Διά Χριστόν Σαλότητα και Αγιότητα

11 Οκτωβρίου 2013

Στην πολύ ενδιαφέρουσα σειρά των άρθρων του αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου για τους διά Χριστόν σαλούς ως ηθικά και ποιμαντικά πρότυπα (προηγούμενο άρθρο: https://www.pemptousia.gr/?p=55832), δημοσιεύουμε σήμερα τη συνέχεια των ετυμολογικών παρατηρήσεων για την προέλευση του όρου «σαλός» και ακολούθως την αναφορά στη συσχέτιση της σαλότητας με την αγιότητα.

fool-in-christ-e1268614859126

Η ίδια λέξη χρησιμοποιούνταν αμετάφραστη στη Ρωσία[1] και αργότερα αντικαταστάθηκε από τη σλαβική λέξη «Pokhab», η οποία σημαίνει άσεμνος, αισχρός, ανήθικος[2]. Τέλος επικράτησε ο ευρύτερος όρος «Υοurodstvo» που μεταφράζεται τρελός, (η λέξη yourod προέρχεται από μια σλαβική ρίζα που σημαίνει αλλότροπος ή παράξενος)[3] «yourodstvo khrista radi» που σημαίνει ότι, η διά Χριστόν μωρία ή μανία, είναι μια μορφή άσκησης που συνίσταται στο ότι αυτός που την εφαρμόζει (ο σαλός) δίνει για την αγάπη του Χριστού την εντύπωση του ανόητου. Η Ρωσική Εκκλησία διατήρησε την παράδοση των διά Χριστόν σαλών με περισσότερο ενθουσιασμό από τους βυζαντινούς. Δεκαέξι Ρώσοι σαλοί είναι αναγνωρισμένοι επίσημα, ενώ λιγότεροι είναι οι Έλληνες σαλοί. Έτσι, έγινε η Ρωσία η χώρα της προτιμήσεως αυτού του τρόπου άσκησης: «Η μανία για την αγάπη του Χριστού ήταν πυκνό φαινόμενο στη Ρωσία, οι σαλοί ήτανε πολυάριθμοι και δημοφιλείς παρά οπουδήποτε αλλού» [4]. Επίσης, ο Νικόλαος Αρσενιέφ στο βιβλίο του «η Ρωσική Ευσέβεια», αναφέρει: «από τους σαλούς, που έζησαν από τον 14ο αιώνα μέχρι το 17ο, ανακηρύχτηκαν άγιοι καμιά τριανταριά. Στους αιώνες 18ο  και 19ο, ο αριθμός αυτών των Yourodivy, κανονικών αγίων, είναι σχετικώς πολύ μεγάλος»[5].

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι ο σαλός άνθρωπος είναι μία περίπτωση ψυχικά αρρώστου, δηλ. τρελού, ο οποίος δρα και φέρεται ανισσόροπα, χωρίς λογική και έχοντας χάσει την επαφή με τον τρόπο που σκέπτονται και ενεργούν οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του[6]. Αντίθετα, οι διά Χριστόν σαλοί ζουν και συμπεριφέρονται «σαν» να είναι τρελοί, προκειμένου να κερδίσουν τον Χριστό, αλλά και για να αποκρύψουν τις αρετές και τα χαρίσματα που τους έδινε ο Θεός[7].

3. Η έννοια της «Αγιότητος»

Οι άγιοι δεν αποτελούν ξεχωριστή κάστα ανθρώπων, αλλά είναι εκείνοι οι οποίοι ανταποκρίνονται ελεύθερα στο κάλεσμα που ο Χριστός απευθύνει σε όλους, μέσα από το ευαγγελικό κήρυγμα[8]. Όμως, για τους περισσότερους ανθρώπους, άγιος είναι εκείνος που δεν αμαρτάνει, δηλ. ο ηθικός από κάθε άποψη. Επίσης, για κάποιον «χριστιανό», άγιος είναι εκείνος που έχει εσωτερικά βιώματα, ζει πνευματικά, περιέρχεται σε έκσταση και βλέπει πράγματα που δεν τα βλέπουν οι άλλοι, με απλά λόγια ζει υπερφυσικές καταστάσεις και ενεργεί υπερφυσικές πράξεις, δηλ. περιέχει ένα στοιχείο με χροιά μυστικισμού.

Στην ελληνική γραμματεία ο όρος άγιος παράγεται από το ρήμα ἅζεσθαι, που εκφράζει το υποκειμενικό συναίσθημα του ανθρώπου απέναντι στο άγιο[9]. Το ρήμα ἃζομαι στην αρχαία ελληνική θρησκεία έχει τη σημασία της εκδηλώσεως φόβου προς το Θεό[10]. Σε παλαιότερο λεξικό ο όρος αυτός προέρχεται από τη λέξη άγος ή άζω, που έχει την έννοια του καθαρού, ιερού, σεβάσμιου[11].

