Καπνός: εθνικό προϊόν (Β’ μέρος)

29 Σεπτεμβρίου 2013
kap_02

Άνθη καπνού. (φωτ.: wikipedia)

Η αντίστροφή πορεία για την καλλιέργεια του καπνού στη χώρα μας άρχισε σιγά-σιγά με την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής το 1992 και ολοκληρώθηκε με τη μεταρρύθμιση των μεσογειακών προϊόντων (καπνός-βαμβάκι-ελαιόλαδο) το 2004.

Tο 1981, χρονιά που η Ελλάδα ήταν πια το δέκατο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. o καπνός συνέχιζε να καλλιεργείται σε έκταση 600.000-700.000 στρεμμάτων στους Νομούς Φθιώτιδας, Λάρισας, Καρδίτσας, Πέλλας, Αργολίδας, Αιτωλοακαρνανίας, Πιερίας, Σερρών, Δράμας, Καβάλας, Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Κομοτηνής, Ξάνθης κ.ά. Η μέση κατά παραγωγό καλλιεργούμενη έκταση ανερχόταν σε 10 στρέμματα και η συνολική παραγωγή ξεπερνούσε τους 150.000 τόνους. Η χώρα μας αντιπροσώπευε το 32% της παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ήταν δεύτερη στη σειρά, με πρώτη την Ιταλία, που συμμετείχε με ποσοστό 48%. Για την Ελλάδα η καπνοπαραγωγή αποτελούσε το 7,3% της συνολικής αξίας της γεωργοκτηνοτροφικής παραγωγής, ενώ για την Ιταλία μόνο το 1,2%. Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν ότι η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία η καπνοπαραγωγή είχε μεγάλη σημασία, τόσο οικονομική όσο και κοινωνική.

Η μεταρρύθμιση του 1992 προέβλεψε τη μείωση των ενισχύσεων στον καπνό και περιόρισε σημαντικά τον εγγυημένο όγκο παραγωγής στις περισσότερες ελληνικές ποικιλίες ανατολικού τύπου, αλλά και στα καπνά Virginia και Burley.

Με τη μεταρρύθμιση των μεσογειακών προϊόντων και τη συμφωνία του Απριλίου του 2004 δόθηκε η ευελιξία στο κράτος-μέλος να επιλέξει τα ποσοστά δεσμευμένης και αποδεσμευμένης ενίσχυσης στον καπνό. Το ποσοστό της αποδεσμευμένης ενίσχυσης θα μπορούσε να κυμαίνεται από 40% (μερική αποδέσμευση-partial decoupling) μέχρι 100% (πλήρης αποδέσμευση-full decoupling) και αντίστοιχα της δεσμευμένης (coupled) από 0-60%.

«Πλήρης αποδέσμευση»

Στη χώρα μας αποφασίστηκε η εφαρμογή της «πλήρους αποδέσμευσης» από το 2006 και μετά. Αποτέλεσμα, η δραστική μείωση τόσο των καλλιεργούμενων εκτάσεων όσο και του όγκου παραγωγής, λόγω της μικρής εμπορικής αξίας του παραγομένου προϊόντος πολλών ποικιλιών και του υψηλού κόστους παραγωγής τους. Ο βασικός, επομένως, λόγος της δραστικής μείωσης των εκτάσεων ήταν ότι για να ολοκληρωθεί η καλλιέργεια και επειδή το κόστος παραγωγής σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνει την εμπορική αξία του προϊόντος, ο καπνοκαλλιεργητής πρέπει να δαπανήσει και ένα μέρος της επιδότησης.

Μεταξύ των ετών 2005 και 2007 η καλλιεργούμενη με καπνό έκταση στη χώρα μας μειώθηκε από 500.000 στρέμματα σε κάτω από 100.000 στρέμματα και ο όγκος παραγωγής από 108.000 τόνους σε 22.000 τόνους. Μειώθηκε, επίσης, δραματικά ο αριθμός των καπνοπαραγωγών, από 48.000 το 2005 σε 16.000 το 2010, με τους περισσότερους από αυτούς να κατέχουν εκμεταλλεύσεις που δεν ξεπερνούν τα 7 στρέμματα. Συγχρόνως, ποικιλίες υψηλής εισοδηματικής αξίας (λόγω επιδοτήσεων) όπως οι αμερικάνικου τύπου «Burley» και «Virginia», αλλά και πολλές ανατολικού τύπου (Καμπά–Κουλάκ κλασσικά, Καμπά–Κουλάκ μη κλασσικά, Ζιχνομυρωδάτα, Σαμψούς, Ελασσόνας κ.ά.), που συνέβαλαν ουσιαστικά στη γεωργική οικονομία πολλών Νομών της χώρας και στη στήριξη του εισοδήματος των παραγωγών, κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν.

Ποιες ποικιλίες καλλιεργούνται σήμερα

Οι ποικιλίες που έχουν παραμείνει καλλιεργούμενες είναι οι υψηλής ποιότητας ποικιλίες ανατολικού τύπου, «Μπασμάς» και «Κατερίνη» (Σ-79), που και αυτές, όμως, παρουσιάζουν μείωση και των καλλιεργούμενων εκτάσεων και του όγκου παραγωγής σε σύγκριση με την προ του 2006 περίοδο.

Από το 2010 και μετά ξανάρχισε δειλά-δειλά η καλλιέργεια των καπνών Virginia, κυρίως στους Νομούς Ξάνθης, Ροδόπης και Αιτωλοακαρνανίας. Στους Νομούς της Θράκης αυτό έγινε με πρωτοβουλία και οργάνωση της ΣΕΚΕ (Συνεταιριστική Εταιρεία Καπνοπαραγωγών Ελλάδος), στην οποία ανταποκρίθηκε ικανός αριθμός παραγωγών. Η προσπάθεια συνεχίζεται και αυτό είναι άκρως ενθαρρυντικό.

Το ενδιαφέρον της χώρας μας για τον καπνό είναι εύλογο και έντονο. Ο καπνός ανταποκρίνεται περισσότερο από άλλα προϊόντα προς τις φυσικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε ορισμένες περιοχές μας, δεδομένου ότι:

Μπορεί να αποδώσει ικανοποιητικό γεωργικό εισόδημα στα μικρά μεγέθη των γεωργικών εκμεταλλεύσεων που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό κλήρο.

Απαιτεί μεγάλο αριθμό ημερομισθίων, αξιοποιώντας το εργατικό δυναμικό όλων των ηλικιών της αγροτικής οικογένειας, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο.

Αξιοποιεί (στην περίπτωση των ποικιλιών ανατολικού τύπου) γεωργικές εκτάσεις μέτριας και χαμηλής παραγωγικής ικανότητας, σημαντικό μέρος των οποίων δεν προσφέρεται για άλλες καλλιέργειες.

Τα χαρακτηριστικά αυτά, σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες, έχουν καταστήσει την καπνοπαραγωγή μια από τις παραδοσιακές καλλιέργειες της χώρας μας, αναντικατάστατη σε μεγάλο βαθμό.