Οι Διωγμοί της Ορθόδοξης πίστης στη Σοβιετική Ρωσία – Β΄

8 Σεπτεμβρίου 2013

Στην επαρχία του Saratov, θύματα της «κόκκινης τρομοκρατίας» υπήρξαν oι ιερομάρτυρες επίσκοπος Voslki Γερμανός, oι ιερείς Μιχαήλ Πλάτονωβ και Ανδρέας Βασίλιεβιτς, ιερέας στο Šan και γραμματέας του επισκόπου Ερμογένη (εκτελέστηκαν δια τουφεκισμού την 10η Οκτωβρίου του 1919)· οι ιερείς Ολύμπιος Διάκονωβ και Γεννάδιος Machrovski (εκτελέστηκαν δια τουφεκισμού την 30ή Σεπτεμβρίου του 1919)· νωρίτερα, την 3η Απριλίου του 1918 είχε εκτελεστεί ο ιερέας Βλαδίμηρος Piksanov· τη 2η Ιουνίου του 1918 ο πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Lebedevski, γέροντας 75 ετών, εκτελέστηκε στην οικία του· ο ιεροκήρυκας της μητρόπολης Saratov, Lev Zacharievič Kuntsevič, εκτελέστηκε μπροστά στα μάτια της συζύγου του, τον Αύγουστο του 1918· ο ιερέας Ισίδωρος Vostrikov εκτελέστηκε δια τουφεκισμού, μαζί με δεκάδες χωρικούς, κατηγορούμενος για αντίσταση κατά του συστήματος επισιτισμού και της επιστράτευσης στον Κόκκινο Στρατό· την 13η Ιουλίου του 1919 εκτελέστηκε δια τουφεκισμού ο ιερέας Μιχαήλ Dobrolyubov, ως εχθρός και εκμεταλλευτής του λαού, με αφορμή την υποστήριξή του προς τους χωρικούς κατά της επιστράτευσής τους στον Κόκκινο Στρατό και τη δήλωση του ότι «ο πόλεμος αυτός είναι αδελφοκτόνος».

komuna

Ως απάντηση κατά των διώξεων αυτών, η Εκκλησία της Ρωσίας, στο διάστημα μεταξύ των ετών 1918-1919, οργάνωσε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας με τη μορφή λιτανειών. Σε μια τέτοια λιτανεία στο Άστραχαν, οι κομμουνιστές απάντησαν με σκληρή τρομοκρατία. Έτσι, εκεί, την 25η Μαΐου του 1919, κατόπιν διαταγής του Kirov, Κόκκινοι στρατιώτες συνέλαβαν τον αρχιεπίσκοπο Μητροφάνη (Krasnopolski) και τον επίσκοπο Enotaevski Λεόντιο (κόμης Wimpfenn). Οι κάτοικοι της περιοχής προσπάθησαν να σώσουν τους ποιμένες τους, όμως απέτυχαν. Ο αρχιεπίσκοπος Μητροφάνης οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα την 23η Ιουνίου/6η Ιουλίου του ίδιου έτους. Την ώρα της εκτέλεσης, ευλογούσε τους στρατιώτες. Αλλά ο εξαγριωμένος πολιτικός αστυνόμος, επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, του κτύπησε το χέρι και τον πυροβόλησε στο κρόταφό του. Την ίδια ημέρα εκτελέστηκε δια τουφεκισμού και ο βικάριος επίσκοπός του [7].

Το 1919, οι Μπολσεβίκοι εγκατέλειψαν την τακτική των περιστασιακών διώξεων κατά της Εκκλησίας και άρχισαν συστηματική προπαγάνδα εναντίον της. Στην οργάνωση της προπαγάνδας αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν οι αποφάσεις της Η΄ Συνέλευσης του ΚΚ Ρωσίας (Μπολσεβίκοι), η οποία έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 1919. Με το νέο πρόγραμμα, το οποίο είχε προταθεί από τον P.A. Krasikov (αρχιγραμματέα Θρησκευμάτων της Σοβιετικής Κυβέρνησης), η Συνέλευση έθεσε ως στόχο «να εξαλειφθούν οι θρησκευτικές προκαταλήψεις στη Ρωσία και μαζί με αυτές και η Εκκλησία»[8].

