Θρησκείες και Πολιτική στη Νεωτερικότητα [2]

8 Μαρτίου 2013

Στο προοίμιο της Βυζαντινής εποχής το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 αποτέλεσε την αρχή της στενής συνεργασίας-σύζευξης του Χριστιανισμού με την Πολιτεία. Επιπλέον, μελετώντας τα ιστορικά κείμενα της εποχής, είναι εύκολο κανείς να διαπιστώσει πόσο η Πολιτεία στήριξε τη Χριστιανική θρησκεία αλλά και το αντίστροφο.  Το Βυζάντιο θεωρείται κατεξοχήν η πρώτη Χριστιανική Αυτοκρατορία. Μόνο την περίοδο του Ιουλιανού του Παραβάτη και την περίοδο της εικονομαχίας, η πολιτική εξουσία βρίσκεται μέσα σε ένα ανταγωνισμό με το Χριστιανισμό, με σκοπό να τον παραγκωνίσει ολοκληρωτικά.

World religions

Στην Ευρώπη ο Χριστιανισμός αποτέλεσε το μέσο που βρήκε μεγαλύτερο έρεισμα στο λαό η διοίκηση του Καρλομάγνου. Παράλληλα πολλές φορές η Δυτική Χριστιανική Εκκλησία βοήθησε στην ισχυροποίηση μίας πολιτικής εξουσίας. Έτσι πολλοί ηγεμόνες της Ευρώπης έσπευδαν να αναπτύξουν στενές σχέσεις συνεργασίας με τον Πάπα προσφέροντάς του ακόμα και εδάφη[1].

Εκτός, όμως, από τη Χριστιανική διδασκαλία και τη σχέση της με την πολιτική εξουσία, υπάρχει και το παράδειγμα του Μωάμεθ. Ο τελευταίος προκειμένου να ενώσει τις διάφορες αραβικές φυλές δημιούργησε μία θρησκεία, με στοιχεία ειδωλολατρικά, χριστιανικά –κυρίως αιρετικά μονοφυσιτικά- και ιουδαϊστικά. Έτσι η θρησκεία των Μουσουλμάνων αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο κτίστηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η μεγάλη σύγκρουση της θρησκείας με την πολιτική εξουσία αρχίζει από τα χρόνια του Διαφωτισμού. Αυτός είναι το ιδεολογικό οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό ρεύμα που αμφισβητεί κάθε αυθεντία άρα και τις θρησκείες. Η περίοδος της νεωτερικότητας που κάνει τα πρώτα δειλά βήματα με το κίνημα του Διαφωτισμού και ισχυροποιείται με τη Βιομηχανική Επανάσταση φέρνει μία σύγκρουση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής εξουσίας ή σκέψης. Αυτή τη σχέση, που υφίσταται με βάση τη νεωτερικότητα, θα πρωταγωνιστήσει στο κύριο μέρος της συγκεκριμένης εργασίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:

Η «επανάσταση» των Χριστιανών εναντίον των Χριστιανών.

Η περίοδος των θρησκευτικών Μεταρρυθμίσεων

 

1. Η Μεταρρύθμιση

Ο π. Ιωάννης Μάγιεντορφ, καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Fordham, ορίζει τη Μεταρρύθμιση ως μία απόπειρα με σκοπό την απελευθέρωση του Δυτικού Χριστιανισμού από το Σχολαστικό περίγραμμα της σκέψης που του επέβαλλε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και για την επαναφορά του στην Αγία Γραφή και τον πρώιμο Χριστιανισμό[2]. Το πνεύμα της Μεταρρύθμισης θεωρούσε ασήμαντα τα πράγματα αυτής της ζωής και έδινε μεγάλη σημασία στην άλλη ζωή[3]. Πρωτεργάτες της Μεταρρύθμισης υπήρξαν ο Λούθηρος και ο Καλβίνος με σκοπό να επιστρέψουν τους Χριστιανούς και κατά συνέπεια της Εκκλησίας στη διδασκαλία του Αγίου Παύλου και του ιερού Αυγουστίνου[4].

