Θεολογική προβληματική των μεταμοσχεύσεων (Γ)

6 Ιουνίου 2013

Δ. Το πρόβλημα των πτωματικών μοσχευμάτων

Αυτά βέβαια ισχύουν για ζωντανούς δότες. Τί συμβαίνει όμως με τα πτωματικά μοσχεύματα; Τί συμβαίνει δηλαδή, όταν πρέπει, να παρεμβληθεί ο θάνατος του δότη;

Το κρίσιμο σημείο για την πραγματοποίηση των μεταμοσχεύσεων στην περίπτωση αυτή είναι ο ακριβής προσδιορισμός του θανάτου .

Ο θάνατος ορίζεται από την Εκκλησία ως χωρισμός ή ως έξοδος της ψυχής από το σώμα. Αντιπαραθέτοντας μάλιστα τη ζωή προς τον θάνατο ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι η ζωή είναι η “σώματός τε και ψυχής δέσις”, ενώ θάνατος η διάστασή τους . Η θέση αυτή υποστηρίζει σιωπηρώς την περαιτέρω διατήρηση των χωριζομένων. Σαφέστερα μάλιστα ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο θάνατος δεν εξαφανίζει το σώμα, αλλά τη φθορά· “ο γαρ θάνατος ούτος, ου το σώμα απόλλυσιν, αλλά την φθοράν δαπανά. Ως η γε ουσία μένει κατά πλείονος ανισταμένης της δόξης, αλλ’ ουχί πάντων” . Παρομοίως και στα αεροπαγιτικά κείμενα λέγεται: “Θάνατος έστιν εφ’ ημών ου της ουσίας ανυπαρξία κατά το δόξαν ετέροις, αλλ’ η των ηνωμένων διάκρισις” .

Μεταμοσχεύσεις3

Ο θάνατος του ανθρώπου δεν σημαίνει και αφανισμό του προσώπου του. Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ δεν είναι “Θεός νεκρών, αλλά ζώντων” . Και οι άγιοι, που επικαλείται η Εκκλησία στις προσευχές της, δεν είναι νεκροί αλλά ζωντανοί. Με τον θάνατο επέρχεται “η των αισθητηρίων σβέσις και η προς τα συγγενή, των στοιχείων διάλυσις” . Αυτά όμως δεν σημαίνουν αφανισμό του προσώπου. Ο Μ. Αθανάσιος ταυτίζοντας την ζωή με την κίνηση πα-ρατηρεί ότι η κίνηση της ψυχής είναι η ζωή της, όπως και το σώμα “τότε ζην λέγομεν, ότε κινείται, και τότε θάνατον αυτόν είναι, ότε της κινήσεως παύεται” . Με το κριτήριο αυτό ο θάνατος πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την παύση κάθε λειτουργίας του οργανισμού, και οπωσδήποτε της καρδιακής λειτουργίας

Την παύση της λειτουργίας της καρδιάς, που συνδέεται με την παύση της λειτουργίας των πνευμόνων και την απώλεια της συνειδήσεως, προϋπέθετε η έννοια του θανάτου ως τα μέσα του αιώνα μας. Με τις εξελίξεις όμως που σημειώθηκαν στην ιατρική κατά τις τελευταίες δεκαετίες αποσυνδέθηκαν μεταξύ τους οι βασικές αυτές λειτουργίες και υποστηρίχθηκε ότι ο θάνατος του ανθρώπου μπορεί να ταυτισθεί με τον εγκεφαλικό θάνατό του. Στην περίπτωση αυτήν έχουμε παύση της λειτουργίας του εγκεφάλου, που είναι μη αναστρέψιμη και χαρακτηρίζεται από οριστική απώλεια της συνειδήσεως, ενώ η λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων συνεχίζεται μόνο με τεχνητή υποστήριξη. Έτσι γίνεται δυνατή η λήψη για μεταμόσχευση οργάνων, που δεν θα προσφέρονταν για το σκοπό αυτό μετά την παύση της λειτουργίας της καρδιάς και των πνευμόνων.

