Άγ, Συμεών Θεσσαλονίκης, ένας ακλόνητος ιεράρχης

1 Δεκεμβρίου 2013

Καθώς ολοκληρώθηκε το τμήμα εκείνο της μελέτης του αρχιμ. Νικ. Ιωαννίδη, που αφορούσε τη συνεισφορά του αγ. Νικολάου Καβάσιλα στη βυζαντινή λειτουργική θεολογία, εισερχόμαστε πλέον στο τμήμα εκείνο που αναφέρεται στην αντίστοιχη προσφορά του αγ. Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

2. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης

α) Βιογραφικά στοιχεία

Για το βίο του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Συμεών μέχρι πριν από τρεις δεκαετίες περίπου ελαχιστα γνωρίζαμε. Σήμερα όμως, μετα την έρευνα και δημοσίευση αρκετών μελετών και κυρίως την έκδοση ανεκδότων έργων του, έχουμε αρκετές πληροφορίες, που φωτίζουν το βίο, την προσωπικότητα και το έργο του[94].

symeon_arxiepiskopos_thessalonikis

Ο Συμεών γεννήθηκε κατα το δεύτερο ημισυ του ΙΔ’ αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό προκύπτει από το υμνογραφικό του έργο προς τιμήν δύο Κωνσταντινουπολιτών αγίων: την ακολουθία προς τιμήν του αγίου Συμεών του Μεταφραστού, στην οποία αποκαλεί τον άγιο Συμεών «συμπατριώτην και συνώνυμόν» του, καθώς επίσης και από την ακροστιχίδα του κανόνα του στον άγιο Στέφανο τον Νέο, όπου τον αποκαλεί «συμπολίτην» του[95]. Η οικογενειακή του καταγωγή είναι άγνωστη.

Από το συγγραφικό έργο του φαίνεται ότι έτυχε επιμελημένης εκπαίδευσης, κυρίως θεολογικής, αφού είναι άριστος γνώστης τόσο της Αγίας Γραφής όσο και της πατερικής διδασκαλίας. Πιθανότατα εκάρη μοναχός σε νεαρή ηλικία και έζησε και μορφώθηκε μοναχικά στη μονή των αδελφών Καλλίστου και Ιγνατίου Ξανθοπούλων στην Κωνσταντινούπολη[96], όπου θα απολάμβανε ασφαλώς τη λειτουργική προσευχή που τόσο αγαπούσε, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα λειτουργικά του συγγράμματα. Όντας ιερομόναχος και υπηρετώντας στην Κωνσταντινούπολη ως ιεροκήρυκας και πνευματικός, Ίσως και στην πατριαρχική αυλή, εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και ενθρονίζεται σ’ αυτή μεταξύ των ετών 1416 – 17[97].

Στη Θεσσαλονίκη ανέπτυξε πλούσια ποιμαντική, εθνική και συγγραφική δραστηριότητα. Ως ποιμένας διακρίθηκε για τη διδακτική του ικανότητα, διδάσκοντας το λαό του Θεού προφορικώς και γραπτώς την πίστη στον Θεό και στη θεία Πρόνοια, καθώς επίσης και για τη μεγάλη συμβολή του στην αναζωπύρωση της λειτουργικής ζωής και ευταξίας στην επαρχία του.

Ως υπερασπιστής των εθνικών συμφερόντων του ποιμνίου του διακρίθηκε για την προσήλωσή του στην άποψη της υπεράσπισης της πόλεως της Θεσσαλονίκης έναντι της τουρκικής επιβουλής και της μη παράδοσής της στους Βενετούς, δήθεν χάριν διασώσεώς της. Για τους δύο αυτούς σκοπούς αγωνίσθηκε σθεναρά, προσπαθώντας να συνετίσει τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις των Θεσσαλονικέων, που απαιτούσαν η μέν να παραδώσουν χωρίς αντίσταση την πόλη στους Τούρκους για να σωθεί η ζωή τους, η δε να την παραδώσουν στους Βενετούς για να εξασφαλίσουν έστω κάποια ελευθερία. Ο αγώνας του αρχιεπισκόπου Συμεών υπέρ της αντιστάσεως είχε γι’ αυτόν μεγάλο κόστος, την καταβολή κόπου και ψυχικού πόνου, την επιδείνωση της ήδη επισφαλούς υγείας του και την απώλεια της συμπάθειας ενός μεγάλου μέρους του ποιμνίου του.

