Ο Μ. Βασίλειος γράφει στον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο (1ο Μέρος)

1 Ιανουαρίου 2014

Ο Μ. Βασίλειος είναι θεμελιωτής και οργανωτής του κοινοβιακού μοναχισμού. Οι κανόνες του, με τη μεταρρύθμιση που έκανε σ’ αυτούς ο Άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης, ισχύουν μέχρι σήμερα.

Βέβαια ο Μ. Βασίλειος δεν ασχολήθηκε με το μοναχισμό κατά ερασιτεχνικό τρόπο. Ο ίδιος έγινε μοναχός και έζησε επί αρκετά χρόνια το μοναχικό βίο. Ακόμα από την εποχή που σπούδαζε στην Αθήνα σχεδίαζε μαζί με το φίλο του Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο να αποσυρθεί στην έρημο μετά τις σπουδές του. Αργότερα θα θεωρήσει σαν απώλεια χρόνου όλο τον καιρό που διέθεσε για τις σπουδές.

MBG1

Γράφει σε μια επιστολή του προς τον Ευστάθιο Σεβαστείας: «Εγώ δαπάνησα πολύν χρόνο στην ματαιότητα και αφάνισα όλη σχε­δόν τη νέοτητά μου στην ματαιοπονία, στην οποίαν υποβλήθηκα ασχολούμενος με την πρόσληψη των διδαγμάτων της υπό του Θεού μωρανθείσης σοφίας. Όταν δε κάποτε σαν να σηκώθηκα από βαθύ ύπνο, κοίταξα μεν προς το θαυμαστό φως της αληθείας του Ευαγγελίου, είδα δε το άχρηστο της σοφίας των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων, θρήνησα για την ελεεινή μου ζωή και ευχήθηκα να μου προσφερθεί χειραγωγία για να εισαχθώ στα δόγματα της ευσεβείας. Και πριν από όλα φρόντισα να διορθώσω κάπως το ήθος μου, το οποίον είχε διαστραφεί από την συναναστροφή μου με τους φαύλους.

Αφού διάβασα λοιπόν το Ευαγγέλιο και συνάντησα εκεί τη διδασκαλία ότι η σπουδαιότερη προϋπόθεση για την τελείωση  είναι η πώληση των υπαρχόντων και διάθεσή τους στους πτωχούς αδελφούς και γενικά η αμεριμνησία για τον παρόντα βίον και η έλλειψη συμπαθείας της ψυχής προς τα πράγματα του κόσμου τούτου, προσευχόμουν να βρω κάποιον από τους αδελφούς, ο οποίος να είχε εκλέξει αυτήν την οδόν τις ζωής, ώ­στε να διαπεράσω μαζί με αυτόν την σύντομη αυτή τρικυμία του βίου».

Και επειδή ο φίλος του Γρηγόριος, παρά τη συμφωνία που είχαν, δεν τον ακολούθησε στην έρημο, αυτός μόνος, αφού μοίρασε στους πτωχούς το μεγαλύτερο μέρος τις περιουσίας του, έφυγε το 360 στον Πόντο στο πατρικό κτήμα όπου ασκήτευαν η αδελφή του και η μητέ­ρα του στον Ίρι ποταμό. Εκεί είχαν δημιουργηθεί δύο μικρές μονα­στικές αδελφότητες, μία γυναικεία και μία ανδρική.

Ο φίλος του Γρηγόριος ζήτησε να πληροφορηθεί πώς διάγουν εκεί στην έρημο και ο Μ. Βασίλειος του απάντησε με την επιστολή που φέρει τον αριθμό 2. Η επιστολή αυτή, μπορούμε να πούμε, πε­ριέχει τους πρώτους μοναχικούς κανόνες του Αγίου. Γι’ αυτό και θε­ωρούμε σκόπιμο να είναι ένα από τα κείμενα που θα παρουσιάσουμε.

