Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ: «Μίλησε μνήμη»

7 Μαρτίου 2013

nabokov copyΣτο βιβλίο αυτό ο Ρώσσος λογοτέχνης Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (1899-1977) συγκεντρώνει τις αναμνήσεις του των ετών 1903-1940.  

Δεν καταγράφει, δηλαδή, την τελευταία περίοδο της ζωής του μετά το 1940. Και για να μιλήσω σύμφωνα με την δική του διάκριση, που θυμίζει την τριαδική διαδοχή του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου Γκ. Χέγκελ (1770-1831): «Τα είκοσι χρόνια (1899-1919) ολοκληρώνουν το νόμο της θέσης. Είκοσι ένα χρόνια ηθελημένης εξορίας στην Αγγλία, στη Γερμανία και στη Γαλλία (1919-1940) παρέχουν την προφανή αντίθεση. Η περίοδος που έχω ζήσει στη θετή μου πατρίδα (1940-1960) σχηματίζει μία σύνθεση» (σσ. 330-331).

  • «Μίλησε μνήμη»
  • Συγγραφέας: Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ,
  • Μετάφραση: Γιώργος Βάρσος
  • Εκδότης: Πατάκη, Αθήνα 2013
  • ISBN: 9789601640303
  • Σελίδες: 416

Από την άποψη των οικογενειακών αναμνήσεων έχει ενδιαφέρον ότι ο Ναμπόκοφ αναφέρεται στον πατέρα του και στην μητέρα του και λιγότερο στα αδέλφια του. Αρκετές αναφορές και ασυνήθιστες λεπτομέρειες δίδονται για τους παιδαγωγούς διαφορετικών εθνικοτήτων. Συνδέει δε πολλές φορές ο Ναμπόκοφ την μνήμη με την παιδικότητα (βλ. σχετικώς σ. 97, σ. 147, σ. 149, σ. 284).

Η οικογένεια στην οποία μεγάλωσε ο Ρώσσος λογοτέχνης, είναι τυπικά μεγαλοαστική, με συνήθειες ευρωπαϊκές, φιλελεύθερων και όχι μοναρχικών αντιλήψεων, αλλά με μία ζωή που θα ζήλευε ο Ρώσσος κάθε εποχής και βεβαίως της προεπαναστικής περιόδου, έστω κι αν σ’ ένα χωρίο που θα πρέπει να αναγνωσθεί προσεκτικά, ο συγγραφέας γράφει τα εξής: «Η παλαιά διαφορά μου με τη σοβιετική δικτατορία δεν έχει την παραμικρή σχέση με οιοδήποτε ζήτημα περιουσίας … Η νοσταλγία που έθρεψα όλα αυτά τα χρόνια είναι μία υπερτροφική αίσθηση χαμένης παιδικότητας, όχι η λύπηση χαμένων τραπεζογραμμματίων» (σ. 97).

Ωστόσο, σε μία συγκέντρωση αναμνήσεων, και μάλιστα κάποιου αξιόλογου συγγραφέως, είναι αναμενόμενο να υπάρχουν και εκτιμήσεις περισσότερο λογοτεχνικές. Κατ’ αρχάς, με την άποψη του Ναμπόκοφ ότι ο Σταντάλ, ο Μπαλζάκ και ο Ζολά είναι «τρεις απεχθείς μετριότητες» (σ. 218) είναι πολύ πιθανόν να διαφωνήσει κανείς. Εξ άλλου, σ’ ένα χαρακτηριστικό χωρίο ο Ναμπόκοφ δείχνει την προτίμησή του σε συγκεκριμένους Ρώσσους κλασσικούς: «την ποίηση του Πούσκιν και του Τιούτσεφ, την πρόζα του Γκόγκολ και του Τολστόϊ» (σ. 318), αφήνοντας διακριτικά έξω από το λογοτεχνικό του σύμπαν τον Ντοστογιέφσκι (πβ. σ. 343: «Οι ντοστογιεφσκικές εξομολογήσεις μου είναι ξένες»).

Επίσης το βιβλίο περιέχει και εκτενείς κρίσεις για το καθεστώς των μπολσεβίκων, ένα καθεστώς «αιματοχυσίας, στρατοπέδων συγκεντρώσεως και ομηρίας» (σ. 291). Παραδέχεται και ο Ναμπόκοφ ότι «υπό το τσαρικό καθεστώς ο Ρώσσος θιασώτης της ελευθερίας είχε ασυγκρίτως περισσότερα μέσα  στη διάθεσή του για να εκφραστεί και μάλιστα διατρέχοντας ασυγκρίτως λιγότερους κινδύνους, απ’ ο,τι επί καθεστώτος Λένιν» (σσ. 316-317). Δεν θα αμφισβητήσει κανείς το γεγονός ότι «όλες οι φιλελεύθερες δημιουργικές δυνάμεις είχαν εγκαταλείψει τη Ρωσσία του Λένιν και του Στάλιν» (σ. 336).

Το τελευταίο ζήτημα στο οποίο θα αναφερθώ, είναι η «ρωσσικότητα» του Ναμπόκοφ. Ο ίδιος γράφει χαρακτηριστικά: «Η ιστορία των πανεπιστημιακών μου χρόνων στην Αγγλία είναι, στην πραγματικότητα, η ιστορία της προσπάθειάς μου να γίνω Ρώσσος συγγραφέας» (σ. 313). Δεν είμαι ειδικός στην πρόζα του Ναμπόκοφ (για την ακρίβεια, έχω διαβάσει μόνον το βιβλίο του για τον Γκόγκολ στα αγγλικά και τα δοκίμιά του πάνω στους Ρώσσους κλασσικούς στα γαλλικά), αλλά νομίζω ότι το ύφος και το περιεχόμενο του «Μίλησε, Μνήμη», και ακόμη η περιγραφή και ο αυτοσαρκασμός, το χιούμορ και ο ρεαλισμός του στο βιβλίο που παρουσιάζω εδώ, έχουν μία αγγλική (και κυρίως αμερικανική) αλλά όχι πάντως ρωσσική καταγωγή.