν τη επί 137 έτη λειτουργησάση ενταύθα περιπύστω τροφώ καί μητρί καί κιβωτώ Ιερά Θεολογική Σχολή.

Εις τάς τρεις αξίας-μνήμας ταύτας, επιθυμούμεν ίνα επικεντρώσωμεν τόν λόγον σήμερον.

Ο Ιερός Φώτιος, ως γνωστόν, συνεδέθη προς τήν ακμήν της Κωνστατινουπόλεως καί εν γένει του μακραίωνος βίου της τότε Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπήρξε δέ πολυσχιδής προσωπικότης, η οποία διά του βίου, του έργου, του λόγου καί της συγγραφής, ως καί διά του εκχριστιανισμού των Σλάβων διά της αποστολής των Αγίων Ισαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου εις Μοραβίαν, του οποίου γεγονότος τήν 1150ήν επέτειον κατά τό τρέχον έτος επετειακώς μιμνησκόμεθα, εσφράγισε μίαν ολόκληρον περίοδον, χαρακτηρισθείσαν ως τήν «δόξαν του Βυζαντίου».

Κατά τό παράδειγμα του Μεγάλου Φωτίου, προμάχου της Ορθοδοξίας, του μή συγχρωτισθέντος οθνείοις τρόποις μηδέ αμελήσαντος του εν αυτώ χαρίσματος, ουδέ ανεχθέντος ηθικάς παρεκτροπάς, ιδία των «τελεσιουργούντων τά ιερώτατα», εκαλλιεργήθη ιδιαιτέρως εις τήν Ιεράν ταύτην Μονήν, η ασκητική καί νηπτική παράδοσις της Εκκλησίας μας, κατά τήν οποίαν όλα τά μεγάλα γίνονται ακόπως, είναι δώρα του Θεού· δίδονται εξαίφνης, χωρίς νά περιμένη τις, εις τούς ήρωας της αγάπης καί της υπομονής. Ζή κάποιος μίαν ολόκληρον ζωήν πόνων, διά νά καταλήξη εις μίαν στιγμήν, ταυτιζομένην πρός τήν αιωνιότητα· πρός τήν ελευθερίαν της σωτηρίας.

Καί, τέλος, η παρασχεθείσα παιδεία καί Ορθόδοξος αγωγή κατά τά 137 έτη λειτουργίας υπό διακυμάνσεις ασφαλώς γνωστάς καί μή εξαιρετέας της ημετέρας ενταύθα Σχολής, υπήρξεν απλή καί καταγράφεται ως διάπλασις του κατά Χριστόν καί εν Χριστώ ανθρώπου, η οποία επετυγχάνετο εις τούς ιερούς αυτούς χώρους διά της ενώσεως του τριμερούς της ψυχής, ήτοι του θυμικού, του επιθυμητικού καί του λογικού, κατά τούς Πατέρας, καί μάλιστα της καταβάσεως του νοός εις τήν καρδίαν, ως συμβαίνει καί πρέπει νά γίνεται μέ τούς ιερουργούς των θείων μυστηρίων. Νους καί καρδία ενούνται, όπως ο Κύριος είναι Θεός καί γίνεται άνθρωπος. Ταπεινώνεται περισσότερον του ανθρώπου, διότι θέλει νά σώση τόν περιφρονημένον καί ελάχιστον, τόν απομεμονωμένον καί άγνωστον, τόν ηδικημένον καί πάσχοντα, διότι θέλει νά θεώση τό ανθρώπινον. Αυτήν τήν «θεολογίαν», ή μάλλον τήν ταυτότητα ανθρώπου καί Θεού, ανθρωπίνης γνώσεως καί Θεού γνώσεως, εκαλλιέργησε, μετέδωκεν εμπειρικώς καί μετελαμπάδευσεν επί ένα καί ήμισυν αιώνα περίπου η Χαλκίτις αύτη Σχολή.

