Το επισιτιστικό πρόβλημα στον πλανήτη: μια άλυτη εξίσωση

27 Νοεμβρίου 2013

epitistiko_UPΤο πρόβλημα της διατροφής του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ιδιαίτερα οξύ και καθημερινά οξύνεται περισσότερο, εξαιτίας του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού της γης τον οποίο δε μπορεί να παρακολουθήσει η αύξηση του συνολικού όγκου παραγωγής των βασικών αγροτικών προϊόντων.

Ο πληθυσμός της γης στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών αυξάνει με ταχύτατο ρυθμό. Από το σχ.1 μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στις αρχές της χριστιανικής εποχής ο πληθυσμός της γης αριθμούσε περίπου 250 εκατομμύρια άτομα, διπλασιάστηκε το 1650 φθάνοντας τα 500 εκατομμύρια και το 1850 αριθμούσε 1 δισεκατομμύριο. Εκατό χρόνια αργότερα, το 1950, ο αριθμός αυτός υπερέβαινε τα 2,5 δισεκατομμύρια άτομα και σε διάστημα 50 χρόνων αυξήθηκε σε 6 δισεκατομμύρια περίπου, ενώ οι προοπτικές για το 2050 είναι να ανέλθει σε 8-12 δισεκατομμύρια. Από την περιφερειακή κατανομή του πληθυσμού φαίνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό βρίσκεται στις ασιατικές χώρες (Πιν. 1).

episitist_02

Πίνακας 1. Περιφερειακή κατανομή πληθυσμού (FAO, 2012).

Ειδικότερα, το 98% της αύξησης του πληθυσμού εντοπίζεται στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Το ποσοστό της πληθυσμιακής αύξησης έφθασε στο ανώτερο σημείο του μεταξύ 1965-1970, με ετήσια αύξηση 2,1%, ενώ στη συνέχεια παρατηρήθηκε σταθεροποίηση με ετήσια αύξηση 1,7%. Στο διάστημα 2005-2010 συνεχίστηκε η υποχώρηση της αύξησης στο 1,3% και μετά το 2020 η αύξηση υπολογίζεται σε 1% ετησίως (Πιν. 2).

Έτος

Πληθυσμός της γης

Αύξηση %

1950

2.518.636.000

1960

3.021.474.000

16,6

1970

3.692.499.000

18,2

1980

4.434.675.000

16,7

1990

5.263.586.000

15,7

2000

6.070.585.000

13,3

2010

6.830.281.000

11,1

2020

7.540.229.000

9,4

2030

8.130.143.000

7,2

2040

8.593.590.000

5,4

2050

8.918.728.000

3,6

Πίνακας 2. Παγκόσμια πληθυσμιακή αύξηση (FAO, 2012).

Η τάση αυτή οφείλεται στον έλεγχο των γεννήσεων (μείωση μέσου αριθμού παιδιών κάθε γυναίκας από 6 σε 3), στη διάδοση των μεθόδων αντισύλληψης, στην ιατρική μέριμνα και στις πολιτισμικές αλλαγές. Παρά τη σημειούμενη μείωση προστίθενται στον πλανήτη μας 94 εκατομμύρια άνθρωποι κάθε χρόνο ή 250.000 κάθε ημέρα.

episitist_01 Σχ. 1 Αύξηση πληθυσμού διεθνώς (FAO, 2012).

Από τα 131 δισεκατομμύρια στρέμματα της χερσαίας επιφάνειας της γης καλλιεργούνται μόνο τα 14 δισεκατομμύρια στρέμματα που αντιστοιχούν σε ποσοστό 11% της συνολικής έκτασης. Χαρακτηριστικό των καλλιεργούμενων εκτάσεων είναι η δυσανάλογη κατανομή τους σε σχέση με την κατανομή του πληθυσμού της γης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Ασία όπου κατοικεί το 56% του παγκόσμιου πληθυσμού, η καλλιεργούμενη έκταση αντιπροσωπεύει το 31% της συνολικά καλλιεργούμενης έκτασης.

Μεγάλες διαφορές παρατηρούνται στην καλλιεργούμενη έκταση που αντιστοιχεί κατ’ άτομο στα επί μέρους γεωγραφικά διαμερίσματα και στις διάφορες χώρες, αλλά και στο ποσοστό των καλλιεργούμενων εκτάσεων στις διάφορες χώρες σε σχέση με τη συνολική επιφάνειά τους. Στην Ινδία το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 49%, στη Νορβηγία 35%, στη Δανία 62 %, στη Γαλλία 54%, στη Γερμανία 49%, στην Ιταλία 51% και στην Ελλάδα 41%.

Για να συντηρηθεί ένα άτομο χρειάζεται να παίρνει με την τροφή του ένα ελάχιστο ποσό ενέργειας (περίπου 2.200 θερμίδες) και ένα ελάχιστο ποσό πρωτεϊνών (περίπου 70 γραμμάρια) ημερησίως. Με προϊόντα φυτικής προέλευσης καλύπτονται σήμερα κατά 84% οι ανάγκες σε ενέργεια και κατά 65% οι ανάγκες σε πρωτεΐνες του συνολικού πληθυσμού της γης.

