Το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα της Κύπρου – ΙΙI

6 Απριλίου 2013

Από την άλλη, οι Κυρηνειακοί που εκπροσωπούνταν από την Ιερά Σύνοδο, αντιδρούσαν στη νομοθεσία ότι ήταν «αντίθετη με τους κανόνες, τις τελετουργίες και τα έθιμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και καταστρεπτική των δικαιωμάτων της Ιεράς Συνόδου»[137]. Προφανώς οι Βρετανοί είχαν να χειριστούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις: αυτή των Κιτιακών που ήταν αφενός μεν υπέρ ενός διακανονισμού μέσα από το Νομοθετικό Συμβούλιο και αφετέρου κατά της πατριαρχικής ανάμειξης και της αντίθετης ακριβώς θέσης των Κυρηνειακών.  Ο Μέγας Αρμοστής ήταν ενήμερος της κατάστασης την οποία μετέφερε στον Chamberlain:

Είναι αναγκαίο [η νομοθεσία] να επανασχεδιαστεί προσεκτικά αλλιώς δύναται να προκαλέσει σχίσμα στον Εκκλησία κληροδοτώντας σοβαρότατες συνέπειες που πιθανόν να διαιρέσουν την ορθόδοξη κοινότητα για γενιές. Τα εμπλεκόμενα μέρη δεν είναι μόνο οι δύο υποψήφιοι, αλλά είναι επίσης η Ιερά Σύνοδος και τα Πατριαρχεία. Η παρούσα κατάσταση έχει πολλά και μεγάλα κακά˙ Φοβάμαι όμως να πιέσω για λύση διά μέσου της λαϊκής εξουσίας που θα έθιγε τις συνειδήσεις πολλών και θα προκαλούσε ακόμα πιο βαθιά τραύματα.

Απόσπασμα αγγλικής αναφοράς και η αφίσα των "Κιτιακών" του 1906

Απόσπασμα αγγλικής αναφοράς και η αφίσα των «Κιτιακών» του 1906

Οι αμφισβητήσεις που προέρχονται από τη διαφιλονικούμενη εκλογή είναι δύσκολο να αρθούν. Η προσωπική μου όμως άποψη είναι ότι η νομοθεσία που θα καθίστατο χρήσιμη στην Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να περιοριστεί αυστηρά στα πλαίσια των ζητημάτων που τείνουν να εξακριβώσουν την πραγματική επιθυμία των λαϊκών ψηφοφόρων και να είναι τέτοια που να εξασφαλίζει τη συναίνεση των μετριοπαθών ανδρών και στις δύο πλευρές. Εάν αυτό πάρει περισσότερο χρόνο, η καθυστέρηση θα προκαλέσει απογοήτευση – η καθυστέρηση όμως είναι προτιμότερη από του να ληφθούν ενέργειες που μπορεί να διχάσουν οικογένειες και φίλους που ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία σε ζητήματα που βρίσκουν βαθιά απήχηση στη συνείδηση και τα θρησκευτικά αισθήματά τους[138].

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αυτό στο οποίο προσανατολίζονταν οι Βρετανοί ήταν το να διευθετήσουν το ζήτημα το συντομότερο δυνατό. Παρόλα αυτά ο διακανονισμός έπρεπε να είναι ο κατάλληλος, αλλιώς μια καθυστέρηση θα ήταν προτιμότερη. Ο Μέγας Αρμοστής αναγνώρισε ακόμα μια πτυχή που είχε κάνει ήδη την κατάσταση περισσότερο περίπλοκη και δύσκολο να επιλυθεί:

Το οικονομικό πρόβλημα περιπλέκει πάρα πολύ τις προσπάθειες για λύση. Η καθεμιά πλευρά έχει ξοδέψει υπολογίσιμα ποσά στην επί μακρόν εκστρατεία της αμφισβητούμενης εκλογής και καθεμιά πλευρά επιθυμεί να αποζημιωθεί όταν καταλάβει την Αρχιεπισκοπική Έδρα[139].

Στο μεταξύ, η αναμενόμενη εμπλοκή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας στη διαμάχη έκανε τον Αρμοστή να προτείνει τη μετάβαση του ιδίου στην Αίγυπτο για να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να συνομιλήσει ιδιαιτέρως με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας για «τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μια λύση με τη συνεργασία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως».

Φαίνεται πως ο Haynes-Smith ήταν αποφασισμένος να κρατήσει ουδέτερη στάση στο όλο θέμα, δηλώνοντας ότι «η κυβέρνηση δεν επιθυμεί σε καμιά περίπτωση να παρέμβει στο ζήτημα, εκτός βεβαίως από την περίπτωση που η δράση της θα είναι αναγκασμένη προς το συμφέρον της ειρήνης και της τάξης»[140]. Αναφορικά με το θέμα της επίμαχης νομοθεσίας, θεώρησε πως αυτή ήταν αναγκαία για να υπάρξει συναίνεση στο νόμο, γιατί εάν οι δύο πλευρές δεν συνεργαστούν στη διεξαγωγή νέων εκλογών, δεν βλέπω πάνω σε ποια βάση και με ποια δικαιολογία η κυβέρνηση θα μπορούσε να αρνηθεί να επιτρέψει στο Νομοθετικό Συμβούλιο να νομοθετήσει για τη διεξαγωγή νέων εκλογών[141].

