Τα ανοιξιάτικα σιτηρά

13 Δεκεμβρίου 2013
Kalaboki_UP

Καλλιέργεια αραβοσίτου.

Τα ανοιξιάτικα σιτηρά είναι φυτά των θερμών περιοχών της γης και κατάγονται από διαφορετικές οικολογικές περιοχές: το ρύζι από την Ν.Α. Ασία, ο αραβόσιτος από την Κεντρική Αμερική, το σόργο και το κεχρί από την τροπική Αφρική.

Καταλαμβάνουν κάθε χρόνο σε παγκόσμια κλίμακα έκταση περίπου ίση με εκείνη που καταλαμβάνουν τα χειμωνιάτικα σιτηρά (3,3 – 3,5 δισεκατομμύρια στρέμματα) ή το ¼ των συνολικά στον κόσμο καλλιεργουμένων εκτάσεων (14 δισεκατομμύρια στρέμματα). Συγκεκριμένα, 1,1 δισεκατομμύρια στρέμματα καταλαμβάνει κάθε χρόνο ο αραβόσιτος, 1,3 δισεκατομμύρια στρέμματα το ρύζι και από 0,5 δισεκατομμύρια στρέμματα το σόργο και το κεχρί.

Το ρύζι, δεύτερο σε παγκόσμια κλίμακα σιτηρό από πλευράς σημασίας μετά το σιτάρι, για να καλλιεργηθεί με επιτυχία απαιτεί θερμό κλίμα και επάρκεια νερού. Τρίτο από πλευράς σημασίας σιτηρό σε παγκόσμια κλίμακα είναι ο αραβόσιτος, ο καρπός του οποίου προορίζεται κυρίως για την κτηνοτροφία. Το σόργο και το κεχρί καλλιεργούνται σε θερμές περιοχές της γης, πολύ φτωχές για τον αραβόσιτο ή πολύ ξηρές για το ρύζι.

orizones_UP

Οριζώνες

Τα ανοιξιάτικα σιτηρά καλλιεργούνται κυρίως για την παραγωγή καρπού, ενώ τρία από τα τέσσερα (αραβόσιτος – σόργο – κεχρί) καλλιεργούνται δευτερευόντως και για την παραγωγή βιομάζας. Το ρύζι είναι το μοναδικό ανοιξιάτικο σιτηρό που καλλιεργείται για παραγωγή καρπού που χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για ανθρώπινη κατανάλωση.

Η παγκόσμια παραγωγή ρυζιού αναμένεται να φτάσει τους 450 εκατομμύρια τόνους κατά την τρέχουσα περίοδο και τους 480 εκατομμύρια τόνους κατά την περίοδο 2019-2020, αφού η γενική τάση της καλλιέργειάς του είναι σταθερά αυξητική.

Κατά το 2012, η παγκόσμια παραγωγή ρυζιού υπερέβη την ζήτηση, κυρίως εξαιτίας της καλής παραγωγής στην Ινδία, την Αίγυπτο, την Κορέα, τις Φιλιππίνες, τις ΗΠΑ, το Βιετνάμ, την Κίνα, την Ινδονησία, την Ταϊλάνδη και το Μπανγκλαντές, με αποτέλεσμα να αυξηθούν τα παγκόσμια αποθέματα κατά 5 εκατομμύρια τόνους. Σε ικανοποιητικά επίπεδα κυμάνθηκε και η σοδειά σε Γκάνα, Μοζαμβίκη, Τανζανία και Νιγηρία. Την ίδια χρονιά αυξημένη ήταν και η ρωσική παραγωγή ρυζιού, ενώ σε μέτρια επίπεδα, λόγω μη ευνοϊκών καιρικών συνθηκών, κυμάνθηκε η παραγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, η παραγωγή ρυζιού υποχώρησε ελαφρά.

Για το 2013, ο FAO προβλέπει ότι το παγκόσμιο εμπόριο ρυζιού θα ανέλθει στους 37,5 εκατομμύρια τόνους.