Παρ’ όλα αυτά όμως απέβη «δύναμη ζωής» για το λαό της Θεσσαλονίκης, κατά τη σώφρονα κρίση του χρονογράφου Ιωάννη Αναγνώστη[98]. Μετα την επικράτηση της άποψης της παράδοσης της πόλης στους Βενετούς, ο Συμεών κατόρθωσε να επιβάλει στο σχέδιο συνθήκης όρους με τους οποίους εξασφαλίζονταν τα εκκλησιαστικά προνόμια της επαρχίας του. Κατά την εποχή της βενετοκρατίας (1423-1430), παρ’ ότι αναγκάσθηκε να συνεργασθεί με τη νέα εξουσία, κυρίως υπέρ της υπεράσπισης της πόλεως από τους Οθωμανούς, απέφυγε κάθε μυστηριακή κοινωνία με τους Λατίνους και προέτρεπε τους ορθοδόξους να πράττουν το ίδιο και μάλιστα να αποφεύγουν κάθε θεολογικό διάλογο που θα απέβλεπε σε συμβιβασμούς υπέρ της ενώσεως των Εκκλησιών[99]. Η σταθερή ελπίδα του για τη διάσωση της πόλεως υπήρξε ο άγιος Δημήτριος, προς τον οποίον προσευχόταν ένθερμα. Παράλληλα ως γνήσιος ποιμένας συμπαραστάθηκε με παραμυθίες και «συμβουλίας» στο λαό του, του οποίου οι ελπίδες διαψεύσθηκαν και άρχισε να υφίσταται πολλά δεινά από τους Βενετούς διοικητές της πόλεως.

Η όλη ποιμαντική διακονία του και η εν γένει βιωτή του τον αναδεικνύει άνδρα τίμιο και δίκαιο, που εξάσκησε τα καθήκοντα του πρόεδρου του αρχιεπισκοπικού δικαστηρίου με ζήλο και υπόδειγματική ακρίβεια[100]· άνδρα φιλεύσπλαχνο και φιλόστοργο, που έθεσε «την ψυχήν του εφ’ έκαστης αφειδώς υπέρ του ποιμνίου»[101] και που πολιτεύθηκε με αγάπη και αφιλοκέρδεια[102]. Επίσης αναδεικνύεται ταπεινός επίσκοπος, που θεωρεί τον εαυτό του «των ελαχίστων ελαχιστότατον»[103], που δεν εχει «μητ’ αρετήν, μήτε λόγου δύναμιν»[104], αλλά με ταπείνωση προσεύχεται για το ποίμνιό του, όπως ο ίδιος αναφέρει: «αγρυπνούντες και προσευχόμενοι, λιτανεύοντές τε και μεριμνώντες υπέρ των ενταύθα πιστών»[105].

Οι πολιτικές συνθηκες που διαμορφώθηκαν από το 1422 και εξής[106], οι συνακόλουθες διχόνοιες, φιλονικίες[107] και ποικίλες συμφορές κλόνισαν την εύθραστη υγεία του Συμεών και κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου 1429 επηλθε αιφνιδίως ο θάνατός του, έξι μήνες πριν πέσει η Θεσσαλονίκη οριστικά στα χέρια των Τούρκων[108]. Ο χρονογράφος Ιωάννης Αναγνώστης αποδίδει το θάνατό του λίγο πριν την άλωση της πόλεως στη θεία οικονομία, για να μην υποφέρει την επερχόμενη μεγάλη συμφορά, αλλά και για να φανερωθεί αφ’ ενός μέν η αγιότητα και αληθινή αξία του Συμεών, αφ’ ετέρου δε η απαξία των κατηγόρων του και η δίκαιη τιμωρία του λαού[109]. Επίσης μεταφέρει προφανέστατα την πεποίθηση του λαού ότι ενσάρκωνε τη μόνη παρηγορία στους άσχημους και δυσβάστακτους καιρούς τους[110] και ότι υπήρξε διδάσκαλος της ειρήνης και της υπακοής στο νόμο του Θεού[111].