Παρόμοια στάση στο θέμα συνέχισε να κρατά και ο King-Harman, ο νέος Μέγας Αρμοστής που διαδέχτηκε τον Haynes-Smith στις 17 Οκτωβρίου 1904, σε μια εποχή που το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα είχε κάπως καταλαγιάσει. Αυτός, όπως και ο προκάτοχός του, εισηγήθηκε πως:

Η τοπική κυβέρνηση, κατά την προσωπική μου άποψη, δεν θα έπρεπε να παρέμβει στο ελάχιστο στο ζήτημα. Πέρα από το να δίνει τις ευγενείς της υπηρεσίες, εάν παραστεί ανάγκη, θα πρέπει να βοηθά τους αντιμαχόμενους να έρθουν σε κατανόηση[142].

Το Μάρτιο του 1907, ο Ιωάννης Κυριακίδης, υποστηρικτής του Επισκόπου Κιτίου και μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου, εισήγαγε νομοθεσία που θα προνοούσε τη διεξαγωγή αρχιεπισκοπικών εκλογών υπό την εποπτεία της βρετανικής διοίκησης. Όπως αναμενόταν, η νομοθεσία βρήκε την υποστήριξη των Κιτιακών, αλλά προσέκρουσε στη σφοδρή αντίδραση του Σπύρου Αραούζου, οπαδού του Επισκόπου Κυρηνείας[143]. Όσο για το ζήτημα της πατριαρχικής ανάμειξης, ο King-Harman υποστήριξε ότι τα Πατριαρχεία μαζί με την Εκκλησία της Κύπρου «δρουν στο θέμα ορθά, σύμφωνα με τους κανόνες και σε συμφωνία με το παρελθόν»[144]. Επιπλέον, απέρριψε την εντύπωση που είχε σχηματιστεί από το Βρετανό Πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο επιδεικνύει μυστικά ενδιαφέρον στο θέμα και επιθυμεί να περιπλέξει την κατάσταση εκφράζοντας τη θέση της επιβολής στην εκλογή Αρχιεπισκόπου Κύπρου, ενός αντιπροσώπου της δικής του επιλογής[145].

Αντίθετα, η άποψη του Sir King-Harman ήταν επί λέξει «Δεν το νομίζω, και πιστεύω ότι ο Sir Nicolas O’Conor έχει παραπλανηθεί στο θέμα αυτό». Σε γενικές γραμμές, οι απόψεις του ταυτίζονταν με αυτές του προκατόχου του, όπως παραδέχτηκε άλλωστε ο ίδιος ο King-Harman.

Υπενθυμίζεται ότι το 1907 υπήρξε επίσης ένα σημαντικό έτος-σταθμός για την ένωση αφού συνέπεσε με την επίσκεψη του Churchill στην Κύπρο, όπου είχε μια «άκρως ενδιαφέρουσα συνομιλία» με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τους δύο Έξαρχους[146]. Πράγματι, πέντε μήνες προηγουμένως, οι τρεις Πατριάρχες είχαν αποφασίσει να στείλουν απεσταλμένους στην Κύπρο για να συνεργαστούν με την Ιερά Σύνοδο για τη διεξαγωγή εκλογών[147]. Είναι, όμως, ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη ήταν αμετακίνητος στη θέση του ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης προσπαθούσε να περιπλέξει την κατάσταση ούτως ώστε να είναι σε θέση να επιβάλει την εκλογή ενός ιεράρχη της δικής του επιλογής[148]. Ένα άλλο ζήτημα το οποίο οι Βρετανοί έπρεπε να χειριστούν ήταν ότι,  με δεδομένη την πιθανολογούμενη ανάμειξη του Οικουμενικού Πατριάρχη, καθίστατο απαραίτητη η εξασφάλιση έγκρισης από την Οθωμανική κυβέρνηση. Η γνώμη του πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη ήταν ότι «δεν θα ήταν πολιτικά συνετό και ειδικά με προοπτική στο μέλλον να επιτραπεί σε Έλληνα Πατριάρχη η ολοκληρωτική εξουσία στα εκκλησιαστικά ζητήματα του νησιού»[149]. Μολαταύτα, ο Sir Edwin Egerton, ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, προφανώς μετά από επικοινωνία με το Υπουργείο Αποικιών, ενημέρωσε τον O’Conor ότι το τελευταίο δεν είχε καμιά ένσταση για μεσολάβηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου καθότι και οι δύο πλευρές συμφώνησαν και διαβίβασαν οδηγίες στο Βρετανό Πρεσβευτή να μην προχωρήσει σε καμιά ενέργεια καθώς αυτή ήταν αχρείαστη[150]. Παρά τον καθησυχασμό από το Υπουργείο Αποικιών, ο O’Conor απέστειλε ένα αγωνιώδες και κατεπείγον τηλεγράφημα την επόμενη μέρα, εμμένοντας στις ανησυχίες του:

Υπακούω με κάθε επιφύλαξη στη θέση του Υπουργού Αποικιών αφού με τον «πανελληνισμό» που εμφανίστηκε πριν χρόνια στο νησί και που αναμφίβολα ακόμα κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα από μια υποβόσκουσα κατάσταση, θα ήταν ασύνετο να επιτραπεί στον Οικουμενικό Πατριάρχη να αναμειχθεί χωρίς την αποδοχή και συγκατάθεσή μας. Αυτή δε η πράξη εκ μέρους μας, δεν μου φαίνεται να είναι σύμφωνη με τη γενικότερή μας πολιτική και τα συμφέροντά μας στην Κύπρο καθώς πιστεύω ότι θα ενθαρρύνει τους Έλληνες και θα αποθαρρύνει τους Μουσουλμάνους[151].

