Πώς θα πρέπει να γιορτάζουμε; – 1

12 Αυγούστου 2013

Περί εορτών. Πώς πρέπει να εορτάζονται;

Εκείνος που μπορεί να αντιληφθεί και να κατανοήσει ότι δημιουργήθηκε εκ του μη όντος και εισήλθε γυμνός στον κό­σμο, αυτός θα γνωρίσει τον πλάστη του και μόνον αυτόν θα φο­βηθεί και θ’ αγαπήσει και γι’ αυτόν θα δουλεύει με όλη του τη ψυχή και τίποτε από όσα βλέπει δεν θα προτιμήσει αντί αυτού· αλλά, γνωρίζοντας με κάθε βεβαιότητα ότι είναι ξένος όλων των επιγείων, και θα μπορούσαμε να πούμε, και αυτών που βρίσκονται στους ουρανούς, θα παραδώσει όλη τη ψυχική του διάθεση στη λατρεία του δημιουργού του. Διότι, εάν είναι ξένος απ’ αυτά με τα οποία πλάσθηκε και μέσα στα οποία ζει, πολύ περισσότερο είναι ξένος εκείνων, από τα οποία απέχει πάρα πολύ κατά τη φύση, την ουσία και τη διαγωγή.

celebration1

Και εκείνος που αναγνώρισε ότι είναι ξένος από τα επίγεια και διαπίστωσε ότι εισήλθε γυμνός σ’ αυτό το θέατρο και πρόκειται γυμνός να εξέλθει από αυτό, πώς δεν θα πενθήσει; Πώς δεν θα κλάψει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και όλους τους ομογενείς και ομοιοπαθείς του ανθρώπους; Και εκείνος που αγαπά και φοβάται μόνο το Θεό, πώς θα ευφρανθεί σωματικώς ή πώς θα εορτάσει σωματικώς κατά τη συνήθεια των ανθρώπων, δηλαδή χωρίς επίγνωση και αλόγιστα, όταν ο ίδιος ο Κύριος λέει πά­ντοτε προς αυτούς, «ο κόσμος θα χαρεί, εσείς όμως θα λυπηθεί­τε· αλλά έχετε θάρρος, διότι εγώ νίκησα τον κόσμο», «θα αναστηθώ μέσα σας, ο κακός κόσμος θα καταποθεί από τη ζωή που χορηγείται σ’ όλους από το Πνεύμα μου· και βλέποντάς με, θα χαρεί η καρδιά σας και τη χαρά σας κανείς δεν θα την αφαιρέσει από σας»;

Πώς λοιπόν εκείνος που βλέπει τον ουράνιο Δεσπότη θα επιθυμήσει κάποιο επίγειο πράγμα, ή θα σκεφθεί κάτι που δεν αρέσει στο Θεό; Πώς, βλέποντας τον εαυτό του με βεβαιότητα ξένο, γυμνό και πτωχό, αν και έχει τα πάντα, για να μιλήσω αποστολικά, θα καυχηθεί, ή πώς θα υπερηφανευθεί για όσα κάνει, ή πώς θα μεγαλοφρονήσει για πλήθος κεριών και λύχνων, για αρώματα και μύρα, ή για σύναξη λαού, ή για γεμάτο και πολυ­τελές τραπέζι, και πώς θα καυχηθεί για λαμπρούς φίλους και για παρουσία ένδοξων ανδρών της γης; Καθόλου βέβαια. Διότι γνωρίζει ότι όλα αυτά και όλοι μαζί σήμερα υπάρχουν και αύ­ριο παρέρχονται, ότι σήμερα τα παρόντα φαίνονται και μετά από λίγο εξαφανίζονται.

Ούτε ο άνθρωπος αυτός, που γνωρίζει καλά πως να εορτάζει, έχει καθόλου το νου ή την αίσθησή του στα τελούμενα, διότι αυτό είναι γνώρισμα εκείνων που δεν σκέπτονται τίποτε περισσότερα από τα ορατά, αλλά με σοφό νου στα τελούμενα βλέπει τα μέλλοντα ως παρόντα και ευφραίνεται η καρδιά του γι’ αυτά και φαντάζεται ότι ολόκληρος βρίσκεται μέσα σ’ εκείνα και μαζί με τους εορτάζοντες στους ου­ρανούς εν αγίω Πνεύματι. Δεν βλέπει προς τα φώτα, ούτε προς το πλήθος του λαού, ή προς τη φιλική συγκέντρωση, αλλά σκέπτεται πάντοτε τα μετέπειτα, ότι δηλαδή τα πράγματα του κόσμου θα σβηστούν, και οι άνθρωποι θ’ αποχωρίσουν ο  καθένας στα δικά του και μόνος αυτός θα εγκαταλειφθεί μέσα στο σκοτάδι.