Αρχικά τέθηκε το ζήτημα των αγίων λειψάνων. Ο Η΄ τομέας της Λαϊκού Επιτροπής Δικαιοσύνης θεωρεί την προσκύνηση λειψάνων έγκλημα, και ειδικότερα ταχυδακτυλουργία και απάτη. Στη διαταγή υπ’ αριθμ. 1019, της 16ης Σεπτεμβρίου του 1919, ο Η΄ τομέας αποφάσισε ότι «στη Σοβιετική Δημοκρατία, τον 20ό αιώνα, απαγορεύεται να παραχωρούνται πτώματα ή οστά από πτώματα σε ιδιώτες για λόγους θρησκευτικών αναγκών, ιδιαίτερα προς καλλιέργεια ή εκμετάλλευση θρησκευτικών αισθημάτων. Υπάρχει κίνδυνος η εκμετάλλευση αυτών να αποφέρει παράνομο κέρδος σε ιδιώτες, με διάφορες ταχυδακτυλουργίες και απάτες. Από τη στιγμή αυτή, οτιδήποτε λείψανα υπάρχουν πρέπει να κατατεθούν στα Μουσεία, για να σταματήσει πλέον η εκμετάλλευση των λαϊκών προκαταλήψεων»[9].

«Σε απάντηση της πρωτοβουλίας και της επίμονης αίτησης των εργατών», η Συνέλευση του ανωτάτου οργάνου της Λαϊκής Επιτροπής Δικαιοσύνης, τη 16η Φεβρουαρίου του 1919, αποφάσισε τη δημόσια έκθεση των ιερών λειψάνων μαζικά, εκδίδοντας μάλιστα αμέσως σχετική διαταγή για τη διενέργεια σχετικών ελέγχων και κατασχέσεων. Η υλοποίηση της απόφασης αυτής είχε ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια των ετών 1918-1920 να ανοιχθούν 63 λειψανοθήκες, αλλά, αντί τα ιερά λείψανα να προκαλέσουν την αποστροφή του πλήθους, όπως περίμεναν οι Μπολσεβίκοι, έγιναν πόλος έλξης μεγάλου αριθμού προσκυνητών[10]. Αυτός είναι και ο λόγος που η Συνέλευση του ανωτάτου οργάνου της Λαϊκής Επιτροπής Δικαιοσύνης αποφάσισε, την 29η Ιουλίου του 1920 την εκκαθάριση ολόκληρης της ρωσικής επικράτειας από τα ιερά λείψανα της Εκκλησίας. Η απόφαση προέβλεπε οργανωμένες και συστηματικές επιχειρήσεις σε τοπικό επίπεδο, χωρίς καμμία χρονική αναβολή και αναποφασιστικότητα, προκειμένου να υλοποιηθεί άμεσα και αποτελεσματικά το περιεχόμενό της. Οι επιχειρήσεις αυτές είχαν ως στόχο την κατάργηση της «λατρείας των νεκρών σωμάτων, είτε με την περισυλλογή των λεγομένων “ιερών λειψάνων” και την έκθεσή τους σε Μουσεία, στους τομείς της Αρχαίας Εκκλησιαστικής Τέχνης, είτε με τον ενταφιασμό τους»[11].

Την 30η Ιουλίου του 1920, η Συνέλευση του ανωτάτου οργάνου της Λαϊκής Επιτροπής Δικαιοσύνης συνέταξε και επίσημο έγγραφο σχετικά με την απόφασή της «για εκκαθάριση όλων των λειψάνων στη Ρωσία». Στο έγγραφο αυτό ορίζεται ο σκοπός της σχετικής πρωτοβουλίας: «Να τεθεί τέρμα στους βάρβαρους αναχρονισμούς του παρελθόντος, όπως είναι η λατρεία των νεκρών σωμάτων».