Παρόλα αυτά, οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν από τον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη δεν στάθηκαν αρκετές για να πείσουν περί του αντιθέτου και να εμποδίσουν την αποστολή της πατριαρχικής αντιπροσωπείας στην Κύπρο, η οποία και έφτασε τελικά στο νησί. Επιπρόσθετα, σε τηλεγράφημα του Φεβρουαρίου του 1908, πληροφορούμαστε για τις προτιμήσεις των τριών πατριαρχικών αντιπροσώπων, όπως τις επισυνάπτει ο ίδιος ο King-Harman[152]. Στο ίδιο τηλεγράφημα, εντοπίζουμε, για πρώτη φορά, την ύπαρξη αναφοράς σχετικά με φημολογία σύμφωνα με την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα προχωρούσε (αυθαίρετα) σε υπόδειξη αρχιεπισκόπου. Υπό το φως των εξελίξεων, η αντίδραση των Βρετανών ήταν να ενημερώσουν άμεσα τον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη για να διαβιβάσει ότι τέτοια κίνηση δεν θα αναγνωριζόταν, αλλά ούτε και θα γινόταν αποδεκτή[153]. Μολαταύτα, «εν τη απουσία αρμονίας μεταξύ των Πατριαρχείων», ο Ιωακείμ προχώρησε σε υπόδειξη αρχιεπισκόπου˙ η απόφαση είχε ως αποτέλεσμα τις σφοδρές αντιδράσεις των Βρετανών οι οποίοι επέμεναν πως οποιαδήποτε εκλογή Αρχιεπισκόπου Κύπρου πρέπει απαραιτήτως να γίνει από το λαό και η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει την καθ’ υπόδειξη «εκλογή» ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο[154].

Αποδείχτηκε όμως, πολύ αργά πια για να σταματήσουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη από το να υποδείξει τον Κυρηνείας Αρχιεπίσκοπο Κύπρου[155]. Όταν γνωστοποιήθηκε δημόσια αυτή η απόφαση, προκάλεσε αναβρασμό και δημόσια κατακραυγή, επίκεντρο της οποίας ήταν η Λευκωσία και το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο:

Η κοινότητα στη Λευκωσία αιφνιδιάστηκε από τη δημοσιοποίηση της είδησης ότι […] το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Σύνοδός του εξέλεξαν τον επίσκοπο Κυρηνείας για Αρχιεπίσκοπο Κύπρου. Τέτοιο πραξικόπημα ηλέκτρισε τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού και η Λευκωσία ταχύτατα αναστατώθηκε από την οχλαγωγία. Παρατηρήθηκε κοσμοσυρροή από τους οπαδούς και των δύο πλευρών στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο […] όπου προβλεπόταν μια προσπάθεια για να ενθρονιστεί ο Επίσκοπος Κυρηνείας αρχιεπίσκοπος[156].

Ο «θυελλώδης όχλος», η πλειοψηφία του οποίου ήταν Κιτιακοί, συγκεντρώθηκαν γύρω από το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι βρετανικές αρχές αυτομάτως επίσπευσαν όλη τη διαθέσιμη αστυνομική δύναμη, για να καταστείλει ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ των δύο αντίπαλων «στρατευμάτων». Ταυτόχρονα, ο Κυρηνείας διαβεβαίωσε τον Αρμοστή ότι «δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και να προχωρήσει σε ενθρόνιση». Η κατάσταση εξελίχθηκε σε αρκετά σοβαρή, αφού η ίδια η αστυνομία εξήγγειλε ότι δεν μπορούσε πλέον να εμποδίσει το πλήθος από του να εισβάλει στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, αφού, «μεγάλα πλήθη πορεύονταν προς την πόλη από όλες τις κατευθύνσεις». Τελικά, το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο εκκενώθηκε και το πλήθος διασκορπίστηκε στις 2 π. μ., σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες μετά από το ξεκίνημα των ταραχών. Ως επακόλουθο όλων αυτών ήταν εκτεταμένες ζημιές και μερικοί σοβαροί τραυματισμοί, όχι όμως και απώλειες ζωών[157]. Επίσης, το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο καταλήφθηκε από τους Βρετανούς για λόγους ασφάλειας[158]. Παραδόξως, οι Κυρηνειακοί παραπονέθηκαν στον Αρμοστή ότι οι Βρετανοί ανάγκασαν τους επισκόπους να εγκαταλείψουν το Μέγαρο κατά τη διάρκεια των ταραχών[159]. Επιπρόσθετα, ο Κυρηνείας, μετά τη δήλωσή του ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, μετά από έντονη πίεση από τους υποστηριχτές του και άλλα μέλη της Ιεράς Συνόδου, έστειλε επιστολή στον Αρμοστή αναφέροντάς του ότι αποδέχθηκε συνάντηση με τον Πατριάρχη. Η επιστολή αυτή υπογράφτηκε από τον Κυρηνείας με κόκκινο μελάνι[160], μια σημαντική λεπτομέρεια που δεν έμεινε απαρατήρητη από τους Άγγλους[161]. Επιπρόσθετα, το κόμμα υποστήριξης του Επισκόπου Κυρηνείας μεταβίβασε στους Βρετανούς ψήφισμα  με το οποίο τα μέλη του διαμαρτύρονταν για τις πράξεις της αστυνομίας, καθώς επίσης και ψήφισμα νόμου σχετικά με τις εκλογές. Η τελευταία απαίτηση εκλήφθηκε ως συγκρουόμενη προς τη δέσμευση για σεβασμό των προνομίων της Εκκλησίας[162].