Μη μου αριθμείς λοιπόν χρόνους και μήνες και περιόδους καιρών, ούτε να μου λες: Να, εόρτασα τη γέννηση του Χριστού, την Υπαπαντή, τα Θεοφάνεια, την Ανάσταση, την Ανάληψη, την κάθοδο του Πνεύματος. Μη μου λες αυτά ούτε ν’ αριθμείς όλες τις εορτές, αλλ’ ούτε να φαντάζεσαι ότι σου αρκούν αυτές για τη σωτηρία της ψυχής· ούτε να νομίζεις ότι για σένα η εορτή περιορίζεται στα λαμπρά ενδύματα, τους αγέρωχους ίππους, τα πολύτιμα μύρα, στα κεριά, τους λύχνους και τα πλήθη λαού. Διότι αυτά δεν κάνουν την εορτή λαμπρή ούτε αυτό είναι αληθινή εορτή, αλλά σύμβολα εορτής.

Πράγματι, ποιο θα είναι το όφελός μου, αγαπητέ, να μην πω ότι άναψα στο ναό και στην εκκλησία των πιστών πολλά κεριά και λύ­χνους, αλλά, αν μπορέσω, να τους αποκτήσω τέτοιους, σαν τον ήλιο που λάμπει από τον ουρανό, και αντί πολλών λύχνων να συγκεντρώσω στην οροφή του ναού τα άστρα και να την κάνω καινό ουρανό και παράξενο πράγμα επάνω στη γη, και επί πλέον, να νιώσω αγαλλίαση μέσα στο φως αυτών, να θαυμαστώ και να επαινεθώ από τους συγκεντρωμένους, κι’ έπειτα από λίγο, αφού σβηστούν όλα αυτά, εγώ ο ίδιος να εγκαταλειφθώ σε σκότος;

Εάν σήμερα ευωδίαζα τον εαυτό μου και αυτούς που συγκεντρώθηκαν με μύρα, και αύριο γεμίσω δυσωδία από τη σάρκα μου και το ρύπο της, τί θα με ωφελήσει, πες μου, εσύ που καυχιέσαι για λαμπρές εορτές και, εάν υπάρχει σε σένα σύνεση, με σύνεση, κατά τον Σοφό, αποκρίσου. Πράγμα­τι σε τίποτε, έστω κι αν σιωπάς, πιεζόμενος από τον λόγο. Διό­τι, εάν σήμερα φωτισθώ και αύριο σκοτισθώ, ή σήμερα ευφρανθώ και αύριο λυπηθώ, ή την ημέρα αυτή έχω υγεία και την επομένη ασθενήσω, ποιό το κέρδος μου; Πες. Ποιά είναι η απόλαυση από τα όσα ελέχθηκαν;

Δεν διάλεξα αυτές τις εορτές, λέει ο Κύριος. Διότι λέει· «Ποιός τα ζήτησε αυτά από τα χέρια σας;». Δεν νομοθέτησε ο Χριστός να εορτάζουμε έτσι. Αλλά πώς; Άκουε προσεκτικά. Πρώτα θα παραθέσω στο λόγο τις αντιρρήσεις εκείνων που αντιδρούν και λένε το εξής· τί λοιπόν; Δεν θα ανάψουμε κεριά και λύχνους; Ούτε θα προσφέρουμε μύρα και θυμίαμα; Δεν θα προσκαλέσουμε λαό για να ψάλλει, ούτε θα συγκεντρώσουμε γνωστούς και φίλους και άρχοντες; Αυτά λες; Έτσι προστάζεις; Δεν εννοώ αυτό· μακριά μια τέτοια σκέψη· αλλά σε συμβουλεύω και συμφωνώ να τα πραγματοποιείς με μεγάλη αφθονία. Αλλ’ όμως θέλω να γνωρίσεις τον τρόπο και θα σου υποδείξω το ίδιο το μυστήριο της εορτής των πιστών. Ποιό είναι αυτό λοιπόν; Είναι εκείνο που σου δηλώνουν αυτά που γίνο­νται τυπικά από σένα.

            Οι λαμπάδες δηλαδή σου υποδεικνύουν συμβολικά το νοητό φως. Διότι, όπως ο ναός, αυτός ο περικαλλής οίκος, καταλάμπεται από τις πολλές λαμπάδες, έτσι και ο οίκος της ψυ­χής σου, ο τιμιότερος αυτού του ναού, οφείλει να φωτίζεται και να φωτίζεται νοητά, να καίγονται δηλαδή μέσα σου διά του θείου πυρός και να φέγγουν όλες οι πνευματικές αρετές, ώστε να μην απομείνει κανένας τόπος σ’ αυτόν χωρίς φως. Τους φωτοειδείς πάλι λογισμούς, τους υπογράφει μέσα σου το πλήθος των καιομένων από το ορατό πυρ λύχνων, ώστε, όπως αυτοί, να λάμπει ο καθένας τους και να μην απομείνει σκοτει­νός λογισμός στην οικία της ψυχής σου, αλλά να λάμπουν εξ ολοκλήρου όλοι καιόμενοι πάντοτε με το πυρ του Πνεύματος, για να μη διακόπτεται το πλήθος της διακρίσεως των λογισμών σου.