Οι υπόλοιπες ανάγκες καλύπτονται από τροφές ζωικής προέλευσης, δηλαδή έμμεσα από τη φυτική παραγωγή, αφού η διατροφή των ζώων βασίζεται και αυτή σε ζωοτροφές φυτικής προέλευσης. Οι καρποί των σιτηρών (αραβόσιτος, κριθάρι, σόργο, σιτάρι, σίκαλη και βρώμη) και των ψυχανθών (σόγια, βίκος, κτηνοτροφικά μπιζέλια και κουκιά κ.ά.) ρίζες (κτηνοτροφικά τεύτλα, πατάτες, μανιόκα), χορτοδοτικά φυτά (μηδική, τριφύλλια, σόργο, κεχρί, χορτολιβαδικά φυτά), αλλά και υποπροϊόντα που παράγονται κατά τη διαδικασία παραλαβής των κύριων προϊόντων, όπως η βαμβακόπιτα (υπόλειμμα κατά την εξαγωγή λαδιού από το βαμβακόσπορο), τα πίτυρα (από την αλευροποίηση των σιτηρών), ο πλακούντας των ζαχαρότευτλων (από την παραλαβή της ζάχαρης), αποτελούν υψηλής ποιότητας ζωοτροφές.

Η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων αυξάνεται διαρκώς. Σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών το 1970 η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων αντιστοιχούσε σε 2.360 θερμίδες κατά κεφαλή ημερησίως, το 1990 έφτασε τις 2.740 θερμίδες και σύμφωνα με αισιόδοξες προβλέψεις θα συνεχιστεί η αυξανόμενη προσφορά σε τρόφιμα. Χρησιμοποιώντας τα επιτεύγματα της σύγχρονης έρευνας η παγκόσμια γεωργική παραγωγή έχει καταφέρει να ανταποκριθεί στις ανθρώπινες διατροφικές ανάγκες.

Όμως παραμένει το τεράστιο πρόβλημα της άνισης κατανομής της παραγωγής αυτής, με αποτέλεσμα περίπου το 20 % του πληθυσμού στις αναπτυσσόμενες χώρες να υποφέρει από χρόνιο υποσιτισμό.

Ο Thomas Robert Malthus στη μελέτη του Δοκίμιο για την αρχή του πληθυσμού (1798) διαπίστωσε ότι ο πληθυσμός της γης αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο (διπλασιάζεται κάθε 25 χρόνια), ενώ η παραγωγή των μέσων διατροφής του πληθυσμού αυξάνεται με αριθμητική πρόοδο. Ως άμεση συνέπεια του υπερπληθυσμού η έλλειψη τροφίμων, έκανε ορατό το φάσμα της πείνας για την ανθρωπότητα. Οι δυσοίωνες αυτές προβλέψεις δεν επαληθεύθηκαν, κυρίως γιατί ο Malthus είχε υποεκτιμήσει την αύξηση της παραγωγικότητας που επήλθε ως συνέπεια της εκμηχάνισης της γεωργίας, των νέων μεθόδων καλλιέργειας, των νέων αποδοτικότερων ποικιλιών, αλλά και των νέων μεθόδων που αναπτύχθηκαν για τη συντήρηση, αποθήκευση και μεταφορά των προϊόντων.

Παρά την αυξανόμενη τάση στην παγκόσμια παραγωγή τροφίμων, διαπιστώνεται η άνιση κατανομή τους στις διάφορες χώρες του κόσμου. Στις αναπτυγμένες χώρες ο κίνδυνος έλλειψης τροφίμων είναι μηδαμινός για το άμεσο μέλλον. Στις χώρες αυτές ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι περιορισμένος, η παραγωγή γεωργικών προϊόντων συνεχώς αυξάνει, γεγονός που αντανακλά στην αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, ενώ παροδική έλλειψη σε ορισμένα τρόφιμα μπορεί να αντιμετωπιστεί με εισαγωγές. Στις αναπτυσσόμενες περιοχές της γης, η σημειούμενη αύξηση της παραγωγής διατροφικών προϊόντων υπολείπεται σε σημαντικό βαθμό σε σχέση με την αύξηση του πληθυσμού, με άμεση συνέπεια την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, την έλλειψη τροφίμων, τον υποσιτισμό μεγάλου μέρους του πληθυσμού και μελλοντικά την περαιτέρω όξυνση του προβλήματος της πείνας.

Για την αντιμετώπιση του παγκόσμιου επισιτιστικού προβλήματος έχουν μελετηθεί και προταθεί διάφορες λύσεις. Ας δούμε τις πιο σημαντικές.

