Η αποκατάσταση της θείας εικόνας στο αρχαίο κάλλος (1ο μέρος)

10 Ιανουαρίου 2014

Αυτό ίσως να μην το αγνοεί κανείς. Είναι δε φυσικό μερικοί να αναζητούμε, αν είναι δυνατόν, κάποια μέθοδο και εκπαίδευση, η οποία θα μας χειραγωγεί για να επιτύχουμε τη θέα του Θεού. Τα μεν ιερά βιβλία είναι γεμάτα από αυτή τη διδασκαλία, πολλοί δε από τους αγίους προτείνουν τον βίο τους σαν οδηγητικό φως σ’ αυτούς που πορεύονται προς τον Θεό (Δευτερ. 11,22. 13, 5. 28, 9. 30,16). Βέβαια τις υποδείξεις για την επιτυχία του συγκεκριμένου σκοπού είναι εύκολο στον καθένα να τις συγκεντρώσει και μάλιστα άφθονες από τη θεόπνευστη Αγία Γραφή, τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη. Γιατί πολλά μεν από τους Προφήτες και τον Νόμο, πολλά δε από τις ευαγγελικές και τις αποστολικές παραδόσεις προσφέρονται, για να πάρει άφθονα. Όσα δε και εγώ μπόρεσα να σκεφθώ μελετώντας τα θεία λόγια εί­ναι αυτά που εκθέτω στη συνέχεια.

ag-Grigorios-Nyssis

Ο άνθρωπος, αυτό το λογικό και σκεπτόμενο ζώο, εί­ναι έργο και εικόνα της θείας και καθαρής φύσεως, γιατί έτσι αναφέρεται περί αυτού στη σχετική με τη δημιουργία του κό­σμου διήγηση: «κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν» (Γεν. 1,27). Αυτό λοιπόν το ζώο, ο άνθρωπος, δεν είχε στη φύση του ούτε ήταν έμφυτα μέσα του από την αρχή το πάθος και η θνητότη­τα. Γιατί δεν ήταν δυνατόν να σταθεί η διδασκαλία περί της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο, στην περίπτωση που το κάλλος της εικόνας θα διέφερε από το κάλλος του αρχετύπου. Ο άνθρωπος έγινε εκ των υστέρων παθητός, μετά την αρχική δημιουργία. Εισχώρησε δε το πάθος στην ανθρώπινη ζωή ως εξής· ο άνθρωπος πλάσθηκε, όπως είπαμε, κατ’ εικόνα Θεού και με προοπτική να εξομοιωθεί με τον Θεό.

Γι’ αυτό και με την ελευθερία της προαίρεσης ομοίαζε με τον εξουσιαστή των πάντων. Δεν ήταν υποδουλωμένος σε καμιά εξωτερική ανάγκη, αλλά ρύθμιζε τη ζωή του σύμφωνα με τη θέλησή του και κατά την κρίση του, αφού είχε την δυνατότητα να εκλέγει αυτό που του άρεσε. Αυτή δε τη συμφορά, στην οποία έχει περιπέσει το ανθρώπινο γένος, αυτός την προκάλεσε θεληματικά, αφού παρασύρθηκε από την απατηλή συμβου­λή. Έτσι έγινε ο ίδιος εφευρέτης του κακού, και δεν το βρή­κε δημιουργημένο από τον Θεό· γιατί «ο Θεός δεν εδημιούργησε τον θάνατον» (Σοφ. Σολ. 1,13), αλλά κτίστης και δημι­ουργός του κακού έγινε κατά κάποιον τρόπον ο άνθρωπος.

Το ηλιακό φως μπορούν να το απολαμβάνουν όλοι, όσοι έχουν ενεργό την αίσθηση της όρασης. Μπορεί όμως κανείς, αν θελήσει, κλείνοντας τους οφθαλμούς να μην α­ντιλαμβάνεται το φως, όχι γιατί ο ήλιος μετακινείται σε άλλο σημείο και έτσι να προκαλεί για εκείνον το σκοτάδι, αλλά γιατί ο άνθρωπος με το κλείσιμο των βλεφάρων, σηκώ­νει έναν τοίχο ανάμεσα στον οφθαλμό και στη φωτεινή ακτίνα. Επειδή δηλαδή με το κλείσιμο των ματιών είναι αδύνατο να λειτουργήσει η όραση, είναι αναπόφευκτο η αδράνεια της όρασης να θέτει σε ενέργεια το σκότος, το οποίο θεληματικά διά της αορασίας δημιουργείται μέσα στον άν­θρωπο.

