Μυστηριακές Προϋποθέσεις της Άσκησης κατά τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά -1

31 Οκτωβρίου 2013

Μυστηριακές Προϋποθέσεις της Άσκησης

στη Θεολογία του αγ. Γρηγορίου του Παλαμά[1]

Στην προσπάθεια να «επανανακαλύψουν» τον πλούτο της ησυχαστικής θεολογίας και πνευματικότητας, οι σημερινοί ερευνητές συχνά επικεντρώνονται αποκλειστικά στην ασκητική και στη μυστηριακή διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου ως ουσιαστικό χαρακτηριστικό στοιχείο της θεολογίας του. Αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε απόλυτη απομάκρυνση και αποσύνδεση της ασκητικής και χαρισματικής εμπειρίας της νοεράς-καρδιακής προσευχής, του φωτισμού και της θέωσης από τη μυστηριακή και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Ο διαχωρισμός των βαθμών της πνευματικής ζωής –κάθαρση, φωτισμός και θέωση– από τη μυστηριακή και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας δημιουργεί ανυπέρβλητη διχοτομία, κατά την οποία ο μυστικισμός της ασκητικής ζωής θεωρείται «έξω» και «υπεράνω» του πληρώματος της χαρισματικής ζωής του εκκλησιαστικού σώματος.

grigorios-palamas

Ως αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης, ο μυστικισμός μεταβάλλεται σε «σύστημα» θεραπευτικής ασκητικής πρακτικής. Πιθανόν, λόγω αυτής της προσέγγισης σήμερα, οι προσπάθειες «αναζωπύρωσης» της ησυχαστικής πνευματικής παράδοσης είναι συχνά μονόπλευρες, οδηγούν σε «μηχανοποίηση» της άσκησης, και καταλήγουν σε μετατροπή της ησυχαστικής πνευματικότητας σε «μέθοδο» η σε «τεχνική» ψυχοθεραπείας, έχοντας ως σκοπό τη θέωση του ανθρώπου. Έτσι, αυτή η «μέθοδος» υποτάσσεται στις αρχές του χρησιμοθηρικού ιντιβιντουαλισμού. Σε σχέση με αυτά, στην εισήγηση θα εξεταστούν ορισμένες απόψεις της θεολογίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, οι οποίες δεικνύουν ότι η ησυχαστική άσκηση είναι χαρισματική έκφραση της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας ως κοινωνίας θεώσεως.

Στη βαθύτατή της δομή η παλαμική θεολογία είναι μυστηριακή και τοποθετεί την αλήθεια του εκκλησιαστικού τρόπου ύπαρξης ως την απόλυτη βάση κάθε θεολογικής σκέψης περί του ανθρώπου και της θέωσής του. Η ζωή της Εκκλησίας εκδηλώνεται στα Μυστήριά[2] της ως εκκλησιαστικούς τρόπους χαρισματικής μέθεξης στη διαλογική εσχατολογική συνάντηση του Θεού και του ανθρώπου στον «καινό τρόπο ύπαρξης» του Χριστού, στο πλαίσιο της αναστάσιμης κοινωνίας και της ζωής του εκκλησιαστικού σώματός Του. Για τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τα Μυστήρια είναι τρόποι μετάδοσης των αγαθών της οικονομίας του Χριστού μέσω της άκτιστης χάρης του Αγίου Πνεύματος, ώστε αυτά να αποτελούν τρόπους υποδοχής του χαρισματικού πλούτου της εν Χριστώ ζωής από τους πιστούς, ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος του Χριστού. Η θέωση του ανθρώπου δεν είναι «αυτόνομη», αλλά αποτελεί κατ’ εξοχήν μυστηριακό και εκκλησιολογικό γεγονός, επειδή η εσχατολογική αλήθεια για τον νέο και θεωμένο εν Χριστώ άνθρωπο αποκαλύπτεται στη συνάφεια της μυστηριακής οντολογίας της Εκκλησίας, και επιβεβαιώνεται εμπειρικά στον εκκλησιαστικό τρόπο ύπαρξης, δηλαδή στην Εκκλησία ως κοινωνία θεώσεως[3].

