Η αμαρτία είναι μορφή αγάπης (1ο μέρος)

1 Οκτωβρίου 2013

Η αγάπη αποτελεί την αιτία της υπάρξεως των όντων και το κριτήριο της συμπεριφοράς τους. Σχετικά με το κριτήριο της συμπεριφοράς θυμίζουμε τη διδασκα­λία του αποστόλου Παύλου τη γνωστή ως ύμνο της αγάπης (Α΄ Κορ. 13, 1-13)·

Ωστόσο, η αγάπη ως κριτήριο συμπεριφοράς δεν αφορά μόνο την αγαθή συμπεριφορά αλλά και την αντίθετή της, δηλαδή την αμαρτία. Και πράγματι η αμαρτία είναι μορφή αγάπης. Δεν μπορεί δε να είναι τίποτε το διαφορετικό, μια και η αγάπη είναι, το ανώτερο.

catakomvi

Η αμαρτία, βέβαια, είναι μια μορφή αγάπης διά­στροφη. Η διαστροφή αυτή συνίσταται. στην αντιστροφή της αποκαλυμμένης, με την ενανθρώπηση, μορφής αγάπης, που λειτουργεί, στο σχήμα: κένωση, μετάβαση, πρόσληψη. Η αμαρτία α­ποτελεί μια μορφή ψευδοκενώσεως, που οδηγεί ανα­γκαστικά σε μια ιδιοτελή και καθόλου θετική και δη­μιουργική πρόσληψη. Αυτός που προσλαμβάνεται δεν αντικρίζεται ως πρόσωπο αλλά ως αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Με τον τρόπο όμως αυτό δεν δημιουργείται καμιά αληθινή κοινωνία, γιατί ο αντισυμβαλλόμενος ανακαλύπτει τελικά τη χρησιμοποίη­σή του και δεν διατίθεται να τη συνεχίσει. Έτσι τελι­κά η αμαρτωλή πρόσληψη καταπίπτει σε μια αυτοπρόσληψη που δεν οδηγεί, βέβαια, στην κοινωνία αλ­λά στη μόνωση. Αυτή η αναδίπλωση της αγάπης στον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή η αυταγάπη, δεν είναι άλ­λο παρά ο εγωισμός. Έτσι ενώ η φυσιολογική αγάπη οδηγεί στην κοινωνία και πλουτίζεται από αυτή, η αμαρτία αποτελεί στην ουσία της αντικοινωνική στά­ση και συμπεριφορά.

Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο εγω­ισμός στην απόλυτη μορφή του που περιγράφτηκε παραπάνω, δηλαδή στην καθολική άρνηση των πά­ντων, σπάνια κάνει την εμφάνισή του. Στην περίπτω­ση όμως που συμβαίνει αυτό, συντελεί στην αποδιοργάνωση της υπάρξεως, η οποία μπορεί να οδηγήσει τον αμαρτωλό ακόμα και σε αυτή την παραφροσύνη. Αλλά ο εγωισμός, και στην απόλυτη ακόμα μορφή του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ισοδύναμα αντίθετος της αγάπης αλλά παρουσία που αντιτίθεται στην α­γάπη μέχρις ενός ορισμένου ορίου. Γιατί αν ο εγωισμός ήταν το ισοδύναμα αντίθετο της αγάπης, τότε η ύπαρξη του εγωιστή, όπως είπαμε και προηγουμένως, θα μεταβαλλόταν σε ανυπαρξία. Το αδύνατο εξαφανίσεως του εγωιστή οφείλεται στην ίδια την ουσία του εγωισμού, που και στην πιο ακραιφνή του μορφή δεν παύει να είναι αγάπη, έστω και διάστροφη. Αυτό το ψήγμα αγάπης δίνει συνοχή στην ύπαρξη.

Η Κόλαση είναι αποτέλεσμα της αγάπης

Ότι η κόλαση είναι αποτέλεσμα της αγάπης γίνε­ται πιο δύσκολα παραδεκτό από την άποψη της προηγούμενης παραγράφου πως η αμαρτία εί­ναι μορφή αγάπης. Η βασική δυσκολία βρίσκεται στο γεγονός ότι στο νου των ανθρώπων η κόλαση έχει πάρει από παλιά μια συγκεκριμένη μορφή, πίσω από την οποία κυριαρχεί η ιδέα ενός Θεού που τιμωρεί. Από την αντίληψη αυτή ξεκίνησε μια αίρεση και δια­τυπώνεται μια απορία.