Οι ταραχές οι οποίες συνέβησαν μεταξύ των δύο ανταγωνιστικών κομμάτων στη Λευκωσία, ανάγκασαν τον Αρμοστή να καλέσει ενισχύσεις από τη Λεμεσό και τον έφεραν στο σημείο να αναγγείλει ότι «η Λευκωσία θα καταληφθεί από άοπλη αστυνομική δύναμη προκειμένου να τερματιστεί η αταξία στην πόλη» [163].

Παρόλα αυτά, ήταν ξεκάθαρο ότι η πλειοψηφία του αστικού πληθυσμού δεν είχε αναγνωρίσει το διορισμό του Επισκόπου Κυρηνείας και η μόνη επιλογή που είχαν ήταν να διεξαχθούν οι εκλογές με βάση το καταστατικό[164]. Μολαταύτα, οι πιέσεις που ασκούνταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αφενός μεν για αναγνώριση του Επισκόπου Κυρηνείας ως αρχιεπισκόπου και αφετέρου για την απόσυρση του καταστατικού έφτασαν σε τέτοιο επίπεδο που έθεταν τον εκβιασμό ότι δεν θα αναγνώριζαν την απόφαση του Νομοθετικού Συμβουλίου[165]. Παρά τις πιέσεις όμως, και παρά τις αντιρρήσεις των Κυρηνειακών, το νομοσχέδιο πέρασε τελικά από το Νομοθετικό Συμβούλιο[166]. Όπως ανέφερε ο King-Harman, το καταστατικό «δεν προέβλεπε καμιά επέμβαση στα προνόμια και τα έθιμα της Εκκλησίας της Κύπρου», διασφαλίζοντας την ομαλή διεξαγωγή εκλογών των ειδικών αντιπροσώπων με το να ορίσει τους Επαρχιακούς Διοικητές υπεύθυνους τόσο για τη διοργάνωση όσο και για την επίβλεψη των εκλογών.

Πρέπει να σημειωθεί ότι είτε αυτό προέβλεπε επέμβαση είτε όχι, αυτό δεν είχε στην ουσία και τόση σημασία εάν αναλογισθεί κανείς το αδιέξοδο στην εκλογική διαδικασία και τον επακόλουθο σάλο στις τάξεις των πιστών. Παραταύτα, η εισαγωγή του νομοσχεδίου οδήγησε την Ιερά Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης να διαμαρτυρηθεί σφοδρά, θεωρώντας το ως «την παρέμβαση της τοπικής κυβέρνησης σε εκκλησιαστικά ζητήματα»[167]. Αντίθετα, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας συμμάχησε  με τους Βρετανούς εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υποστηρίζοντας ότι «η μόνη λύση είναι η εκλογή μέσα από γνήσιους αντιπροσώπους του λαού και του κλήρου όπως έχει ήδη υποβληθεί»[168]. Εν τω μεταξύ, στην Κύπρο, διαδοχικά τηλεγραφήματα από επιτροπές και από δημόσια πρόσωπα πόλεων[169] και χωριών έφταναν διαδοχικά στον Υπουργό Αποικιών για να διαμαρτυρηθούν εναντίον του καταστατικού και της  «συνεχιζόμενης κατάληψης του Αρχιεπισκοπικού Μεγάρου». Στη Λευκωσία διαμαρτύρονταν για τη «σκανδαλώδη επέμβαση της τοπικής κυβέρνησης στο καθαρά εκκλησιαστικό ζήτημα των Αρχιεπισκοπικών εκλογών και για την παράνομη κατάληψη της Αρχιεπισκοπής»[170]. Διαμαρτυρίες αποστάληκαν και από την Κερύνεια[171], τον Καραβά[172], την Αμμόχωστο[173], την Πάφο[174],  καθώς επίσης και από τους Κυρηνειακούς[175] και την Ιερά Σύνοδο[176]. Ο King-Harman βρέθηκε σε μια πολύ δύσκολη θέση, την οποία και μετέφερε στον Υπουργό Αποικιών που έσπευσε να του αλληλογραφήσει διαβεβαιώνοντας τον ότι «έχει κατανοήσει τα οράματα και τις αναζητήσεις των Κυπρίων»[177].