Η αύξηση στην παγκόσμια παραγωγή αραβοσίτου αναμένεται να είναι θεαματική τα επόμενα οκτώ-δέκα χρόνια. Από περίπου 800 εκατομμύρια τόνους που ήταν το 2010 εκτιμάται ότι θα φτάσει τους 915-920 εκατομμύρια τόνους το 2020. Η κατανάλωση, που ήταν 807 εκατομμύρια τόνοι το 2010 υπολογίζεται ότι θα φτάσει τους 917 εκατομμύρια τόνους μέχρι τη διετία 2019-2020.

Στο παγκόσμιο εμπόριο αραβοσίτου, σημαντική θεωρείται η άνοδος των τιμών, λόγω της έντονης ξηρασίας που έπληξε τις ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2012, αφού οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αραβοσίτου στον κόσμο.

Σταθερά αυξητική είναι και η τάση καλλιέργειας του σόργου, το οποίο καλλιεργείται κυρίως στην Ινδία, τη Νιγηρία, το Σουδάν, τις ΗΠΑ και το Μεξικό. Από την άλλη μεριά, σταθερές είναι κάθε χρόνο οι εκτάσεις που καλλιεργούνται με κεχρί, στην Ινδία, την Κίνα και τη Δημοκρατία του Νίγηρα κυρίως.

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

  • Το ρύζι καλλιεργείται σε 111 χώρες, με το 90% των καλλιεργούμενων εκτάσεων να βρίσκονται στην Ασία και κυρίως στη Νότια και Ν.Α. Ασία και την Άπω Ανατολή. Παρά το γεγονός ότι το 70% των εκτάσεων εντοπίζεται σε υγρές τροπικές περιοχές, το ρύζι καλλιεργείται επίσης σε χώρες με εύκρατο κλίμα (Ιαπωνία – Κορέα – ΗΠΑ – Κίνα – Ευρωπαϊκές χώρες).

Οι κυριότερες χώρες καλλιέργειας του ρυζιού είναι η Κίνα, η Ινδία, η Ινδονησία, η Ιαπωνία, το Μπανγκλαντές, το Πακιστάν, το Βιετνάμ, οι Φιλιππίνες, η Ταϊλάνδη, η Κορέα, η Βιρμανία, η Κορέα, η Σρι-Λάνκα, η Καμπότζη και το Νεπάλ.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ρύζι καλλιεργείται στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία.

Στην Ελλάδα το 85% των καλλιεργούμενων εκτάσεων βρίσκεται στη Μακεδονία (νομοί Θεσσαλονίκης και Σερρών) και σε πολύ μικρότερες εκτάσεις καλλιεργείται στους νομούς Φθιώτιδας, Αιτωλοακαρνανίας, Πρεβέζης, Λακωνίας και Μεσσηνίας.

Οι εκτάσεις που καλλιεργούνται στη χώρα μας είναι κάθε χρόνο 220-250.000 στρέμματα, με μέση στρεμματική απόδοση 750 κιλά, από τις μεγαλύτερες στον κόσμο.

Το ρύζι αποτελεί το κύριο μέσο διατροφής για το 40% περίπου του πληθυσμού της γης: για 1,5 δισεκατομμύρια άτομα συμμετέχει στη διατροφή τους περισσότερο από 50%, ενώ για άλλα 500 εκατομμύρια άτομα αποτελεί το 25-50% του σιτηρεσίου τους.

Η παγκόσμια παραγωγή του ρυζιού υπερδιπλασιάστηκε (αύξηση 111%) μετά τη δεκαετία του 1960 και αυτό αποτέλεσε ένα από τα επιτεύγματα της «πράσινης επανάστασης».

Με βάση τις μέσες στρεμματικές αποδόσεις, το ρύζι αποτελεί το περισσότερο αποδοτικό σιτηρό σε θερμίδες ανά επιφάνεια εδάφους. Έτσι, το ρύζι μπορεί να συντηρήσει σε ένα χρόνο 5,7 άτομα ανά εκτάριο (=10 στρέμματα), όταν οι αντίστοιχες τιμές για τον αραβόσιτο και το σιτάρι είναι 5,3 και 4,1, αντίστοιχα.