Στην ελληνιστική εποχή, άγιοι αρχίζουν να χαρακτηρίζονται και οι θεοί της εποχής αυτής (Σέραπις, Ίσις, Βαάλ)[12]. Στην Παλαιά Διαθήκη, συναντούμε την λέξη άγιος στην μετάφραση των Ο΄, ως μετάφραση της εβραϊκής λέξης gadosh ή godesh[13]. Η λέξη αυτή έχει άμεση σχέση με πρόσωπα και πράγματα της λατρείας, όπως Θεός, άνθρωπος, χώρος, χρόνος. Οι άνθρωποι που ονομάζονται άγιοι, είναι εκείνοι που τηρούν τις εντολές του Θεού και αποφεύγουν την αμαρτία (Αβραάμ, Ισαάκ, Προπάτορες)[14]. Στην Καινή Διαθήκη η λέξη άγιος έχει την ίδια έννοια με αυτή της Παλαιάς. Άγιος είναι ο Θεός-Πατήρ, ο Υιός, το άγιο Πνεύμα, η Εκκλησία, τα μέλη της θριαμβεύουσας Εκκλησίας κ.α. Μέχρι και σήμερα, οτιδήποτε σχετίζεται με την θ. λατρεία είναι άγιο (σκεύη, βιβλία)[15].

Κατά τους Πατέρες, το επίθετο άγιος αποδίδεται πρώτιστα στο Θεό, ως ουσία και πηγή αγιότητας, από τον οποίο εξαρτάται κάθε ιερό και άγιο στοιχείο του κόσμου, που ποτέ δεν είναι άγιο από τη φύση του, αλλά πάντα «τῇ μεθέξει». Οι όροι (gadosh, άγιος) υποδηλώνουν μια σχέση ολοκληρωτικής εξαρτήσεως από το Θεό[16]. Επίσης, οι Πατέρες παρατηρούν ότι η τελείωση του ανθρώπου αποτελεί δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο, την οποία οικειοποιείται ο άνθρωπος με την πίστη. Αυτοί οι οποίοι επιθυμούν να γίνουν άγιοι πρέπει να διέλθουν από ορισμένες βαθμίδες πνευματικής προόδου, δηλ. από την καθαρτική σε φωτιστική και τέλος στην μυστική ή τελειοποιό[17], όπου ο άνθρωπος από δούλος o οποίος φοβάται τις τιμωρίες και από μισθωτός που αποβλέπει σε αμοιβές, γίνεται υιός του Θεού, που αγαπά το Θεό και ενώνεται μ’ Αυτόν λόγω αγάπης[18], καθώς ο Θεός «ἀγάπη ἐστί»[19] και η τέλεια αγάπη «ἒξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ»[20].

Οι άγιοι με τον αγώνα τους επιδεικνύουν την αμετάκλητη απόφασή τους να κατευθύνουν τη βούλησή τους στον αληθινό της σκοπό, που είναι η ομοίωση προς το θεό. Η απόφαση αυτή ενεργείται με απόλυτη ελευθερία, χωρίς να επιβάλλεται. Από τη στιγμή που υπάρχει η ελεύθερη συγκατάθεση, το έργο το αναλαμβάνει η θ. Χάρη[21].

Παρόλα αυτά, για να φθάσει κανείς στην τελειοποιό κατάσταση της θεώσεως, απαιτείται άσκηση[22]. Ειδικά τα δάκρυα (μετανοίας ή και δοξολογίας) κατέχουν εξέχουσα θέση στη μυστική διδασκαλία των Πατέρων[23]. Πρέπει να τονίσουμε πως η άσκηση δεν στρέφεται ενάντια στη φύση, αλλά αντίθετα αποσκοπεί στην αποδέσμευσή της από την αμαρτία. Με την άσκηση καταπολεμούνται τα πάθη και εκδιώκεται ο διάβολος από το νου. Ο διάβολος πολεμάει τον άνθρωπο από μίσος προς το Θεό, αφού δεν μπορεί να βλάψει το Θεό, στρέφεται εναντίον του ανθρώπου, που είναι η εικόνα του Θεού[24].

