Ορθοδοξία & Οικουμενισμός. Δρόμοι παράλληλοι ή αντίθετοι; [2]

23 Φεβρουαρίου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: Ορθοδοξία και Οικουμενισμός. Δρόμοι παράλληλοι ή αντίθετοι;

1. Η Καθολικότητα της Ορθοδοξίας.

Η Ορθοδοξία, όπως προαναφέρθηκε, μέσα στο πέρασμα των δύο χιλιάδων χρόνων διατήρησε την πίστη της στα ίδια δόγματα και στην ίδια Παράδοση της Εκκλησίας που κληροδότησαν σε αυτήν ο Χριστός, οι Απόστολοι, οι Οικουμενικές Σύνοδοι και τέλος οι Πατέρες της. Στο σύμβολο της Πίστεως, οι Πατέρες των Συνόδων Νικαίας και Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζουν ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Χριστό και αγιάστηκε με το αίμα Του. Είναι Εκείνη που οικοδομήθηκε πάνω στο κήρυγμα των Αποστόλων, «επί τω θεμελίω των Αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Χριστού Ιησού»[1] και έως σήμερα αποτελεί την αδιάκοπη συνέχεια της μίας αδιαίρετης Εκκλησίας των οκτώ πρώτων χριστιανικών αιώνων.

fraternite-soleil-bleu (1)

Όλους αυτούς τους αιώνες η Ορθόδοξη Εκκλησία πρεσβεύει ότι δεν αποτελεί μια επιμέρους Εκκλησία που βρίσκεται σε ίση μοίρα με τις πολλές χριστιανικές «εκκλησίες» που υπάρχουν τώρα, αλλά ενσαρκώνει στον εαυτό της τη μία και μόνη Εκκλησία του Χριστού. Ο καθηγητής Κρικώνης σημειώνει: «Ακριβώς δε επειδή η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού, και επειδή μία είναι και η κεφαλή αυτής, ο Ιησούς Χριστός, είναι μία, και βεβαίως μετά μιας κεφαλής δύναται να είναι εις οργανική σχέση ζωής μόνον εν σώμα»[2]

Η καθολικότητα της Εκκλησίας είναι λάθος να ερμηνευθεί μέσα στα στενά τοπικά όρια μίας περιοχής, μίας χώρας ή μίας αυτοκρατορίας, όπως συνέβαινε κάποτε με τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Με την καθολικότητα εννοούνται όλα τα μέρη στα οποία έχει φτάσει το μήνυμα του ευαγγελίου και υπάρχουν βαπτισμένοι πιστοί, ενώ μέλη της είναι όχι μόνο οι ζώντες αλλά και οι κεκοιμημένοι, όσοι δηλαδή ανήκαν, ανήκουν και θα ανήκουν στο μυστικό σώμα του Χριστού «ζώντας τε και τεθνεώτας», τους «πανταχού της οικουμένης πιστούς», όλων των αιώνων, είτε ζώντες είτε και «προ της του Χριστού παρουσίας ευηρεστηκότες»[3] και «προαπελθόντες εν πίστει εκ της επιγείου εις την ουράνιον Εκκλησίαν»[4]. Λόγω της καθολικότητας αυτής σε κάθε Λειτουργία κατά τη διάρκεια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, ο ιερέας προσεύχεται για τη στρατευμένη[5] Εκκλησία και για τη θριαμβεύουσα, για τους ζωντανούς και τους κεκοιμημένους[6].