  • Στον αραβόσιτο, πρώτη χώρα στον κόσμο σε καλλιεργούμενες εκτάσεις και σε όγκο παραγωγής είναι οι ΗΠΑ και ακολουθούν η Κίνα, η Ρωσία κ.ά. Περίφημη είναι στις ΗΠΑ η ζώνη καλλιέργειας του αραβοσίτου (corn belt) που βρίσκεται στις Κεντρικές και Ανατολικές Πολιτείες. Στη ζώνη αυτή επικρατούν ευνοϊκές θερμοκρασίες, άφθονη και καλά κατανεμημένη βροχόπτωση (350-700 mm στο διάστημα Απριλίου – Σεπτεμβρίου), ενώ τα εδάφη είναι μέσης σύστασης, με επίπεδη διαμόρφωση και ικανοποιητική ικανότητα συγκράτησης νερού.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο αραβόσιτος καλλιεργείται στις περισσότερες χώρες, με υψηλές μέσες στρεμματικές αποδόσεις.

Kalaboki__02_UP

Στην Ελλάδα, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις φτάνουν κάθε χρόνο τα 1,5-2,0 εκατομμύρια στρέμματα, με μέσες στρεμματικές αποδόσεις τις μεγαλύτερες στον κόσμο (περίπου 1.000 κιλά). Η καλλιέργεια του αραβοσίτου στη χώρα μας απαντάται σε όλους σχεδόν τους νομούς της Ηπειρωτικής Ελλάδας, με κύριο νομό το νομό Έβρου.

Η Ελλάδα είναι η χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την πιο πρώιμη παραγωγή αραβοσίτου (περιοχή νομού Ηλείας) η οποία σχεδόν κάθε χρόνο εξάγεται σε ικανοποιητικές τιμές.

Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο αραβόσιτος καλλιεργείται για την παραγωγή καρπού που προορίζεται κυρίως για την κτηνοτροφία, ενώ μικρές ποσότητες χρησιμοποιούνται για ανθρώπινη κατανάλωση (παρασκευή ψωμιού σε ανάμειξη με αλεύρι σιταριού, παραγωγή αμύλου, αλεύρι για άτομα με δυσανεξία, corn flakes κ.ά.). Δευτερευόντως ο αραβόσιτος καλλιεργείται για την παραγωγή βιομάζας που καταναλίσκεται από τον ζωικό πληθυσμό νωπή, αποξηραμένη ή ενσιρωμένη. Σε πολλές χώρες η βιομάζα του αραβοσίτου χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοαιθανόλης, σε ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες, γεγονός που αυξάνει την ζήτησή του και συμβάλλει ευθέως στην άνοδο των τιμών. Με την πρακτική αυτή διαφωνεί ο FAO (Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας) γιατί θεωρεί ότι επιτείνεται το πρόβλημα του παγκόσμιου επισιτισμού όταν σημαντικές ποσότητες αραβοσίτου χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας και αφαιρούνται από την διατροφική αλυσίδα.

Ο αραβόσιτος εκτός από την εποχή της κύριας καλλιέργειάς του που είναι η άνοιξη, καλλιεργείται και ως επίσπορος (σπέρνεται τον Ιούλιο) μετά από έγκαιρη συγκομιδή των χειμωνιάτικων καλλιεργειών. Το καλλιεργητικό αυτό σύστημα, που δίνει στον παραγωγό ένα πρόσθετο εισόδημα την ίδια χρονιά, μπορεί να εφαρμόζεται σε θερμές περιοχές, όπως η χώρα μας, η Ιταλία, η Αργεντινή κ.ά.

Σε αρκετές περιπτώσεις επίσης ο αραβόσιτος συγκαλλιεργείται, όπως π.χ. με φασόλια (Ελλάδα), με αραχίδα ή σόγια (ΗΠΑ), με ζαχαρότευτλα και κολοκυνθοειδή (Κεντρική Ευρώπη, Νότια Αμερική), με καφέ, κοκκοφοίνικα ή καουτσούκ (Τροπικές χώρες).

Ο αραβόσιτος είναι το πιο παραγωγικό σιτηρό, εφόσον αρδεύεται (έχει τις μεγαλύτερες μέσες στρεμματικές αποδόσεις εφόσον ικανοποιούνται οι ανάγκες του σε νερό).

