Ιωάννης Φιλόπονος, Χρόνος και Κόσμος

11 Νοεμβρίου 2013

hronos-theodosiou_UP

Η σημασία του παρατηρητή στην αντίληψη του χρόνου έχει επισημανθεί από τον Βυζαντινό λόγιο, φιλόσοφο και φυσικό Ιωάννη Φιλόπονο (6ος αιώνας). Σύμφωνα με τον Φιλόπονο η αντίληψη του χρόνου από τον άνθρωπο είναι συνάρτηση της μέτρησης της κίνησης των ουρανίων σωμάτων. Αντιστοίχως, στην Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον χρόνο σε σχέση με τα συστήματα συντεταγμένων αναφοράς, ενώ στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας γίνεται λόγος περί χωροχρόνου, ο οποίος καμπυλώνεται ανάλογα προς τη μάζα.

Το παρόν άρθρο, συνέταξαν οι Κωνσταντίνος Καλαχάνης, Ευστράτιος Θεοδοσίου, Ευαγγελία Πάνου, Βασίλειος Μανιμάνης (Τομέας Αστροφυσικής – Αστρονομίας -Μηχανικής, Τμήμα Φυσικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών). 

Ο μονοφυσίτης λόγιος Ιωάννης ο Φιλόπονος ή Γραμματικός ήταν Χριστιανός εκκλησιαστικός συγγραφέας, φιλόσοφος, γραμματικός, μαθηματικός, φυσικός, αστρονόμος και ένας από τους πιο διακεκριμένους επιστήμονες του πρώτου μισού του 6ου αιώνα στο Βυζάντιο. Ο Ιωάννης, μια μεγάλη φιλοσοφική και πνευματική διάνοια του Βυζαντίου, επονομάστηκε Φιλόπονος, που κυριολεκτικά στην ελληνική γλώσσα σημαίνει ο εραστής του κόπου, λόγω της συνεχούς ενασχόλησής του με την κοπιώδη μελέτη των βιβλίων και της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, πιθανότατα να ονομάστηκε Φιλόπονος επειδή ανήκε στην αίρεση των φιλοπόνων μονοφυσιτών (Θεοδοσίου, Ε. και Δανέζης, Ε, 2010, 185). Είναι επίσης γνωστός ως ο Ιωάννης της Αλεξανδρείας, επειδή σπούδασε στη Σχολή της Αλεξάνδρειας, κοντά στον νεοπλατωνικό φιλόσοφος Αμμώνιο.

Ως φιλόσοφος θεωρείται ένας από τους κυριότερους υπέρμαχους των χριστιανικών δογμάτων για τον σύμπαντα κόσμο και πολέμιος των αντίστοιχων αριστοτελικών δοξασιών. Πράγματι, σύμφωνα με τον Μανώλη Καρτσωνάκη: Ήγειρε ενστάσεις σε καίρια σημεία των αριστοτελικών αρχών για τη φύση όπου η χριστιανική του παιδεία συναρμοσμένη με τον νεοπλατωνικό προσανατολισμό της αλεξανδρινής Σχολής που φοιτούσε συγκρουόταν με το αριστοτελικό πρότυπο (Ξάνθη, 2005, σελ. 117).

Η ζωή, η πνευματική σταδιοδρομία και το έργο του Φιλόπονου συνδέονται πολύ με την πόλη της Αλεξάνδρειας και την Αλεξανδρινή Νεοπλατωνική Σχολή της, αφού για πολλά χρόνια χρημάτισε, όπως ήδη αναφέραμε, μαθητής του νεοπλατωνικού φιλόσοφου Αμμώνιου, ο οποίος ήταν μαθητής του Πρόκλου στην Αθήνα και στη συνέχεια ηγήθηκε της Σχολής της Αλεξάνδρειας. Μολονότι η αριστοτελική – νεοπλατωνική παράδοση ήταν η πηγή των πνευματικών ανησυχιών του, ο Ιωάννης, βαθύς γνώστης των έργων του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, ήταν ο πρωτοπόρος φιλόσοφος, ο οποίος τελικά απομακρύνθηκε από αυτή την παράδοση και προλείανε μέρος του δρόμου που οδήγησε στις νέες προσεγγίσεις των φυσικών επιστημών. Θεωρείται από τους εκπροσώπους του χριστιανικού Αριστοτελισμού. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στις φυσικές επιστήμες του Μεσαίωνα, κυρίως σε επιστήμονες και λογίους του βεληνεκούς του Ζαν Μπουριντάν (Jean Buridan de Bethune, 14th c.), του Νικόλ Ντ’ Ορέμ (Nicol d’Oresme, 1323-1382), του Νικόλαου Κουζάνου (Nicolaus Cusanus, 1401-1464), του Γιοχάνες Κέπλερ (Johannes Kepler, 1571-1630), του Γκαλιλέο Γκαλιλέι (Galileo Galilei, 1564-1642) κ.ά. (Θεοδοσίου, E., 2007, σελ. 201-207, 255, 283)

