Η Δυναμική της Ορθόδοξης Βιοηθικής πρότασης

8 Ιανουαρίου 2014

Έχουμε τη μεγάλη χαρά σήμερα να ξεκινήσουμε τη δημοσίευση σε συνέχειες της αποκλειστικής συνέντευξης που παραχώρησε  αποκλειστικά στην «Πεμπτουσία» η διάσημη σύγχρονη εκπρόσωπος της Ορθόδοξη Βιοηθικής κα Cornelia Delkeskamp-Hayes, μία εκ των εκδοτών της «Χριστιανικής Βιοηθικής» και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της «Επιθεώρησης Χριστιανικής Βιοηθικής». Τη μετάφραση πραγματοποίησε η συνεργάτις της Πεμπτουσίας Φιλοθέη.

anastasis2

«Πεμπτουσία»: Είστε συντάκτρια του περιοδικού Christian Bioethics της Οξφόρδης, που είναι ίσως μοναδικό στο είδος του. Πότε έχει ξεκινήσει;

«Cornelia Delkeskamp-Hayes«: Ήταν μια ιδέα του Ηerman Engelhardt, ο οποίος είχε αντιληφθεί ότι η Ορθοδοξία χρειαζόταν κάποια μεγαλύτερη παρουσία στον ακαδημαϊκό χώρο και ήταν διατεθειμένος να το στηρίξει με τη δική του διεθνή φήμη. Τελικά η Ορθόδοξη φωνή ακούστηκε  σε ένα Χριστιανικό συνέδριο που αφορούσε τα ηθικά διλήμματα της βιοϊατρικής. Όταν ο Χέρμαν παρουσίασε την ιδέα του στη σύζυγο του Σούζαν, το «δεξί του χέρι» όσον αφορά οτιδήποτε ηλεκτρονικό, αυτή πήρε αμέσως μπροστά. Αυτό ήταν που χρειαζόταν να γίνει. «Αν όχι εμείς, τότε ποιος;» Τελικά αποφάσισαν να αγνοήσουν το ήδη βεβαρημένο τους πρόγραμμα και να επωμιστούν ακόμα ένα φορτίο.

Ακολούθως ο Χέρμαν χρησιμοποίησε τους ακαδημαϊκούς του φίλους για να γεμίσει τα τεύχη των πρώτων χρόνων. Επρόκειτο για ετερόδοξους Χριστιανούς, γιατί σ’ αυτό το στάδιο δεν είχε ακόμα καταφέρει τη μεταστροφή αρκετών βιοηθικών επιστημόνων. Αυτό θα συνέβαινε αργότερα, εν μέρει μέσω του έργου που γινόταν στο περιοδικό. Ωστόσο, στο πρώτο στάδιο ο Χέρμαν έπρεπε να πείσει του μη- Ορθόδοξους φίλους του, οι οποίοι προέρχονταν από διάφορα δόγματα και κουλτούρες, να συζητούν ένα ιδιαίτερο πρόβλημα βιοηθικής σε κάθε τεύχος. Ο κάθε συγγραφέας έπρεπε να εκθέσει τις θεολογικές πηγές που υπήρχαν στη δική του Χριστιανική κουλτούρα. Έπρεπε να παραθέσει ποιες αυθεντίες αναγνώριζε αυτός ότι επηρέαζαν την ερμηνεία αυτών των πηγών. Υστέρα έπρεπε να εξηγήσει πώς τα δικά του ηθικά συμπεράσματα στηρίζονταν στις πηγές που ερμηνεύονταν με αυθεντία.

Κάποιοι από τους φίλους του Χέρμαν δέχτηκαν την πρόκληση αμέσως. Αναγνώρισαν ότι υπήρχε ανάγκη για όποιον αντιμετώπιζε με σοβαρότητα την πίστη του, να είναι ακριβής αναφορικά με τον ηθικό προσανατολισμό της και ότι μια διαφορετική θεολογική προσέγγιση θα ήταν βοηθητική. Άλλοι από τους φίλους του δυσφόρησαν κάπως, αλλά αντιλήφθηκαν ότι τους δινόταν τώρα η ευκαιρία να ανταποδώσουν στον Χέρμαν τα οφέλη που είχαν απολαύσει εξαιτίας της φιλίας τους για πολλά χρόνια. Στο τέλος και οι δύο ομάδες αντιμετώπισαν με ενθουσιασμό αυτό το νέο εγχείρημα και διαμόρφωσαν μια δική τους Χριστιανική βιοηθική κουλτούρα. Κάποιοι μάλιστα, όπως ανέφερα, μεταστράφηκαν και στην Ορθοδοξία.

