Ορθοδοξία & Νεωτερικότητα – Σχέσεις πολιτικής και θρησκείας

10 Σεπτεμβρίου 2013

Συνεχίζουμε σήμερα τη σειρά δημοσιεύσεων (προηγούμενο άρθρο: www.pemptousia.gr/?p=55127) της εξαιρετικής εργασίας τής Δρ. Ειρήνης Αρτέμη, σχετικά με τη διαλεκτική μεταξύ Ορθοδοξίας και Νεωτερικότητας. Στο σημερινό απόσπασμα, ολοκληρώνονται οι εισαγωγικές παρατηρήσεις και ακολούθως εξετάζονται οι σχέσεις μεταξύ πολιτικής και θρησκείας.

Η Ορθόδοξος Εκκλησία ως Σώμα Χριστού έχει μία διαχρονική και συγχρόνως παγκόσμια ενότητα της δογματικής διδασκαλίας της Πίστεως [4]. Η διδασκαλία της αν και διατυπώθηκε σε συγκεκριμένο τόπο, χρόνο και από συγκεκριμένο πρόσωπο δεν περιορίστηκε στα πλαίσια αυτά αλλά από την αρχή τόνισε τον οικουμενικό και εσχατολογικό χαρακτήρα της [5]. 2012 χρόνια από τη γέννηση του Χριστού η Ορθόδοξη Εκκλησία τηρεί πιστά όσα δίδαξε ο Χριστός, κήρυξαν οι Απόστολοι, διαφύλαξε η Παράδοση μέσα από την εκκλησιαστική και λειτουργική ζωή της. Πολλοί πιστεύουν λανθασμένα πως η Ορθοδοξία είναι μία ακόμη «Εκκλησία».

orkomosia-neas-kubernisis-benizelos-abramopoulos

Μία «άποψη», δηλαδή, του χριστιανισμού, η άλλοι θεωρούν την Ορθοδοξία ως μία θρησκεία. Και οι δύο απόψεις είναι παντελώς λανθασμένες. Ορθοδοξία στην κυριολεξία, όπως προαναφέρθηκε, σημαίνει ορθή δόξα, ορθή πίστη. Δεν είναι μία εκ των «εκκλησιών» διότι είναι η Μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Αυτό δεν είναι φυσικά αλαζονεία αλλά η Αλήθεια. Αφού ο Κύριος ίδρυσε μόνον μία Εκκλησία, πως μιλούμε εμείς για πολλές; Επίσης, η Ορθοδοξία δεν μπορεί να ονομαστεί θρησκεία διότι η θρησκεία είναι δεισιδαιμονία· προσπαθεί να καλύψει (η κάθε θρησκεία) τις ψυχολογικές ανάγκες του ανθρώπου. Αντίθετα η Ορθοδοξία θεραπεύει τον πάσχοντα ψυχικά άνθρωπο (εννοείται κάθε άνθρωπο) και τον καθιστά άγιο, αυτό είναι η απτή και περίτρανη απόδειξη της αλήθειας. Η Ορθοδοξία δεν είναι ένα μέρος μίας τοπικής αλήθειας αλλά είναι μία αλήθεια σε μία παγκόσμια κλίμακα [6]. Είναι η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».

Εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει Ορθοδοξία αλλά ούτε και σωτηρία. Μακριά από τη ζωή του Εκκλησιαστικού σώματος, αυτό που οι πολλοί ονομάζουν Ορθοδοξία αποκόπτεται από τις ρίζες της, χάνει την ταυτότητά της, γίνεται ένα απλό ιδεολόγημα. Για το λόγο αυτό ο Απόστολος Παύλος ονομάζει την Εκκλησία «στύλο και εδραίωμα Η Εκκλησία με πρωτοστάτες τους φωτισμένους από το Άγιο Πνεύμα πατέρες της διαφύλαξε την αποκεκαλυμμένη αλήθεια από το Χριστό. Γιατί μόνο η τήρηση αυτής της αλήθειας οδηγεί στη σωτηρία. Οι πολλοί αγώνες, που διαμέσου των αιώνων διεξήγαγε η Εκκλησία στα πρόσωπα θεοφόρων ποιμένων και διδασκάλων της, οι σύνοδοι που συνεκρότησε και η ανυποχώρητη εμμονή που επέδειξε, πέρα από ανθρώπινες αδυναμίες και ακρότητες – αναπόφευκτες για τα ατελή ανθρώπινα μέτρα – σ’ ένα και μόνο αποσκοπούσαν: στη διαφύλαξη της αποκεκαλυμμένης αλήθειας. Της αλήθειας που ελευθερώνει και οδηγεί στη σωτηρία όποιον τη βιώνει. Επειδή η κατά Χριστόν ζωή αποτελεί τη μετουσίωση της πίστεως σε βίωμα και εμπειρία.