Το νοητό μύρο σου το υποδεικνύουν οι εκχύσεις των μύρων και τα σύνθετα των θυμιαμάτων, τα οποία και σε διδάσκουν ότι πρέπει να τα αποκτήσεις μέσα σου πολυτελώς. Εκείνο δηλαδή που ραντίζεται απ’ έξω θα εικονίζει στους πνευματικούς τη ρέουσα δροσιά πάνω στα όρη Σιών και σαν εκείνο που κατεβαίνει στον πώγωνα του Ααρών και στην άκρη του ενδύματός του. Ενώ εκείνο που αναβλύζει από μέσα και ως ύδωρ δροσίζει το Πνεύμα, θα είναι σαν πηγή που εκχέει ύδατα αιώνιας ζωής για εκείνον που ενεργείται από θείο Πνεύμα, και το οποίο ανάπτεται και αναπέμπεται σε ευωδιαστό καπνό, αυτό φέγγει λαμπρά και αρωματίζει μαζί τις αισθήσεις με πνευματική ευωδία, αφ’ ενός μεν ως φως βλέπεται από τους καθαρούς στην καρδιά, και αφ’ ετέρου ως ξύλο ζωής καθηλώ­νει τα θελήματα της σάρκας, ευωδιάζει τα σύμπαντα και ευφραίνει πάντοτε μόνο τους πιστούς με πνευματική ευφροσύνη.

Αλλ’ όμως αυτά δεν εξαντλούνται μόνο στα λεγόμενα, αλλ’ υπάρχει γι’ αυτά κι άλλη φάση πνευματικής διδασκαλίας. Εάν δηλαδή ο Θεός κόσμησε έτσι τα άψυχα με την ευωδία και τα δόξασε, πόσο μάλλον θα διακοσμήσει εσένα, αν το επιθυμείς, με τις αρετές και θα σε δοξάσει με την ευωδία του αγίου Πνεύματος, εσένα που σ’ έκτισε κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Τα μύρα λοιπόν αυτά που κατασκευάσθηκαν από ανθρώπινα χέρια και με την ευωδία τους ευωδιάζουν τις αι­σθήσεις σου, ζωγραφίζουν την πλάση σου και την αναπαριστάνουν κατά τρόπο σοφό. Όπως ακριβώς δηλαδή τα μύρα που κατασκευάζονται από διάφορα είδη τα δημιουργούν τα χέρια των αρωματοποιών και αποτελούν ένα είδος από πολλά, έτσι και σένα σ’ έπλασαν τα χέρια του Θεού κατασκευάσθηκες με σοφία και συναρμολογήθηκες με τα νοητά μέλη του νοητού μύ­ρου, δηλαδή με τα χαρίσματα του ζωοποιού και παντουργού Πνεύματος. Και πρέπει να μυρίζεις την ευωδία της γνώσεως και της σοφίας του, ώστε εκείνοι που ακούουν τους λόγους της διδασκαλίας σου να ευωδιάζονται τα αισθητήρια της ψυχής τους και να ευφραίνονται με πνευματική ευφροσύνη.

Τα πλήθη, που συγκεντρώνονται μαζί με σένα και υμνούν μεγαλοφώνως τον Θεό, σου δηλώνουν τα ουράνια τάγματα και τις αναρίθμητες Αγγελικές δυνάμεις που ανυμνούν για τη σωτηρία σου τον ουράνιο Δεσπότη. Ο αίνος και ο ύμνος, ο με­λωδούμενος απ’ αυτά, υπαινίσσεται τον μυστικό εκείνον ύμνο, τον οποίο αναπέμπουν ασιγήτως οι άγιοι άγγελοι, ώστε και συ ο ίδιος να γίνεις έτσι και ως επίγειος άγγελος να ανυμνείς ακατάπαυστα με το άϋλο στόμα της καρδιάς σου τον Θεό που σε δημιούργησε μυστικώς. Οι φίλοι πάλι και οι γνωστοί και οι συνοδοί των αρχόντων με την παρουσία τους σε διδάσκουν ότι πρέπει να γίνεις με την εκτέλεση όλων των εντολών και με τον πλούτο των αρετών συνάριθμος και ομοδίαιτος με τους Απο­στόλους, τους προφήτες, τους μάρτυρες και όλους τους οσίους.