Ο προσδιορισμός του εγκεφαλικού θανάτου στο πλαίσιο της ιατρικής διαρκώς βελτιώνεται. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι τα εκάστοτε κριτήρια δεν είναι επαρκή. Εδώ υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Προβληματικότερη όμως είναι η ταύτιση του θανάτου με τον εγκεφαλικό θάνατο. Παλαιότερα η αλληλεξάρτηση των λειτουργιών της καρδιάς, των πνευμόνων και του εγκεφάλου είχε ως συνέπεια την σχεδόν ταυτόχρονη παύση όλων των λειτουργιών. Για την αποφυγή μάλιστα οποιασδήποτε περιπτώσεως νεκροφάνειας δεν επιτρεπόταν η ταφή του νεκρού, πριν περάσουν εικοσιτέσσερις ώρες από την επέλευση του θανάτου. Το πρόβλημα δημιουργείται σήμερα με την τεχνητή υποστήριξη της λειτουργίας της καρδιάς και των πνευμόνων μετά την παύση της λειτουργίας του εγκεφάλου. Μπορεί όμως η παύση της λειτουργίας του εγκεφάλου να ταυτισθεί με τον θάνατο του ανθρώπου; Δεν θα μπορούσε από καθαρώς ιατρική σκοπιά ο εγκεφαλικός αυτός θάνατος να χαρακτηρισθεί ως αθεράπευτη βλάβη του εγκεφάλου; Άλλωστε και η αρχική περιγραφή της καταστάσεως αυτής στη γαλλική γλώσσα ήταν “coma depasse” (μετακωματώδης κατάσταση). Αργότερα οι Αμερικανοί την ονόμασαν “brain death” (εγκεφαλικό θάνατο), πράγμα που είχε πολλές πρακτικές συνέπειες .

Ιδιαίτερα για την ορθόδοξη χριστιανική ανθρωπολογία, που δίνει κεντρική θέση στην καρδιά του ανθρώπου, η ταύτιση αυτή ξενίζει. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς χαρακτηρίζει την καρδιά ως “το του λογιστικού ταμείον και πρώτον σαρκικόν όργανον λογιστικόν” . Και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ακολουθώντας τη θέση αυτή αρνούνταν την άποψη των “φυσικών και μεταφυσικών” της εποχής του, που υποστήριζαν ότι η ουσία της ψυχής βρίσκεται στον εγκέφαλο και το εγκεφαλικό στέλεχος .

Όπως ήδη όμως επισημάναμε, η ορθόδοξη παράδοση βλέπει τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες λειτουργίες εικονιστικά. Και εικονιστικά δεν σημαίνει απλώς συμβολικά, αλλά πραγματικά και δυναμικά. Όπως ο άνθρωπος δεν είναι το σώμα ή η ψυχή του ή η ανάμιξή τους, αλλά κάτι που συνέχει και ξεπερνά όλα αυτά, χωρίς να συνέχεται και να προσδιορίζεται με τίποτε από αυτά, έτσι και η ψυχή του είναι, “πολυδύναμον πράγμα”, που χρησιμοποιεί ως όργανο το σώμα, όπως και ο νους την καρδιά, χωρίς να συνέχεται και να προσδιορίζεται από αυτά . Με τον τρόπο αυτόν επισημαίνεται όχι μόνο η πρωταρχική σπουδαιότητα της καρδιάς, αλλά και η ιδιαίτερη λειτουργικότητα της στην ψυχοπνευματική ζωή του ανθρώπου, που γίνεται εμπειρικά αισθητή από τους αγίους, ιδιαίτερα στην κατάσταση της καθαράς προσευχής. Ταυτόχρονα όμως αποκρούεται κάθε αφελής αναγωγή της ψυχής ή του νου του ανθρώπου στη χοϊκή φύση τους.

Όσο λειτουργεί η καρδιά του ανθρώπου, δεν είναι δυνατό να μιλήσουμε για χωρισμό της ψυχής από το σώμα, έστω και αν ο άνθρωπος βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση. Όταν όμως σημειωθεί ο λεγόμενος εγκεφαλικός θάνατος, αλλά εξακολουθεί η λειτουργία της καρδιάς με μηχανική υποστήριξη, μπορούμε να πούμε ότι επήλθε ο χωρισμός αυτός; Με άλλα λόγια, αν είναι βέβαιο ότι χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα η ψυχοσωματική αυτοσυνειδησία, και η λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων γίνεται με τεχνητή υποστήριξη, μπορεί να λεχθεί ότι πρόκειται για μια καθαρώς μεταθανάτια διαδικασία, όπως εκείνες που διατηρούνται σε κάθε περίπτωση νεκρού σώματος χωρίς μηχανική υποστήριξη ή μήπως πρόκειται για παράταση ζωής πριν τον θάνατο;

