Πώς θα πρέπει να γιορτάζουμε; – 2

14 Αυγούστου 2013

Εάν σκέπτεσαι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εορτάζεις και έγι­νες τέτοιος, όπως περιέγραψε ο λόγος, με όσα κάνεις εορτάζοντας, εορτάζεις εορτή πνευματική και συνεορτάζεις με τις άνω αγγελικές δυνάμεις. ’Εάν όμως δεν συμβαίνει αυτό ούτε τον εαυτό σου τον έκαμες τέτοιον με την εργασία των εντολών, ποιό θα είναι το όφελος για σένα που εορτάζεις; Υπάρχει φό­βος μήπως και συ, όπως παλαιά οι Ιουδαίοι, ακούσεις: «θα με­τατρέψω τις εορτές σου σε πένθος και θα μεταβάλω την χαρά σου σε λύπη».

balloon-at-top

Τί λοιπόν; Δεν θα εορτάσουμε σωματικά και αισθητά, εάν δεν μπορέσομε να γίνουμε τέτοιοι, όπως μας υπέδειξες με τον λόγο; Και πάρα πολύ βέβαια. «Εόρταζε», λέγει, και να τελείς τα προς τιμήν τού Θεού και των αγίων του με όλη σου τη δύναμη, και κάλεσε, εάν είναι δυνατό, όλους, βασιλείς, άρ­χοντες, αρχιερείς, λευίτες, μοναχούς, λαϊκούς, ώστε διά σου να δοξασθεί από όλους ο Θεός· και η δόξα αυτών, αναπεμπόμενη προς τον Θεό ως από έναν, από εσένα, θα καταλογισθεί σε σένα και θα γίνει ευπρόσδεκτη από αυτόν. Πώς δηλαδή; Διότι, λέγει, «εξαιτίας της υπερβολικής δόξας του δεν δοξάσθηκε το δοξασμένο», ούτε οι άγιοι στερούνται επίγεια και ανθρώπινη δόξα. Αλλ’ εόρταζε με σκοπό να επιτύχεις έλεος από τον Θεό με την πρεσβεία εκείνων. Ούτε έτσι όμως να υποψιασθείς ότι το γινόμενο είναι για σένα αληθινή εορτή, αλλά σκέψου ότι αυτό είναι μάλλον τύπος, σκιά και σύμβολο εορτής. Διότι, πες μου, ποιά κοινωνία θα είχαν ποτέ τα αισθη­τά και άψυχα και εντελώς άμοιρα αισθήσεως με τα νοητά και θεία και έμψυχα, ή καλύτερα με τα πνευματικά και ζωντανά και παρεκτικά αιώνιας ζωής;

Ας είναι εορτή για σένα, που εορτάζεις με σύνεση και ευσέβεια, όχι το φως των λαμπάδων που σε λίγο σβήνει, αλλά καθαρά η ίδια η λαμπάδα της ψυχής σου, η οποία συμβολίζει τη γνώση των θείων και ουράνιων πραγμάτων, και η οποία χο­ρηγείται από το άγιο Πνεύμα σ’ εκείνον που σκέπτεται όπως ο Ισραήλ. Αυτή ας σου είναι τέτοια, ώστε να λάμπει σ’ όλη σου τη ζωή, να φέγγει για όλους όσοι βρίσκονται στην παγκό­σμια οικία πάνω από τις ακτίνες του ηλίου, καθαρό φως του λό­γου αρτυμένο με το αλάτι του Πνεύματος, σύμφωνα με την εντολή που λέγει· «ας λάμψει το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να δούν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας που βρίσκεται στους ουρανούς».

Αντί για πολλούς λύχνους ας σου είναι οι φωτοειδείς έν­νοιες, με τις οποίες υφαίνεται όλος ο κόσμος των αρετών και υποδεικνύεται λαμπρώς, γι’ αυτούς που βλέπουν σωστά, η ποι­κιλία του πνευματικού ναού και του κάλλους του.

Αντί για μύρα και αρώματα, ας σε ευωδιάζει η νοητή ευωδία του αγίου Πνεύματος, της οποίας η οσμή είναι ανέκφραστη και η αναθυμίαση της οσφρήσεως φωτοειδής.

Αντί για πλήθος λαού, ας παραστούν μαζί σου τα τάγματα των αγγέλων, ώστε να δοξάζουν για σένα τον Θεό και να χαί­ρονται πάντοτε για τη σωτηρία, την ανάβαση και την προκοπή σου.