Η αφορμή για την έναρξη του κινήματος της Μεταρρύθμισης εντοπίζεται στην έκδοση, το Μάρτιο του 1517, από τον Πάπα Λέοντα Ι’ της σημαντικότερης από τις «αφέσεις» ή συγχωροχάρτια (indulgentiae) του. Ο Λέων Ι΄ χρειαζόταν χρήματα για την αποπεράτωση του ναού του Αγ. Πέτρου στη Ρώμη. Ετσι εξέδωσε μια Παπική Βούλα, με την οποία παρείχε «ολοκληρωτική άφεση» σε όσους θα συνέβαλλαν οικονομικά στο σκοπό αυτό[5].

Ο Λούθηρος αντιδρά και έτσι την παραμονή της εορτής των Αγίων Πάντων, στις 31 Οκτωβρίου 1517, θυροκολλά ο ίδιος τις περίφημες 95 Θέσεις του στην είσοδο της εκκλησίας του κάστρου της Wittenberg και ανακοινώνει πως είναι έτοιμος να τις υποστηρίξει δημόσια. Οι Θέσεις ήταν γραμμένες στη Λατινική και καυτηρίαζαν τόσο τις καταχρήσεις στο ζήτημα των αφέσεων, όσο και τις γενικότερα εσφαλμένες δογματικές αρχές στις οποίες στηριζόταν η έκδοσή τους. Η 31 Οκτωβρίου 1517 σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη της Μεταρρύθμισης[6].

Το κίνημα της Μεταρρύθμισης ή αλλιώς η Προτεσταντική Επανάσταση εκτός από το θρησκευτικό μέρος που εστιαζόταν στην αντίδραση στις δογματικές και γενικότερες ατασθαλίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στηριζόταν και στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης. Η τελευταία αποτελούσε και καταλυτικό παράγοντα στην άνοδο στο θρόνο απόλυτων μοναρχών. Παράλληλα ήταν αρνητικοί στην επέμβαση του πάπα στις εσωτερικές υποθέσεις της Αγγλίας, Γαλλίας και Γερμανίας[7].

Αν και ο Λούθηρος και οι θεολογικές του απόψεις έγιναν γρήγορα αγαπητές στη Γερμανία και κέρδισαν μεγάλο έδαφος έναντι του ρωμαιοκαθολικισμού, εντούτοις φαίνεται να μη βρίσκουν την ίδια ανταπόκριση έξω από το γηγενές τους περιβάλλον[8]. Τις απόψεις του Λούθηρου έρχονται να αντικαταστήσουν ή να συμπληρώσουν οι διδασκαλίες του Ζβίγγλιου και του Καλβίνου. Αυτοί διαμόρφωσαν νέα «χριστιανική θρησκεία», ασκώντας ισχυρές επιδράσεις στα πολιτικά τεκταινόμενα των ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία, η Ελβετία, οι Κάτω Χώρες.

Στην Αγγλία πρόσφορο έδαφος βρίσκουν οι θεολογικές απόψεις του Ουίκλιφ και του Θωμά Μορ. Η διάδοση των απόψεών αυτών βρίσκει μέσο την πολιτική εξουσία που ασκούσε ο βασιλιάς Ερρίκος ο Η΄και το ζήτημα με το διαζύγιό του. Έτσι το 1534 η Αγγλικανική Εκκλησία λυτρώνεται από τα δεσμά της Ρωμαιοκαθολικής και ορίζει κεφαλή της τον εκάστοτε βασιλιά.

2. Αντιμεταρρύθμιση

Ο μηχανισμός της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας που κλονίσθηκε συθέμελα από τις μεταρρυθμιστικές κινήσεις στην Ευρώπη. Γρήγορα, λοιπόν, ξεκίνησε την αντεπίθεση με ρητορικά και έντυπα προπαγανδιστικά μέσα. Αναπαρίσταναν σε  φυλλάδια το Λούθηρο και τον Καλβίνο ως διαβόλους. Επίσης έθεσε σε λειτουργία τις συνήθεις μεθοδεύσεις περιθωριοποίησης των αποστατών και αντιπάλων του πάπα. Ο Λούθηρος κατηγορήθηκε ως αιρετικός (εκείνους τους αιώνες μια βαρύτατη κατηγορία), γιατί αμφισβητούσε το αλάθητο του πάπα και των συνόδων. Το έτος 1519 ξεκίνησε εναντίον του μια εκκλησιαστική δίκη με μοναδική αναμενόμενη κατάληξη την καταδίκη του. Eνισχυμένος o μεταρρυθμιστής από τη θερμή ανταπόκριση του λαού, αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάκληση των θέσεών του κι έτσι ο πάπας τον αναθεμάτισε το έτος 1521 οριστικά ως «αιρετικό»[9].