Τελικά το 1909, μετά από εννέα χρόνια φιλονικίας και αναταραχών, η εκλογική διαδικασία διεξάχθηκε κάτω από την επίβλεψη του νόμου και χωρίς προβλήματα[178]. Στις 21 Απριλίου του 1909, ο King-Harman ήταν σε θέση να αναφέρει στον Υπουργό Αποικιών ότι «αυτές οι ταραχώδεις εκλογές έχουν επιτέλους φτάσει σε ένα τέλος»[179] και ήταν σε θέση να επικυρώσει την εκλογή του μητροπολίτη Κιτίου Κύριλλου (Κύριλλου Παπαδόπουλου) ως Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Παρόλο που εκφράστηκαν μικρές αντιρρήσεις, η εκλογή του Κιτίου Κύριλλου έγινε αποδεχτή από την πλειοψηφία[180]. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο, ότι η πλευρά του Επισκόπου Κυρηνείας δε θα αναγνωρίσει την εκλογή του και θα συνεχίσει τις αντιδράσεις. Φτάνουμε έτσι στις 10 Μαρτίου του 1910, όταν ο Υπουργός Αποικιών έλαβε  ένα τηλεγράφημα από τον King-Harman ο οποίος ανέφερε ότι η αναταραχή εξαιτίας της άρνησης του Επισκόπου Κυρηνείας να αναγνωρίσει τον Κιτίου ως Αρχιεπίσκοπο «έχει τώρα λήξει επιτυχώς»[181]˙ το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα είχε επιτέλους διευθετηθεί. Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε, ασφαλώς, και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας το οποίο έλαβε αυτοβούλως το ρόλο της επιδιαιτησίας στο όλο ζήτημα.

Δ. Συμπεράσματα

Συχνά εγείρεται ο προβληματισμός σχετικά με το γιατί ένα «εκκλησιαστικό ζήτημα» όπως είναι το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα θα έπρεπε να απασχολήσει τη βρετανική διοίκηση[182]. Ο τρόπος με τον οποίο τίθεται το ερώτημα οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει καμιά σύνδεση ή σχέση μεταξύ των δύο και άρα οποιαδήποτε βρετανική ανάμειξη –ή έστω εμπλοκή– στο ζήτημα ήταν εξορισμού «προκλητική» και «άτοπη» επιφέροντας μόνο την παρεμπόδιση για διακανονισμό του ζητήματος. Ο Sir William Haynes-Smith, ο Μέγας Αρμοστής της Κύπρου, δίνει τη δική του απάντηση με ένα απλό αλλά εξίσου λιτό και περιεκτικό τρόπο:

Είναι ομολογουμένως θέμα διοίκησης και όχι ασφαλώς δογματικό, και όπως θα είναι αναγκαίο για την κυβέρνηση να συσκεφθεί με το νέο Αρχιεπίσκοπο για τις πολιτικές εξουσίες και τα προνόμια που συνοδεύουν τη θέση αυτή, έτσι είναι φυσικό ότι η κυβέρνηση θα πρέπει αν ικανοποιηθεί από τη νομιμότητα της εκλογής[183].

Πράγματι, για τους Βρετανούς το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα ήταν πρωτίστως ζήτημα διοικητικό αφού η φύση και το περιεχόμενό του, πέρα από εκκλησιαστικό ήταν επίσης πολιτικό, και κατά μία έννοια, αντι-αποικιακό. Αυτό που υπήρχε πέρα από τις προσωπικές ίντριγκες των δύο υποψηφίων, ήταν μια φοβερή διαμάχη στη βάση της ένωσης˙ Αυτή η προοπτική, που συνιστούσε απειλή για τη διοίκηση του νησιού, δεν άργησε να γίνει αντιληπτή από τους Βρετανούς:

Οι δύο διεκδικητές ανάμεσα στους Ελληνόφωνους Κυπρίους, ενώ καταφέρονταν ο ένας κατά του άλλου με τον ίδιο ζήλο με τον οποίο και οι δύο συνηγορούσαν για την Ένωση με την Ελλάδα ήταν οξύτατα διαιρεμένοι στο ζήτημα για την εκλογή αρχιεπισκόπου. […] Οι δύο πλευρές έχουν πλέον εξαγριωθεί η μια εναντίον της άλλης εξαιτίας του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος και αναγκάστηκα να πάρω πολύ προσεκτικά και σκληρά μέτρα για να διαφυλάξω τη δημόσια τάξη[184].

Οι αρχές παρακολουθούσαν στενά τα γεγονότα και όλες τις εξελίξεις από τη γένεσή τους, επιζητώντας ταυτόχρονα να διοχετεύουν στο Υπουργείο Αποικιών ουσιώδεις πληροφορίες αναφορικά με τη διαμάχη. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο θεμέλιος λίθος της βρετανικής πολιτικής στο ζήτημα αυτό ήταν να διατηρήσει τη διαμάχη εντός των ορίων του νησιού, αποτρέποντας αυστηρά –και κρατώντας μακριά– κάθε εξωτερική ανάμειξη ή παρέμβαση με κάθε δυνατό μέσο. Οι ρίζες των «εξωτερικών κινδύνων» είχαν εστιαστεί σε πρώτο βαθμό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και κατόπιν στα πατριαρχεία της Αλεξάνδρειας και των Ιεροσολύμων, και στην Ελληνική κυβέρνηση. Μια προσεκτική και στενή θεώρηση της αλληλογραφίας μεταξύ του Αρμοστή στη Λευκωσία, του Υπουργού Αποικιών και του Βρετανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη υποδεικνύει το σχηματισμό αδιάσπαστου τρίγωνου, το οποίο εμπλέκει τόσο το Υπουργείο Αποικιών όσο και το Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και τις διοικητικές αρχές στην Κύπρο. Η τακτική τους επικοινωνία υποδηλώνει το υψηλό επίπεδο συνεργασίας και κατανόησης (ενίοτε δε και συναντίληψης) των διαφόρων ζητημάτων που προέκυπταν από τη διαμάχη. Αυτή η διαπλοκή δεν εξαιρεί φυσικά τις περιστασιακές διαφωνίες˙ αυτές όντως υπήρξαν. Τέτοιες θα πρέπει ωστόσο να θεωρούνται ως οι εξαιρέσεις στον κανόνα.