Κατά τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης, πολλές φορές οι Επιτροπές ασκούσαν βία σε ιερείς και σε απλούς πιστούς. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βεβηλώνουν ιερά λείψανα. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρουμε τη δημόσια έκθεση των ιερών λειψάνων του αγίου Σάββα Storozhevski της μονής Savino-Storozhevskij, την 1η Μαρτίου του 1919, όταν ένας από τα μέλη της Επιτροπής έφτυσε την τιμία κάρα του Αγίου, γελώντας δυνατά. Οι άθεοι τοποθέτησαν σε δημόσια θέα τα ιερά λείψανα (την τιμία κάρα και 32 ακόμη τίμια οστά) και με ειρωνικό τρόπο καλούσαν τους ντόπιους να περιεργαστούν «τα σάπια οστά»[12].

Την 8η Αυγούστου του 1919, ο Η΄τομέας της Λαϊκής Επιτροπής Δικαιοσύνης εξέδωσε μυστική διαταγή προς τις Αρχές της Sergiev Posad να μεταφέρουν τα λείψανα του αγίου Σεργίου του Ραντονέζ σε ένα από τα μουσεία της Μόσχας. Η μεταφορά πραγματοποιήθηκε την 31η Μαΐου του 1920, ημερομηνία οριστικής απαγόρευσης τέλεσης εκκλησιαστικών ακολουθιών στη Λαύρα.

Η αντίδραση πιστών Ρώσων χριστιανών σε τέτοια γεγονότα προκαλούσε έντονη βία και τρομοκρατία από την πλευρά των Κομμουνιστών. Εκείνη την περίοδο, πάρα πολλοί χριστιανοί, που αντέδρασαν στην πρωτοβουλία αυτή της «λαϊκής αρχής» στη Ρωσία, έχασαν τη ζωή τους. Τα ιερά λείψανα αποτελούσαν εκθέματα σε εκθέσεις Μουσείων, που διοργάνωναν οι αθεϊστικές διευθύνσεις τους και κατόπιν καταστρέφονταν κρυφά. Μονάχα ένα ελάχιστο μέρος από το σύνολο των ιερών λειψάνων έμεινε τελικά στη διάθεση Ρωσικής Εκκλησίας.

Η επιχείρηση της δημόσιας έκθεσης των ιερών λειψάνων είχε, όμως, και έναν άλλο σκοπό. Μετά την κατάσχεσή τους ακολουθούσε το κλείσιμο των Μονών, στα οποία φυλάσσονταν. Το περιοδικό «Επανάσταση και Εκκλησία» δημοσίευε τακτικά, εκείνη την περίοδο, ειδήσεις για το κλείσιμο των «μαύρων φωλιών», δηλαδή των Μονών (!). Πολλές Μονές, τότε, μετατράπηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία οι Κομμουνιστές φυλάκιζαν και βασάνιζαν τους Νεομάρτυρες και Ομολογητές της χριστιανικής πίστης. Το πιο απάνθρωπο στρατόπεδο συγκέντρωσης βρισκόταν στο αρχαίο μοναστήρι Solovetski – СЛОН (Соловецкий лагерь особенного назначения [Solovetski Στρατόπεδο ιδιαίτερων προορισμών] του NKVD.

Πρέπει να σημειωθεί ότι με νόμο που ψηφίστηκε την 19η Φεβρουαρίου του 1918, για κολλεκτιβοποίηση της καλλιεργήσιμης γης, οι Μονές είχαν δικαίωμα να διατηρούν μικρούς αγροτικούς συνεταιρισμούς. Ο νόμος, όμως, απαιτούσε από τις Μονές να μεταρρυθμίσουν τους συνεταιρισμούς αυτούς, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των κομμουνιστικών αρχών περί αγροτικών συνεταιρισμών. Στο τέταρτο άρθρο του ίδιου νόμου αναφέρεται χαρακτηριστικά το εξής: «Το δικαίωμα χρήσης της καλλιεργήσιμης γης δεν περιορίζεται ούτε από το φύλο, ούτε από τη θρησκεία, ούτε από την εθνικότητα, ούτε από την υπηκότητα».