Το καθολικό της Εκκλησίας έχει σχέση με την πίστη στη δογματική καθαρότητα, στη παράδοση των Αποστόλων και όσα υπάρχουν στην Αγία Γραφή, στην ορθή θεολογία και κατά συνέπεια στη σωτηριολογία και τέλος στη μη νόθευση της εκκλησιαστικής ζωής δηλαδή στα μυστήρια και στη θεία Λειτουργία. Με απλά λόγια ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας υπογραμμίζει για την καθολικότητα της Εκκλησίας: «όπου αν είναι ο Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική Εκκλησία»[7]. Είναι προφανές ότι, η έννοια της καθολικότητας, όπως και αυτή της Ενότητας, εκφράζει την ταυτότητα και την ορθοδοξία της Εκκλησίας, αποκλείοντας όλα εκείνα τα στοιχεία (αίρεση, σχίσμα) που νοθεύουν την αδιαίρετη ουσία της. Κατά συνέπεια, η καθολική εκκλησία είναι μόνο μία, εκείνη που έμεινε πιστή στην δογματική καθαρότητα, στην βιβλική και παραδοσιακή θεμελίωση, στην ορθή σωτηριολογία, και διατήρησε ανόθευτα τη θεολογία, την ευσέβεια και τα μυστήρια.

Ένας άλλος παράγοντας που εξασφαλίζει την καθολικότητα της Εκκλησίας είναι η αποστολικότητά της. Η τελευταία στηρίζεται ταυτόχρονα με την ιστορική συνέχεια στη διαδοχή του επισκοπικού της βαθμού και αξιώματος, το οποίο μεταδίδεται με την κανονική Χειροτονία των επισκόπων. Οι επίσκοποι αποτελούν διαδόχους και συνεχιστές των Αποστόλων ανά τους αιώνες. Είναι στη θέση των Αποστόλων, όσον αφορά στο επισκοπικό τους και ιερατικό τους αξίωμα, ανεξαρτήτως του χρηστού ή όχι χαρακτήρα τους. Αυτή η αποστολική διαδοχή μαζί με την ενότητα πίστεως και συνοδικής διοικήσεως αλλά και το ανόθευτο των δογμάτων, διακρίνουν την αληθινή Εκκλησία από κάθε άλλη αιρετική και σχισματική «Εκκλησία».

2. Η Παγκοσμιοποίηση και ο Οικουμενισμός αποτελούν απειλή για την Ορθόδοξη Εκκλησία;

Αρχικά, θα πρέπει να οριστεί το περιεχόμενο της Παγκοσμιοποιήσεως[8] και του Οικουμενισμού. Ύστερα, να εξεταστεί υπό ποιες προϋποθέσεις αποτελούν κίνδυνο για την Ορθοδοξία.

Ως πρόγονος της παγκοσμιοποιήσεως μπορεί να θεωρηθεί η εποχή του Διαφωτισμού. Αυτός θεωρείται ο γεννήτωρ της Παγκοσμιοποίησης αφού κατά την περίοδο εκείνη τοποθετείται όλο το αξιακό οικοδόμημα που στηρίζει τη σημερινή Παγκοσμιοποίηση[9]. Η τελευταία προσπαθεί όχι μόνο να απαλλάξει τους ανθρώπους από την ξενοφοβία και να βοηθήσει τον άνθρωπο να σπάσει τα δεσμά του τοπικισμού που έχει και να αισθάνεται πολίτης του κόσμου και όχι μόνο μίας χώρας. Αυτό διευκολύνει στην ευκολότερη μετακίνηση των ανθρώπων από τόπο σε τόπο, στο άνοιγμα των αγορών αλλά και στη διακίνηση ιδεών, φιλοσοφιών και πολιτιστικών αγαθών. Ως αντίβαρο στα πλεονεκτήματα αυτά έχουμε την «καταστροφή» της εθνικής ταυτότητας του ανθρώπου και των παραδόσεων, της θρησκείας και του πολιτισμού μίας χώρας με την κυριαρχία της μαζοποίησης ή του συγκρητισμού. Ο καθηγητής Ηρακλής Ρεράκης σημειώνει ότι «ο Διαφωτισμός και η Παγκοσμιοποίηση εγκρίνουν ως επιτυχημένο τον άνθρωπο-«άτομο» που πιστεύει ότι ολοκληρώνεται ως ύπαρξη, εάν συνδέσει τη ζωή του με ό,τι σημαίνει το «εγώ»: την ιδιοτέλεια, την άρνησή του να κοινωνήσει με το συνάνθρωπο μέσω αγάπης, θυσίας και αυτοπροσφοράς. Ο Χριστιανισμός, αντίθετα, υιοθετεί τον άνθρωπο-«πρόσωπο» που πιστεύει ότι ολοκληρώνεται μέσα από την προσφορά και τη θυσία για τους άλλους, την επιθυμία του να ζει με αγάπη συλλογικά και ενωτικά, ως οργανικό μέλος του ενιαίου σώματος της ανθρώπινης φύσης. Η προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση είναι δύσκολη, όταν την κάνει κανείς μόνος του. Γι΄ αυτό πραγματοποιείται μαζί με τους άλλους, στο πλαίσιο μιας διαπροσωπικής αλληλόδρασης, αλλά και σε διαρκή αναφορά προς τον Θεό»[10].

