Σιτηρά: τα πιο σημαντικά φυτά στον κόσμο

9 Δεκεμβρίου 2013

sitari_01_up

Τα σιτηρά καλλιεργούνται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις χώρες, σε όλα τα κλίματα, εκτός από τις περιοχές που είναι πολύ θερμές και πολύ υγρές (τροπικές χώρες). Είναι τα φυτά με την μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα, με πρώτο και καλύτερο το κοινό ή μαλακό σιτάρι και αμέσως μετά το σκληρό σιτάρι.

Στο σύνολο των 14 δισεκατομμυρίων στρεμμάτων που καλλιεργούνται με όλα τα είδη των φυτών σε παγκόσμια κλίμακα, τα 7 δισεκατομμύρια (το 50%) καλλιεργούνται με σιτηρά. Αυτό από μόνο του υπογραμμίζει την τεράστια σημασία των σιτηρών για την παγκόσμια γεωργική οικονομία και για τη διατροφή και την επιβίωση του συνόλου του πληθυσμού της γης.

Διακρίνονται σε σιτηρά των ευκράτων κλιμάτων (φθινοπωρινά ή χειμωνιάτικα) που κατάγονται από ημίξηρες περιοχές της Ν.Δ. Ασίας και της Μέσης Ανατολής και σε σιτηρά θερμών κλιμάτων (ανοιξιάτικα) που κατάγονται από θερμές περιοχές της Ν.Α. Ασίας, της Κεντρικής Αμερικής, της Κεντρικής και Τροπικής Αφρικής.

Τα φθινοπωρινά ή χειμωνιάτικα σιτηρά περιλαμβάνουν το σιτάρι (μαλακό και σκληρό), το κριθάρι, τη βρώμη και τη σίκαλη, που όλα μαζί καταλαμβάνουν παγκόσμια μια έκταση 3,5 δισεκατομμύρια στρέμματα, από τα οποία 2,2 δισεκατομμύρια στρέμματα το σιτάρι, 0,8 δισεκατομμύρια στρέμματα το κριθάρι, 0,3 δισεκατομμύρια στρέμματα η βρώμη και 0,2 δισεκατομμύρια στρέμματα η σίκαλη ή βρίζα.

Στα φθινοπωρινά ή χειμωνιάτικα σιτηρά συμπεριλαμβάνεται ακόμα ένα νέο, σχετικά, είδος, το τριτικάλε, που είναι προϊόν διασταύρωσης μεταξύ σιταριού και σίκαλης.

Στις πολύ ψυχρές περιοχές της γης, εκεί που οι θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του χειμώνα πέφτουν πάρα πολύ χαμηλά, τα σιτηρά των ευκράτων κλιμάτων, παρά την αναμφισβήτητη και παροιμιώδη ανθεκτικότητά τους στις χαμηλές θερμοκρασίες (αντέχουν σε θερμοκρασίες μέχρι και -24οC), σπέρνονται την άνοιξη, για να μην ζημιωθούν από τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Έτσι, θα βρούμε το σιτάρι, κλασσικό χειμωνιάτικο φυτό, να καλλιεργείται π.χ. στον Καναδά ως ανοιξιάτικο, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί ανά τον κόσμο ποικιλίες σιταριού χειμωνιάτικης συνήθειας ανάπτυξης και ποικιλίες ανοιξιάτικης συνήθειας ανάπτυξης.

Στα ανοιξιάτικα σιτηρά περιλαμβάνονται το ρύζι, ο αραβόσιτος, το σόργο και το κεχρί, για τα οποία θα υπάρξει άλλο σημείωμά μας.

ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ

Τα σιτηρά καλλιεργούνται κυρίως για την παραγωγή καρπού και δευτερευόντως για την παραγωγή βιομάζας (αραβόσιτος – σόργο – κεχρί – σίκαλη).

sitari_se_sako_UP

Σιτάρι σε σάκο

Κυριότερο προϊόν των σιτηρών είναι το ψωμί, για την παρασκευή του οποίου καταλληλότερο είναι το σιτάρι (μαλακό και σκληρό, κυρίως όμως το μαλακό) και δευτερευόντως η σίκαλη ή βρίζα, γιατί είναι τα είδη που διαθέτουν στο ενδοσπέρμιό τους τις κατάλληλες για την αρτοποίηση πρωτεΐνες (κυρίως γλουτένη). Από την άλλη μεριά, ψωμί μπορεί να παράγεται από το αλεύρι όλων των σιτηρών, ακόμα και από το αλεύρι του σόργου και του κεχριού ή της βρώμης, είτε αυτούσιο είτε σε ανάμειξη με άλλο σιτηρό, δεν είναι όμως τόσο καλής ποιότητας όσο το ψωμί που παράγεται από το αλεύρι του μαλακού σιταριού.

