Εκκλησιολογικά «θεολογούμενα» στο Ρωσικό περί Πρωτείου κείμενο (1ο Μέρος)

3 Ιανουαρίου 2014

Εκκλησιολογικά «θεολογούμενα» στο περί Πρωτείου κείμενο της Ρωσικής Εκκλησίας

Αποτελεί κοινό τόπο πλέον, όταν αναφέρεται κάποιος στον τρίτο πειρασμό του Κυρίου και στις ομόρριζες μεγαλοϊδεατικές θεωρίες περί Τρίτης Ρώμης, στις οποίες έπεσαν, μάλλον διαχρονικά το διαπράττουν, οι σλαβορθόδοξοι εκ Ρωσίας. Το προβληματικό τούτο ιδεολόγημα προσλαμβάνει νέες ανησυχητικές διαστάσεις δεδομένων των καινοφανών εκκλησιολογικών προσκομμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις δικαιοδοσίες της Διασποράς και της επικρατούσας εθνοφυλετιστικής νοοτροπίας, η οποία αμαυρώνει – μέχρις ακυρώσεως ενίοτε – την αλήθεια και τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο.

niptir2

Ο πειρασμός της δύναμης, που δοκιμάζει και ταλανίζει αιώνες τώρα τους Ρώσους – εξαιτίας της πληθυσμιακής υπεροχής και της κρατικής τους υπόστασης και ισχύος – δεν μπορεί εύκολα να τους επιτρέψει να αποφύγουν τον συναφή επιθυμητικό απότοκο της αρχής εφ’ όλης της Εκκλησίας. Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να παρακάμψουμε τέτοιες σκέψεις τόσο λόγω των σύγχρονων πεπραγμένων της Τοπικής τούτης Εκκλησίας, όσο και εξαιτίας της προκείμενης πρόσφατης Συνοδικής ανακοίνωσης, η οποία έχει πολλά «γκρίζα» σημεία,  που ανοίγουν νέα ζητήματα εκεί όπου θεωρητικά προσπαθούν να κλείσουν και επιλύσουν έτερα σοβαρότερα.

Καταρχήν θα ήθελα να διευκρινίσω ότι το κείμενό της εξετάζεται επί της βάσης μιας ελληνικής μετάφρασης που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο [1], οπότε ενδέχεται να «αδικηθεί» κάπως στις λεπτομερειακές του κριτικές προσεγγίσεις το πρωτότυπο της Μόσχας. Έτσι, για παράδειγμα, δεν κατανοούμε τι σημαίνει ακριβώς η φράση «η Εκκλησία, ούσα επί της γης, δεν είναι μόνο η κοινωνία των εις Χριστόν πιστευόντων, αλλά και ο Θεανθρώπινος οργανισμός» και πού έγκειται η διαστολή της πρότασης τούτης. Στο ίδιο πλαίσιο υπάρχουν και άλλα σημεία θεολογικώς κάπως συζητήσιμα, π.χ. στον τρόπο που θεωρείται και εκφράζεται η «πηγή» των πολυεπίπεδων Επισκοπικών αυθεντιών και πρωτείων, αλλά και φράσεις ενοχλητικές, όπως του τύπου «η διοικητική αυθεντία του Επισκόπου εκδηλούται στην υποταγή (sic) σε αυτόν των κληρικών, των μοναχών και των λαϊκών της επισκοπής».

Θα σημειώναμε, ωστόσο, ότι τα σημεία τούτα είναι μάλλον δευτερευούσης σημασίας εν προκειμένω συγκριτικά με άλλα «πονηρότερα», είτε εμφανή είτε επιμελώς κρυπτόμενα στις συνειδήσεις, καθώς και με τα πιθανώς «επίβουλα σχέδια» των συντακτών και υπογραψάντων αυτή τη δήλωση. Λέξεις, ωστόσο, σαν τις «υποταγή» και «αυθεντία» σίγουρα υποκρύπτουν, έστω και ασύνειδα, πνεύμα και τάσεις φιλαρχίας και εξουσιαστικότητας, που δεν πρέπει να περνάνε τόσο αδιάφορα μπροστά από τα μάτια μας, εφόσον πρόκειται για επίσημο συνοδικό κείμενο μιας τοσούτον ιστορικής και ισχυρής από κάθε άποψη εκκλησιαστικής κοινότητος.

Πριν προβούμε στη θέαση τού κατ’ ουσίαν εκκλησιολογικού προβλήματος που φαίνεται να «θέλει» να ανακινήσει το κείμενο της Ρωσικής Εκκλησίας, καλό θα ήταν να επισημανθεί πως χωλαίνει και σε άλλα επιμέρους ζητήματα. Για παράδειγμα, αντιδιαστέλλει με κάποια ιδιαίτερη έμφαση – οι λέξεις δεν πρέπει να μας διαφεύγουν αβασάνιστα, διότι μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο κατοχύρωσης και προώθησης αντίστοιχων ενεργειών – την «αυθεντία» του Επισκόπου σε μια απλή Επισκοπή σε σύγκριση με κείνη του Πρώτου μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Η αυθεντία του Επισκόπου σε σύγκριση με τους υπόλοιπους βαθμούς της Ιερωσύνης, ενώ έχει λειτουργική υποστατική βάση, επαναφέρει στο προσκήνιο την τάση της εξουσιαστικότητας, η οποία εξάπαντος μπορεί να καταστεί από λίγο έως εξαιρετικά επικίνδυνη, αμαυρώνοντας τη λειτουργική και διακονική διάκριση της ομοουσιότητας των εκκλησιαστικών χαρισμάτων – λειτουργημάτων.

Αλλά και η σύγκριση που ακολουθεί ανάμεσα στο πρωτείο του Προκαθημένου μιας Τοπικής Εκκλησίας και σ’ εκείνο στο επίπεδο της Οικουμενικής τοιαύτης αφήνει ερμηνευτικά κενά. Δηλαδή, πού ακριβώς εδράζεται η αποκλειστικότητα του πρωτείου τιμής σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι και σε αυτό της Τοπικής Εκκλησίας, ενώ ισχύει πάντοτε η αρχή τού primus inter pares; Υπάρχει εδώ, κατά τη γνώμη μου, κάποιο (εκκλησιο)λογικό κενό και ταυτόχρονα αναιρείται το πνεύμα του ΛΔ’ Αποστολικού Κανόνος, ο οποίος μιλάει για την αλληλοπεριχώρηση Πρώτου και Συνοδικότητας, κάτι που ισχύει εν τοις πράγμασι κατά τη λήψη των συνοδικών αποφάσεων. Για ποιον λόγο, επομένως, να αντιπαρατίθεται το ερμηνευτικό τούτο πρίσμα προς το σε οικουμενικό επίπεδο πρωτείο;

Και εκεί η «αυθεντία» και η «τιμή» του Πρώτου μπορούν να συνυπάρχουν κάλλιστα στον ίδιο βαθμό και με παρόμοιο τρόπο ισχύος της λειτουργίας τους  και στο τοπικό επίπεδο της αυτοκεφαλίας, εφόσον διασφαλίζεται η φυσική ισοτιμία αναμεταξύ των Επισκόπων και των κατά τόπους Εκκλησιών.

[Συνεχίζεται]

[1] http://aktines.blogspot.gr/2013/12/blog-post_7549.html