Οι τελευταίες στιγμές της Παναγίας -2

15 Αυγούστου 2013

Οι επικήδειοι ύμνοι των Αποστόλων

Πάλιν άρχισαν οι ιερές υμνωδίες και θεολογίες των Αποστόλων στις οποίες επεδίδετο ο καθείς χωριστά ή και όλοι από κοινού. Ο Πέτρος και ο Παύλος καλούσε ο ένας τον άλλον διά την προσευχή και αγωνίζοντο μεταξύ τους ποιος θα δώσει την τιμή της πρωτοκαθεδρίας εις τον άλλον. Ο Παύλος τελικώς επιβάλλεται, ο Πέτρος πείθεται και λαμβάνει την πρώτη θέση και αρχίζει την προσευχή. Έτσι λοιπόν, ο Πέ­τρος, ως κορυφαίος των Αποστόλων, προεξήρχε όχι μόνο της προσευχής αλλά και της υμνωδίας, ενώ συνυπηχούσε και ο υπόλοιπος χορός των μαθητών. Αυτή ήταν η κοινή τους υμνωδία, υπήρχε όμως και ιδιαίτερος ύμνος οπού τον απηύθυνε ο καθέ­νας χωριστά. Εκ νέου, μετά από όλους τους ιεράρχας όπου ακολούθησαν τους θεο­λόγους, ο ιερός και μέγας Ιερόθεος, ηγέρθη εις το μέσον όλων όχι μόνο διά των λό­γων, αλλά και διά των νοημάτων, εξήλθε εαυτού για να μετάσχει εις την μετάσταση.

koimth

Αυτή ήταν η ευταξία και η ευρυθμία των επικήδειων ύμνων. Ποιος όμως λό­γος θα ημπορούσε να εκφράσει την λύπη και τον πόθο του μεγάλου πλήθους, την τιμή όπου ήθελαν να εκδηλώσουν, με τα δάκρυά τους, με τον ζήλον τους, και προ­παντός το μέγα πλήθος των θαυμάτων; Οι Απόστολοι ευρίσκοντο πολύ πλησίον και περιέβαλλον τον κράββατο, εγγίζοντες άλλος εκείνο το μέλος, ενώ όλοι την κατησπάζοντο πανευλαβώς. Μετά από αυτούς, ήταν ο κύκλος των πρώτων μαθητών και των μαθητριών. Ο τρίτος κύκλος απετελείτο από άνδρες και γυναίκες και όλοι όσοι είχαν κάποια μεγαλυτέρα οικειότητα ή ευλάβεια προς την Παναγία.

Ακολούθησαν όλοι οι ευσεβείς με την ίδια πίστη και αρκετοί Έλληνες και Ιουδαίοι, εκ των οποίων άλλοι περιγελούσαν και άλλοι εθαύμαζον. Όλοι, ώς ένας ποταμός, με μία μόνη εκβολή, συνέρρεαν και περιέβαλλαν την κλίνη, συνωθούμενοι και αλληλοαπωθούμενοι, όπως τα πλοία μέσα σε μία λίμνη μάλλον παρά εις ένα κυματοφόρο πέλαγος.

Οι Απόστολοι έψαλλαν τους επικηδείους ή προπεμπτηρίους ύμνους, ενώ όλοι από κοινού ανέπεμπον προς την Παναγία παρακλήσεις. Εις τους ύμνους ανεμιγνύετο ο θαυμασμός και γι’ αυτό εις τα δάκρυα εμιγνύοντο δάκρυα, εις τα δάκρυα του χωρισμού τα δάκρυα της χαράς, εις τα δάκρυα της αναχωρήσεως τα δάκρυα της ευχαριστίας. Καθένας όπου είχε μία ευχή ή μία συμφορά ή και τα δυό, ήθελε να εγγίσει τα πόδια του αχράντου εκείνου σώματος, γιατί δεν τολμούσαν να ασπασθούν κάποιο άλλο από τα μέλη της. Ως δεύτερο σημείο όπου θα ημπορούσαν να ασπασθούν, ήταν κάποιο από τα υφάσματα που την εκάλυπταν ή και αυτή την κλίνη, ενώ άλλοι αναγκάζοντο να αρκεσθούν μόνον εις την θέα της ή και της προσκυνήσεώς της, όπως οικονομείτο ο καθείς από την Παναγία.

Η αφή, πολλές φορές δε και μόνη η θέα και η προσκύνησις, εγίνοντο αφορμή εκπληρώσεως των αιτημάτων της προσευχής και θεραπείας κάθε ασθενείας όχι μό­νον του σώματος αλλά και της ψυχής. Οφθαλμοί τυφλών, ώτα κωφών, πόδια χωλών και εις άλλους άλλα μέλη εθεραπεύθησαν και όσοι ήσαν εμπεπλεγμένοι εις όλες τις συμφορές εχάρισεν όλα τα καλά. Έδιδε την υγεία και εις όσους ήσαν άρρω­στοι ψυχικά και ευεργετούσε πλουσιοπαρόχως τους ψυχικώς υγιείς, θεραπεύουσα τους πρώτους και αγιάζουσα τους δεύτερους. Αυτά απελάμβαναν οι άνθρωποι κατά την Μετάσταση της Παναγίας.