Ο Ιωάννης ο Φιλόπονος ασχολήθηκε με σειρά θεμάτων, όπως γραμματική, λογική, μαθηματικά, φυσική, ψυχολογία, κοσμολογία, αστρονομία και θεολογία. Μολονότι η φήμη του δημιουργήθηκε κυρίως μέσα από τα σχόλιά του στις εργασίες του Αριστοτέλη, ωστόσο στόχευε στην ενδεχόμενη απελευθέρωση της φυσικής φιλοσοφίας από τον περισταλτικό μανδύα του Αριστοτελισμού, την οποία προσπάθησε να εναρμονίσει με τη χριστιανική διδασκαλία

Χρόνος και κόσμος

Η μελέτη του Φιλοπόνου αναφορικά με τον χρόνο εκκινεί από την παραδοχή της άρρηκτης σύνδεσής του με την ύπαρξη του κόσμου. Γράφει χαρακτηριστικά ο Φιλόπονος, ότι ο χρόνος μετ’ ουρανού γέγονεν (Ι. Φιλόπονος 1899: 115, 17), υπογραμμίζοντας έτσι την παράλληλη με τον κόσμο ύπαρξή του. Κατά συνέπεια, οι φυσικές διεργασίες που συντελούνται στον κόσμο θα λαμβάνουν πάντα χώρα εν χρόνω (Ι. Φιλόπονος 1888: 867, 22). Εφόσον όμως είναι δεκτή η ταυτόχρονη ύπαρξη κόσμου και χρόνου με τον κόσμο παράλληλα να έχει δημιουργηθεί εκ του μη όντος (ex nihilo) ως αποτέλεσμα της θεϊκής δραστηριότητος (Ι. Φιλόπονος 1899: 343, 6-9), τότε αντιστοίχως και η δημιουργία του χρόνου πρέπει να αποδοθεί στον Θεό. Επομένως, δεν δύναται να γίνει λόγος περί υπάρξεως του χρόνου δίχως να έχει δημιουργηθεί ο κόσμος.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η αποδοχή της συγχρόνου υπάρξεως χρόνου και κόσμου δεν αποτελεί πρωτότυπη διδασκαλία του Φιλοπόνου, αλλά έχει αποτελέσει θέμα μελέτης των Πατέρων της Εκκλησίας στην περιοχή της χριστιανικής διανοήσεως, όπου σαφώς υποστηρίζεται η ταυτόχρονη παρουσία χρόνου και κόσμου. Ειδικότερα, τονίζεται στο έργο του Μ. Βασιλείου, ότι ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο αχρόνως (Μ. Βασίλειος, 1968, 1, 6, 29). Αν όμως η δημιουργία λαμβάνει χώρα δίχως να προϋποτίθεται η ύπαρξη του χρόνου, τότε ο χρόνος γεννάται μαζί με το Σύμπαν, εξού και ορίζεται από τον χριστιανό διανοητή ως συμφυής με τον κόσμο (Μ. Βασίλειος, 1968, 1, 5, 20). Εντός του ιδίου πλαισίου, ο Αυγουστίνος υπεστήριζε ότι ο χρόνος και οι αιώνες είναι αποτελέσματα της δημιουργίας του κόσμου από τον Θεό. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι η ενότητα της υπάρξεως του χρόνου και του κόσμου έχει πλέον καταστεί αποδεκτή και τους κόλπους της φυσικής επιστήμης, όπου ρητώς γίνεται λόγος περί «χωροχρόνου’, βάσει του οποίου προσδιορίζεται χρονικώς και χωρικώς ένα γεγονός (Δανέζη,. Ε. και Θεοδοσίου, Ε., 1999: τόμ. Α΄, σελ. 77).

