Ο άγ. Κύριλλος και η φιλόσοφος Υπατία – 1

28 Ιουνίου 2013

Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και οι σχέσεις του με τον έπαρχο Ορέστη και τη Φιλόσοφο Υπατία

Άγιος-Κύριλλος

Στην εργασία αυτή θα αναφερθούμε στις σχέσεις ενός σπουδαίου πατρός της αρχαίας Εκκλησίας του πατριάρχη Κυρίλλου Αλεξανδρείας με δύο εξέχοντα πρόσωπα της πόλεως της Αλεξάνδρειας, τον έπαρχο Ορέστη και τη φιλόσοφο Υπατία.

Ο ιερός Κύριλλος υπήρξε σημαντική μορφή για την εποχή του. Άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση τόσο στον εκκλησιαστικό βίο όσο και στη διαμόρφωση της χριστιανικής διδασκαλίας και κυρίως στη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος τον 5ο αι. Για τη ζωή του ιερού πατρός λίγα πράγματα είναι γνωστά. Γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε μεταξύ του 370 με 380 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Την ακριβή ημερομηνία της γεννήσεώς του δεν έχουμε τη δυνατότητα να τη γνωρίζουμε. Καταγόταν από εύπορη ελληνική οικογένεια της πόλεως της Αλεξάνδρειας, αν και συχνά ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος τον αποκαλεί «Αιγύπτιον», δηλαδή αυτόν που κατάγεται από την Αίγυπτο[1], με σκοπό να τον χλευάσει.

Θείος του υπήρξε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, άνδρας δυναμικός και εύστροφος, τον οποίο ο Κύριλλος πάντοτε τον ανέφερε με ευγνωμοσύνη και αγάπη[2]. Μεγάλωσε λοιπόν, ο Κύριλλος μέσα σε ένα περιβάλλον, το οποίο του προσέφερε τη δυνατότητα να λάβει ευρεία και επιμελημένη εκπαίδευση αλλά και να συναναστραφεί με εξέχοντα πρόσωπα της αλεξανδρινής κοινωνίας, τόσο της πολιτικής όσο και της εκκλησιαστικής σκηνής.

Σπούδασε στη φημισμένη Σχολή της Αλεξάνδρειας με διδάσκαλο το Δίδυμο τον Τυφλό[3] και παρακολούθησε μαθήματα της περίφημου αλεξανδρινής φιλοσόφου – μαθηματικού Υπατίας[4]. Οι γνώσεις του εμπλουτίζονταν συνέχεια από τη μελέτη συγγραμμάτων σπουδαίων χριστιανών συγγραφέων, πατέρων της Εκκλησίας, όπως ήταν ο Μέγας Αθανάσιος[5], οι Καππαδόκες Πατέρες[6] κ.α., αλλά και συγγραμμάτων συγγραφέων της θύραθεν φιλολογίας. Παράλληλα γαλουχήθηκε θεολογικά στην έρημο κάτω από την απεριόριστη φροντίδα των ζηλωτών μοναχών της Νιτρίας, κοντά στους οποίους πέρασε πέντε ολόκληρα χρόνια. Αυτοί πιθανόν του ενέπνευσαν τον πύρινο και ανυπόμονο ζήλο, που χαρακτηρίζει τον Κύριλλο σε όλη τη διάρκεια του βίου του[7].

Mετά την κοίμηση του θείου του, αναμετράται με τον αρχιδιάκονο Τιμόθεο για τον πατριαρχικό θρόνο. Στην αναμέτρηση αυτή βγαίνει νικητής και ανέρχεται στον πατριαρχικό θώκο της Αλεξανδρείας στις 18 Οκτωβρίου του 412[8]. Ως νέος Αρχιεπίσκοπος, καυτηριάζει με δριμύτητα την κοινωνική ανισότητα και την αναλγησία των πλουσίων. Ψέγει την πολιτική εξουσία για την ανοχή της σε φαινόμενα αδικιών έναντι των φτωχών, σε απάτες, επιορκίες, σε φαινόμενα έκλυτου βίου[9]. Δε διστάζει να εναντιωθεί σε ένα πολιτικό κατεστημένο, το οποίο οδηγεί τους πολίτες της Αλεξάνδρειας και γενικότερα της Αιγύπτου σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και που οξύνει την κοινωνική ανισότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών.

