Η Χριστολογία του Απ.Παύλου στην Αγιορείτικη εμπειρία.( Γ΄)

5 Ιουλίου 2013

Κατά τους Αγιορείτας Πατέρας, η ένωσις με τον Χριστό προϋποθέτει την κάθαρσι από τα πάθη και την καθαρά προσευχή.

Γέννημα του πένθους και της καρδιακής προσευχής είναι και ο θείος έρως: «Εξ ης καρδίας και δάκρυον ότι πλείστον απορρεί καθαίρον και πιαίνον τον εξ αγάπης ταύτα πεπλουτηκότα, αλλ’ ου τήκον και ξηραίνον τούτο και γαρ, το εκ του θείου φόβου, κακείνο, το εκ του θεϊκού έρωτος, τω σφοδρώ και ασχέτω πόθω και έρωτι του μνημονευομένου Κυρίου Ιησού Χριστού· και γε ενθουσιώσα βοά· έθελξας πόθω με Χριστέ και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι. Και όλος ει, Σώτερ, γλυκασμός, όλος ει επιθυμία και έφεσις· όλος ακόρε¬στος· όλος υπάρχεις κάλλος αμήχανον. Και μετά Παύλου κραυγάζει του χριστοκήρυκος· η αγάπη του Θεού συνέχει ημάς. Και· τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις, ή στενοχώρια, ή διωγμός, ή γυμνότης, ή κίνδυνος, ή μάχαιρα; Και αύθις• πέπεισμαι, ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε Άγγελοι, ούτε αρχαί, ούτε εξουσίαι, ούτε δυνάμεις, ούτε ενεστώτα, ούτε μέλλοντα, ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε τις κτίσις έτερα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών (Ρωμ. η’ 38-39)».

Κατά την διδασκαλία του Αποστόλου, ο Χριστός φέρει στον κόσμο όχι απλώς μία νέα διδασκαλία αλλά μία νέα ζωή. Διά του Σταυρού και της Αναστάσεώς του νικά τον διάβολο, την αμαρτία, τον θάνατο και αυτός ως νέος Αδάμ γίνεται η απαρχή της ανακαινίσεως του ανθρώπου και της κτίσεως. Οι Χριστιανοί, εάν θέλουν να περιπατήσουν εν καινότητι ζωής, πρέπει να συσταυρωθούν, συνταφούν και συναναστηθούν μετά του Χριστού: «συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών διά της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν· ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. στ’ 4-5).

Με το Άγιον Βάπτισμα συνθάπτονται και συνανίστανται μυστηριακά με τον Χριστό. Χρειάζεται όμως και ο προσωπικός αγών κατά της αμαρτίας, του διαβόλου και των παθών. Τον αγώνα αυτόν έκανε και ο ίδιος ο Απόστολος: «Ύποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι» (Α’ Κορ. θ’ 27).

peter+paul

Στον αγωνιζόμενο και αγιαζόμενο πιστό, ζωή του γίνεται ο Χριστός. Περί της ζωής αυτής θεολογεί ο μακαριστός Αγιορείτης π. Σωφρόνιος: «Όταν η άναρχος αύτη ζωή μεταδίδηται υπαρκτικώς εις ημάς, αισθανόμεθα αυτήν ως ιδίαν ημών ζωήν. Γνωρίζομεν εκ προγενεστέρας πείρας ότι η ζωή αύτη εδόθη υπό του Θεού· δεν ανήκει εις ημάς κατά την ουσίαν αυτής, χαρίζεται όμως εις τους σωζομένους ως αναφαίρετος κληρονομία, γίνεται όντως η ζωή ημών. Δυνάμεθα να ομιλώμεν περί αυτής διά των λόγων του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β’ 20). Επαναλαμβάνω εκ νέου: Γνωρίζω ότι εκείνος ζη εν εμοί, αλλ’ η ζωή Αυτού εγένετο ο εσώτατος πυρήν όλης της υπάρξεώς μου, ώστε δύναμαι να ομιλώ περί αυτής ως περί ιδίας ζωής: Ζη Κύριος, ζω και εγώ».