Η αίρεση είναι η λεγόμενη «αποκατάσταση των πάντων», δηλαδή η διατύπωση της πίστεως ότι τελικά τόσο οι αμαρτωλοί όσο και ο διάβολος θα λάβουν την άφεση των αμαρτιών τους από τον Θεό και θα επι­στρέψουν σε Αυτόν. Πίσω από τον ισχυρισμό αυτόν κρύβεται η αντίληψη ότι η κρίση του Θεού θα λει­τουργήσει ως ένα δικαστήριο όπου η κόλαση θα είναι ο τρομακτικός τόπος της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών, στον οποίο θα οδηγούνται με θρήνους και με μεταμέλεια. Με άλλα λόγια, η «αποκατάσταση των πάντων» διατυπώθηκε για να «περισώσει» την αντί­φαση ανάμεσα στην αγαθότητα και τη δικαιοσύνη του Θεού.

Η απορία πάλι που διατυπώνεται σχετικά με την κόλαση κινείται προς την ίδια περίπου κατεύθυνση, μόνο που η αφετηρία της βρίσκεται στην ανθρώπινη εμπειρία. Ιδιαίτερα σήμερα που έχει καταργηθεί η θανατική ποινή, είναι σε πολλούς αδιανόητο ότι είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που αμαρτάνει «εν χρόνω» να τιμωρείται αιώνια.

Οι παραπάνω αντιλήψεις για την κόλαση δεν είναι αδικαιολόγητες. Στην Εκκλησία μας, πολύ συχνά και για ποιμαντικούς λόγους, διδάχτηκε μια τέτοια αντί­ληψη για την κόλαση. Ωστόσο, ταυτόχρονα διδάχτη­κε, αλλά με χαμηλότερο τόνο της φωνής, ότι η πραγ­ματική κόλαση είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό.

Το όλο πρόβλημα ξεκινάει από το νόημα που δίνει κανείς στην αμαρτία. Αν είναι παράβαση εντολής, τότε εισέρχεται ο άνθρωπος σε μια νομική σχέση με τον Θεό, όπου τελικά η κόλαση για τον παραβάτη εί­ναι το φυσιολογικό επακόλουθο. Αν όμως η αμαρτία είναι ένα γεγονός που συμβαίνει στη διαπροσωπική σχέση, με άλλα λόγια ένας τραυματισμός της αγάπης, τότε η τιμωρία δεν είναι κάτι που έρχεται απ’ έξω, αλλά αποτελεί το φυσικό εσωτερικό επακόλουθο της αμαρτίας.

Στην περίπτωση όμως αυτή δεν είναι ο Θεός που τιμωρεί αλλά η παραχάραξη της αγάπης που ενέθεσε στο πλάσμα Του, αίτιος για την οποία είναι μόνο το ίδιο το πλάσμα, το οποίο, στην περίπτωση του ανθρώ­που, μπορεί να μετανοήσει. Τούτο σημαίνει ότι, αν τιμωρείται από την αμαρτία του, αποδέχεται την τι­μωρία. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή σε καθεμιά συ­γκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να λογίζεται ο Θεός ως ο αίτιος της τιμωρίας, εκτός πια αν αναχθεί η ερώτηση στην αιτία που δημιούργησε έτσι τα πλά­σματα, ώστε να τιμωρούνται τα ίδια από την παρα­χάραξη της αγάπης. Το ερώτημα όμως αυτό μετάγει το θέμα σε μια άλλη κατηγορία εννοιών, που δεν έχει στην παράγραφο αυτή θέση για να απαντηθεί.

Αλλά η αγάπη ως τιμωρία δεν λειτουργεί μόνο αρνητικά, δηλαδή ως αποτέλεσμα της παραφθοράς της, αλλά και θετικά, με την έννοια του πόνου που ασκεί στον αμαρτωλό η αμείωτη προσφορά σε αυτόν της αγάπης του Θεού.