Από της εκλογής καί καταστάσεως της ημετέρας Μετριότητος εις τόν πανίερον Οικουμενικόν Θρόνον, ως ο έσχατος κρίκος της αλύσεως των προκατόχων ημών, πολλών εξ αυτών Αγίων καί Πατέρων της Εκκλησίας, εφιλοδοξήσαμεν καί άχρι της ώρας εργαζόμεθα περίφροντεις καθ’ ημέραν, εις ουδέν έτερον αποβλέποντες των γηΐνων, παρά μόνον εις τήν επαναλειτουργίαν της Σχολής, διά νά συνεχισθή αυτή η παράδοσις και ταυτότης της καθόδου του νοός εις τήν καρδίαν, ιδία εις τούς κληρικούς, διά νά συνεχισθή η παράδοσις της «οθνείας αλλοιώσεως ευπρεπεστάτης», ώστε εν φόβω καί τρόμω νά τελεσιουργήται τό ιερόν μυστήριον του ανθρώπου, εν σεβασμώ πρός τόν Πλάσαντα, καί ουχί αναιδώς, ως πολλάκις ατυχώς καί νοσηρώς συμβαίνει, κατά τόν Γρηγόριον τόν Θεολόγον, λέγοντα ότι «Η μεγίστη των εν ανθρώποις νόσων πασών αναίδεια… οππότε μύστην ουρανίων θυέων μή καθαρόν παρέχει» (Χριστός Πάσχων, P.G.38,160Α καί Έπη εις εαυτόν, Ποίημα ΚΗ´, Ελεγειακόν,P.G.37,1288Α).

Μίαν τοιαύτην παραδοσιακήν καί εντός του πνεύματος της ακραιφνούς θεολογίας των Πατέρων καί της παραδόσεως της Μητρός Εκκλησίας Σχολήν ωραματίσθημεν καί καθ’ ημέραν μελετώμεν τήν επαναλειτουργίαν αυτής, ώστε «γνόντες Θεόν» ή «μάλλον δε γνωσθέντες υπό Θεού» (Γαλ. 4,9), να επιτύχωμεν να συνεχισθή άχρι της συντελείας των αιώνων η πορεία καί η προσφορά πρός τόν άνθρωπον του Οικουμενικού Πατριαρχείου καί η γνωριμία του μέ τόν Αγνωστον, τόν Αφθαστον, Εκείνον ο Οποίος πλησιάζει ημάς καί είναι «αοράτως συνών» εν τη πορεία εκάστου εξ ημών πρός τήν Γαλιλαίαν του.

Καί γνωρίζομεν βιωματικώς, ότι μέ τήν υπομονήν καί με τήν αγάπην, με την διακριτικότητα και την ταπείνωσιν, και ποτέ με την υπερηφάνειαν και τον εγωϊσμόν και την οιανδήποτε εξουσίαν, δεχόμεθα οι άνθρωποι καί οι θεσμοί τήν Θείαν επίσκεψιν. Καί πιστεύομεν ότι η μεγαλωσύνη του Θεού φανερούται εις τήν θυσίαν της αγάπης καί εις τήν κένωσιν της προσφοράς καί όχι εις τήν «δίψαν», η οποία ποτέ δέν σβύνει, ακόμη καί αν ο άνθρωπος αποκτήση όλας τάς επιτυχίας καί τάς χαράς του κόσμου τούτου, τάς οποίας, όσαι καί αν είναι, δέν ημπορεί νά τάς χαρή, διότι εκ φύσεως είναι ανικανοποίητος, διά τούτο καί διψασμένος καί νηστικός.

«Ανοίξαντός Σου τήν χείρα τά σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος, αποστρέψαντος δέ Σου τό πρόσωπον ταραχθήσονται», διακηρύσσει ο Ιερός Ψαλμωδός. Καί ημείς εργαζόμεθα «έως ημέρα εστί», στοιχούντες τοίς προκατόχοις ημών αοιδίμοις Πατριάρχαις Αθηναγόρα καί Δημητρίω, διά τήν επανάκτησιν του δ ε δ ο μ έ ν ο υ και κ ε κ τ η μ έ ν ο υ καί τήν συνέχισιν της μ ν ή μ η ς καί της διατηρήσεως της κανδήλας του λόφου της ελπίδος ακοιμήτου, «θεολογίας νάμασι καταρδευούσης» τήν Μητέρα Εκκλησίαν, τό Γένος, τόν πιστόν λαόν, πιστεύοντες ότι θά ανοίξη τήν Χείρα Του ο κραταιός Θεός, εισακούων της καρδιακής δεήσεως ημών, καί θά πλησθώμεν άπαντες οι εγγύς καί οι μακράν χρηστότητος.