Πρέπει όμως να γνωρίζουμε πως η αγιότητα δεν ταυτίζεται με τα επιτεύγματα της ηθικής και της άσκησης, ούτε με υπερφυσικές εμπειρίες οποιασδήποτε μορφής, διότι όλα αυτά μπορεί να τα βρει κανείς και έξω από το χριστιανισμό. Η αγιότητα δίνεται από το Θεό ἐν Ἁγίῳ Πνεῦματι ως μετοχή στην ίδια τη ζωή Του, αφού οι άγιοι δε διαθέτουν δική τους αγιότητα, αλλά μετέχουν σ’ εκείνη του Θεού, η οποία είναι ιδιότητα εκ φύσεώς Του μόνο. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι δεν είναι πρωτότυπα της αγιότητας, αλλά εικόνες του μόνου Αγίου. Ο ιερός Χρυσόστομος συνδυάζει την αγιότητα με την ορθή πίστη και βίο και συνεχίζει λέγοντας πως δεν είναι άγιοι μόνο αυτοί που κάνουν θαύματα ή εκβάλλουν δαιμόνια, αλλά «πάντες εἰσι»[25]. Ορθός βίος σημαίνει άρνηση της αμαρτίας.



[1] Βλ. ΓΚΟΡΑΪΝΩΦ ΕΙΡ., Οι διά Χριστόν σαλοί, ο.π., σ.15.

[2] SPIDLIK Τ., I Grandi Mistici Russi, Roma 1977, p. 140.

[3] E.BEHR-SIGEL, Prière et Sainteté dans lEglise Russe, éd. du Cerf, Paris 1950, p. 92.

[4] Βλ. Lev Jillet hiéomoine, “Une forme d’Ascèse russe”, Irénikon 3, Monastere de Chovetogne, Belgique 1927, σ. 15. Επίσης, GORAINOFF Ι., Les fols en Christ, Paris 1983, σ. 191. Ο Γ. Fedotov αριθμεί 36 σαλούς αναγνωρισμένους επίσημα από την Εκκλησία της Ρωσίας. FEDOTOV G., The Russian Religious Mind, 1966, σ. 330. Πρβλ. ΜΑΡΤΙΝΗ ΠΑΝ., Ο σαλός Αγ. Ανδρέας και η σαλότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ο.π., σ. 15.

[5] Βλ. ARSENIEV Ν., Russian piety, St. Vladimir Seminary press, 1975, p.107. Πρβλ. ΜΑΡΤΙΝΗ ΠΑΝ., Ο σαλός Αγ. Ανδρέας και η σαλότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ο.π., σ. 15.

[6] Βλ. ΠΕΤΡΙΔΗ ΙΚ., Εμπαίζοντες «Ημείς μωροί διά Χριστόν…», ο.π., σ. 9.

[7] Βλ. ΠΕΤΡΙΔΗ ΙΚ., Εμπαίζοντες «Ημείς μωροί διά Χριστόν…», ο.π., σσ. 10-11.

[8] Α΄ Πέτρ. 1, 16. Πρβλ. ΚΟΪΟΥ Ν., Επ’ ελευθερία εκλήθητε, Αυτονομία και Ετερότητα στην Ηθική, εκδ. Αθ. Σταμούλη, Αθήνα 2004, σσ. 136-137.

[9] Βλ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝ., Αγιολογία 1, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 25.

[10] Ο Eduard Williger στην εγασία του “Hagios” τοποθετεί τον φόβο του ανθρώπου απέναντι στο Θεό σε τρεις βαθμίδες και σημαίνει: α) δειλία απέναντι σε μία υπερφυσική δύναμη, β) φυσικό φόβο απέναντι στο μυθικό Θεό και γ) σεβασμό. Βλ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝ., Αγιολογία 1, ο.π., σ. 25.

[11] ΣΚΑΡΛΑΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ, Λεξικόν τῆς Ελληνικῆς Γλώσσας, ο.π., σ. 43.

[12] Βλ. ΠΑΣΧΟΥ Β. Π., Άγιοι, οι φίλοι του Θεού, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1997, σ. 30. Βλ.  επίσης, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝ., Αγιολογία 1, ο.π., σ. 26.

[13] Βλ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝ., Αγιολογία 1, ο.π., σσ. 26-27

[14] ΠΑΣΧΟΥ Β. Π., Άγιοι, οι φίλοι του Θεού, ο. π., σ. 30.

[15] Ο. π., σσ. 30-31.

[16] Βλ. LAMPE G.W.H., A Patristic Greek Lexicon, Oxford 1961, σ. 18. Βλ. επίσης, ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ Π., Η προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας, (μτφρ. Μ. Παπαζάχου – Δ. Τζέρπου), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1980, σ. 44.

[17] Βλ. ΤΣΑΜΗ Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 1999, σσ. 163-167.