Η Ορθοδοξία είναι η εμπειρία της παρουσίας του Ακτίστου Λόγου του Θεού μέσα στην ιστορία και η δυνατότητα του κτιστού -του ανθρώπου να γίνει Θεός «κατά χάριν». Έτσι ο Χριστιανισμός δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να φτάσει τη θέωση μέσα από ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής και τηρώντας κάποιες «αρχές και κανόνες» [7].

Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι άλλο φυσική θρησκεία και άλλο Εκκλησία. Άλλο ατομική θρησκευτικότητα και άλλο εκκλησιαστική εν Χριστώ ζωή. Άλλο αλτρουϊσμός και φιλαλληλία και άλλο αυταπάρνηση και θυσιαστική αγάπη. Αυταπάρνηση που μας βγάζει από το ατομικό κέλυφός μας και μας οδηγεί κοντά στους άλλους. Μετατρέπει το εγώ σε εμείς. Αγάπη αληθινή, που βεβαιώνει τον κόσμο για την αγάπη του Θεού και Πατρός: «Ει ούτως ο Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλοις αγαπάν» [8].

Επομένως η ίδρυση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ανάγεται στους χρόνους των Αποστόλων και η πορεία της είναι συνυφασμένη με την αποστολική διαδοχή των λειτουργών της. Δέχεται ως θεμέλιο της αλήθειας της την Αγία Γραφή, τη θεολογία των Επτά Οικουμενικών Συνόδων και τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Το διοικητικό της σύστημα είναι συνοδικό. Τέλος πρέπει να γίνει κατανοητό πως η Ορθοδοξία εισήλθε σε διάφορους αγώνες προκειμένου να διασφαλίσει τη συνέχιση της χριστιανικής ευαγγελικής αποστολικής παράδοσης. Αυτή η παράδοση βρίσκεται σε κίνδυνο μπροστά στην παγκοσμιοποίηση, τη νεωτερικότητα, τον Οικουμενισμό σύμφωνα με μερικούς λαϊκούς χριστιανούς και ιεράρχες, ενώ η άλλη άποψη είναι ότι μέσα από την παρουσία μίας δυναμικής Ορθοδοξίας θα μπορέσουν και οι άλλες  Χριστιανικές Ομολογίες να επαναπροσδιοριστούν και να διορθώσουν πιθανά λάθη του παρελθόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

1. Πολιτική και Θρησκεία: Δύο όροι αλληλοσυμπληρώμενοι η αλληλοσυγκρουόμενοι;

  Ἡ μελέτη της ανθρώπινης ιστορίας βρίθει από παραδείγματα που η πολιτική και η θρησκεία βρέθηκαν συναγωνιστές κάτω από την ίδια σημαία η αντίπαλοι σηκώνοντας διαφορετικά λάβαρα. Στον πρόλογο της παρούσας μελέτης έγινε μία μικρή αναφορά σε παραδείγματα της ιστορίας που η θρησκεία συμπορεύτηκε η συγκρούσθηκε με την πολιτική. Εδώ θα γίνει πιο εκτενής και αναλυτική αναφορά. Πριν, όμως, την οποιαδήποτε εξέταση του θέματος, θα γίνει προσπάθεια να δοθεί ένας ορισμός των εννοιών πολιτική και θρησκεία.

