Ο πατερικός λόγος ως φαρμακολογία κατά των παθών

18 Δεκεμβρίου 2013

Εφόσον εξαντλήθηκε το πρώτο μέρος της εργασίας του κ. Δ. Τσιολακίδη για τη σύνδεση της Νηπτικής Γραμματείας με την Ποιμαντική Ψυχολογία (προηγούμενο άρθρο:www. pemptousia.gr/?p=58650), προχωρούμε από σήμερα στο επόμενο, που ανατέμνει την παρουσία των παθών στην ανθρώπινη πνευματική ζωή.

pathos

Κεφάλαιο 2ο. Η νηπτική ανατομία των παθών

2.1   Ο πατερικός λόγος ως φαρμακολογία κατά των παθών

Οι νηπτικοί λόγοι ως απαύγασμα της προσωπικής εμπειρίας των πατέρων είναι το αποτέλεσμα του φυσικού και πνευματικού τους αγώνα, το οποίο αντανακλά το φωτισμό της προσωπικότητάς τους από τη Θεία Χάρη. Πρόκειται για τις συνεπτυγμένες αλήθειες της παράδοσης που απορρέουν από μια ενδοσκοπική ψυχολογία με τη μορφή της αυτοπαρατήρησης. Αυτό βέβαια μέσα από το διαλεκτικό δίπολο Θεογνωσίας αυτογνωσίας για το οποίο μιλήσαμε ήδη σε προηγούμενη ενότητα. Η αξία των λόγων δεν τιμάται σε γενικό επίπεδο αλλά βρίσκεται στον ίδιο τον πνευματικό γέροντα που έχει την αναλάβει την ευθύνη να επιμεληθεί τη σωτηρία κάθε διαθέσιμης ψυχής, τείνοντας πνευματική κατά βάση χείρα βοηθείας.

Υπό αυτή την έννοια συγκροτούν τον πνευματικό ιστό που συνέχει την πατερική φαρμακολογία η οποία στην ελάσσονα αξιοποίησή της κρατά, ή άλλως δεν επιτρέπει στα μέρη της ψυχής να λυθούν και να την οδηγήσουν στη διάσπασή της. Και στη μείζονα οδηγεί την ψυχή στο φως της Θεογνωσίας.[47]Κάθε λόγος είναι ένα αντίδοτο σε κάποιο πάθος ή σε κάποιο σύμπτωμά του. Γι αυτό δεν αρκεί η απλή ανάγνωσή των λόγων, ούτε προσφέρονται για την απόκτηση ακαδημαϊκών γνώσεων, αλλά απαιτείται η κατάλληλη πνευματική ωριμότητα για να κατανοηθούν ορθά ώστε να έχουν ψυχωφελή αποτελέσματα και να μη ζημιωθεί η ψυχή. Με αυτή τη λογική είναι απαραίτητη η συνδρομή και η καθοδήγηση του πνευματικού πατέρα,[48] που στο πρώτο στάδιο μπορεί να βοηθήσει τον πιστό με συμβουλές και στο επόμενο να τον μεταμορφώσει με την πνευματική του ακτινοβολία.

Η ανάγνωση και το νόημα των λόγων συνδέονται άμεσα με την κατά Χριστόν ζωή και υπό αυτό το πρίσμα γίνεται εφικτή η κατανόησή τους. Διαφορετικά υπάρχει πάντα η πιθανότητα να παρερμηνευθούν κάνοντας το νου να ουρανοδρομεί, ή να τρέφεται με την αυταπάτη ότι κινείται σε μία υψηλότερη πνευματική σφαίρα. Αυτή βέβαια η περίπτωση μπορεί να εκτιμηθεί τρόπον τινά ως μια ήπια κατάληξη, αφού η χειρότερη εκδοχή όπως μας διδάσκουν οι πατέρες είναι ο κλονισμός της προσωπικότητας που στην πιο ακραία απόληξή του μπορεί να φθάσει στην παραφροσύνη.

Κινούμενη σε αυτή τη γραμμή σκέψης η πατερική διδασκαλία αποθαρρύνει την κατά μόνας ανάγνωση των κειμένων και μιλά για τη σταδιακή προσέγγισή τους ανάλογα με την πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάθε πρόσωπο, προϋπόθεση που επηρεάζει προς τη θετική κατεύθυνση την πνευματική ανάπτυξη του προσώπου. Η διδασκαλία των νηπτικών έχει θεολογικό νόημα καθώς προτρέπει σε αυθεντική μορφή της εν Χριστώ ζωής πάντα στο πνεύμα της εσχατολογικής προοπτικής. Πρόσκομμα σε αυτή την προοπτική αποτελούν τα πάθη.

Τα πάθη σκοτίζουν τις ψυχικές δυνάμεις εμποδίζοντας ταυτόχρονα τη φυσική λειτουργία της ψυχής που είναι η κίνηση προς το Θεό. Η θεματολογία των κειμένων τους αναφέρεται στον πνευματικό αγώνα κατά των παθών,(δηλαδή την παρά φύση κίνηση της ψυχής) στη σύνδεσή τους με ψυχοφθόρα και επιβλαβή συναισθήματα[49] στα οποία αναγνωρίζονται και στον τρόπο αντιμετώπισης και διαχείρισης των εν λόγω ψυχικών καταστάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση τα συναισθήματα σχετίζονται άμεσα από το νόημα που δίνει ο άνθρωπος στα πράγματα και από την αγκίστρωση της θέλησής του σε αυτά.