Πολλοί πιστεύουν ότι ο εγκεφαλικός θάνατος επινοήθηκε για τις μεταμοσχεύσεις. Αυτό φαίνεται πιθανό. Αν όμως ήταν βέβαιο ότι μετά την επέλευσή του η λειτουργία της καρδιάς και των πνευμόνων με μηχανική υποστήριξη δεν είναι τίποτε περισσότερο από κάποια μεταθανάτια διαδικασία, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ο θάνατος αυτός και ως κανονικός. Αυτονόητο βέβαια είναι ότι ο εγκεφαλικός θάνατος πρέπει να βεβαιώνεται με όλη την απαιτούμενη διαδικασία και να μην επισπεύδεται η πιστοποίησή του για πρακτικούς λόγους. Όσο όμως δεν αποδεικνύεται ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με τον οριστικό θάνατο του ανθρώπου, το πρόβλημα παραμένει. Και το πρόβλημα αυτό συγκεκριμενοποιείται, όταν ληφθεί υπ’ όψη ότι κατά τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με τη νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους, ενώ κατά τις αμερικανικές πρέπει να συμπεριλαμβάνει και την νέκρωση του φλοιού.

Θα μπορούσε όμως να λεχθεί ότι για τον Χριστιανό, που ζει τη σχετικότητα της ζωής και του θανάτου και πιστεύει στην ανάσταση των νεκρών, το πρόβλημα αυτό έρχεται σε δεύτερη θέση. Η αυτεξούσια διακινδύνευση ή και η θυσία της ζωής από αγάπη για τον πλησίον έχει οπωσδήποτε θετικό χαρακτήρα και βρίσκεται στον αντίποδα της αυτοκτονίας ή της ευθανασίας. Αν λοιπόν αυτός θελήσει να γίνει δότης, όταν βρεθεί σε κατάσταση εγκεφαλικού θανάτου, στη χειρότερη περίπτωση θα πραγματοποιήσει κάποια έσχατη αυτοθυσία.

Οι πτωματικές μεταμοσχεύσεις διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) Στις εκούσιες, κατά τις οποίες ο δότης ορίζει θεληματικά να δοθούν τα όργανά του μετά τον θάνατό του, και β) στις απροσδιόριστες που μπορεί να είναι και ακούσιες, κατά τις οποίες δεν έχει εκφρασθεί επιθυμία προσφοράς από τον δότη, άλλα αυτή γίνεται με βάση την “εικαζόμενη” συγκατάθεσή του.

Με τις νέες αυτές παραμέτρους δημιουργούνται ασφαλώς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στην όλη προβληματική των μεταμοσχεύσεων, που απαιτούν ανάλογες ηθικές προσεγγίσεις.

α) Όταν η δωρεά ορίζεται από τον υποψήφιο δότη να γίνει μετά τον θάνατό του, ο χαρακτήρας της δωρεάς αλλοιώνεται. Με την επέλευση του θανάτου η δωρεά αυτονομείται από τα αισθήματα του δότη. Έτσι όχι μόνο δεν υφίσταται αυτοθυσία, αλλά και λαμβάνονται δικαιολογημένα όλα τα μέτρα, ώστε να μην υποστεί κάποια βλάβη ο δότης στην κρίσιμη κατάστασή του. Αν χρησιμοποιούσαμε μάλιστα την επισήμανση του Μ. Βασιλείου για τις μεταθανάτιες περιουσιακές δωρεές, θα λέγαμε ότι η χάρη δεν ανήκει πλέον στον δωρητή αλλά στον θάνατο, γιατί χωρίς αυτόν δεν θα γινόταν δωρεά . Επιπλέον εδώ είναι εύκολο να παρεισφρύσει και η διάθεση της ευθανασίας ή και να επιχειρηθεί η έμμεση νομιμοποίησή της. Σε κάθε όμως περίπτωση πρέπει να τονισθεί ότι είναι ανήθικο να συνδεθεί η προσφορά οργάνων για μεταμόσχευση με την ευθανασία του δότη. Η ευθανασία, είτε με την ενεργητική, είτε με την παθητική μορφή της, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ή να καλυφθεί από την Εκκλησία. Ούτε πάλι μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Τα μόνα ηθικά στοιχεία στην περίπτωση αυτή είναι η θετική αντιμετώπιση του ενδεχομένου αιφνίδιου θανάτου και η σύνδεσή του με τη βοήθεια κάποιου ανώνυμου ασθενούς. Γι’ αυτό δεν είναι δυνατό να διατυπωθεί κάποιος κανόνας. Άλλωστε πάντοτε σε τέτοια προβλήματα ο Χριστιανός δεν αποφασίζει μόνο ως άτομο, αλλά και ως μέλος της Εκκλησίας. Και η εκκλησιαστική θέση έχει καίρια σπουδαιότητα για τις αποφάσεις των πιστών. Από την άλλη πλευρά η Εκκλησία δεν κατευθύνει τους πιστούς της νομικά και απρόσωπα, αλλά προσωπικά και περιπτωτικά. Εδώ έγκειται και η παρέμβαση του πνευματικού πατέρα στη ζωή των πιστών.