Πολιτική είναι η συντονισμένη δράση ατόμων η κοινωνικών ομάδων με σκοπό να πετύχουν στόχους που αφορούν το κοινωνικό σύνολο. Με την πολιτική οι άνθρωποι οργανώνουν την κοινωνική τους συμβίωση. Συμμετέχουν σε μία δημόσια διαδικασία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν προβλήματα που αφορούν κοινωνικές ομάδες η το κοινωνικό σύνολο [9]. Όσον αφορά στο δεύτερο όρο «Θρησκεία» θα μπορούσε να του δοθεί η εξής σημασία: Η θρησκεία είναι η σχέση που αναπτύσσει ο άνθρωπος με μία δύναμη ανώτερη από εκείνον. Συνήθως οι διάφορες θρησκείες εκτός του Χριστιανισμού είναι αποκύημα της ανθρώπινης φαντασίας. Ο Χριστιανισμός θεωρείται και είναι η είσοδος του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδας στον κόσμο με την ενανθρώπησή Του. Επομένως, με αυτήν την έννοια ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία αλλά αποκάλυψη.

Σήμερα μαζί με τον Χριστιανισμό, οι βασικές θρησκείες είναι πέντε: Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Μωαμεθανισμός, Βουδισμός, Ινδουισμός. Η κάθε μία από αυτές πιστεύει στην ύπαρξη ενός ανώτερου όντος, του Θεού. Η διδασκαλία περί Θεού έχει παγιωθεί στη διδασκαλία της θρησκείας και βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με τους χώρους λατρείας της εκάστοτε θρησκείας και τη διδασκαλία της.

Συνοπτικά, προαναφέρθηκαν κάποια περιστατικά της καλής η όχι σχέσεως της θρησκείας με τους πιστούς της σε σχέση με την πολιτική. Στηρίζει η μία την άλλη; Μήπως η μία λειτουργεί σαν όχημα, για να υλοποιήσει τα σχέδιά της άλλης;

Πολλές φορές στην αρχαιότητα η θρησκεία και μάλιστα εκείνη του Δωδεκάθεου αποτελούσε το συνεκτικό κρίκο που ένωνε τις Μητροπόλεις με τις αποικίες στην αρχαίας Ελλάδα. Συγχρόνως, όλοι σχεδόν οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δυνατούς δεσμούς με τη θρησκεία τους. Έτσι παρά τις διάφορες τοπικές θεότητες που λατρεύονταν, υπήρχε κοινή πίστη στους αρχαίους Δώδεκα Θεούς του Ολύμπου.

Στα ρωμαϊκά χρόνια, η λατρεία του Δωδεκάθεου σε συνάρτηση με τη λατρεία του αυτοκράτορα αποτελούσε ένα από τα μέσα ενοποίησης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οποιαδήποτε άλλη θρησκεία γινόταν αποδεκτή στην αυτοκρατορία εκτός του Χριστιανισμού. Αυτό συνέβαινε, γιατί η διδασκαλία του Χριστιανισμού δεν αναγνώριζε και δεν αποδεχόταν την ύπαρξη άλλων «πραγματικών» θεών, παρά μόνο Εκείνου του Τριαδικού Θεού. Αυτό, σύμφωνα με την τότε αντίληψη περί θρησκείας στη ρωμαϊκή εποχή, υπέσκαπτε τα θεμέλια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τόνοι αίματος χριστιανών μαρτύρων αποτελούν την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι στη ρωμαϊκή εποχή υπήρξε σφοδρή σύγκρουση μεταξύ πολιτείας και κατεστημένης ειδωλολατρικής θρησκείας έναντι του Χριστιανισμού.

Στο προοίμιο της Βυζαντινής εποχής το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 αποτέλεσε την αρχή της στενής συνεργασίας-σύζευξης του Χριστιανισμού με την Πολιτεία. Επιπλέον, μελετώντας τα ιστορικά κείμενα της εποχής, είναι εύκολο κανείς να διαπιστώσει πόσο η Πολιτεία στήριξε τη Χριστιανική θρησκεία αλλά και το αντίστροφο.  Το Βυζάντιο θεωρείται κατεξοχήν η πρώτη Χριστιανική Αυτοκρατορία. Μόνο την περίοδο του Ιουλιανού του Παραβάτη και την περίοδο της εικονομαχίας, η πολιτική εξουσία βρίσκεται μέσα σε έναν πόλεμο με το Χριστιανισμό, με σκοπό να τον παραγκωνίσει ολοκληρωτικά.