Παρά την καθολική αναγνώρισή του ως «έξοχον πνευματικόν ανάστημα» δεν κατατάχθηκε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας, προφανώς λόγω της τουρκικής κυριαρχίας που ακολούθησε και της αποστροφής των κατακτητών προς το πρόσωπό του, η οποία ασφαλώς απέτρεπε καθε σχετική πρωτοβουλία[112]. Ωστόσο πολλοί μεταγενέστεροι αναγνωρίζοντας την αγιότητά του δεν δίστασαν να τον κατονομάσουν άγιο, όπως ο Ιωάννης ο Ευγενικός[113] και αρκετοί αντιγραφείς χειρογράφων έργων του, που αντικαθιστούσαν το επίθετο του «ταπεινού», με το οποίο ο ίδιος υπέγραφε, με το χαρακτηρισμό «άγιος» ή «αγιώτατος» ή «νέος θεολόγος»[114]. Μόλις το 1981 το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον κατέταξε στη χορεία των αγίων ιεραρχών και μεγάλων διδασκάλων της Εκκλησίας και όρισε η μνήμη του να τιμάται στις 15 Σεπτεμβρίου κάθε έτους.

[Συνεχίζεται]

94. Γιά το βίο του Συμεών βλ. L. PETIT, «Les eveques de Thessalonique», Echos d’ Orient, V (19011902) σσ. 95-96. P. MEYER, «Symeon Erzbischof von Thessalonich», Realencyklopadie fur prote- stantische Theologie und Kirche, 19 (1907), σσ. 207-210. M. JUGIE, «Symeon de Thessalonique», Dictionnaire de Theologie Catolique, XIV(1941), σσ. 2976-2984. M. GORDILLO, «Simeone arcivescovo di Thessalonica», Enciclopedia Cattolica, XI (1953), σσ. 625. Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Το λειτουργικόν εργον Συμεών του Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1966. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τα λειτουργικά Συγγράμματα, Ι., Ευχαί και ύμνοι, Θεσσαλονίκη 1968. D. BALFOUR, Politico-historical works of Symeon Archbishop of Thessalonica (1416/17 to 1429), Wiener Byzantinistische Studien XIII, Critical greek text with introduction and commentary, Wien 1979. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Αγίου Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17 to 1429) Έργα θεολογικά, Πατερικόν Ίδρυμα Πατερικώων Μελετών, Θεσσαλονίκη 1981, κυρίως σσ. 17-76. Πρακτικά Λειτουργικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του εν Αγίοις πατρός ημών Συμεώνος αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (15-9-81), εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1983.

95.  Βλ. ΙΩ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Τα λειτουργικά συγγράμματα, Ι., , Ευχαί και ύμνοι, σσ. 235, 227. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Το λειτουργικόν έργον, σ. 22. D. BALFOUR, Έργα θεολογικά, σ. 29.

96. D. BALFOUR, Έργα θεολογικά, σσ. 30-33.

97. Την προβληματική ως προς τη χρονολογία ενθρόνισής του βλ. αυτόθι, σσ. 36-39.

98. Διήγησις, 3, εκδ. Γ. Τσάρα, Θεσσαλονίκη 1958, σ. 810 (PG 156, 592D)

99. D. BALFOUR, Έργα θεολογικά, σ. 65, σημ. 149.

100. Σε επιστολή του προς τον πατριάρχη αναφέρει: «το δέον καταμαθών, μή πόρρω του δέοντος ακριβολογείσθαι παιδευθήσομαι προσηκόντως… Διό χρή μαλλον την ακρίβειαν τηρείσθαι… Η γνώμη γάρ αβίαστος… επεί δίκαιον τηρείσθαι ταίς εκκλησίαις τα δίκαια» (Επιστολή τώ Οικουμενικώ Πατριάρχη περί κωλύματος συνοικεσίου, D. BALFOUR, Έργα θεολογικά, σσ. 24048-49, 24186-87, 100, 242113-114. 

101. ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ, Διήγησις, εκδ. Γ. Τσάρα, σ. 812-15. (PG 156, 592B)

102. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έν αγάπη ήλθον προς υμάς και εν αγάπη πορεύομαι. Έχω καυχήσασθαι εν Χριστώ, ως ουκ αργυρίου ή χρυσίου ή τινός άλλου των παρ’ υμίν επεθύμησα» (Απολογία εν τω μέλλειν απέρχεσθαι, D. BALFOUR, Politico-historical works, σ. 758-10.

103. Περί ιερωσύνης, PG 155, 953Β.

104. Λόγος ιστορικός, D. BALFOUR, Politico-historical works, σ. 4114.

105. Αυτόθι, σ. 555-6.

106. Αναφερόμενος σ’ αυτές τις συνθήκες ο Συμεών λέγει: «Έξωθεν μάχαι, φόβοι και κίνδυνοι· έσωθεν λιμοί, ταραχαί μυρίαι, φόβοι, στενώσεις, διαπληκτισμοί τε και θλίψεις, επήρειαί τε και κίνδυνοι» (D. BALFOUR, Έργα θεολογικά, σ. 24039-41.

107. Ο Συμεών, στις Ευχές που συνέταξε, περιγράφει πολύ αποκαλυπτικά την κοινωνική ατμόσφαιρα της εποχής του και την αιτία των δικών του θλίψεων: «Και πληθύνονται δικαστήρια και εφευρίσκονται δόλοι και τας αλλήλων σάρκας εσθίουσιν οι πολλοί… προς κέρδη τε και πάθη οικεία βλέποντες το δίκαιον παρορώσι… οι άρχοντες τοις αρχομένοις δεινως επιτίθενται, οι μεγάλοι δοκούντες των ταπεινών κατεπαίρονται… φυλαργυρία κατακρατεί των πλειόνων και διά ταύτην πόροι αδικίας απάσης ανάμεστοι, τόκων τε παράνομα κέρδη και συλλογαί χρημάτων αισχραί. Ψεύδη τε συρράπτεται τούτοις και δόλοι και πάν ό,τι πανουργίας και κλοπής ενέργημα κάκιστον… Πλούσιοι και πένητες άμα, μισούντες αλλήλους, εξαπατωντές έσμεν και τα αλλήλων αρπάζοντες, μνησικακούντες, μαχόμενοι, συκοφαντίας πλέκοντες αλλήλοις και ύβρεις… Αφοβία έγκειται πάντων ταις ψυχαίς, αναλγησία τε δεινή και ούκ αισθησις εν ημίν, ουδέ περί του οικείου μέριμνα τέλους, ουδέ διανοείται τις έξ ημών, ως, θνητός ων, αύριον απελεύσεται… Και διά ταύτα συντριβόμεθα και στενούμεθα και ολιγοστοί γεγόναμεν και διωκόμεθα, φεύ, και καταδουλούμεθα έθνεσιν ασεβέσι και εναγέσι» (Ευχή λεγομένη εις την είσοδον της Αγίας Τεσσαρακοστής, ΙΩ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Τα λειτουργικά συγγράμματα, Ι, Ευχαί και ύμνοι, σσ. 542-552. Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Αποκρίσεις προς τινας ερωτήσεις αρχιερέως, Θ΄, PG 155, 856Β-857Α.

108. ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ, Διήγησις, 8, εκδ. Γ. Τσάρα, σ. 224-5 (PG 156, 600A). Για τον καθορισμό της ακριβούς ημερομηνίας του θανάτου του Συμεών βλ. D. BALFOUR, Έργα θεολογικά, σ. 72.

109. ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ, αυτόθι, 3, σ. 815-16 (PG 156, 592B)

110. Αυτόθι, σ. 108-9 (PG 156, 592D).

111. Αυτόθι, 8, σ. 2224-26 (PG 156, 600C)

112. Βλ. D. BALFOUR, Έργα θεολογικά, σσ. 73-74.

113. ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΥΓΕΝΙΚΟΥ, «Εις το μνημόσυνον του αγίου κυρού Συμεών», Συνοδικόν της Κυριακής της Ορθοδοξίας της Εκκλησίας Θερσσαλονίκης, εκδ. J. GOUILLARD, «Le Synodikon de l’ Orthodoxie», Travaux et Memoire, 2 (1967), σ. 115.

114. Τις σχετικές ενδείξεις βλ. στο Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Το λειτουργικόν έργον, σσ. 25-26.