Πέραν, λοιπόν, της εργασίας καί των ανθρωπίνων ικανοτήτων καί προσπαθειών, πιστεύομεν ότι η επαναλειτουργία της Σχολής θά είναι τό Δώρον του Ενός (Θεού τό δώρον), το οποίον δίδεται εξαίφνης εις τόν ελάχιστον καί ταπεινόν, ο οποίος μόνον αγαπά, υπομένει καί ελπίζει, ακόμη καί όταν τα πάντα πέριξ του απόλλυνται και τα «σκιάζει η φοβέρα» και η καταχνιά. Ας ελπίσωμεν ημείς οι ταπεινοί καί περιλειπόμενοι ότι θά δοθή εις τήν ιδικήν μας γενεάν τό δώρον τούτο της χρηστότητος του Θεού, όχι βεβαίως δι’ ημάς αυτούς, τούς παροδικούς καί χοϊκούς, αλλά διά τήν Εκκλησίαν, διά τήν Ρωμηοσύνην, διά τό Γένος, διά τόν πιστόν λαόν του Θεού, τό «μικρόν ποίμνιον» πλέον της κληρουχίας του Ιερού Φωτίου υπό στενήν καί ευρυτέραν έννοιαν, ώστε να συνεχισθή η οικουμενική αληθώς, εν διαλόγω και εν αγάπη, πορεία προς την των πάντων ενότητα, την πανορθόδοξον, την διαχριστιανικήν, την πανανθρωπίνην, αυτήν την οποίαν εδίδαξε και θα κηρύξη συν Θεώ ο λόφος αυτός της ελπίδος και της ζωής, «τοίς θαύμασι πιστούμενος», η Σχολή της Χάλκης‚ έστω και εάν ακόμη «ο όρθρος» φαίνεται «βαθύς» διά την χριστιανικήν καταλλαγήν και οικουμενικήν κίνησιν, και απ’ αυτής και δι’ αυτής προς την πανανθρωπίνην ενότητα. Πιστεύομεν ότι «η ζωή και οδός Χριστός» μας συνοδεύει και γιγνώσκεται εις τάς «καιομένας» ψυχάς και καρδίας μας «εν τη κλάσει του Αρτου»

Αδελφοί καί τέκνα εν Κυρίω,

Αι σκέψεις και οι οραματισμοί ούτοι μας διακατέχουν, πέραν όλων των άλλων, καθ’ όλην τήν υπερεικοσαετή Πατριαρχικήν διακονίαν ημών. Καί συνεχίζομεν τήν προσπάθειαν καί τήν ελπίδα καί τήν προσδοκίαν. Καί τά αισθήματά μας αυτά ηθελήσαμεν νά μοιρασθώμεν μετά πάντων υμών, εν ευχαριστίαις πρός τήν Εφορείαν της Ιεράς ταύτης Μονής καί πρός τόν Ηγούμενον αυτής διά τούς κόπους καί τάς προσπαθείας αυτών διά τό ιερόν τούτο καθίδρυμα, αλλά καί πρός όλους υμάς, εν τώ βιώματι ότι όλα μετρούνται διαφορετικώς, μεταμορφώνονται θεϊκώς· τά πάντα είναι φανέρωσις της αγάπης του Θεού· καί όταν μας συμπαραστέκωνται στοργικώς οι ολίγοι καί όταν μας εγκαταλείπουν διακριτικώς οι πολλοί· καί ότι η μεγαλωσύνη του Θεού φανερώνεται εις τήν θυσίαν της αγάπης καί εις τήν κένωσιν της προσφοράς. Ταύτα από μέσης αδελφικής και πατρικής καρδίας διακηρύσσομεν εν λόγω και εν πράξει, ουδέποτε απελπιζόμενοι, αλλά πιστεύοντες ακραδάντως ότι θα «θεωρήσωμεν» τον τεράστιον «λίθον» αποκεκυλισμένον και θα χαρώμεν βλέποντες «νεανίσκον», την ελπίδα και την προσδοκίαν μας, «καθήμενον εν τώ τάφω», κηρύττοντα και μαρτυρούντα ότι «Χριστός εγήγερται» και θα είπωμεν «σύν τώ Πέτρω», τώ αρνητή και συγχρόνως ομολογητή, ότι Χριστός εγήγερται, και θα φθάσωμεν «εν τώ όρει Γαλιλαίας», «τυχείν του εφετού», διά να οφθή και ημίν, «ως προείπε τοίς φίλοις». Ταύτα εν ανθρωπίνη προσπαθεία ερμηνείας, αλληγορικώς βεβαίως, του «μυστηρίου» -καί ο νοών νοείτω, κατά το Παυλικόν.

Τώ δέ μόνω Κυρίω και εξουσιαστή και κυβερνήτη των ουρανίων και των επιγείων, τώ καταστέλλοντι «τόν θόρυβον ημών της ψυχής», τώ «ευαγγελιζομένω εκ νεκρών ανάστασιν και εμφάνειαν», τώ «ονειδίζοντι το της καρδίας σκληρόν» και δυναμένω ποιήσαι υπερεκπερισσού ών νοούμεθα καί φρονούμεν, η δόξα καί τό κράτος καί η τιμή καί η ευχαριστία και η ευγνωμοσύνη, προς παντός δε η προσκύνησις, εις τούς απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.