Η σχέση μεταξύ του χρόνου και του κόσμου πέραν της εκ μη όντος δημιουργίας, έχει, τόσο κατά τον Φιλόπονο, όσο και για τη σύγχρονη Φυσική και μία άλλη παράμετρο, αυτή της περιφοράς των ουρανίων σωμάτων, βάσει της οποίας προσδιορίζεται ο χρόνος (Ι. Φιλόπονος, 1897, 8, 15). Ο Φιλόπονος στο έργο του θεωρεί την κίνηση ως συνυφασμένη και με τον χρόνο, καθώς συμφώνως προς τη διατύπωσή του πάσα κίνησις εν χρόνω (Ι. Φιλόπονος, 1888, 869, 34). Παρά το γεγονός ωστόσο ότι ο Φιλόπονος συνδέει στο έργο του τον χρόνο με την κίνηση, εντούτοις δεν προβαίνει στην ταύτισή τους, παρά μόνο επισημαίνει ότι ο χρόνος αποτελεί τρόπο ορισμού της κινήσεως (Ι. Φιλόπονος, 1888, 711, 14-16). Κατά συνέπεια, τόσο ο χρόνος όσο και ο κόσμος απλώς αντιμετρούνται υπ’ αλλήλων (Ι. Φιλόπονος, 1888, 783,,4), γεγονός που δηλοί όχι μόνο την παράλληλη ύπαρξή τους, αλλά και τη δυνατότητα του ενός μέσω της μετρήσεως να ορίζει τον άλλο. Ως εκ τούτου καταλήγει ο Φιλόπονος στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα ο χρόνος αποτελεί αριθμόν κινήσεως (Ι. Φιλόπονος, 1888, 723,14-17), υιοθετώντας εξ’ ολοκλήρου την αριστοτελική διδασκαλία, στο πλαίσιο της οποίας επισημαίνεται ότι ο χρόνος είναι αριθμός της κινήσεως (Αριστοτέλης, 1950, 251b, 12).

Ο Φιλόπονος ορίζει τον χρόνο ως μέτρον κινήσεως των ουρανίων σωμάτων, ή απλούστερα ως μέτρον κινήσεως. Άρα η κίνηση δεν ορίζεται ως χρόνος, αλλά αντιθέτως αποτελεί χαρακτηριστικό του υποκείμενο στη μέτρηση. Η τοποθέτηση αυτή του Φιλοπόνου ασφαλώς περιγράφει τον τρόπο δια του οποίου ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη ροή του χρόνου, την ημέρα, τη νύχτα, καθώς και την εναλλαγή των εποχών του έτους. Η καταγραφή όλων αυτών των φαινομένων, η οποία και συνιστά αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως χρόνο, βασίζεται στην κίνηση (περιστροφή) της Γης γύρω από τον άξονά της και την περιφορά της γύρω από τον Ήλιο.

Σαν συμπέρασμα, από τα γραφόμενα του Φιλοπόνου περί χρόνου, ο μελετητής του έργου του θα πρέπει να έχει κατά νου αφενός την παράλληλη ύπαρξη του χρόνου με τον κόσμο και αφετέρου τη δυνατότητα ορισμού του βάσει της κινήσεως των ουρανίων σωμάτων. Επομένως, η παρατήρηση της Σελήνης, του Ηλίου αλλά των και πλανητών του ηλιακού μας συστήματος, καθιστά αντιληπτό από τον άνθρωπο τον χρόνο.

 Παρατήρηση: Το παρόν άρθρο (μαζί με τις συνέχειές του που θα ακολουθήσουν τις επόμενες μέρες) έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό Physics News της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών (τεύχος 4)