Την βίωσι του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού έχουμε έντονη στην ζωή των μοναχών. Αυτό το Σχήμα των μοναχών είναι σταυρικό και γι’ αυτό αναστάσιμο. Τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα της ζωής των μοναχών δηλώνει και η Ακολουθία της κούρας του Μεγαλοσχήμου Μοναχού, η οποία χαρακτηρίζεται και ως δεύτερο Βάπτισμα.

Οι στερήσεις, η υπομονή στις θλίψεις και η κακοπάθεια, που εκούσια διαλέγει ο μοναχός για άσκησι, τον βοηθούν να βιώνη τον Σταυρό του Χριστού.

Προκόπτων ο μοναχός στην εν Χριστώ ζωή ελευθερώνεται από τα δεσμά της αμαρτίας, του διαβόλου και του φόβου του θανάτου. Ζη τον Παύλειο λόγο: «Τη ελευθερία ουν, η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθαι» (Γαλ. ε’ 1).

Ο μακαρίτης φιλόλογος Βασίλειος Λαούρδας έκανε την εξής διαπίστωσι: «Το Άγιον Όρος, όπως είναι σήμερα, και όπως ήταν πάντα, είναι δημιούργημα ελευθερωμένων από τον φόβο του θανάτου ψυχών. Οι γαλήνιες, στοχαστικές φυσιογνωμίες των μαρτύρων, των ασκητών και των οσίων, που έχουν με ζωηρά χρώματα ιστορηθή στις τοιχογραφίες του Πρωτάτου, η αγάπη με την οποίαν οι ζωγράφοι εικονίζουνε τη ζωή του Κυρίου και της Θεοτόκου, οι θρησκευτικές τελετές και όλη γενικά η πνευματική ατμόσφαιρα του Αγίου Όρους προέρχεται από ψυχικήν ευφορία, από την καρδιά ανθρώπων που άστραψε μέσα στην ψυχή τους το φως του Κυρίου και που τώρα τον ανυμνούν και τον δοξολογούν».

Για την ελευθερία αυτή ομιλεί ο π. Σωφρόνιος: «Η ελευθερία του ανθρώπου, όστις επίστευσε εις την Θεότητα του Ιησού Χριστού και διαμένει εν τη σφαίρα του λόγου Αυτού, ανήκει εις επίπεδον άλλων διαστάσεων: Ο τοιούτος άνθρωπος προσεγγίζει το μέτρον του πληρώματος της ηλικίας του Χριστού (βλ. Εφεσ. δ’ 13). Καίτοι είναι κτίσμα του Θεού, εν τούτοις ο Δημιουργός απευθύνεται προς αυτόν ουχί ως προς «ενέργημα» Αυτού, αλλ’ ως προς καθωρισμένον γεγονός, έτι και δι’ Αυτόν τον Ίδιον. Ο Θεός ουδέν επιβάλλει εις αυτόν διά της βίας, ουδέ την αγάπην προς Αυτόν, ως προς Πατέρα. Αποκαλύπτεται εις τον άνθρωπον «καθώς εστιν», επιτρέπων εις αυτόν να αντίδραση εν ελευθερία. Ούτως, η Εκκλησία απορρίπτει έτι και την Θείαν αιτιοκρατίαν, τουτέστι την «ωριγενιστικήν», κατά την οποίαν η Θεία αγαθότης θα ανεύρη οδούς να σώση τους πάντας, άνευ παραβιάσεως της αρχής της ελευθερίας.

»Η ελευθερία αύτη, της οποίας η εμπειρία δίδεται εις τον χριστιανόν, ανήκει εις την ενυπάρχουσαν εν τω ανθρώπω προσωπικήν αρχήν. Τα δύο ταύτα, το Πρόσωπον και η ελευθερία, είναι αρρήκτως ηνωμένα: Όπου δεν υπάρχει ελευθερία, εκεί δεν υπάρχει Πρόσωπον. Και αντιστρόφως: Όπου δεν υπάρχει Πρόσωπον, εκεί δεν υπάρχει ελευθερία. Αυτός ο τρόπος αιωνίου υπάρξεως χαρακτηρίζει αποκλειστικώς το Πρόσωπον και ουδόλως το άτομον (βλ. Α’ Κορ. ιε’ 47-50)».