α) Δυνατότητες αύξησης των καλλιεργούμενων εκτάσεων

Από την συνολική χερσαία επιφάνεια της γης καλλιεργούνται μόνο 14 δισεκατομμύρια στρέμματα και χρησιμοποιούνται για βοσκές ακόμα 26 δισεκατομμύρια στρέμματα, 11% και 20 % αντίστοιχα, ενώ το υπόλοιπο 69% της επιφάνειας της γης παράγει ελάχιστα ή καθόλου τρόφιμα. Οι παγκόσμια καλλιεργούμενες εκτάσεις δύσκολα μπορούν να αυξηθούν εξαιτίας απαγορευτικών κλιματολογικών παραγόντων (ψύχος, ξηρασία) αλλά και μεγάλων επενδύσεων που απαιτούνται για να αποδοθούν στην καλλιέργεια. Επέκταση της καλλιεργούμενης γης είναι δυνατή, όμως επειδή τα νέα εδάφη βρίσκονται σε τροπικές, ξηρές, ημίξηρες ή ελώδεις περιοχές, απαιτούνται μεγάλα και δαπανηρά έργα υποδομής, όπως εκχερσώσεις, αποστραγγίσεις, ή αρδεύσεις, ώστε τα εδάφη να γίνουν παραγωγικά.

β) Αύξηση της παραγωγικότητας των καλλιεργειών

Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι δυνατή με την εφαρμογή μεθόδων της σύγχρονης τεχνολογίας για την πιο αποδοτική εκμετάλλευση της γης. Η υιοθέτηση νέων μεθόδων και η βελτίωση των χρησιμοποιούμενων τεχνικών παράλληλα με την εκπαίδευση των αγροτών μπορεί να αυξήσει την παραγωγή των διατροφικών προϊόντων, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ειδικότερα, η αύξηση της εδαφικής γονιμότητας με τη χρήση λιπασμάτων, η εκμηχάνιση της παραγωγής, η εισαγωγή νέων καλλιεργητικών τεχνικών, η χρησιμοποίηση νέων βελτιωμένων πιο παραγωγικών ποικιλιών, η αντιμετώπιση εχθρών και ασθενειών με προϊόντα φυτοπροστασίας, η μεταφορά και η ασφαλής αποθήκευση των προϊόντων, αποτελούν μερικές από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την αύξηση της παραγωγής τροφίμων. Άλλωστε, όλα τα παραπάνω ήταν εκείνα τα στοιχεία που δημιούργησαν την περίφημη «πράσινη επανάσταση» στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Προσωρινή λύση σε ειδικές περιπτώσεις οξύτατου επισιτιστικού προβλήματος δίνεται με την παροχή βοήθειας σε τρόφιμα από τις αναπτυγμένες προς τις αναπτυσσόμενες χώρες. Η λύση αυτή επιλέγεται σε ειδικές περιπτώσεις, με αποθηκευμένα πλεονάσματα τροφίμων και δεν καλύπτει σε καμιά περίπτωση το σύνολο των διατροφικών αναγκών των αναπτυσσόμενων χωρών.

Η γεωργία είχε και εξακολουθεί να έχει πρωταρχική θέση τόσο ως τομέας οικονομικής δραστηριότητας όσο και ως παράγοντας διατήρησης της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής του πληθυσμού μιας περιοχής. Η γεωργική παραγωγή (πρωτογενής τομέας) συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στη διαμόρφωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος μιας χώρας, απασχολεί μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, κατέχει τμήμα των εξαγωγών, ενώ παράλληλα δημιουργεί προϋποθέσεις ανάπτυξης σε σημαντικό αριθμό άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων και ιδιαίτερα της μεταποίησης (βιομηχανία τροφίμων και ποτών, κλωστοϋφαντουργία, επεξεργασία καπνού κλπ).

Η κοινωνική διάσταση του γεωργικού τομέα αφορά την εξασφάλιση του γεωργικού εισοδήματος, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του αγροτικού πληθυσμού, την ανάδειξη της υπαίθρου και την προστασία των ηθών, των εθίμων και των μνημείων της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Μία επιπλέον διάσταση, η ηθική διάσταση, μπορεί να προστεθεί στην έννοια της γεωργικής παραγωγής και του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου των αγροτικών προϊόντων. Πρόκειται για τον προσδιορισμό ανταποδοτικών τιμών για τα αγροτικά προϊόντα, τιμών που θα επιτρέπουν στις αγροτικές οικογένειες των αναπτυσσόμενων χωρών να καλύψουν τις ζωτικές ανάγκες τους και να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης και ευημερίας τους. Στις διεθνείς συναλλαγές, η διάσταση αυτή ονομάζεται «δίκαιο εμπόριο» (fair trade) και στηρίζεται σε διαφορετική προσέγγιση από εκείνη που αφορά αποκλειστικά τη σχέση μεταξύ προσφοράς – ζήτησης στη διαμόρφωση των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Στην περίπτωση αυτή οι καταναλωτές καλούνται να πληρώσουν υψηλότερο κόστος, όμως με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η πρόσβαση στην αγορά των μη προνομιούχων παραγωγών, παρέχεται διάρκεια στην εμπορική σχέση και ενισχύεται η συνέχεια της γεωργικής παραγωγής στις περιοχές αυτές.