Αντί φίλων και αρχόντων και βασιλέων, ας συνεορτάζουν και ας επικοινωνούν μαζί σου, ως φίλοι, όλοι οι άγιοι που προσκυνούνται και τιμούνται από αυτούς. Αυτούς να αγαπάς και αυτούς να προτιμάς από όλους, ώστε όταν πεθάνεις να σε υπο­δεχθούν στις αιώνιες σκηνές τους, όπως ο Αβραάμ υποδέχθη­κε στους κόπους του το Λάζαρο, αν και αυτό που λέχθηκε θεωρείται κι αλλιώς.

Αντί πλούσιου από αφθονία εδεσμάτων τραπεζιού, ας είναι για σένα μόνον ο ζων άρτος, όχι μόνον ο αισθητός και ορατός, αλλ’ αυτός που είναι στο αισθητό και δι’ αυτού ως αισθητός γίνεται και δίνεται σε σένα, ο ίδιος ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο, τον οποίο όσοι τον τρώγουν όχι μόνο τρέφονται, αλλά και ζωποιούνται και ζώντας ανασταίνονται ως εκ νεκρών. Αυτό ας είναι για σένα απόλαυση και τρυφή ακόρεστη και αδάπανη. Οίνος πάλι ας είναι, όχι αυτός που βλέπεται, αλλ’ εκείνος βέβαια που φαίνεται ως οίνος, αλλά νοείται ως αίμα Θεού, ανέκφραστο φως, ανείπωτος γλυ­κασμός, αιώνια ευφροσύνη· αυτόν εάν τον πίνεις αξίως, δεν θα διψάσεις στον αιώνα, αρκεί μόνο να γίνεται με αίσθηση της ψυχής, με ετοιμασία ειρήνης των δυνάμεών της.

Και πρόσεχε, παρακαλώ, από εδώ την έννοια των λόγων. Εάν συμμετέχεις σ’ αυτά με τις αισθήσεις και τη γνώση, τότε συμ­μετέχεις αξίως· εάν όχι, τρώγεις και πίνεις αναξίως. Εάν μετέλαβες με καθαρή θεωρία εκείνο που μετέλαβες, να λοιπόν έγι­νες άξιος αυτής της τράπεζας· εάν δεν γίνεις άξιος, δεν θα προσκολληθείς, καθόλου δεν θα ενωθείς με τον Θεό. Ας μη φαντασθούν λοιπόν εκείνοι που μετέχουν αναξίως στα θεία μυ­στήρια ότι δι’ αυτών έτσι απλώς προσκολλώνται και ενώνονται με τον αόρατο Θεό· διότι αυτό δεν συμβαίνει σ’ αυτούς καθό­λου, ούτε θα συμβεί ποτέ.

Πράγματι, μόνον όσοι με την μετουσία της θείας σαρκός του Κυρίου αξιώνονται να δουν και να φάγουν την αποκάλυψη της αόρατης θεότητας κατά την νοερή επαφή με το νοερό βλέμμα και στόμα, γνωρίζουν ότι ο Κύριος είναι χρηστός. Αυτοί, τρώγοντας και πίνοντας όχι μόνον αισθητώς αισθητό άρτο, αλλά συγχρόνως και Θεόν νοητώς, τρέ­φονται με διπλές αισθήσεις τον ένα ορατώς και τον άλλο αοράτως, και ενώνονται και κατά τα δύο με το διπλό στις φύσεις Χριστό, γενόμενοι σύσσωμοι μ’ αυτόν και συγκοινωνοί της δόξας και της θεότητας. Έτσι λοιπόν ενώνονται με τον Θεό όσοι τρώγουν αξίως και κατά γνώση και θεωρία του μυστηρίου τον άρτο αυτό και με ευαίσθητη ψυχή και καρδιά πίνουν από το ποτήρι αυτό. Όσοι όμως το κάνουν αυτό αναξίως είναι κενοί της δωρεάς του αγίου Πνεύματος, διότι τρέφουν μόνο το σώμα και όχι και την ψυχή τους.