  Στην Ευρώπη ο Χριστιανισμός αποτέλεσε το μέσο που βρήκε μεγαλύτερο έρεισμα στο λαό η διοίκηση του Καρλομάγνου. Παράλληλα πολλές φορές η Δυτική Χριστιανική Εκκλησία βοήθησε στην ισχυροποίηση μίας πολιτικής εξουσίας. Έτσι πολλοί ηγεμόνες της Ευρώπης έσπευδαν να αναπτύξουν στενές σχέσεις συνεργασίας με τον Πάπα προσφέροντάς του ακόμα και εδάφη [10].

 Εκτός, όμως, από τη Χριστιανική διδασκαλία και τη σχέση της με την πολιτική εξουσία, υπάρχει και το παράδειγμα του Μωάμεθ. Ο τελευταίος προκειμένου να ενώσει τις διάφορες αραβικές φυλές δημιούργησε μία θρησκεία, με στοιχεία ειδωλολατρικά, χριστιανικά –κυρίως αιρετικά μονοφυσιτικά- και ιουδαϊστικά. Έτσι η θρησκεία των Μουσουλμάνων αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο κτίστηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η μεγάλη σύγκρουση της θρησκείας με την πολιτική εξουσία αρχίζει από τα χρόνια του Διαφωτισμού. Αυτός είναι το ιδεολογικό οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό ρεύμα που αμφισβητεί κάθε αυθεντία άρα και τις θρησκείες. Η περίοδος της νεωτερικότητας που κάνει τα πρώτα δειλά βήματα με το κίνημα του Διαφωτισμού και ισχυροποιείται με τη Βιομηχανική Επανάσταση φέρνει μία σύγκρουση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής εξουσίας η σκέψης. Αυτή η σχέση, που υφίσταται με βάση τη νεωτερικότητα, θα πρωταγωνιστήσει στο κύριο μέρος της συγκεκριμένης εργασίας.

[Συνεχίζεται]

4. Μοναχού Σεραφείμ, «Οικουμενισμός», Θεοδρομία Α (2012), 138.

5. Α. Γιαννουλάτου, αρχιεπ. Τιράνων, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001, 263.

6. Γ. Μεταλληνού, (πρωτοπρ.), ομ. Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών,  «Ορθόδοξη Οικουμενικότητα και Παγκοσμιοποίηση»,  http://www. impantokratoros.gr/B505BE3B.el.aspx (2012).

7. Αυτόθι.

8. Α  Ιω. 4,11.

 9. «Πολιτική και Δίκαιο. Βιβλίο Β  Λυκείου Γενικού Λυκείου, Γενικής Κατεύθυνσης», http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-B103/94/758,2775/unit=1096 (2012).

10. «Το 754 ο νικητής ηγεμόνας των Φράγκων Πιπίνος έδωσε στον Πάπα Στέφανο Β΄  τα άλλοτε βυζαντινά εδάφη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα εδάφη αυτά να αποτελέσουν την κοσμική επικράτεια του παπικού θεσμού. Ο Πάπας γίνεται Ανεξάρτητος ηγεμόνας. Κάτι που το επικυρώνει και το 774 ο Καρλομάγνος. Αυτός αναγνωρίζει τη δωρεά του Πιπίνου. Το 787 οι πάπες σταματούν να χρονολογούν τα έγγραφά τους με τα χρόνια της βασιλείας των αυτοκρατόρων της Ανατολής. Παράλληλα, όταν ο Πάπας Λέων Γ΄  βάζει το στέμμα της παλινορθωμένης Δυτικής Αυτοκρατορίας στον Καρλομάγνο, τότε έχουμε την ολοκληρωτική ρήξη μεταξύ Βυζαντίου και Ρώμης. Ο εναγκαλισμός του παπικού θρόνου από τους Φράγκους είχε σαν συνέπεια τη γέννηση του δογματικού θέματος του Filioque. Με βάση τη διδασκαλία του Filioque, το Άγιο Πνεύμα δεν εκπορευόταν μόνο «εκ του Πατρός», αλλά «και εκ του Υιού». Η αρχή του Filioque βρισκόταν στις βησιγοτθικές αρειανικές ρίζες της φραγκικής θεολογίας», Ε. Αρτέμη, «Οι Βασικότεροι Σταθμοί στη Ρήξη των Σχέσεων Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας μέχρι το Μέγα Σχίσμα του 1054», http://orthodoxiagr.gr/index.php/2011-07-06-05-40-12/78-2011-07-15-04-51-25/301-2012-01-08-17-20-49.html (2012)