β) Όταν δεν εκφρασθεί επιθυμία δωρεάς, τότε το ανθρώπινο σώμα, ακόμα και νεκρό, πρέπει να γίνει σεβαστό. Δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί ως ανταλλάξιμο αγαθό. Ποιά στοιχεία από την κορυφαία εκδήλωση της αγάπης μπορεί να διατηρήσει η δωρεά αυτή, όταν μετατρέπεται σε θεραπευτική μεθοδολογία, που έρχεται να καλύψει προβλήματα του βιολογικού μηχανισμού του ανθρώπου; Μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη αγάπης κάποια μεταμόσχευση οργάνου, που λαμβάνεται από δότη με εικαζόμενη συγκατάθεση; Και αν αυτή δεν είναι πράξη αγάπης, τί άλλο μπορεί να δικαιώσει τον ακρωτηριασμό του νεκρού ανθρώπινου σώματος; Μήπως η αγάπη τρίτων, όπως π.χ. των ιατρών ή της κοινωνίας για τον πάσχοντα; Νομιμοποιεί όμως η αγάπη τους αυτή την παρέμβαση σε ξένο ανυπεράσπιστο σώμα; Ο σεβασμός της ιερότητας του ανθρώπινου σώματος οδηγεί στην περίπτωση αυτή σε αρνητική απάντηση. Η νομική επιβολή της προσφοράς οργάνων από “εικαζόμενη συναίνεση” για κοινωνικούς λόγους δεν τιμά το ανθρώπινο πρόσωπο. Μήπως η κοινωνική σκοπιμότητα δεν αποτελεί το συνηθέστερο άλλοθι για την άρνηση της αξίας του ανθρώπου;

Συζητήσιμη εδώ είναι μόνο η περίπτωση κατά την οποία θα συμφωνούσαν για την προσφορά οργάνων πρόσωπα αμέσως συνδεόμενα με τον υποψήφιο δότη (γονείς, παιδιά, σύζυγος). Τα πρόσωπα αυτά, που επωμίζονται συνήθως και τις υποχρεώσεις για την περίθαλψή του όσο ζει, είναι, φυσικό να μπορούν να έχουν κάποιο λόγο για ενδεχόμενη προσφορά οργάνων μετά τον θάνατό του. Εξάλλου αυτά είναι συνήθως σε θέση να γνωρίζουν τις διαθέσεις του και να κινούνται από ανιδιοτελή αγάπη. Και πάλι όμως χρειάζεται μεγάλη επιφύλαξη, γιατί κάθε συναίνεση είναι καθαρώς προσωπική πράξη.

Από τη στιγμή που οι μεταμοσχεύσεις καθιερώνονται ως συνήθης θεραπευτική τακτική και αναζητούνται ανώνυμοι δότες για ανώνυμους ή επώνυμους λήπτες, αρχίζει η αλλοτρίωσή τους. Πολύ μεγαλύτερη βέβαια γίνεται η αλλοτρίωση αυτή, όταν παρεμβάλλονται και οικονομικοί παράγοντες. Κι επειδή η μεγάλη μάστιγα της εποχής μας είναι η εμπορευματοποίηση των πάντων, η διάσταση αυτή στις μεταμοσχεύσεις δεν πρέπει καθόλου να παραθεωρηθεί.