Στην αρχή ο Μ. Βασίλειος από ταπεινοφροσύνη λέγει ότι ντρέ­πεται να γράψει τι κάνει στην έρημο, γιατί άφησε μεν τον κόσμο, αλλά όχι και τον εαυτό του. Γράφει χαρακτηριστικά: «Εγώ ά μεν ποιώ αυτός επί της εσχατιάς ταύτης νυκτός και ημέρας γράφειν αισχύνομαι. Κατέλιπον μεν γαρ τας εν άστει διατριβάς ως μυρίων κακών αφορμάς, εμαυτόν δε ούπω απολιπείν ηδυνήθην». Ωστόσο στη συνέχεια τονίζει ότι ο σκοπός τους είναι να ακολουθήσουν τα ίχνη του Χριστού που έδειξε το δρόμο της σωτηρίας με το να πει: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. 16,24). Για το λόγο αυτό ο ίδιος και η συνοδεία του προσπαθούν να εφαρμόσουν όλα εκείνα που θα τους καταστήσουν ικανούς να ακολουθήσουν το Χριστό. Και αυτά είναι:

1) Ο νους πρέπει να κρατείται στην κατάσταση της ησυχίας. Όπως το μάτι για να δει καθαρά εμπρός δεν επιτρέπεται να περιφέρε­ται εδώ και εκεί, έτσι και ο νους όταν περισπάται από μύριες κοσμι­κές φροντίδες είναι ανίκανος να ατενίσει την αλήθεια. Όλες αυτές οι φροντίδες μπορούν να αποφευχθούν μόνο με την αναχώρηση από τον κόσμο. Και αναχώρηση από τον κόσμο δεν σημαίνει απλώς σωματι­κή μετακίνηση απ’ αυτόν, αλλά απόσπαση της ψυχής από τη συμπά­θεια προς το σώμα, τόσο ώστε να γίνει κανείς άπολις, άοικος, άφι­λος, ακτήμων, χωρίς προσωπική περιουσία, χωρίς μέσα συντηρήσεως, αμαθής κατά τα ανθρώπινα διδάγματα, έτοιμος να δεχθεί στην καρδιά του τη θεία διδασκαλία. Και ετοιμασία της καρδίας είναι η απομάθηση των πονηρών διδαγμάτων.

Γιατί ούτε στην κηρόπλακα εί­ναι δυνατό να γράψει κανείς, αν δεν ισοπεδώσει τα γράμματα που εί­ναι από πιο μπροστά γραμμένα σ’ αυτή, ούτε στη ψυχή είναι δυνατό να εναποθέσει κανείς τα θεία δόγματα αν δεν βγάλει απ’ αυτή τις από τη συνήθεια προλήψεις της. Για το σκοπό αυτό η ερημία ωφελεί πο­λύ, γιατί κατευνάζει τα πάθη και δίνει στο λογικό την ευχέρεια να τα ξεριζώσει εντελώς απ’ τη ψυχή. Γιατί όπως τα θηρία είναι ευκατάβλητα όταν ημερωθούν, έτσι και οι επιθυμίες, οι οργές και οι λύπες, τα ιοβόλα κακά της ψυχής, όταν με την ησυχία κατευνασθούν και παύσουν να εξαγριώνονται με τον συνεχή ερεθισμό, γίνονται ευκαταγώνιστα με τη δύναμη της λογικής. Επομένως ο τόπος πρέπει να είναι ακριβώς σαν τον δικό μας εδώ, λέγει ο Μ. Βασίλειος, απαλλαγμένος από την επικοινωνία με ανθρώπους, ώστε η συνοχή της ασκήσεως να μη διακόπτεται από κανένα εξωτερικό περισπασμό.

Η πνευματική αυτή άσκηση, συνεχίζει ο Μ. Βασίλειος, τρέφει τη ψυχή με θεία διανοήματα. Γιατί τι είναι μακαριότερο από το να μιμείται κανείς στη γη τους αγγέλους; Αμέσως με την αυγή να ορμά σε προσευχή για να υμνήσει τον Κτίστη με ύμνους και ωδές; Ακόμα και τις εργασίες της ημέρας να τις αρτύει με ύμνους σαν με άλας; Γιατί οι παρηγοριές των ύμνων δημιουργούν στη ψυχή κατάσταση χαράς και όχι λύπης.

(Συνεχίζεται)