Οι Βρετανικές αντιλήψεις στο ζήτημα όσο αφορά τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα συνοψίζονται κατά ένα μεγάλο βαθμό στο ακόλουθο απόσπασμα από ένα τηλεγράφημα που αποστάληκε το 1901:

Το ζήτημα έχει πολιτική χροιά. Η πλευρά του Επισκόπου Κιτίου κεντρίζει τα αισθήματα του λαού υπερθεματίζοντας για την ένωση με την Ελλάδα. Η  πλευρά δε του Επισκόπου Κυρηνείας δεν είναι σε θέση να αντισταθεί στη δημόσια κατακραυγή, υποστηρίζει ωστόσο ότι η ένωση με την Ελλάδα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη σύμφωνη επιθυμία και συγκατάθεση της Μεγάλης Βρετανίας[185].

Αυτό εξηγεί γιατί το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα είχε απασχολήσει τόσο πολύ τους Βρετανούς κυριάρχους του νησιού. Η πολιτική διάσταση, που υποκίνησε τη διαμάχη μεταξύ των δύο υποψηφίων, ήταν άμεσα συνυφασμένη με τους εθνικούς οραματισμούς της ελληνικής πλειοψηφίας˙ με άλλα λόγια, το αρχιεπισκοπικό ζήτημα είχε πάνω από όλα να κάνει με την αντιμετώπιση της ένωσης.

Οι βρετανικές αντιλήψεις και πολιτικές για το αρχιεπισκοπικό ζήτημα είχαν σκοπό να αποτρέψουν κάθε εξωτερική ανάμειξη, και έχοντας διασφαλίσει αυτό, να εξεύρουν ένα κοινώς αποδεκτό διακανονισμό του προβλήματος. Είναι εμφανές ότι, ο πρώτος στόχος αποδείχτηκε ανέφικτος καθότι οι Πατριάρχες είχαν παρέμβει το 1907, προκαλώντας ανεπιθύμητες συνέπειες για τη διοίκηση. Ανεξάρτητα από αυτό, και σε γενικές γραμμές όμως, οι Βρετανοί πέτυχαν να διατηρήσουν τον έλεγχο σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις και να κρατήσουν τους εαυτούς τους σε ίση απόσταση και από τα δύο στρατόπεδα εφαρμόζοντας όσο το δυνατό μια ουδετερότητα. Πρέπει να σημειωθεί όμως, ότι η οριστική εκλογή του Κύριλλου Παπαδόπουλου και ο θρίαμβος των Κιτιακών περί τα τέλη της δεκαετίας του 1900 θα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ως μια αποτυχία της βρετανικής πολιτικής στο να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και να θέσει υπό τον έλεγχό της το κίνημα της ένωσης. Ο αγώνας για την ένωση έγινε στο εξής πιο δυναμικός και ορατός από ποτέ προηγουμένως˙ η παλαιά παράδοση της συγκαταβατικότητας και του συμβιβασμού με την κυρίαρχη δύναμη είχε πλέον εγκαταλειφθεί οριστικά[186].

137. CO 67/132/37339: Haynes-Smith στον Chamberlain, 8 Σεπτεμβρίου 1902.

138. CO 67/132/37339: Haynes-Smith στον Chamberlain, 8 Σεπτεμβρίου 1902: It must be carefully redrawn otherwise it may result [in] a schism in the Church entailing most serious consequences which might probably divide the Orthodox community for generations. The involving parties are not only the two candidates, but also the Holy Synod and the Patriarchates. The present position has many and grave evils; but I fear to force a solution by lay authority [that] would offend the consciences of many and lead to still graver evils.

The controversies arising out of the disputed election are difficult to settle; but my own view is that legislation to be of use to the Orthodox Church must be strictly confined to matters tending to ascertain the real wish of the lay voters and be such as will be acquiesced in by the moderate men on both sides. If this takes more time the delay is to be regretted – but the delay is preferable to taking any action which may divide families and friends belonging to the Orthodox Church on questions appealing very deeply to their conscience and religious feelings.

139. CO 67/132/37342: Haynes-Smith στον Chamberlain, 8 Σεπτεμβρίου 1902: The question of money greatly complicates the attempts at solution. Each side has expended considerable sums in the long campaign of the contested election and each side desires to recoup itself when it comes into possession of the Archiepiscopal See.

140. CO 67/133/29809: Haynes-Smith στον Chamberlain, 3 Σεπτεμβρίου 1902.

141. CO 67/133/29809: Haynes-Smith στον Chamberlain, 3 Σεπτεμβρίου 1902: if the parties will not co-operate in holding a new election, I do not see on what grounds Her Majesty’s Government would be justified in refusing to allow the Legislative Council to provide by legislation for a new election.