Πώς ο πιστός ημπορεί να υψωθή στην κατάστασι της καινής κτίσεως μας λέγει πάλι ο π. Σωφρόνιος εξ ίδιας πείρας: «Πάντα όσα ο Κύριος επαγγέλλεται, επιτυγχάνονται διά πολλών παθημάτων υπό της εκζητούσης τον Θεόν ψυχής, ήτις έλκεται προς Αυτόν διά της δυνάμεως της αγάπης. Η αγάπη αύτη οδηγεί το πνεύμα του ανθρώπου προς τον Θεόν διά τοιαύτης δυνάμεως, ώστε εν αυτώ παύουν να ενεργούν πολλαί πρότερον αφομοιωθείσαι σκέψεις και αντιδράσεις. Το πνεύμα του ανθρώπου παρίσταται ως νους Νοΐ τω Πρώτω εν απεκδύσει παντός ορατού και παρερχομένου. Η κατάστασις αύτη καλείται παρά τοις ασκηταίς «καθαρά προσευχή». Τότε ο άνθρωπος υπερβαίνει τας κατηγορίας της γης: Δεν είναι ούτος γέρων ή νέος, Έλλην ή Ιουδαίος, Σκύθης ή βάρβαρος, βασιλεύς ή δούλος, πλούσιος ή πένης, σοφός ή ιδιώτης. Πλέον δε τούτου: άρσεν ή θήλυ. Είναι ούτος τότε «καινή κτίσις» εν Χριστώ Ιησού (βλ. Β’ Κορ. ε’ 17. Γαλ. στ’ 15, γ’26-28)».

* * *

Το γλυκύτατον όνομα του Ιησού Χριστού είναι για τους Αγιορείτας πατέρας το εντρύφημα και μελέτημα της καρδίας των.

Η περί Ιησού Χριστού διδασκαλία γίνεται προσευχή, ζωή, αναπνοή.

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συνέθεσε ευχές κατά αλφάβητον στον Ιησού Χριστό με Χριστολογικό περιεχόμενο και με αναφορά στην Καινοδιαθηκική και Παύλειο Χριστολογία.

Ο μακαριστός Υμνογράφος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης έγραψε εκατοντάδες Ακολουθίες με πολλά τροπάρια που αντανακλούν την Παύλειο Χριστολογία.

Ευχές συνέθεσε και ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ και άλλοι πατέρες.

Θα τελειώσω με σχετική ευχή του π. Σωφρονίου:

«Χριστέ ο Θεός ημών, η των καρδιών ημών επιθυμία, έλλαμψον εφ’ ημάς το της Σης αληθείας Φως, ίνα εν τω Φωτί Σου οψώμεθα, οι ανάξιοι, την Σην δόξαν, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρί, και ούτω γενώμεθα σύμμορφοι της Σης εικόνος, ης εν ομοιώσει εποίησας τον άνθρωπον.

»Ο Θεός ο Σωτήρ ημών, το Φως των διανοιών ημών, είη μεθ’ ημών η Ση δύναμις, ίνα πάντοτε μένωμεν εν Σοι συνημμένοι τω Αγίω Σου Πνεύματι.

»Δος ημίν επίγνωσιν της Σης φιλανθρωπίας, και ποίησον ημάς ομοίους Σοι, τω Κυρίω και Θεώ ημών, μετά πάντων των αγίων.

»Ναι Κύριε Ιησού Χριστέ, κατά την αψευδή Σου επαγγελίαν, ελθέ και μείνον μεθ’ ημών, μετά του Πατρός και του Αγίου Πνεύμα¬τος εις τους αιώνας των αιώνων».

(ΣΤ΄ Παύλεια. Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Ι. Μ. Βεροίας, σ. 119-132).