Η άψυχος όμως κτίσις τί εδέχετο; Όπως και κατά το Πάθος του Υιού της συνεταράσσετο επειδή δεν το υπέφερε, έτσι και τώρα εκ του αντιθέτου επί τη Μεταστάσει αγάλλετο και υπερέχαιρε. Ο αέρας και ο ουρανός ήσαν λαμπρότεροι και χαριέστεροι του συνήθους. Ο πρώτος διεστέλλετο λόγω της αγαλλιάσεώς του επί τη αναχωρήσει και τη αναβάσει της ψυχής, ενώ  δεύτερος από μακρόθεν άνοιγε τις πύλες συναγαλλόμενος, επειδή θα εγίνετο κατοικία αυτής της ψυχής, και οι δυό συγχρόνως καθαγιάζοντο. Ομοίως ετιμάτο και η γη, όχι μόνον επειδή η Παναγία ήταν δικός της κάτοικος, αλλά και διά την ταφή και την κατάθεση του σκήνους εκαυχάτο, επειδή έγινε δοχείον του θεοδόχου σώματος. Αλλά και το νερό δεν υστε­ρείτο της ευλογίας, γιατί και αυτό αγιάζετο επειδή εχρησιμοποιείτο. Μήπως είχε ανάγκη καθαρισμού εκείνο το σώμα; Όμως, όπως ο Υιός της καθάριζε το νερό που εχρησιμοποιούσε διά της αγιότητός Του, έτσι εγίνετο και με την απόνηψι την ιδικήν της. Έτσι το νερό που χρησιμοποιούσε η Παναγία όχι μόνο καθάριζε και εγί­νετο πάναγνο, άλλα και διά τους άλλους καθίστατο λούσμα αγιαστικόν.

Ετοιμασία του σκηνώματος για τον ενταφιασμό

Τί έγινε στην συνέχεια; Το σώμα τυλίσσεται σε σινδόνα και αρωματίζεται, όπως άλλοτε και του Υιού της, υπό διακονισσών παρθένων που είχαν σώματα και ψυχές αγνότατες, και οι οποίες, διακονούσαι μυσταγωγικώς την ευπρέπειαν της Πα­ναγίας, ευπρεπίζοντο και αγιάζοντο ψυχικώς οι ίδιες υπ’ Αυτής. Έτσι η Παναγία, που είναι η κλίνη του Βασιλέως Χριστού, εναπετέθη εις την κλίνη. Τότε την περι­κυκλώνουν οι δυνατοί, όχι μόνον εξήκοντα, αλλά όλοι οι χοροί των Αποστόλων και των μαθητών, όλοι οι ισχυροί τω πνεύματι. Ανάπτουν λαμπάδες και χύνουν μύρα εις την νοητή λαμπάδα που μας φωτίζει όλους, εις την χρυσή λυχνία, εις την ευω­δία του ανθρωπίνου γένους. Έτσι φωτίζεται και ευωδιάζεται ο οίκος, ενώ και πάλι προστρέχουν τα πλήθη, ή μάλλον ολόκληρο το σπίτι γίνεται φως, ένα πνεύμα, μία ευωδία, από την λάμψη και ευωδία που εκπέμπει το σώμα. Το σπίτι είναι μέσα εις την αγαλλίαση και δοξάζεται περισσότερο από τα θαύματα, διότι τώρα πλέον, όχι μόνον εκείνοι που εγγίζουν το σώμα ή την κλίνη, αλλά και όσοι εγγίζουν μετά πίστεως τους τοίχους του σπιτιού και ζητούν την δύναμη της Παναγίας, λαμβάνουν την θεραπεία κάθε πάθους και ασθενείας τους.

Η ταφή

Κατόπιν μεταφέρεται το υπερουράνιο εκείνο σώμα, που εβάστασε την αχώ­ρητο εκείνη φύση και εδέχθη τον απερίγραπτο, η έμψυχος εκείνη κιβωτός όχι διά των χειρών των ιερέων, όπως η κιβωτός της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά διά των χειρών και των ώμων ιεραρχών και Αποστόλων, δι’ ανθρώπων επί της γης και Αγγέλων εκ των ουρανών, ψαλλόντων τα επικήδεια άσματα, ή μάλλον διά να κυριολεκτή­σωμε, έψαλλαν νικητήρια και επιτάφια και επιθαλάμια άσματα, επειδή είχε ήδη κερδίσει την νίκη εφ’ όλης της φύσεως και εβασίλευεν εφ’ όλης της κτίσεως.

Η Παναγία κατέβαινε εις την γη, υποχωρούσα εις τον νόμο της φύσεως, αλλά, όπως ήτο υπεράνω της φύσεως, μετέβαινε πλησίον του Υιού και Νυμφίου της, εις τον εκεί ευρισκόμενον θείον θάλαμον, που είναι άβατος εις τους άλλους, ενώ οι Άγγελοι την συνόδευαν εις τον επουράνιο Θρόνο του Θεού, Αυτήν που είναι ο εν σαρκί θρόνος Του, εις τα άνω βασίλεια την βασίλισσαν των πάντων. Έψαλλον ύμνους υποδοχής, εκραύγαζον δοξολογίες, υπεβάσταζαν την κλίνη και εγέμιζαν τον αέρα με πνοές αγνές και ευώδεις, σκιάζοντες γύρωθεν την Αγία των Αγίων, την αιτία της συγχωρήσεως πάντων, το φρικτό μυστήριο, το νέον εργαστήριον, που ηνώθησαν η θεία και η ανθρώπινη φύσις.

Από το έργο «Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ» (Απόδοση στην νεοελληνική από τους πατέρες της Ι.Μ. Χρυσοποδαριτίσσης Πατρών)