Σημαντικό επίσης προϊόν των σιτηρών σε παγκόσμια κλίμακα είναι τα ζυμαρικά, για την παρασκευή των οποίων χρησιμοποιείται κυρίως το αλεύρι του σκληρού σιταριού (σιμιγδάλι) το οποίο εξαιτίας της σκληρότητας του ενδοσπερμίου από το οποίο παράγεται, έχει την ιδιότητα να διατηρεί αναλλοίωτη την υφή των ζυμαρικών κατά τον βρασμό. Τα υπόλοιπα χειμωνιάτικα σιτηρά (κριθάρι – βρώμη – σίκαλη) είναι κυρίως κτηνοτροφικά σιτηρά, αφού ο καρπός τους χρησιμοποιείται για να καλύψει ανάγκες της ζωικής παραγωγής κατά κύριο λόγο.

ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ – ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών (χειμωνιάτικων και ανοιξιάτικων) είναι τεράστια και ξεπερνά κάθε χρόνο τους 2.100 εκατομμύρια τόνους. Από την παραγωγή αυτή, 650 εκατομμύρια τόνοι είναι σήμερα η παραγωγή του σιταριού (μαλακού και σκληρού), με την τάση καλλιέργειάς του να είναι σταθερά αυξητική και την παραγωγή να υπολογίζεται σε 720 εκατομμύρια τόνους κατά το 2019-2020.

Η γενική τάση καλλιέργειας του κριθαριού σε παγκόσμια κλίμακα είναι σταθερά αυξητική επίσης και το κριθάρι είναι το τέταρτο (ή πέμπτο) σε σειρά οικονομικής σημασίας σιτηρό, μετά το σιτάρι, το ρύζι, τον αραβόσιτο και σε κάποιες καλλιεργητικές περιόδους, το σόργο. Αντίθετα, ελαφρά πτωτική είναι η γενική τάση καλλιέργειας σε παγκόσμια κλίμακα της βρώμης και της σίκαλης. Τα τριτικάλε, ούτως ή άλλως, καλλιεργούνται παγκόσμια σε μικρή κλίμακα.

Η παραγωγή σιτηρών (πλην ρυζιού) στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυμαίνεται κάθε χρόνο μεταξύ 265 και 270 εκατομμυρίων τόνων, από τους οποίους περίπου το 50% αφορά την παραγωγή σιταριού. Για το 2014 η καλλιεργούμενη έκταση με σιτάρι αναμένεται να φτάσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα 235-240 εκατομμύρια στρέμματα και η παραγωγή εκτιμάται σε 120-140 εκατομμύρια τόνους, με τα άκρα να αντιπροσωπεύουν το απαισιόδοξο (120 εκατ. τόνοι) και το αισιόδοξο (140 εκατ. τόνοι) σενάριο.

Σε ότι αφορά την παγκόσμια αγορά σιτηρών, η ζήτηση στρέφεται ολοένα και περισσότερο στα αλευροποιήσιμα σιτάρια, με την Ευρώπη να παραμένει η πιο ανταγωνιστική αγορά του βορείου ημισφαιρίου στον τομέα αυτό.

Σταθερή προβλέπεται εφέτος η παραγωγή κριθαριού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στους 54 εκατομμύρια τόνους, από μια έκταση ίση με 120 εκατομμύρια στρέμματα.

Στη χώρα μας, το σιτάρι καταλαμβάνει κάθε χρόνο έκταση περίπου 7,0-7,5 εκατομμυρίων στρεμμάτων (1,8 εκατ. στρέμματα το μαλακό σιτάρι και 5,0-5,5 εκατ. στρέμματα το σκληρό) με παραγωγή 500.000 τόνων σε μαλακό σιτάρι και 1.300.000 τόνων σε σκληρό σιτάρι. Το κριθάρι καλλιεργείται κάθε χρόνο σε 1 εκατομμύριο στρέμματα (παραγωγή σε καρπό 240.000 τόνοι), η βρώμη και η σίκαλη σε 100.000 στρέμματα εκάστη, με παραγωγή 10.000 τόνων κάθε μία.

Οι μέσες στρεμματικές αποδόσεις των χειμωνιάτικων σιτηρών στη χώρα μας διαμορφώνονται ως εξής: μαλακό σιτάρι: 270-300 κιλά, σκληρό σιτάρι: 240-260 κιλά, κριθάρι: 230-250 κιλά, βρώμη και σίκαλη: 150 κιλά.

Τα καλλιεργούμενα είδη του σιταριού είναι έντεκα, σπουδαιότερα όμως είναι το μαλακό (εξαπλοειδές) και το σκληρό (τετραπλοειδές) σιτάρι. Τελευταία, αναζωπυρώνεται η καλλιέργεια του δίκοκκου σιταριού (τετραπλοειδές) το οποίο θεωρείται σημαντικό για τη διατροφή του ανθρώπου.

(Φωτ.: wikimedia)