Ε. Συμπεράσματα

Συμπερασματικά επισημαίνουμε ότι η ορθόδοξη θεολογία δεν παρουσιάζει συνήθως για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινής ζωής συγκεκριμένους κανόνες, αλλά θέτει τις προϋποθέσεις και επισημαίνει τα βασικά κριτήρια, που μπορούν να έχουν διάφορες εφαρμογές. Και το κάνει αυτό, όχι γιατί αρέσκεται στην αοριστία ή τη διγλωσσία, αλλά γιατί σέβεται την αλήθεια και το πρόσωπο. Αν η προσέγγιση της ανόργανης ύλης υιοθετεί δύο αμοιβαίως αποκλειόμενες θέσεις ως συμπληρωματικές (κύματα-σωματίδια) και απαιτεί να λαμβάνεται υπ’ όψη πάντοτε η θέση του ανθρώπου που την παρατηρεί, πώς μπορεί να θεωρείται ως ικανοποιητική η μονοδιάστατη και μηχανιστική προσέγγιση του ανθρώπου και των προβλημάτων της ζωής και της υγείας του; Το ίδιο αντικειμενικό γεγονός μπορεί να σημαίνει δύο διαμετρικώς αντίθετα πράγματα σε δύο διαφορετικές περιστάσεις. Η αλήθεια των πραγμάτων δεν περιορίζεται σε εξωτερικούς τύπους. Όπως η αφαίρεση της ζωής μπορεί να συνιστά πράξη κορυφαίας αγάπης (αυτοθυσία), αλλά και πράξη πλήρους αυτοπεριορισμού και έσχατης απογνώσεως (αυτοκτονία ή και ευθανασία), έτσι και η μεταμόσχευση ιστών ή οργάνων από άνθρωπο σε άνθρωπο μπορεί να είναι πράξη κορυφαίας αγάπης, αλλά και πράξη περιφρονήσεως του ανθρώπου ή έσχατης συναλλαγής. Μπορεί να είναι νίκη εναντίον του θανάτου με εκούσια αποδοχή του θανάτου, αλλά μπορεί να είναι και πλήρης συμμόρφωση προς τη θνητότητα με ταυτόχρονο αφανισμό κάθε πνευματικού στοιχείου. Η ορθόδοξη θεολογία δεν μπορεί να δεχθεί τις μεταμοσχεύσεις ιστών ή οργάνων από άνθρωπο σε άνθρωπο ακόμα και την απλή μετάγγιση αίματος ως κάποια μηχανιστική θεραπεία. Μπορεί όμως να τις δεχθεί ως πράξεις αυτοπροσφοράς και αυτοθυσίας. Γι’ αυτό δεν αντιμετωπίζει την προβληματική των μεταμοσχεύσεων με κάποια προδιαγεγραμμένη περιπτωσιολογία, αλλά βλέπει, τις διάφορες περιπτώσεις με βάση τον σεβασμό του προσώπου και την ωφέλεια του ανθρώπου.

(Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις, εκδ. Κλάδου Εκδόσεων Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2001, σ. 268-277)

Για την προβληματική της σχέσεως των μεταμοσχεύσεων με τον εγκεφαλικό θάνατο από ηθική και θεολογική άποψη βλ. την ομιλία του πρώην Μητροπολίτη Δημητριάδος και ήδη Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Εγκεφαλικός ή Καρδιακός θάνατος; Αθήναι 1991, σ. 118.

Ποιήματα ηθικά, 1,2,3,4,25,PG 37, 947A.

Εις Ψαλμόν 48,PG 55, 230.

Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας 2,3,7,PG 25,65C.

Ματθ.22,23.

Κατά Ευνομίου 2,PG 45,545B.

Λόγος κατά Ελλήνων 33, PG 25,65C.

Βλ. Μαρκ Αντρόνικοφ, «Μεταμοσχεύσεις και εγκεφαλικός θάνατος», Σύναξη 68(1998), σ.24.

Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,3, Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, εκδ. Π.Χρήστου, τομ 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ.396.

«Εν εγκεφάλω δε, ως εν οργάνω, ευρίσκεται ουχί η ουσία και η δύναμις του νοός, ήτοι της ψυχής, αλλά μόνη η του νοός ενέργεια… και άφες τους νεωτέρους φυσικούς και μεταφυσικούς να λέγωσιν, ότι η ουσία της ψυχής ευρίσκεται εις τον εγκέφαλον και εις το του εγκεφάλου κωνάριον», Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, Αθήναι 1995, σ. 164.

«Υμείς δε και αυτοί, ει και μήτε ένδον ως εν αγγείω, και γαρ ασώματον, μήτε έξω, και γαρ συνημμένον, αλλ’εν τη καρδία ως εν οργάνω το λογιστικόν ημών επιστάμεθ’ακριβώς, ου παρ’ ανθρώπου τούτο διδαχθέντες, αλλά παρ’ αυτού του πλάσαντος τον άνθρωπον», Γρηγορίου Παλαμά, ο.π.,σ. 395-396.

Βλ. Ομιλία προς πλουτούντας 9,PG 31,304A.