(Συνεχίζεται)

[1] Εφ. 2: 20.

[2]Χ. Θ. Κρικώνη, Η Αυθεντία της Εκκλησίας, το Κύρος της Παραδόσεως της και η Διδασκαλία των Πατέρων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 244.

[3] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις την προς Εφεσίους , Ι΄, PG 62, 75Β.

[4] Ε. Θεοδώρου, «Εκκλησία», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Αθ Μαρτίνος., 5 (1964) στ. 483.

[5] Με τον όρο στρατευμένη Εκκλησία εννοούνται οι ζωντανοί πιστοί που αγωνίζονται για τη σωτηρία τους και τη Μέλλουσα Βασιλεία των Ουρανών.

[6] Με τον όρο θριαμβεύουσα Εκκλησία εννοούνται οι άγιοι και οι κεκοιμημένοι εν πίστει και μετανοία. Για τη θριαμβέυουσα Εκκλησία οι πιστοί εορτάζουν τις διάφορες εορτές ανάμνησης διαφόρων γεγονότων από τη των αγίων, ενώ κάνουν μνημόσυνα, δωρεές και τρισάγια για την ελάφρυνση των αμαρτιών των κεκοιμημένων.

[7] PG 5, 713Α.

[8] «Η έννοια παγκοσμιοποίηση (globalization, mondialisation) χρησιμοποιείται σήμερα ευρύτατα για να περιγράψει μια παγκόσμια, αρχικά περισσότερο ή κυρίως οικονομική διαδικασία σε πλήρη εξέλιξη, η οποία μετεξελίχθηκε ταχύτατα σε ένα πλανητικό δυναμικό πολυδιάστατο φαινόμενο, σε «ένα πολύπλοκο σύνολο διεργασιών» οικονομικών, πολιτισμικών, κοινωνικών, πολιτικών, τεχνολογικών, θρησκευτικών κ.ά. Η παγκοσμιοποίηση αγγίζει όλες τις διαστάσεις και τις πτυχές της ζωής μας, από την προσωπική ζωή και την καθημερινότητά μας μέχρι τις παγκόσμιες εξελίξεις. Έτσι «αναμορφώνει βαθύτατα τον τρόπο με τον οποίο ζούμε». Ο Giddens είναι σαφέστατος: «Ζούμε σ΄ έναν κόσμο καθημερινών μετασχηματισμών που επηρεάζουν όλες σχεδόν τις πτυχές της δράσης μας. Είτε για καλό είτε για κακό, έχουμε ριχτεί μέσα σε μια παγκόσμια τάξη που κανένας δεν κατανοεί πλήρως, η οποία όμως μάς επηρεάζει όλους»», Κ. Δεληκωσταντή, «Η Εκκλησία και η Παγκοσμιοποίηση», http://www.ec-patr.org/youth/delikonstandis.htm, (12 Ιουνίου 2007). Πρβλ. Α. Γκίντενς, Ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών. Πώς επιδρά η παγκοσμιοποίηση στη ζωή μας, μτφρ. Κ.Δ. Γεώργα, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2001, σ. 36.

[9] Η. Ρεράκη, «Παγκοσμιοποίηση – Πολυπολιτισμικότητα – Διαφωτισμός – Χριστιανικός λόγος», http://thriskeftika.blogspot.gr/2012/02/blog-post_5656.html (2012)

[10] Αυτόθι.