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αντεπιτίθεται έναντι των επαναστατών με την ίδρυση των Ταγμάτων, όπως εκείνο των Ιησουϊτών. Πολλοί από τους Ιησουίτες αποτέλεσαν μέλη της Ιεράς Εξέτασης. Αυτή είχε την αποκλειστική δύναμη να αποφασίζει τι ήταν όχι μόνο θεολογικά ορθό, αλλά επιστημονικά και κοινωνικά. Έτσι αποτελούσε ανεκτίμητο σύμμαχο σε κάθε ηγεμόνα που ήταν γαλαντόμος απέναντι στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αφού καταδίκαζε στην πυρά οποιονδήποτε λειτουργούσε ως απειλή άμεση ή έμμεση για τον ηγεμόνα αλλά και για την ίδια τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία

[1] «Το 754 ο νικητής ηγεμόνας των Φράγκων Πιπίνος έδωσε στον Πάπα Στέφανο Β΄ τα άλλοτε βυζαντινά εδάφη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα εδάφη αυτά να αποτελέσουν την κοσμική επικράτεια του παπικού θεσμού. Ο Πάπας γίνεται ανεξάρτητος ηγεμόνας. Κάτι πού το επικυρώνει και το 774 ο Καρλομάγνος. Αυτός αναγνωρίζει τη δωρεά του Πιπίνου. Το 787 οι πάπες σταματούν να χρονολογούν τα έγγραφά τους με τα χρόνια της βασιλείας των αυτοκρατόρων της Ανατολής. Παράλληλα όταν ο Πάπας Λέων Γ΄ βάζει το στέμμα της παλινορθωμένης Δυτικής Αυτοκρατορίας έχουμε την ολοκληρωτική ρήξη μεταξύ Βυζαντίου και Ρώμης. Ο εναγκαλισμός του παπικού θρόνου από τους Φράγκους είχε σαν συνέπεια τη γέννηση του δογματικού θέματος του Filioque. Με βάση το Filioque, το Άγιο Πνεύμα δεν εκπορευόταν μόνο «ἐκ τοῦ Πατρός», αλλά «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Η αρχή του Filioque βρισκόταν στις βησιγοτθικές αρειανικές ρίζες της φραγκικής θεολογίας», Ε. Αρτέμη, «Οι Βασικότεροι Σταθμοί στη Ρήξη των Σχέσεων Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησιάς μέχρι το Μέγα Σχίσμα του 1054», http://orthodoxiagr.gr/index.php/2011-07-06-05-40-12/78-2011-07-15-04-51-25/301-2012-01-08-17-20-49.html (2012) 

[2] Ι. Μάγιεντορφ, «Η σημασία της Μεταρρύθμισης στην ιστορία της Χριστιανοσύνης», Σύναξη, 51 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1994), 23.

[3] E. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία, Α΄, επιμ. Ι. Σ. Κολλιόπουλου, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, χ.ο., σ. 120.

[4] Αυτόθι.

[5] Θ. Γ. Γραμμένου, ««Θεός το φρούριον ημών»: Έργα και ημέρες του Μαρτίνου Λούθηρου», http://www.gec.gr/history/luther.htm (2012)

[6] Αυτόθι.

[7] E. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία, Α΄, σ. 128.

[8] Αυτόθι, σ. 141.

[9] Στ. Φραγκοπούλου, Ιστορία της Τεχνολογίας. Με παρεκβάσεις σε συναφή γεγονότα που επηρέασαν την επιστήμη, την τεχνολογία και τον πολιτισμό, 2008, σ. 37.