142. CO 67/148/23332: King-Harman στον Bruce, 18 Ιουνίου 1907: The local Government should not, in my opinion, interfere in the least degree in the matter; beyond giving its kindly offices, should occasion arise, in assisting the disputants to come to an understanding.

143. CO 67/148/22363: King-Harman στον Bruce, 6 Ιουνίου 1907. Πρέπει να αναφερθεί ότι εκτός από τον Αραούζο, κατά του νομοσχεδίου τάχθηκαν με την ψήφο τους τα τρία μουσουλμανικά μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου.

144. CO 67/148/27609: King-Harman στον Bruce, 24 Ιουλίου 1907.

145. CO 67/148/27609: King-Harman στον Bruce, 24 Ιουλίου 1907: The Oecumenical Patriarch is intriguing secretly in this matter and is desirous of complicating the situation with a view of imposing the election of some representative of his own to be Archbishop of Cyprus.Οι δύο Έξαρχοι (αντιπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Πατριάρχη Ιεροσολύμων) και ο ίδιος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας συνέθεταν την πατριαρχική αντιπροσωπεία που έφτασε στην Κύπρο

146. Οι δύο Έξαρχοι (αντιπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Πατριάρχη Ιεροσολύμων) και ο ίδιος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας συνέθεταν την πατριαρχική αντιπροσωπεία που έφτασε στην Κύπρο.

147. CO 67/150/18578: O’Conor στον Principal Secretary of State for Foreign Affairs, 17 Μαΐου 1907. Enclosing O’Conor στον King-Harman, 16 Μαΐου 1907.

148. CO 67/150/18578: O’Conor στον Principal Secretary of State for Foreign Affairs, 17 Μαΐου 1907. Forward of a dispatch sent by O’Conor στον King-Harman, 16 Μαΐου 1907. Η ίδια άποψη είχε εκφραστεί σε τηλεγράφημα που στάληκε ένα μήνα αργότερα˙ CO 67/150/22962: O’Conor στον Principal Secretary of Sate for Foreign Affairs, 18 Ιουνίου 1907.

149. CO 67/150/23565: Υφυπουργός Εξωτερικών στον Υφυπουργό Αποικιών, (3 Ιουλίου 1907). Enclosing O’Conor στον SirEdwardGrey (Υπουργός Εξωτερικών), 29 Ιουνίου 1907.

150. CO 67/150/24584: Υφυπουργός Εξωτερικών στον Υφυπουργό Αποικιών, (11 Ιουλίου 1907). Enclosing Grey στον O’Conor, 10 Ιουλίου 1907.

151. CO 67/150/25100: Υφυπουργός Εξωτερικών στον Υφυπουργό Αποικιών, 15 Ιουλίου 1907. EclosingO’Conor στον Υφυπουργό Εξωτερικών, 11 Ιουλίου 1907: I submit with all deference to the opinion of the Colonial Secretary that in view of the panhellenism exhibited years ago in the island and which doubtless still exists though in a latent condition, it would be imprudent to allow the Oecumenical Patriarch to interfere without our approval and sanction. To do so would not seem to me in accordance with our general policy and interests in Cyprus as I think it must embolden the Greeks and discourage the Muslims.

152. CO 67/151/6402: King-Harman στον Bruce, 8 Φεβρουαρίου 1908. Συγκεκριμένα, ο Επίσκοπος Αγχιάλου (απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριάρχη) ήταν υπέρ του Επισκόπου Κυρηνείας, ενώ ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας και ο Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Μεταξάκης ήταν –σύμφωνα πάντα με τον  King-Harman –υπέρ του Επισκόπου Κιτίου.

153. CO 67/151/6402: King-Harman στον Bruce, 8 Φεβρουαρίου 1908.

154. CO 67/151/6402: King-Harman στον Bruce, 8 Φεβρουαρίου 1908: any election of an Archbishop of Cyprus must be made by the people and the Government could not recognise any appointment or election by any other method.

155. CO 67/153/10544: Barclay στον Grey, 11 Μαρτίου 1908.

156. CO 67/151/9195: King-Harman στον Bruce, 5 Μαρτίου 1908: the community in Nicosia was startled by the publication of the intelligence that […] the Oecumenical Patriarch and his Holy Synod had elected the Bishop of Kyrenia to be Archbishop of Cyprus. Such a coup d’ etat electrified the Greek people throughout the Island and Nicosia was speedily in an uproar. A rush was made by the adherents of both parties to the Archbishop’s Palace […] where it was anticipated an attempt would now be made to enthrone the Bishop of Kyrenia as Archbishop.

157. CO 67/151/14489: King-Harman στον Bruce, 16 Απριλίου 1908. Για μια συνοπτική περιγραφική καταγραφή των ταραχών βλ. Φραγκούδης, Ιστορία (υποσ. 101), 346-9.

158. CO 67/152/34426: King-Harman στον R. Crewe-Milnes (Υπουργός Αποικιών), 5 Σεπτεμβρίου 1908.

159. CO 67/151/9926: King-Harman στον Bruce, 11 Μαρτίου 1908.

160. Η υπογραφή με κόκκινο μελάνι αποτελεί προνόμιο που ανήκει αποκλειστικά στις εξουσίες του Αρχιεπισκόπου Κύπρου˙ M. Konstantinidis, The Orthodox Church, London 1931, 90.  Βλ. Παράρτημα.