Σε αυτήν τη προοπτική, τα Μυστήρια είναι οι εκκλησιαστικοί τρόποι, ανάλογα με τους οποίους οι πιστοί απολαμβάνουν το δώρο της εν Χριστώ ζωής και τη χάρη της θέωσης. Ταυτόχρονα, τα Μυστήρια είναι κέντρο του προσωπικού υπαρξιακού-ασκητικού αγώνα των πιστών να πορεύονται σε αυτήν τη ζωή και να είναι μέτοχοι στο δώρο της θέωσης. Η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας είναι ένας υπαρξιακός χώρος, στον οποίο η άσκηση, ο φωτισμός και η θέωση αποκτούν το οντολογικό τους περιεχόμενο και εκκλησιολογικό νόημα, ως χαρισματικές δωρεές της μέθεξης στον καινό τρόπο ύπαρξης εν Χριστώ μέσω της άκτιστης χάρης του Πνεύματος.

Οι χαρισματικές εκδηλώσεις στην πνευματική ζωή των πιστών δεν είναι αυτόνομες από τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, αλλά αποτελούν καινές εκδηλώσεις η «επικαιρότητες» της χαρισματικής εκκλησιαστικής ζωής, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ιστορικής και υπαρξιακής κατάστασης, στην οποία ο άνθρωπος βιώνει τη δική του εκκλησιαστική υπόσταση. Επομένως, η εκκλησιολογία αποτελεί το αυθεντικό πλαίσιο και τη συνάφεια της ορθής θεολογικής ερμηνείας του θέματος της άσκησης και θέωσης, στην προοπτική μιας μυστηριακής οντολογίας, που αποκαλύπτεται στην Εκκλησία ως κοινωνία θεώσεως.

Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, η μυστηριακή οντολογία της Εκκλησίας έχει ως όρους της το Βάπτισμα και τη Θεία Ευχαριστία, επειδή αυτά τα δύο Μυστήρια είναι οι τρόποι, δια των οποίων μετέχουμε στη θεία χάρη ως δυναμική παρουσία του Χριστού και ως «ενσάρκωση» της οικονομίας της σωτηρίας στο χώρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Το Βάπτισμα είναι η είσοδος του ανθρώπου στην Εκκλησία του Χριστού και η αρχή της προσωπικής του μέθεξης στο μυστήριο της ανακαίνισης και της θέωσης[4]. Αυτό αποτελεί μυστηριακή αρχή της ζωής εν Χριστώ ως συγκεκριμένος εκκλησιολογικός τρόπος ύπαρξης –είναι αρχή της εκκλησιαστικής υπόστασης του ανθρώπου. Το Βάπτισμα είναι χαρισματικό γεγονός της οντολογικής αποκατάστασης και ανακαίνισης, δηλαδή είναι μία νέα γέννηση, αναγέννηση, του ανθρώπου εν Χριστώ μέσω της χάρης του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η χάρη αποκαλύπτει σε αυτόν τον νέο υπαρξιακό ορίζοντα της ελεύθερης συνεργασίας στο έργο της σωτηρίας και στη μετοχή της αιώνιας ζωής[5]. Στο Βάπτισμα, ο άνθρωπος αποκτά αναγεννημένη ύπαρξη και υπόσταση, ανάλογη με τον Χριστό («το κατά Χριστόν υποστήναι» με τα λόγια του αγίου Νικολάου του Καβάσιλα[6]), και ταυτόχρονα διαχέεται στον βαπτισμένο η μυστηριακή άκτιστη χάρη του Πνεύματος, η οποία ανακαινίζει όλες τις πλευρές της ανθρώπινης ψυχοσωματικής υπόστασης και ενδυναμώνει τις υπαρξιακές και ηθικές προσπάθειές του να αναπτυχθεί χαρισματικά στο δώρο της νέας εν Χριστώ ζωής.

