Θύματα εγκλημάτων βίας: ο θετικός υποστηρικτικός ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας (A’)

12 Ιανουαρίου 2014

bombchurch_eP

Δυστυχώς στις ανθρώπινες κοινωνίες η βία και το έγκλημα είναι φαινόμενα που μπορούν να θεωρηθούν φυσιολογικά και αναπόφευκτα, παρά τη φρίκη που προκαλούν. Στην πεπτωκυία φύση του ανθρώπου η ασθένεια και ο θάνατος δεν μπορούν να θεωρηθούν παράξενα γεγονότα και να αποκλειστούν, αλλά θεωρούνται αναμενόμενα και βέβαια. Με τον ίδιο τρόπο και στην κοινωνική φύση του ανθρώπου (προφανώς εξίσου πεπτωκυία και αυτή) σε όλο το ιστορικό φάσμα είναι παρούσα η παθογένεια τη βίας και  του εγκλήματος.

Μολονότι τα τελευταία χρόνια οι πολιτείες έχουν προχωρήσει στην ποινικοποίηση διαφόρων συμπεριφορών ονοματίζοντας και τιμωρώντας τις ως εγκληματική δραστηριότητα, ο όρος έγκλημα στον κοινό νου ταυτίζεται-και δικαίως- με πράξεις που εκδηλώνουν σοβαρή αντικοινωνικότητα και πραγματώνονται με βία.

Τα βίαια εγκλήματα π.χ. ανθρωποκτονίες, βίαιες σωματικές επιθέσεις, σεξουαλική βία-εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας (π.χ. βιασμοί), ενδοοικογενειακή βία, ρατσιστική βία και εγκλήματα μίσους, ληστείες (η αφαίρεση της περιουσίας γίνεται με την απειλή ή τη χρήση σωματικής βίας) είναι αυτά που πλήττουν ή θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα και ζωή. Τα εγκλήματα βίας δημιουργούν θύματα με πληγές σωματικές και ψυχικές που δύσκολα επουλώνονται.

Τα θύματα τέτοιων εγκλημάτων διακρίνονται σε δυο κατηγορίες: α) στα άμεσα θύματα, σε αυτά δηλαδή που θυματοποιούνται και υφίστανται τη βία ευθέως εναντίον τους (π.χ. η γυναίκα που πέφτει θύμα βιασμού), β) στα έμμεσα θύματα που yπεριλαμβάνουν τους συγγενείς, τους στενούς φίλους, τον κύκλο δηλαδή των προσώπων που ζει ή συνδέεται με διάφορους δεσμούς (φιλικούς, οικογενειακούς κλπ) με το άμεσο θύμα του εγκλήματος (π.χ. οι γονείς ενός δολοφονηθέντος, ο σύζυγος μίας βιασθείσης).

Όπως προαναφέρθηκε τα τραύματα που προκαλούνται στα θύματα δεν είναι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. Συχνά δε τα δεύτερα αποτυπώνονται βαθειά στον συναισθηματικό κόσμο και διατηρούνται ακόμη και αν ή όταν τα σημάδια στο σώμα έχουν επουλωθεί.

Τα τελευταία χρόνια ξεκινώντας από την ίδια τη Θυματολογία -επιστημονικό ρεύμα-κλαδί της Εγκληματολογίας-άρχισε να υπάρχει ένα κίνημα έντονης ενασχόλησης  όχι μόνο με το έγκλημα και τον δράστη, αλλά επιτέλους και με το θύμα. Σε πολλά κράτη μάλιστα εφαρμόζονται μέτρα επανορθωτικής δικαιοσύνης (restorative justice) που προσπαθούν να προχωρήσουν πέρα από τα παραδοσιακά πλαίσια τιμωρίας του δράστη, προς στην  επανόρθωση  της ζημίας που έχει γίνει στο θύμα. Ο ποινικός σωφρονισμός του δράστη δεν μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, αλλά πάντως δεν αποτελεί τον εξαντλητικά μοναδικό στόχο του όλου δικαιοδοτικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό προτείνονται και ερευνώνται διάφορες εναλλακτικές μέθοδοι υποστήριξης των θυμάτων που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν αποτελεσματικά στην αποκατάσταση, στη διαδικασία επούλωσης, στην ανακατάληψη του ελέγχου της ζωής, στην εκ νέου ενεργό συμμετοχή στα δρώμενα χωρίς φόβο.

Οι άνθρωποι που έχουν θυματοποιηθει νιώθουν σύγχυση, δυστυχώς (παράλογη) ενοχή, κατάθλιψη και σοκ. Αναρωτιούνται διαρκώς «τί θα γινόταν αν…» και συχνά τυραννιούνται από αναπάντητα καταιγιστικά ερωτηματικά  σχετικά με πιθανούς τρόπους πρόληψης-αποφυγής του τραυματικού γεγονότος που έλαβε χώρα εναντίον τους. Και φυσικά κυριαρχεί και το βασανιστικό ερώτημα «γιατί;», «γιατί σε μένα;».

Σε τέτοιες στιγμές προσωπικής κρίσης οι άνθρωποι αναζητούν κάθε τρόπο και καταφεύγουν σε κάθε διαθέσιμο μέσο για να αντέξουν τον πόνο και να ξεπεράσουν το γεγονός που τους έχει συμβεί. Επίσης χρειάζονται κουράγιο και αντοχή για να αντέξουν τη στρεσογονο δικαστική διαδικασία, όπου συχνά το θύμα ζει για δεύτερη φορά το τραυματικό γεγονός. Όχι σπάνια μάλιστα το θύμα νιώθει να αντιμετωπίζεται στις δικαστικές αίθουσες ως υπεύθυνο για ό,τι συνέβη, να αμφισβητείται η εγκληματική πράξη και τα όσα έπαθε. Ειδικά σε δίκες για αδικήματα κατά της  γενετήσιας ελευθερίας το θύμα μπορεί ακόμη να αισθάνεται ότι διαπομπεύεται, ενώ από μόνη της η εξιστόρηση των λεπτομερειών της πράξης αποτελεί μια τραυματική εμπειρία.

Σε τέτοιες οριακές καταστάσεις που αντιμετωπίζει ένα πρόσωπο μπορεί να προσφέρει την υποστηρικτική της διακονία με τον πνευματικό πλούτο και τη μυστηριακή της ζωή η Ορθόδοξη Εκκλησία. Η θρησκεία παίζει αναμφισβήτητα  σημαντικό ρόλο στις ζωές  πολλών ανθρώπων. Εκτός τούτου σε συγκεκριμένες κοινωνίες (όπως η ελληνική, αλλά και άλλων βαλκανικών χωρών ή η ρωσική) κατέχει έναν ισχυρό παραδοσιακό ρόλο στην καθημερινή κουλτούρα.

Σημείωση: Το παρόν άρθρο βασίζεται σε παρουσίαση με τον τίτλο «Religion helping the victim: the case of the Eastern Orthodox Church theology and practice»στο συνέδριο» που πραγματοποιήθηκε στο 4ο ετήσιο συνέδριο Θυματολoγίας με θεματική: «Victims and contemporary responses to crime: between protection and misuse»  στο Βελιγράδι (διοργάνωση: Victimology Society of Serbia).