Κατά τα έτη 1918 και 1919, οι αδελφότητες των Μονών και οι χωρικοί, που εργάζονταν στα κτήματά τους, ζήτησαν από τις τοπικές πολιτικές Αρχές, με βάση το νόμο αυτόν, η διαθέσιμη καλλιεργήσιμη γη [земеотделы]) να καταγραφεί ως συνεταιρισμοί, προκειμένου να επιστραφεί σε αυτούς η γη, τα κτίρια και τα εργαλεία. Έτσι, αυτός ο νόμος έδωσε την ευκαιρία σε κάποιες Μονές να διατηρήσουν τους αγροτικούς συνεταιρισμούς τους μέχρι τα έτη 1927-1928. Αργότερα όμως, με την κολλεκτιβοποίηση, χάθηκαν οριστικά για αυτές, με πρωτοβουλία της Κομμουνιστικής Πολιτικής Αστυνομίας (NKVD).

Το φθινόπωρο του 1921 ό,τι είχε απομείνει από τη σοδειά του καλοκαιριού ήταν ελάχιστο, εξ αιτίας της συστηματικής πολιτικής των τακτικών αρπαγών και επιτάξεων, που ακολουθούσαν οι Μπολσεβίκοι,. Συγκεκριμένα, είχαν επιταχθεί περισσότεροι από δέκα δισεκατομμύρια τόννοι σιτηρών[13]. Η Κυβέρνηση επίτασσε και τα τελευταία αποθέματα, ακόμη στα οποία συμπεριλαμβάνονταν με υπολογισμούς και αυτά που θα προέρχονταν και από την σοδειά του επόμενου καλοκαιριού. Τον Ιανουάριο του 1921, δεν υπήρχε επάρκεια τροφίμων για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας. Από τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, άρχισε ο μεγάλος λιμός. Στη Saratovskaiya Gubernia, επίκεντρο του μεγάλου λιμού, η πρακτική ανθρωποφαγίας, που επεκτεινόταν ακόμη και στα σώματα των νεκρών ήταν συχνή[14]. Συνέπεια αυτού του τρομερού λιμού ήταν ανυπολόγιστος αριθμός θυμάτων.

Ο λιμός του 1921-1923 υπήρξε μια μεγάλη τραγωδία για τον Ρωσικό λαό και έγινε αφορμή για την επόμενη αντιεκκλησιαστική προπαγάνδα των Μπολσεβίκων. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για την κατάσχεση του «εκκλησιαστικού πλούτου» (= εκκλησιαστικών κειμηλίων). Πραγματικά, η Σοβιετική εξουσία, τον πρώτο καιρό της εδραίωσής της, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στον τομέα των οικονομικών τους αλλά και της χώρας, γι’ αυτό οι κομμουνιστικές Αρχές ονειρεύονταν «…μερικά δισεκατομμύρια, που βρίσκονταν στους ναούς» [15].


[7] Цыпин Владислав, прот. История Русской Церкви 1917–1997. Москва, 1997, 64-65.

[8] Алексеев В. А. «Штурм небес» отменяется? Критические очерки по истории борьбы с религией в СССР. Москва, 1992, 23.

[9] Цит. по: Кашеваров А. Н. Православная Российская Церковь и советское государство. Москва, 2005, 192.

[10] Δεδομένα στο περιοδικό «Революцията и църквата» в № 9-12 за  1920 г.

[11] Русская православная церковь и коммунистическое государство, 1917–1941. Документы и фотоматериалы. Москва, 1996, 60.

[12] Вострышев М. Патриарх Тихон. Москва, 1995, 111.

[13] Куртуа С., Верт Н., Панне  Ж.-Л. И др. Черная книга коммунизма. Москва, 2001, 134.

[14] Черная година. Саратов. 1922. № 1-2.

[15] Письмо В. И. Ленина В. М. Молотову для членов Политбюро ЦК РКП(б) 19 марта 1922 г. / Русская Православная Церковь и коммунистическое государство. Москва, 1996, 89.