  • Το σόργο καλλιεργείται κυρίως για τον καρπό του που χρησιμοποιείται στη διατροφή του ανθρώπου (Ινδία, Κίνα, Αφρική) αλλά και για κτηνοτροφική και βιομηχανική χρήση. Ο καρπός χρησιμοποιείται για αρτοποίηση, όχι όμως αυτούσιο το αλεύρι του γιατί δεν έχει γλουτένη (δεν φουσκώνει η ζύμη), αλλά σε ανάμειξη με αλεύρι σιταριού (25% σόργο, 75% σιτάρι). Ως κτηνοτροφή, ο καρπός του είναι σχεδόν ισοδύναμος με τον καρπό του αραβοσίτου από πλευράς θρεπτικής αξίας. Για βιομηχανική χρήση, χρησιμοποιείται για παραγωγή αλκοόλης, αμυλοπηκτίνης, σιροπίου, γλυκόζης κ.ά.
sorgo

Σόργο (φωτ.: wikipedia)

Από πλευράς οικονομικού ενδιαφέροντος το σπουδαιότερο είδος σόργου είναι αυτό που καλλιεργείται για τον καρπό του (Sorghum bicolor – καρποδοτικό σόργο). Ακολουθούν το γλυκό σόργο (Sorghum saccharatum) που χρησιμοποιείται και ως φυτό βιομάζας (επίσης για παραγωγή σιροπίου, γλυκόζης κ.ά.) και το σόργο το χορτοδοτικό (Sorghum sudanense) που είναι φυτό κτηνοτροφικό και φυτό βιομάζας. Παλαιότερα καλλιεργούνταν και στη χώρα μας, στο νομό Έβρου, το σόργο σαρωθροποιίας (Sorghum scoparium), από τις ιδιαίτερα επιμήκεις ταξιανθίες του οποίου παρασκευάζονται οι φυσικές σκούπες (σάρωθρα) που στις περισσότερες βέβαια περιπτώσεις έχουν αντικατασταθεί από τις συνθετικές.

Το σόργο είναι ένα από τα πιο ανθεκτικά και πιο παραγωγικά φυτά ακόμα και σε ημίξηρες περιοχές, με ετήσιο ύψος βροχοπτώσεων 350-400 mm, γι’ αυτό και καλλιεργείται εκεί όπου η υψηλή θερμοκρασία και η ξηρασία είναι απαγορευτικές για την καλλιέργεια του αραβοσίτου. Λόγω της παροιμιώδους αντοχής του στην ξηρασία, που οφείλεται σε μορφοφυσιολογικά χαρακτηριστικά του φυτού, ο Arnon (1972) το έχει αποκαλέσει «καμήλα του φυτικού βασιλείου».

  • Το κεχρί, τέλος, καλλιεργείται για παραγωγή καρπού και για παραγωγή βιομάζας. Στις χώρες της Αφρικής το αλεύρι του κεχριού χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού, σε ανάμειξη με αλεύρι σιταριού. Ο καρπός χρησιμοποιείται και ως κτηνοτροφή (ΗΠΑ).

Τα είδη του κεχριού που ανήκουν σε έξι διαφορετικά γένη είναι φυτά των θερμών κλιμάτων, ανθεκτικά στις περιβαλλοντικές καταπονήσεις και ικανά να αναπτύσσονται σε περιοχές δύσκολες για οποιοδήποτε άλλο φυτό. Είναι φυτά μικρού βιολογικού κύκλου, κατάλληλα για τις ξηρές περιοχές της γης.

kehri_UP

Κεχρί (φωτ.: wikipedia)

Το κεχρί ονομάζεται «σιτηρό του φτωχού», υποκαθιστώντας το σιτάρι και το ρύζι εκεί που δεν είναι δυνατή η καλλιέργειά τους. Σπέρνεται την άνοιξη, υποκαθιστώντας στην αμειψισπορά τον αραβόσιτο, στις περιοχές όπου το νερό αποτελεί περιοριστικό παράγοντα. Μπορεί να καλλιεργηθεί επίσης και ως επίσπορη καλλιέργεια, με τη σπορά να διενεργείται στις αρχές Ιουλίου, όχι αργότερα.

Στις διάφορες χώρες της Αφρικής, το κεχρί συγκαλλιεργείται με σόργο, αραβόσιτο, σουσάμι ή αραχίδα.