161. CO 67/151/12792: King-Harman στον Bruce, 1 Απριλίου 1908. Παρόμοια αναφορά μπορεί να βρεθεί επίσης στο CO 67/151/13733: King-Harman στον Bruce, 9 Απριλίου 1908.

162. CO 67/151/14490: King-Harman στον Bruce, 16 Απριλίου 1908. Παρόμοιο υπόμνημα στάληκε στον Αρμοστή από την Ιερά Σύνοδο˙ CO 67/151/14492: King-Harman στον Bruce, 16 Απριλίου 1908.

163. CO 67/151/14489: King-Harman στον Bruce, 16 Απριλίου 1908.

164. CO 67/151/8941: King-Harman στον Bruce, 12 Μαρτίου 1908.

165. CO 67/153/16489: Barclay στον Grey, 7 Μαΐου 1908. Enclosing Ecumenical Patriarch στον Barclay, 6 Μαΐου 1908. Βλ. επίσης CO 67/153/20666: Barclay στον King-Harman, 23 Μαΐου 1908.

166. CO 67/151/17489: King-Harman στον Crewe-Milnes, 6 Μαΐου 1908.

167. CO 67/153/8499: Holy Synod of Constantinople στον Grey, 7 Μαρτίου 1908.

168. CO 67/153/10564: Patriarch of Alexandria στον Υφυπουργό Αποικιών, 10 Μαρτίου 1908.

169.Φυσικά, κανένα τηλεγράφημα δεν αποστάληκε από την πόλη και επαρχία Λεμεσού ή Λάρνακας, καθότι και οι δύο πόλεις ήταν στην πλειοψηφία των κατοίκων τους Κιτιακοί.

170. CO 67/153/14110: Various persons in Nicosia στον Grey, 21 Απριλίου 1908. Βλ. επίσης CO 67/153/16871: Nicosia στον Grey, 11 Μαΐου 1908.

171. CO 67/153/14183: Mayor and Municipal Councillors of Kyrenia στον Grey, 22 Απριλίου 1908.

172. CO 67/153/14188: Municipal Council of the town of Karava στον Grey, 22 Απριλίου 1908.

173. CO 67/153/14250: Orthodox population of Famagusta στον Grey, 23 Απριλίου 1908. Βλ. επίσης CO 67/153/17140: Villagers’ Committee, Famagusta στον Grey, 13 Μαΐου 1908.

174. CO 67/153/14631: Certain people of Papho στον Grey, 25 Απριλίου 1908.

175. CO 67/153/15508: Nicosia στον Grey, 23 Απριλίου 1908.

176. CO 67/153/23338: Holy Synod στον Grey, 30 Μαΐου 1908. Βλ. επίσης CO 67/153/25178: Holy Synod στον Grey, 29 Ιουνίου 1908.

177. Αναφορά στο σύγγραμμα Georghallides, «Lord Crewe’s 1908 statement» (υποσ. 61), 28-30. Για τα σχετικά έγγραφα βλ. Georghallides, «Lord Crewe’s 1908 statement» (υποσ. 61), 31-4.

178. CO 67/154/7122: King-Harman στον Grey, 15 Φεβρουαρίου 1909.

179. CO 67/154/14682: King-Harman στον Grey, 21 Απριλίου 909.

180. CO 67/155/24824: King-Harman στον Grey, 15 Ιουλίου 1909.

181. CO 67/158/8142: King-Harman στον Grey, 10 Μαρτίου 1910.

182. Το επιχείρημα ότι το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα είναι ένα απολύτως «εκκλησιαστικό ζήτημα» εντοπίζεται συνήθως σε ελληνικά έγγραφα και κείμενα. Βλ. Φραγκούδης, Ιστορία (υποσ. 101), 73˙ Ζαννέτος, Ιστορία (υποσ. 25), τ. 3ος, 383˙ Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 53˙ Coughlan, «Sources» (υποσ. 79), 29.

183. CO 67/125/768: Haynes-Smith στον Chamberlain, 24 Δεκεμβρίου 1900: It is admittedly a matter of administration and not of doctrine, and as it will be necessary for the Govt. to confer on the new Archbishop the civil powers and privileges attached to the position, it is natural that the Govt. should be satisfied of the legality of the election.

184. CO 67/125/768: Haynes-Smith στον Chamberlain, 24 Δεκεμβρίου 1900: It is admittedly a matter of administration and not of doctrine, and as it will be necessary for the Govt. to confer on the new Archbishop the civil powers and privileges attached to the position, it is natural that the Govt. should be satisfied of the legality of the election.

185.  CO 67/128/45019: Haynes-Smith στον CO, 28 Νοεμβρίου 1901: The two contesting parties among the Greek speaking Cypriots while seeking to out do each other in the fervency with which they each advocate Union with Greece were bitterly divided on the question of the election of Archbishop. […] The parties are most bitter against each other on the Archbishop’s question and I had to take most careful and most stringent measures to preserve the public peace.

186. Πραγματικά, το τέλος του Αρχιεπισκοπικού Ζητήματος το 1910 σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας εποχής για την ένωση οδηγώντας στο ξέσπασμα των «Οκτωβριανών» το 1931 και έφτασε στην κλιμάκωση του με τον ένοπλο αγώνα του 1955-1959.