Αλλά μη θορυβηθείς, αγαπητέ, ακούοντας να σου λέμε την αλήθεια. Διότι, εάν ομολογείς ότι η σάρκα του Κυρίου είναι άρ­τος ζωής και ότι δίνει ζωή, και εάν γνωρίζεις ότι το αίμα του δίνει ζωή σ’ εκείνους που μετέχουν και ότι σ’ εκείνον που το πίνει γίνεται ως πηγή ύδατος που αναβλύζει ζωή αιώνια, πες μου, πώς, εσύ που μετέχεις σ’ αυτά, δεν προσθέτεις τίποτε πλέον ψυχικώς, αλλά κι αν αισθανθείς ίσως κάποια μικρή χαρά, μένεις πάλι έπειτα από λίγο όπως ήσουν και πριν χωρίς καμμία προσθήκη ζωής μέσα σου, χωρίς αναβλύζουσα πηγή, χωρίς να βλέπεις αυτό το φως; Διότι ο άρτος αυτός αισθητά βέβαια φαίνεται ψωμί γι’ αυτούς που δεν ξεπέρασαν την αίσθηση, νοερώς όμως είναι φως αχώρητο και απρόσιτο· έτσι και ο οίνος εί­ναι κι αυτός ομοίως φως, ζωή, πυρ και ύδωρ ζων.

Εάν λοιπόν, τρώγοντας και πίνοντας τον θείο άρτο και τον οίνο της ευφροσύνης, δεν γνωρίζεις εάν έζησες την ανώλεθρη ζωή, εάν δέχτηκες, όπως ο προφήτης, φωτοειδή ή πύρινο τον άρτο, εάν ήπιες ως ύδωρ αναβλύζον το δεσποτικό αίμα, εάν δεν έφθασες καθόλου σε θεωρία και μέθεξη κανενός από αυτά, πώς νομίζεις ότι έγινες κοινωνός της ζωής; Πώς νομίζεις ότι άγγιξες το απρόσιτο πυρ, ή πώς πιστεύεις γενικά ότι μετέλαβες τελείως το αΐδιο φως; Ασφαλώς καθόλου δεν έχει συμβεί αυτό σ’ εσένα που δεν έχεις συνειδητή αντίληψη γι’ αυτά· αλλά το φως, ενώ είσαι τυφλός, σε καταλάμπει, το πυρ σε θερμαίνει, χωρίς όμως να σ’ άγγιξε, η ζωή σε επισκίασε, αλλά δεν ενώθηκε μαζί σου, το ζων ύδωρ πέρασε από τη ψυχή σου σαν από ρυάκι, επειδή δεν βρήκε υποδοχή άξιά του.

Λαμβάνοντας λοιπόν και εγγίζοντας έτσι τα άψαυστα και νομίζοντας ότι τα τρώγεις, μένεις χωρίς να τα λαμβάνεις ούτε να τα τρώγεις, χωρίς να έχεις τίπο­τε τελείως μέσα σου. Διότι ο απρόσιτος Λόγος, ο άρτος που κα­τεβαίνει από τον ουρανό, δεν περιλαμβάνεται αισθητά, αλλά μάλλον αυτός συμπεριλαμβάνει και εγγίζει και ενώνεται με εκείνους που είναι άξιοι και καλώς ευτρεπισμένοι προς υποδο­χή του.

Εάν λοιπόν εορτάζεις έτσι και έτσι μεταλαμβάνεις τα θεία μυστήρια, όλη σου η ζωή θα είναι μία εορτή, και ούτε εορτή, αλλά αφορμή εορτής και ένα Πάσχα, ή μετάβαση και αναχώρηση από τα ορατά προς τα νοητά, όπου κάθε σκιά και κάθε τύπος και τα τωρινά σύμβολα θα καταργηθούν και καθαροί θ’ απολαύσουμε αιωνίως και καθαρώς το καθαρότατο θύμα, μέσα στον Θεό Πατέρα και στο ομοούσιο Πνεύμα, βλέποντας πάντοτε τον Χριστό και βλεπόμενοι από αυτόν, συνυπάρχοντας με τον Χρι­στό, συμβασιλεύοντας με τον Χριστό, του οποίου τίποτε δεν υπάρχει μεγαλύτερο στη βασιλεία των ουρανών. Σ’ αυτόν πρέ­πει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον Πατέρα και το πανάγιο και ζωοποιό του Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους άπειρους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Ηθικός Λόγος ΙΔ΄, Ε.Π.Ε Φιλοκαλία των νηπτικών και Ασκητικών 19Γ΄, σ. 265-283).