Η ταύτιση της θέλησης με τα πάθη στερεώνει το υλικό των παθών, το οποίο στη συνέχεια εξάπτει τη φαντασία κάνοντας να μοιάζουν αισθητά και απτά, πράγματα που αποτελούν είδωλα της σκέψης. Τα πάθη λοιπόν είναι πνευματικές νόσοι που έχουν την αιτία τους τόσο στην άγνοια του Θεού από τον άνθρωπο, όσο και στη φιλαυτία του. Η θέση αυτή βέβαια αναφέρεται στην αρνητική λειτουργία των παθών, διότι σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία τα πάθη είναι δυνάμεις (οι οποίες ενεργοποιήθηκαν μετά την πτώση) που κινούνται προς λάθος κατεύθυνση εξ αιτίας της κακής χρήσης τους από τον άνθρωπο.[50] Σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται η διαστροφή και το κακό το οποίο κατά την πατερική διδασκαλία είναι παρυπόσταση καθώς δεν υφίσταται μέσα στους δημιουργικούς λόγους, επομένως οντολογικά δεν υπάρχει· φανερώνεται εκεί που υπάρχει η υποστατική απομάκρυνση από το αγαθό.[51] «Ωστόσο γίνονται καλά και τα πάθη στους σπουδαίους ανθρώπους, όταν αποχωρίζοντάς τα σοφά από το σώμα, τα μεταχειρίζονται προς απόκτηση του ουρανού».[52]

Κατά συνέπεια στους λόγους των νηπτικών διακρίνουμε την πνευματική κατανόησή τους σε αντίθεση με την ψυχολογική, όπου μαζί με την περιγραφή των παθών και τις αιτίες που τα προκαλούν, αναπτύσσεται παράλληλα η διδασκαλία για τις αντίστοιχες αρετές που πρέπει να κατακτήσει ο αγωνιζόμενος ώστε να υπερβεί τις αμαρτωλές παρορμήσεις και να φθάσει στην απάθεια.

[Συνεχίζεται]

[47] Η Θεογνωσία στην νηπτική γλώσσα παρουσιάζεται με ποικίλη ορολογία, π.χ. μετοχή στο Άκτιστο Φώς, πείρα αιωνιότητος, στις Θείες ενέργειες, Θέωση, Ανάδυση της Υποστατικής Αρχής, Σωτηρία κ.ά.

[48]Πρβλ. Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και Εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, σ. 91. Άγιος Σιλουανός, σ. 576.

[49] Σε συμμόρφωση με την πατερική γραμματεία αυτό το χαρακτήρα φέρουν συναισθήματα όπως η λύπη, η απογοήτευση, η επιθυμία, ο φόβος και γενικά όσα αντανακλούν την αίσθηση απώλειας ή ελλείμματος που μπορεί να νιώθει η ψυχή. Η σχέση πάθους και συναισθήματος ορίζεται από την αρχή ότι το πρώτο αποτελεί ψυχική κατάσταση, ενώ το δεύτερο εικονίζει την ψυχική εκδήλωσή του. Η προσέγγιση αυτή αφορά στα συναισθήματα που προέρχονται από λειτουργίες του ψυχικού βίου, τα πνευματικά συναισθήματα, χωρίς να αποκλείονται και τα κατά αίσθηση, ή οργανικά συναισθήματα, καθώς ενίοτε είναι δύσκολο να ορισθεί ο βαθμός αλληλεπίδρασης, όπως και η μεταξύ τους ανάμειξη.

[50] «Όσο ο άνθρωπος ενδιαφερόταν για τη γνώση των ορατών μόνο κατά την αίσθηση, τόσο έκλεινε γύρω του τον κλοιό της άγνοιας του Θεού· και όσο έσφιγγε τα δεσμά αυτής της άγνοιας, τόσο δενόταν με την αισθησιακή απόλαυση των υλικών παθών που είχε δοκιμάσει. Κι όσο γέμιζε από αυτήν, τόσο άναβε τον έρωτα της φιλαυτίας που γεννιέται από αυτήν». Μάξιμου Ομολογητή, Προς θαλάσσιον, περί απόρων. Βλ. Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητών 14Β, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς» Θεσσαλονίκη, 1992, σ. 41.

[51] Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει σχετικά: «κακόν γάρ έξω προαιρέσεως εφ’ εαυτού κείμενον ουκ έστι». Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον Εκκλησιαστήν PG44,725B. Σύμφωνα με τη διήγηση της Γένεσης ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο καλό λίαν, (Γεν. 1,31).

[52] Μάξιμου Ομολογητή, Προς θαλάσσιον, περί απόρων. Εισαγωγή. Βλ. Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητών 14Β, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς» θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 57.