[18] Βλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Όροι κατά πλάτος, προοίμ. 3, PG 31, 896B: «Όλως δε τρεις ταύτας ἐγώ διαφοράς της διαθέσεως προς την ἀπαραίτητον ἀνάγκην της υπακοής καθορώ. Ή γάρ φοβούμενοι τας κολάσεις ἐκκλίνομεν ἀπό του κακού και ἐσμεν ἐν τη διαθέση τη δουλική, ή τα ἐκ του μισθού κέρδη διώκοντες της ἐαυτών ἔνεκεν ωφελείας πληρούμεν τα προστάγματα και κατά τούτο προσεοίκαμεν τοίς μισθίοις, ή δι᾽ αυτό το καλόν και την προς τον δεδωκότα ημίν τον νόμον ἀγάπην, χαίροντες ότι ούτως ἐνδόξω και ἀγαθώ Θεώ δουλεύειν κατηξιώθημεν και ἐσμεν ούτως ἐν τη των υιών διαθέσει».

[19] Α΄ Ιω. 4, 16. Βλ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ Γ., Χριστιανική Ηθική, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 227.

[20] Α΄ Ιω. 4, 18. Πρβλ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, Έρωτας θείων ύμνων, SC 147 p.194, «φόβος γὰρ ἐν τῇ ἀγάπῃ οὐχ εὐρίσκεται οὐδ᾽ὅλως, οὐδέ πάλιν δίχα φόβο ἐν ψυχῄ καρποφορείται». Βλ. επίσης ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ Γ., Χριστιανική Ηθική, ο. π., σσ. 228-229.

[21] ΚΟΪΟΥ Ν., Επ’ ελευθερία εκλήθητε, Αυτονομία και Ετερότητα στην Ηθική, ο. π., σ. 138.

[22] Βλ. ΤΣΑΜΗ Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο. π., σσ. 168-176.

[23] Βλ. ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Εκατοντάς 1, 23, 29, 32, 35, 49, 60 (σσ. 46, 48-50, 53, 56), έκδ. J. Darrouzes, SC 51, Paris 1957, και 60, 53, 56∙ Λόγος 4, Περί μετανοίας και κατανύξεως… και ότι άνευ δακρύων αδύνατος εις καθαρότητα και απάθειαν ελάσαι τινά, SC 96, σσ. 312-372, έκδ. Β. Krivosheine, Paris 1963∙ Εκατοντάς 3, 8, 12, και 21 (σ. 82, 83 και 86). Ο Συμεών επικαλείται σχετικά τον Γρηγόριο Θεολόγο. Βλ. Λόγος 29 (3, σσ. 180-182) και ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 19, 7 PG 35, 1049D-1052A∙ Mme Lot-Borodine, «Le mystere du don des larmes dans l’ Orient Cretien, dans la vie spirituelle», Etudes et documents 48, 3 (1936) 65-110∙ HAUSHERR I., Penthos, la doctrine de la compunction dans l’ Orient Cretien, (Orient. Christ. Anal. 123), Roma 1944∙ ΦΥΤΡΑΚΗ Α., Ταῖς τῶν δακρύων ροαῖς, κλαυθμός τῶν μοναχῶν, Αθήνα 1945∙ A Monk of the Eastern Church, Orthodox Spirituality: An Outline of the Orthodox Ascetical and Mystical Tradition, London 1961, p. 47∙ MALONEY G., «Penthos and Apophatic Spirituality», John XXIII Lectures 1 (1966), p. 33-41. Πρβλ. ΤΣΑΜΗ Δ., Αγιολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο. π., σσ. 168-169.

[24] Περί του κατ’ εικόνα Βλ. ΚΑΛΑΝΤΖΑΚΗ Ε. ΣΤ., «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός», Ερμηνευτική ανάλυση των περί δημιουργίας διηγήσεων της Γενέσεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 231-285. Βλ. επίσης, ΖΗΣΗ ΘΕΟΔ. (πρωτοπρεσβυτέρου), Η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 67-74.

[25] «Άγιοι εισι πάντες, όσοι πίστιν ορθήν μετά βίου έχουσι· κάν σημεία μη εργάζωνται κάν δαίμονας μη εκβάλλωσιν, άγιοί εισιν». Βλ. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις Α’ Τιμ. Ομιλ. 14, 3, PG 62, 575. Εις Α’ Θεσ. Ομιλ. 4, 3, PG 62, 420. Βλ. επίσης, ΚΟΪΟΥ Ν., «Ήθος και Δόγμα στα έργα του Γ. Σωφρονίου», στον συλ. Τόμο: Γέροντας Σωφρόνιος ο Θεολόγος του Ακτίστου φωτός, Μ.Μ. Βατοπαιδίου, 2008, σσ. 204-208.