Τότε εγώ ανήκα στην Προτεσταντική εκκλησία και μάλιστα ως ενεργό μέλος της. Αλλά αντιλήφθηκα ότι παρακολουθώντας το πώς διάφοροι θεολόγοι από διαφορετικά Χριστιανικά δόγματα προσπαθούσαν να «δώσουν λόγο» για τις βιοηθικές τους απόψεις, ήταν σαν να παρακολουθούσα μια ανεπίσημη Χριστιανική ακαδημία βιοηθικής.  Επιπλέον, ο Χέρμαν πολύ σοφά με ενέπλεξε εκμεταλλευόμενος το πάθος μου για αυστηρή κριτική. Έχοντας αναλάβει να έχω μια κριτική ματιά  στα δοκίμια των Προτεσταντών και Καθολικών επιστημόνων, άρχισα με μεγάλη χαρά να τα μελετήσω αναλυτικά. Με αυτόν τον τρόπο αναγκάστηκα να παραδεχτώ την ανωτερότητα της Ορθόδοξης προσέγγισης. Τουλάχιστον εδώ δεν υπήρχαν ισχυρισμοί για τη ορθολογιστική αναγκαιότητα. Αντί αυτού, πήρα πρόσκληση για ένα όραμα και τρόπο ζωής που δεν προσέφερε κανένα μοχλό ορθολογιστικής υπεροψίας.

Φυσικά έπρεπε να ξεπεράσω την Ευαγγελικαλική μου συστολή ενάντια στα  ‘μεγάλα λόγια’. Λέξεις όπως ‘η θέωση’ μού φαίνονταν πολύ μεγαλόστομες στην αρχή. Ωστόσο αισθάνθηκα μια βαθύτερη νηφαλιότητα κάτω από το αρχικό ύποπτο ‘σύννεφο λεκτικού θυμιάματος’. Μια νηφαλιότητα που έλειπε από τις τοπικές Χριστιανικές κουλτούρες που χρησιμοποιούσαν συναισθηματισμούς και εσκεμμένες ορθολογιστικές ασάφειες. Σε αντίθεση με τη συγκεχυμένη απόκλιση απόψεων και την έλλειψη αυστηρότητας που διέπει τις περισσότερο ‘δημιουργικές’ προσεγγίσεις των ετεροδόξων, οι Ορθόδοξοι συγγραφείς έγραφαν με συνέπεια και τα επιχειρήματα τους ήταν σφιχτοδεμένα. Οι απόψεις τους αποτελούσαν σίγουρα πρόκληση γι αυτούς που προσπαθούσαν να τις ακολουθήσουν αλλά τουλάχιστον ταίριαζαν μεταξύ τους.

Σήμερα, αντιλαμβάνομαι ότι ο τρόπος που αντιδρούσα τότε, μου θυμίζει τον τρόπο μεταστροφής της μητέρας μου. Εγώ είχα ήδη βαπτιστεί αλλά κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της στηριζόταν σε μένα που τη φρόντιζα για να πηγαίνει εκκλησία στο χωριό μας. Αυτή ήταν η εκκλησία στην οποία μεγάλωσα και στην οποία η ίδια αναθέρμανε τη χαμένη της συνήθεια να συμμετέχει στις Κυριακάτικες λειτουργίες. Επειδή ήταν σχεδόν τυφλή και ανήμπορη, είχα ιδιαίτερη ευλογία να πηγαίνω μαζί της σ’ αυτές τις ακολουθίες. Στο δρόμο για το σπίτι παραπονιόταν για το κήρυγμα χωρίς να αφήνει έξω ούτε το Ευαγγέλιο.

Ο Θεός θα μπορούσε, κατά την άποψή της, να οργανώσει τα πράγματα καλύτερα και θεωρούσε ότι ο πάστορας πάντοτε αποτύγχανε να αγγίξει τα σωστά θέματα. Ωστόσο, επειδή γνώριζε για τη νέα μου θρησκεία με προκαλούσε να αμυνθώ. Έτσι αναφερόμουν στον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο και πώς η ερμηνεία του για κάποιο χωρίο ταίριαζε απόλυτα και μάλιστα πολύ όμορφα. Και κάθε φορά μετά από μια ολιγόλεπτη σιγή, σήκωνε το βλέμμα λέγοντας: «Ναι, καλά. Αυτό έχει νόημα. Γιατί κανένας δεν μου το εξήγησε ποτέ;’

Φυσικά αυτή ακριβώς είναι και η αντίδραση την οποία ελπίζουμε να εκμαιεύσουμε με αυτό το περιοδικό,. Εδώ η αντιπαράθεση με την Ορθόδοξη άποψη ρίχνει ένα εντελώς διαφορετικό φως στις συνήθεις Χριστιανικές απαντήσεις στα φλέγοντα προβλήματα βιοηθικής. Έτσι οι μη –Ορθόδοξοι αναγνώστες έχουν την ευκαιρία ακόμα και μέσα από το δικό τους τομέα έρευνας  να «έλθουν και να δουν».

[Συνεχίζεται]