Aρχικός στόχος του ήταν η καταπολέμηση όλων όσων αποτελούσαν κίνδυνο για την εδραιωμένη πια χριστιανική Εκκλησία[10]. Στο σημείο αυτό κατηγορήθηκε από πολλούς αντιπάλους τους ως αλαζόνας, σκληρός και ματαιόφρων άνθρωπος, κάτι όμως που καταρρίπτεται αν μελετήσει κάποιος προσεκτικά την όλη δημόσια δράση του. Σκοπός του ήταν η θωράκιση της Εκκλησίας από οποιαδήποτε απειλή, η οποία θα κλόνιζε τους πιστούς και όχι τα θεμέλιά της, γιατί Εκείνη έχοντας ως κεφαλή τον ενσαρκωμένο θείο Λόγο είναι προορισμένη να ζήσει εις τους αιώνας και «Πύλαι άδου ου κατασχύνουσι»[11]. Πολέμησε με πάθος υπολείμματα παλαιοτέρων αιρέσεων όπως οι Νοβατιανοί[12], οι Αρειανοί[13], οι οπαδοί του Μαρκίωνα[14], του μοναρχιανού Παύλου Σαμοσατέα[15]. Σχετικά μάλιστα με τους Νοβατιανούς ένας εκπρόσωπός τους ο ιστορικός Σωκράτης γράφει: «Ευθέως ουν Κύριλλος τας εν Αλεξανδρεία Ναυατιανών εκκλησίας αποκλείσας, πάντα μεν τα ιερά κειμήλια έλαβε, το δε επίσκοπον αυτών Θεόπεμπτον, πάντων ων είχε αφείλετο»[16].

Xαρακτηριστικά σκληρή και αδυσώπητη υπήρξε η στάση του απέναντι στους Εθνικούς[17], οι οποίοι ασκούσαν μεγάλη επίδραση στο χριστιανικό λαό, με τη μαγεία, την αστρολογία, τη δεισιδαιμονία, «……» και με την ύπαρξη κάποιου μαντείου στο Μένουθις στο οποίο λατρευόταν μία ψεύτικη θεά «η Κυρά»[18]. Επίσης πολέμησε τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήταν γύρω στους 40.000 στην Αλεξάνδρεια. Έκλεισε τις συναγωγές τους και εξόρισε πολλούς από αυτούς. Η πολεμική του έναντι των Ιουδαίων τροφοδοτήθηκε κυρίως από τη μεροληπτική στάση του έπαρχου της πόλεως Ορέστη. Ο τελευταίος αν και δήλωνε χριστιανός, χαρακτηριζόταν συχνά από τους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας «θύτης και έλληνας», δηλαδή ειδωλολάτρης, εξαιτίας της άδικης συμπεριφοράς του απέναντι στους χριστιανούς, η οποία γινόταν αιτία για συνεχείς προστριβές μεταξύ χριστιανών και Ιουδαίων.

Oι Ιουδαίοι έχοντας την απροκάλυπτη στήριξη του έπαρχου Ορέστη ασκούσαν στυγνή τοκογλυφία απέναντι στους χριστιανούς, οι οποίοι μη δυνάμενοι να ανταποκριθούν στην απόσβεση των δανείων τους η των γενικοτέρων οφειλών τους κατέληγαν δούλοι και δημεύονταν η περιουσία τους. Για το λόγο αυτό οι Ιουδαίοι ήταν περισσότερο επικίνδυνοι για τον Κύριλλο από τους ειδωλολάτρες, γιατί οι πρώτοι απειλούσαν ολόκληρη την κοινωνική υπόσταση των χριστιανών ενώ οι τελευταίοι επιτελούσαν το έργο του μισόκαλου εχθρού με σκοπό την απώλεια της ψυχής των πιστών εν Χριστώ και τη ρίψη της στο βάθρο της απωλείας.[19]

Bασική πηγή για τα τεκταινόμενα της εποχής αποτελεί ο ιστορικός Σωκράτης, ο οποίος μάλιστα αναφέρθηκε ότι άνηκε στις τάξεις των Νοβατιανών. Αυτό προσδίδει μεγαλύτερη εγκυρότητα στα γραφόμενά του σχετικά με τον Άγιο Κύριλλο, μιας και δε μεροληπτούσε υπέρ του πατριάρχη Αλεξανδρείας, ως φιλικά προσκείμενος σε αυτόν. Ο Σωκράτης τονίζει ότι ο Ορέστης, αν και δήλωνε χριστιανός μισούσε φανατικά τους επισκόπους και θεωρούσε ότι ασκούσαν εξουσία και είχαν αρμοδιότητες δοσμένες από το αυτοκράτορα, τις οποίες δεν έπρεπε να έχουν: «εμίσει την δυναστείαν των επισκόπων, ότι παρηρούντο πολύ της εξουσίας των εκ βασιλέως άρχειν τεταγμένων»[20]. Δεν έχανε λοιπόν ευκαιρία να προσπαθήσει να εκθέσει τον πατριάρχη Αλεξανδρείας στα μάτια του λαού της Αλεξάνδρειας και να δημιουργήσει προστριβές μαζί του.

[Συνεχίζεται]
 
Υποσημειώσεις:

[1] Mansi, V, 725.