Ή όπως, όταν κατασκευάζει κάποιος το σπίτι του, δεν αφήσει κανένα παράθυρο, για να εισέρχεται το φως στο εσωτερικό του, αναγκαστικά θα ζήσει μέσα στο σκότος, αφού θεληματικά έκλεισε την είσοδο στο φως. Το ίδιο συνέβη και με τον πρωτόπλαστο άνθρωπο, ή μάλλον με τον δημι­ουργό του κακού μέσα στον άνθρωπο. Είχε μεν το καλό και αγαθό κατά τη φύση στη διάθεσή του να απλώνεται γύρω του, θεληματικά όμως άνοιξε νέον αφύσικο δρόμο κατά του εαυτού του, αποκτώντας με την εκλογή του την εμπειρία του κακού, αφού αποστράφηκε την αρετή. Δεν υπάρχει κα­νένα κακό μεταξύ των κτισμάτων, που να είναι έμφυτο, ακούσιο και απροαίρετο και να έχει δική του υπόσταση.

Για­τί «κάθε δημιούργημα του Θεού είναι καλό και κανένα δεν είναι απορρίψιμο» (Α’ Τιμ. 4,4), και «όλα όσα εδημιούργησε ο Θεός είναι πολύ καλά» (Γεν. 1, 31). Επειδή όμως, με τον τρόπο που είπαμε, εισχώρησε στη ζωή των ανθρώπων το μι­κρόβιο και η συνήθεια της αμαρτίας, η κακία από μικρή πη­γή ξεχύθηκε στο άπειρο μέσα στον άνθρωπο. Εκείνο το θεϊ­κό κάλλος της ψυχής, που ήταν απομίμηση του αρχέτυπου, σαν το σίδηρο σκούριασε και μαύρισε από το δηλητήριο της κακίας, γιατί δεν διατηρούσε πια τη χάρη της συγγενικής σ’ αυτόν και εκ φύσεως εικόνας, αλλά μεταμορφώθηκε, παίρ­νοντας την ασχήμια της αμαρτίας.

Ο άνθρωπος, λοιπόν, αυτό το μεγάλο και αξιόλογο δη­μιούργημα, όπως αποκαλείται από τη Γραφή, αφού εξέπεσε από τη δόξα του, έπαθε αυτό που παθαίνουν όσοι γλιστρούν και πέφτουν στο βόρβορο. Το πρόσωπό τους καλύπτεται με τη λάσπη και γίνονται αγνώριστοι ακόμη και σ’ αυτούς τους οικείους τους· έτσι και αυτός, όταν έπεσε στο βόρβορο της αμαρτίας, απέβαλε μεν το να είναι εικόνα του άφθαρτου Θε­ού, φόρεσε δε τη φθαρτή και χοϊκή εικόνα, την οποία η θεό­πνευστη διδασκαλία μάς συμβουλεύει να αποβάλουμε (Ιακ. 1.21. Εφεσ. 4,22), χρησιμοποιώντας σαν άλλο νερό καθαρι­σμού την καθαρότητα του τρόπου της ζωής, ώστε να αποκαλυφθεί και πάλι το κάλλος της ψυχής, αφού αφαιρεθεί το χοϊκό κάλυμμα.

Αφαίρεση δε του ξένου είναι η επάνοδος στη φυσική και ιδιαίτερη γι’ αυτόν κατάσταση, κάτι που δεν κατορθώνεται με άλλον τρόπο, παρά μόνο αν γίνει και πάλι τέτοιος, όπως αρχικά δημιουργήθηκε. Γιατί η εξομοίωση με τον Θεό δεν είναι δικό μας έργο ούτε κατόρθωμα της ανθρώπινης δύναμης. Είναι δώρο της γενναιοδωρίας του Θε­ού, ο οποίος ευθύς αμέσως μόλις δημιούργησε τον άνθρω­πο του χάρισε την ομοιότητα προς αυτόν.

[Συνεχίζεται]