Στο μυστήριο του Βαπτίσματος, ο άνθρωπος αποδέχεται το δώρο της νέας ζωής εν Χριστώ, καθώς και τις χαρισματικές δυνάμεις του Αγίου Πνεύματος, ώστε να προοδεύει και να αναπτύσσεται σε αυτήν τη ζωή. Αυτό το δώρο συνιστά τη μυστηριακή-ασκητική συνεργία της άσκησης στη ζωή της Εκκλησίας. Σε αυτήν την προοπτική, η ζωή εν Χριστώ προϋποθέτει προσωπικό ηθικό και ασκητικό αγώνα για τη διαφύλαξη του δώρου της ανακαίνισης και της θέωσης, καθώς και για την «επικαιρότητά» του με τρόπο χαρισματικό, στο χώρο της προσωπικής ύπαρξης. Αυτό, μάλιστα, δίνει βαθύ λειτουργικό νόημα στη θεολογία της άσκησης.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θέτει στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής και του ήθους τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία, ως προϋπόθεση συμμετοχής στο πλήρωμα της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας και της ενότητας[7]. Ο μέγας Ησυχαστής, ακολουθώντας αυτήν την αρχή, αιτιολογεί την αυθεντικότητα της δικής του θεολογίας στη γνωστή «Ομολογία πίστης» του:

«Στέργομεν πάσας τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις, εγγράφους τε και αγράφους, και προ πάντων την μυστικωτάτην τε και πανίερον τελετήν και κοινωνίαν και σύναξιν, παρ’ ης και ταις άλλαις τελεταίς η τελείωσις, καθ’ ην εις ανάμνησιν του κενώσαντος εαυτόν ακενώτως, και σάρκα λαβόντος και παθόντος υπέρ ημών, κατά την θεσπεσίαν εκείνου παραγγελίαν και αυτουργίαν, τα θειότατα ιερουργείται και θεωρείται, ο άρτος και το ποτήριον· και αυτό το ζωαρχικόν εκείνο τελείται σώμα και αίμα· και την απόρρητον αυτών μετουσίαν και κοινωνίαν τοις ευαγώς προσιούσι χαρίζεται»[8].

Η Θεία Ευχαριστία αποκαλύπτει την οντολογική αλήθεια του καινού εν Χριστώ ανθρώπου και αποτελεί τόπο και τρόπο της αυθεντικής θέωσης και χριστοποίησης του ανθρώπου, χαρισματικός καρπός της ένωσης με το θεούμενο σώμα του Χριστού, την πηγή της άκτιστης θεοποιού χάρης. Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας είναι ο εκκλησιαστικός τρόπος μετοχής στην υποστατική θεούμενη ανθρώπινη φύση του Χριστού, η οποία εμφορείται από άκτιστη θεία ενέργεια.

Μέσω αυτής της ενέργειας η ανθρώπινη φύση μπορεί να μετέχει της θείας φύσης, δηλαδή να μετέχει στη θεία ζωή. Μάλιστα, σε αυτήν τη μυστηριακή προοπτική επικεντρώνεται η διδασκαλία για τη μέθεξη των ακτίστων ενεργειών. Εφ’ όσον «ότι εν αυτώ [Χριστώ] κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9), η ευχαριστιακή μέθεξη του δικού του σώματος είναι πραγματικά μέθεξη στην άκτιστη χάρη και ενέργεια του Χριστού μέσω του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το γεγονός, μάλιστα, κάνει τη Θεία Ευχαριστία τόπο και τρόπο της θέωσης του Χριστού. Ο Παλαμάς αναφέρει, συγκεκριμένα:

«Αλλ’ ω θαύματος ουδεμίαν απολείποντος υπερβολήν, και αυταίς ταις ανθρωπίναις υποστάσεσιν ενούται, των πιστευόντων εκάστω συνανακιρνών εαυτόν δια της του αγίου σώματος αυτού μεταλήψεως, και σύσσωμος ημίν γίνεται και ναόν της όλης θεότητας ημάς απεργάζεται…»[9].

[Συνεχίζεται]

1. Αυτή η εισήγηση είναι μέρος μιας μεγαλύτερης έρευνας, αφιερωμένης στις μυστηριακές-εκκλησιολογικές προϋποθέσεις της άσκησης και της θέωσης στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
2. Βλ. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία της θείας Λειτουργίας, 39, 1.
3. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Αποδεικτικός λόγος, 2, 78.
4. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 16 (PG 151, 216 А).
5. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 51, 3.
6. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Περί της ζωής εν Χριστώ, 1, 12.
7. Βλ. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ ησυχαζόντων 3, 1, 5 (εκδ. Π. Χρήστου, τ. А , σ. 619).
8. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομολογία της ορθοδόξου πίστεως, PG 151, 766D-767A.
9. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ ησυχαζόντων 1, 3, 38 (εκδ. Π. Χρήστου, τ. А , σ. 449).