Η καλλιέργεια του καπνού και η προοπτική της

12 Οκτωβρίου 2013
kapnos_up

Λεπτομέρεια από τον περίφημο πίνακα του χαράκτη Τάσσου (1914-1985), «Η καλλιέργεια του καπνού»

Η καπνοκαλλιέργεια στην Ελλάδα είναι δύσκολο, για πάρα πολλούς διαφορετικούς λόγους, να ξαναφτάσει στα υψηλά επίπεδα των προηγούμενων δεκαετιών. Είναι όμως σημαντικό να διατηρήσει και να αυξήσει, ελαφρά έστω, το σημερινό καλλιεργητικό και εμπορικό της μερίδιο.

Η παρουσία του καπνού και η εξέλιξη της καλλιέργειάς του υπήρξε επιβλητική στην ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας κατά το παρελθόν, απώτερο και σχετικά πρόσφατο. Έφτασε να καλλιεργείται σε 1 εκατ. στρέμματα, να αξιοποιεί αυχμηρά, πετρώδη, μέτριας γονιμότητας, επικλινή και λοφώδη εδάφη και να αποτελεί το πρώτο σε αξία εξαγωγών ελληνικό γεωργικό προϊόν. Η καλλιέργειά του συνέβαλε αποφασιστικά στην ομαλή αποκατάσταση ενός σημαντικού μέρους των προσφύγων μετά την μικρασιατική καταστροφή του 1922.

Ο ελληνικός καπνός έγινε ονομαστός εξαιτίας της ποιότητας ορισμένων από τις πολλές ποικιλίες καπνού Ανατολικού τύπου που καλλιεργήθηκαν (π.χ. μπασμάς) και ο αείμνηστος Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής για να σηματοδοτεί τη σημασία της καλλιέργειας για την εθνική οικονομία, πραγματοποιούσε τις συσκέψεις για τον καπνό στα γραφεία του Εθνικού Οργανισμού Καπνού και όχι στο πρωθυπουργικό γραφείο.

Η ουσιαστική αντίστροφη μέτρηση για την πορεία της καλλιέργειας και τη συρρίκνωσή της στα σημερινά 75-80.000 στρέμματα, άρχισε μετά την αναθεώρηση της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς του καπνού κατά την μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής το 2004 και την εφαρμογή του νέου καθεστώτος από την 1-1-2006.

Όπως είναι γνωστό, το νέο καθεστώς αποσυνέδεσε τις ενισχύσεις από την παραγωγή και ο παραγωγός είχε τη δυνατότητα να εισπράττει τις επιδοτήσεις χωρίς να έχει την υποχρέωση να καλλιεργεί και να παράγει καπνό. Με δεδομένο ότι η εμπορική αξία των καπνοφύλλων των περισσοτέρων καλλιεργουμένων ποικιλιών καπνού (ανατολικού και αμερικάνικου τύπου) ήταν μικρότερη από το κόστος παραγωγής, η καλλιέργεια υποχώρησε δραματικά από 500.000 στρέμματα το 2005 σε 70.000 στρέμματα από το 2006 και μετά. Δραματικά μειώθηκε αντίστοιχα και ο όγκος παραγωγής.

Σήμερα, η καλλιέργεια του καπνού έχει περιορισθεί στους νομούς Ροδόπης και Ξάνθης κυρίως και Αιτωλοακαρνανίας δευτερευόντως και αφορά δύο εκλεκτές ποικιλίες Ανατολικού τύπου, τον Μπασμά και την Σ-79 (ποικιλία Κατερίνης). Τα τελευταία 3 χρόνια άρχισε δειλά – δειλά η επανακαλλιέργεια της ποικιλίας Virginia (καπνός Αμερικάνικου τύπου) με πρωτοβουλία κυρίως της τριτοβάθμιας συνεταιριστικής οργάνωσης ΣΕΚΕ και κάποιων μεμονωμένων παραγωγών.

Οι προοπτικές της καπνοκαλλιέργειας στη χώρα μας είναι ζωντανές με περιορισμένο όμως ορίζοντα και σε περιορισμένο πλαίσιο.

Θα εξακολουθήσουν να καλλιεργούνται οι ποικιλίες Μπασμάς και Σ-79 στις ίδιες ή και λίγο μεγαλύτερες εκτάσεις και θα επανενταχθεί στην καλλιέργεια η ποικιλία Virginia, σε εκτάσεις όμως περιορισμένες σε σχέση με το παρελθόν. Το κλειδί της εξέλιξης αυτής θα είναι η συνεχής προσπάθεια για την παραγωγή καπνού εκλεκτής ποιότητας, απαραίτητου για τη συμμετοχή του στο χαρμάνι των πλέον ζητούμενων σήμερα από την παγκόσμια αγορά καπνιστικών προϊόντων, κυρίως τσιγάρων και καπνού πίπας.

Η δημιουργία τύπων καπνού κυρίως της ποικιλίας «Μπασμάς», με υψηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά, με υψηλή παραγωγικότητα, καλλιεργούμενοι σε ξηρικές συνθήκες και με άριστο προϊόν αποξήρανσης, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση της καλλιέργειας, με τη διατήρηση αλλά και την μικρή έστω βελτίωση των σημερινών επιδόσεων.

Μικρά, έστω, περιθώρια έχει και η παραγωγή βιολογικού καπνού, γι’ αυτό και η δυνατότητα αυτή πρέπει να διερευνηθεί σε συνεργασία με τους μεγάλους μεταποιητές καπνού και τις μεγάλες καπνοβιομηχανίες.

Καλύτερες προοπτικές μπορούν να δημιουργηθούν μόνο εφόσον η χώρα μας αποφασίσει να εντάξει ξανά την καλλιέργεια του καπνού σε καθεστώς συνδεδεμένης ενίσχυσης (σύνδεση των ενισχύσεων με την υποχρέωση παραγωγής), δυνατότητα που από ότι φαίνεται θα δίνει η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική που θα προσδιορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού για το χρονικό διάστημα 2014-2020. Στην περίπτωση αυτή είναι βέβαιον ότι θα αυξηθούν οι καλλιεργούμενες εκτάσεις και ο όγκος παραγωγής σε σχέση με σήμερα. Δεν θα φτάσουν ποτέ όμως στα περασμένα, «ένδοξα» επίπεδα.