[2]Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία 7, 7, PG 67, 749C-762A. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία 5, 40 PG 83, 1277D. Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία 15,14 PG 146, 1100A- 1104A. Mansi IV, 1464. Ed. Schwartz I, I, 3 σ. 75. Χρ. Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1933, σ. 264. Α. Θεοδώρου, Η Χριστολογική Ορολογία και Διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Θεοδωρήτου Κύρου, Αθήνα 1955, σ. 37. Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Αλεξανδρείας και η Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 236.

[3] Βλ. Σχετικά Κ. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 2, Αθήνα 2004, σσ. 231 -258. Συναφώς βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Αθήνα 1990, σσ. 666-682. Ηλ. Μουτσούλα, «Αλεξανδρινοί Συγγραφείς Δ΄ αι. Α  Σεραπίων Θμούεως. Β  Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς», ανάτυπο, Αθήνα 1971, σσ. 17-51. W. Gauche, Didymus the Blind; an Educator of the 4th century, Washington 1934.

[4]Η επιστολή του ιερού Κυρίλλου (λατινιστί), στον τόμο 77 της PG (389-390) η οποία απευθύνεται στην Υπατία και της εκθέτει τα προβλήματα που έχουν προκύψει από τη διένεξη του Νεστορίου με τον Κύριλλο είναι νόθα. Εξάλλου ο Κύριλλος δεν θα μιλούσε αναλυτικά για ένα δογματικό θέμα, όπως το Χριστολογικό, σε κάποιον που δεν ήταν μέλος της Εκκλησίας του Χριστού. Αφού θα ήταν αδύνατο να κατανοήσει κάποιος θέματα δογματικής διδασκαλίας χωρίς να έχει το κατάλληλο θεολογικό υπόβαθρο. Πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1933, σ. 264 -266.

[5]Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Αθήνα 1990, σσ. 263-326. Του ιδίου, «Ο Άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας, σταθμός μέγας εν τη θεολογία της Εκκλησίας», ανάτυπο εκ της Θεολογίας (1974), σσ. 102-128. F. L. Cross, The Study of St. Athanasius, Oxford 1945. Κ. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 2, Αθήνα 2004, σσ. 179-222.

[6] Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, Αθήνα 1990, σσ. 355-407, 475-529, 590-632, 637-642..

[7] The international cyclopaedia – a compendium of human Knowledge, revised with large additions, vol. IV, New York 1899, p. 256.

[8] Π.Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Δ, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 340 κ.ε.

[9] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Αλεξανδρείας και η Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 240.

[10] Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή  Ἱστορία Α, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19964, σ. 206.

[11] Ματθ. 16, 18.

[12]Πρβλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εορταστική Ομιλία 8, 9. PG 77, 565 – 577, 681 – 692, 1060- 1064. Πρβλ. Κ.Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 1, Αθήνα 1998, σσ. 335-338. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α, Αθήναι 1992, σσ. 296-299. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α, Ἀθήνα 1991, σσ. 423-426. H. Weyer, Novatianus de Trinitate, Düsseldorf 1962.

[13] Πρβλ. Κ.Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 2, Αθήνα 2004, σσ. 97-120. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀθῆναι 1992, σσ. 377-398. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Ἀθήνα 1990, σσ. 114-119.

[14]Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 1, Αθήνα 1998, σσ. 278, 324 κ.ε. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α, Αθήναι 1992, σσ. 159-162. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α΄, Αθήνα 19912, σσ. 142-143.

[15]Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 1, Αθήνα 1998, σσ. 470-472.. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α΄, Αθήνα 19912, σσ. 461-464. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α, Αθήναι 1992, σσ. 244-245..

[16] Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία 7,7 PG 67, 752A.

[17] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Αλεξανδρείας και η Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 241.

[18] Πρβλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομιλία 3, PG 77, 1105Α. Συναφώς βλ. Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Το εγκώμιον εις τους αγίους Κύρον και Ιωάννην, PG 87, 3, 3409-3412: «Δαίμων ακάθαρτος επεφαίνετο εν είδει θηλείας ποιών φαντασίας πολλάς και μαντείας δοκών λέγειν, μηδέν εχούσας αληθές και επιταγάς τινων φαρμάκων τερατευόμενος, μηδέ παντάπασιν ωφελών, αλλά τούτοις εις απώλειαν εφελκόμενος… πολλούς το ειδεχθές τούτο δαιμόνιον ταις απάταις παρέσυρε και προσκαλείσθαι αυτού τω βωμώ ελπίδι ρήσεως η προφητείας ανέπειθεν ου μόνον απιστούσι και πάντη τους αυτού προσκειμένους κελεύσμασιν αλλά και πιστούς του Χριστού σύμβολα φέροντες».

[19] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εορταστική Ομιλία 1ε, PG 77, 417-424, 513, 516, 529, 853, 586, 860-873, 896-901, 1057-1060.

[20] Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία 7, 7, 13, PG 67, 764A.