Γιατί μάς είναι δύσκολο να πιστέψουμε στην ανάσταση;

13 Μαΐου 2013

Μας είναι δύσκολο να πιστέψουμε στην ανάσταση, διότι είμαστε επηρεασμένοι από την αρχαία φιλοσοφία και όχι από την ορθόδοξη θεολογία. Η αρχαία φιλοσοφία, πίστευε στην κατά φύση αθάνατη ψυχή και στο κατά φύση θνητό σώμα, στο οποίο περικλείεται η ψυχή. Και γι’ αυτό μάς είναι πιο φυσικό να πιστεύουμε στην αθανασία της ψυχής παρά στην ανάσταση του σώματος. Διότι όταν λέμε ανάσταση εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων, εφόσον οι ψυχές δεν πεθαίνουν, δεν πιστεύουμε εμείς οι ορθόδοξοι στο θνητοψυχισμό.

the holy myrrhbearing women at the Tomb. st, Gregory of Sinai monast. Berkeley, California

«Πιστεύουμε και στην ανάσταση των νεκρών. Γιατί θα γίνει, πράγματι, θα γίνει ανάσταση των νεκρών. Όταν λέμε φυσικά ανάσταση, εννοούμε ανάσταση σωμάτων. Γιατί ανάσταση είναι η δεύτερη ανάσταση του ανθρώπου της πτώσεως· άλλωστε οι ψυχές, ως αθάνατες (κατά χάριν), πώς θα αναστηθούν; Αν πράγματι ορίζουν το θάνατο ως χωρισμό της ψυχής από το σώμα, οπωσδήποτε η ανάσταση είναι η νέα συνάφεια ψυχής και σώματος και η δεύτερη σύσταση της ζωντανής υπάρξεως που διαλύθηκε στα στοιχεία της και έπεσε. Το ίδιο λοιπόν σώμα που φθείρεται και διαλύεται, το ίδιο θα αναστηθεί άφθαρτο», μας λέει άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

Επομένως όταν λέμε ανάσταση νεκρών, εννοούμε ότι οι άνθρωποι θα ξαναπάρουν πάλι το σώμα τους, το οποίο είχε παραδοθεί στη μητέρα γη και είχε διαλυθεί στα «εξ ων συνετέθη» στοιχεία του. Αλλά το αναστημένο σώμα μας θα είναι άφθαρτο και πνευματικό, όπως μας αναφέρει και ο απόστολος Παύλος, λέγοντας στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή του: «Δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α’ Κορ. 15, 53).

Για τους αρχαίους φιλοσόφους λοιπόν και τους Έλληνες, που είχαν επηρεασθεί από το πνεύμα τους, η σωτηρία βρίσκεται στη φυγή από το σώμα και από το αισ¬θητό, στην επιστροφή προς τον νοητό κόσμο. Ενώ για τη Βίβλο ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική οντότητα, το ανθρώπινο ον είναι μια προσωπική ενότητα. Επομένως η ανάσταση των νεκρών σωμάτων δεν είναι ακατανόητη για τη Βίβλο. Οι Αθηναίοι, φυσικά, αντέδρασαν όταν τους μίλησε ο απόστολος Παύλος για την ανάσταση, γιατί ήταν επηρεασμένοι από την αρχαία φιλοσοφική σκέψη. Γι’ αυτό, όπως αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων, «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών, οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πράξ. 17, 31-32).

Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος, για τον οποίο εμείς οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε στην ανάσταση. Ο λόγος αυτός είναι πνευματικός και έχει σχέση με την καθαρότητα και την αναμαρτησία μας. Λέει ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς: «Εκείνος ο οποίος διά της πίστεως εις τον Αναστάντα Χριστόν αγωνίζεται εναντίον κάθε αμαρτίας του, αυτός ενισχύει βαθμιαίως εν εαυτώ την αίσθησιν ότι ο Κύριος όντως ανέστη, όντως ενίκησε τον θάνατον εις όλα τα μέτωπα της μάχης. Η αμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει την ψυχήν του ανθρώπου, την πλησιάζει προς τον θάνατον, την μεταβάλλει από αθανάτου εις θνητήν, από αφθάρτου και απεράντου εις φθαρτήν και πεπερασμένην. Όσον περισσοτέρας αμαρτίας έχει ο άνθρωπος, τόσον περισσότερον είναι θνητός. Και εάν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τον εαυτόν του αθάνατον, είναι φανερόν ότι ευρίσκεται όλος βεβυθισμένος εις τας αμαρτίας, εις σκέψεις μυωπικάς, εις αισθήματα νενεκρωμένα. Ενώ, καθώς γίνεται αγιώτερος ο άνθρωπος, αποκτά ολονέν και περισσότερον δυνατήν, περισσότερον ζω¬ντανήν αίσθησιν της προσωπικής του αθανασίας· αποκτά επίγνωσιν της ιδικής του και της των πάντων αιωνιότητος».

Γι’ αυτό και ο π. Σωφρόνιος ο Σαχάρωφ μάς υπογραμμίζει και μας λέει ότι σ’ αυτούς που μετανοούν αληθινά, η Χάρη του Αγίου Πνεύματος δίνει το βίωμα της αναστάσεως της ψυχής, ενόσω ο άνθρωπος βρίσκεται ακόμη στη γήινη αυτή ζωή: «Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος δίδει εις τους φλογερώς μετανοούντας και την πείραν της εις άδου καταβάσεως, και την πείραν του άδου της αγάπης, και της αναστάσεως της ψυχής, εντός των ορίων εισέτι της εν τω σώματι τούτω ζωής».

Φυσικά, μπορεί να δίδεται η βιωματική εμπειρία, αλά δεν μπορούμε να συλλάβουμε και να μιλήσουμε με λεπτομέρεια για την πραγματικότητα του μέλλοντα αιώνα, έστω και αν κάποιες φορές βιώνουμε μια ζωντανή προσωπική σχέση με τον Θεό. Πρέπει όμως να ξέρουμε, ότι η σχέση μας αυτή έχει σπέρματα αιωνιότητας. Πώς θα είναι όμως η ζωή, όχι κάτω από τις συνθήκες της πτώσης, αλλά μέσα σ’ ένα σύμπαν που ο Θεός θα είναι «τα πάντα τοις πάσι», γι’ αυτό έχουμε μόνο μερικές λάμψεις και όχι μια καθαρή αντίληψη. Αυτός είναι ο λόγος που μας κάνει να μιλάμε με προσοχή και να κρατάμε πάντοτε σιωπή για τα θέματα αυτά.

Είναι σαφές λοιπόν ότι δεν μπορούμε να αντιληφθούμε «διά του νοός» μας όλα αυτά τα μεταφυσικά θέματα, ούτε να εννοήσουμε την εκ νεκρών ανάσταση, αλλά στην προσευχή μπορεί να περιέλθουμε, κυρίως οι Άγιοι, σε τέτοια κατάσταση, η οποία μας διανοίγει τα μυστήρια του μέλλοντα αιώνα, όπως μας αναπτύσσει και πάλιν ο άγιος Γέροντας π. Σωφρόνιος λέγοντας: «Δεν δυνάμεθα να συλλάβουμε διά του νοός ημών τι σημαίνει σωτηρία του κόσμου, ούτε να επινοήσωμεν την εκ νεκρών ανάστασιν (βλ. Μάρκ. 9, 10). Εν τη προσευχή όμως περιερχόμεθα ενίοτε εις κατάστασιν ήτις διανοίγει ημίν εν μέρει τα μυστήρια του μέλλοντος αιώνος. Πιστεύομεν ότι θα έλθη εκείνη η στιγμή, ήτις καλείται «το πλήρωμα των καιρών» (Εφεσ. 1, 10), ως τελείωσις παντός ό,τι “ένενόησε” (πρβλ. Ιουδήθ 9, 5) περί ημών ο Δημιουργός.

(Θάνατος, Ανάσταση και Αιώνια ζωή, εκδ. «Ετοιμασία», Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2002, σ. 223-226).